XIII. Ο Ερχομός του Τούριν στο Μπρέθιλ
Ο Τούριν κατέβηκε προς τον Σίριον και ήταν διχασμένος στις σκέψεις του. Γιατί έβλεπε ότι ενώ πριν είχε δύο πικρές επιλογές, τώρα υπήρχαν τρεις, και ο καταπιεσμένος λαός του τον καλούσε αφού εκείνος είχε αυξήσει ακόμη περισσότερο τα δεινά του. Μόνο μια παρηγοριά είχε: ότι πέρα από κάθε αμφιβολία η Μόργουεν και η Νίενορ είχαν φτάσει εδώ και πολύν καιρό στο Ντόριαθ και μόνο χάρη στην ικανότητα του Μαύρου Σπαθιού του Νάργκοθροντ είχε γίνει ο δρόμος τους ασφαλής. Και έλεγε με το μυαλό του:
«Σε ποιο άλλο καλύτερο μέρος θα μπορούσα να τις είχα πάει, ακόμη και αν είχα έρθει νωρίτερα; Αν η Ζώνη της Μέλιαν σπάσει, τότε όλα έχουν τελειώσει. Όχι, είναι καλύτερα έτσι όπως είναι τα πράγματα. Γιατί η οργή μου και οι απερίσκεπτες πράξεις μου ρίχνουν μια σκιά όπου κι αν βρίσκομαι. Ας τις φυλάει η Μέλιαν! Κι εγώ θα τις αφήσω για λίγο σε ανέφελη ειρήνη».
Όμως, αν και πολύ αργά τώρα, ο Τούριν άρχισε να αναζητά τη Φιντούιλας, περιπλανώμενος στα δάση κάτω από τους πρόποδες των Έρεντ Γουέθριν, άγριος και επιφυλακτικός σαν ζώο. Και έψαξε όλους τους δρόμους που οδηγούσαν βόρεια στο Πέρασμα του Σίριον. Πολύ αργά, γιατί όλα τα ίχνη είχαν χαθεί από τις βροχές και τα χιόνια. Έτσι όμως συνέβη και ο Τούριν, καθώς περνούσε τον Τέιγκλιν, συνάντησε μερικούς από το Λαό του Χάλεθ στο Δάσος του Μπρέθιλ. Τώρα είχαν μείνει λιγοστοί εξαιτίας του πολέμου, ένας μικρός λαός, και οι περισσότεροι ζούσαν κρυφά μέσα σ' ένα πασσαλόφρακτο οχυρό στο λόφο Άμον Όμπελ βαθιά μέσα στο δάσος. Έφελ Μπράντιρ λεγόταν εκείνο το μέρος. Γιατί ο Μπράντιρ, ο γιος του Χάντιρ, ήταν τώρα ο κύριός τους μετά το θάνατο του πατέρα του. Και ο Μπράντιρ δεν ήταν άνθρωπος του πολέμου, αφού κούτσαινε στο ένα πόδι από μια κακοτυχία στα παιδικά του χρόνια. Και επί πλέον, ήταν ήπιος στη διάθεση, αγαπούσε το ξύλο κι όχι το μέταλλο και τη γνώση των πλασμάτων που μεγαλώνουν στη γη περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη γνώση.
Όμως μερικοί από τους κατοίκους του δάσους κυνηγούσαν ακόμη Ορκ στα σύνορά τους. Και έτσι, καθώς έφτασε εκεί ο Τούριν, έτυχε να ακούσει το θόρυβο συμπλοκής. Έσπευσε προς τα κει και πλησιάζοντας με προσοχή μέσα από τα δέντρα είδε μια μικρή ομάδα ανθρώπων περικυκλωμένη από Ορκ. Αμύνονταν απεγνωσμένα, έχοντας πίσω τους μια πυκνή συστάδα δέντρων που φύτρωναν στη μέση ενός ξέφωτου. Όμως οι Ορκ ήταν πολλοί και οι Άνθρωποι είχαν ελάχιστες ελπίδες να σωθούν αν δεν ερχόταν βοήθεια. Έτσι ο Τούριν, κρυμμένος μέσα στους θάμνους, άρχισε να κάνει μεγάλο θόρυβο, ποδοβολητά και χτυπήματα και μετά φώναξε με δυνατή φωνή, σαν να ήταν αρχηγός πολλών αντρών:
«Χα! Τους βρήκαμε! Ακολουθήστε με όλοι! Ορμάτε τώρα και σφάξτε τους!».
Τότε οι Ορκ κοίταξαν πίσω τους τρομαγμένοι και ο Τούριν όρμησε στο ξέφωτο κουνώντας το χέρι σαν να καλούσε τους άντρες του από πίσω και η λεπίδα του Γκούρθανγκ άστραφτε σαν φωτιά στο χέρι του. Πολύ καλά γνωστό ήταν αυτό το σπαθί στους Ορκ και πριν ακόμη ξεχυθεί ανάμεσά τους, πολλοί σκόρπισαν και το έβαλαν στα πόδια. Τότε οι άνθρωποι του δάσους έτρεξαν και ενώθηκαν μαζί του και κυνήγησαν όλοι τους εχθρούς τους μέχρι μέσα στο ποτάμι. Ελάχιστοι πέρασαν απέναντι. Επιτέλους σταμάτησαν στην όχθη και ο Ντόρλας, ο αρχηγός των ανθρώπων του δάσους, είπε:
«Είσαι γρήγορος στο κυνήγι, άρχοντα. Αλλά οι άντρες σου αργούν να σε ακολουθήσουν».
«Δεν αργούν», είπε ο Τούριν. «Γιατί τρέχουμε όλοι μαζί σαν ένας άνθρωπος και δεν χωριζόμαστε ποτέ».
Τότε οι άνθρωποι του Μπρέθιλ γέλασαν και είπαν.
«Λοιπόν, ένας τέτοιος αξίζει πολλούς. Και σου οφείλουμε μεγάλες ευχαριστίες. Όμως ποιος είσαι και τι κάνεις εδώ;».
«Απλώς ακολουθώ την τέχνη μου, που είναι η σφαγή των Ορκ», είπε ο Τούριν. «Και ζω όπου με οδηγεί η τέχνη μου. Είμαι ο Αγριάνθρωπος των Δασών».
«Τότε έλα να ζήσεις μαζί μας», είπαν αυτοί. «Γιατί εμείς ζούμε στα δάση και έχουμε ανάγκη από τέτοιους τεχνίτες. Θα ήσουν ευπρόσδεκτος!».
Τότε ο Τούριν τους κοίταξε παράξενα και είπε:
«Υπάρχουν λοιπόν ακόμη άνθρωποι που θα με αφήσουν να ρίχνω τη σκιά μου στις πόρτες τους; Όμως, φίλοι, έχω ακόμη μια θλιβερή αποστολή: να βρω τη Φιντούιλας, κόρη του Ορόντρεθ του Νάργκοθροντ, ή τουλάχιστον να μάθω νέα της. Αλίμονο! Πολλές βδομάδες έχουν περάσει αφότου την πήραν από το Νάργκοθροντ, αλλά εγώ πρέπει να συνεχίσω να την αναζητώ».
Τότε τον κοίταξαν με οίκτο και ο Ντόρλας είπε:
«Μπορείς να σταματήσεις την αναζήτησή σου. Γιατί μια στρατιά των Ορκ έφτασε από το Νάργκοθροντ πηγαίνοντας προς τις Διαβάσεις του Τέιγκλιν και είχαμε από καιρό προειδοποιηθεί για τον ερχομό της: προχωρούσαν πολύ αργά, γιατί είχαν πολλούς αιχμαλώτους. Τότε σκεφτήκαμε να συνεισφέρουμε κι εμείς στον πόλεμο με το μικρό μας πλήγμα, στήνοντας ενέδρα στους Ορκ με όλους τους τοξότες που μπορέσαμε να μαζέψουμε, και ελπίζαμε να σώσουμε μερικούς από τους αιχμαλώτους. Αλίμονο όμως! Αμέσως μόλις δέχτηκαν την επίθεση, οι αχρείοι Ορκ έσφαξαν πρώτα τις γυναίκες ανάμεσα στους αιχμαλώτους. Και την κόρη του Ορόντρεθ την κάρφωσαν σ' ένα δέντρο με λόγχη».
Τούριν στεκόταν σαν άνθρωπος θανάσιμα χτυπημένος.
«Πώς το ξέρεις αυτό;», είπε.
«Γιατί μου μίλησε πριν πεθάνει», απάντησε ο Ντόρλας. «Μας κοίταξε σαν ν' αναζητούσε κάποιον που περίμενε και είπε: «Μόρμεγκιλ. Πείτε στον Μόρμεγκιλ ότι η Φιντούιλας είναι εδώ». Δεν είπε τίποτε άλλο. Όμως επειδή ακούσαμε αυτά τα τελευταία λόγια της, τη θάψαμε εκεί που πέθανε. Είναι σ' έναν τύμβο δίπλα στον Τέιγκλιν. Ναι, αυτό έγινε πριν από ένα μήνα τώρα».
«Πηγαίνετέ με εκεί», είπε ο Τούριν. Και τον πήγαν σ' έναν λοφίσκο δίπλα στις Διαβάσεις του Τέιγκλιν. Εκεί σωριάστηκε κάτω και ένα σκοτάδι έπεσε πάνω του, έτσι που νόμισαν ότι είχε πεθάνει. Αλλά ο Ντόρλας τον κοίταξε εκεί που κειτόταν και μετά στράφηκε στους άντρες του και είπε:
«Πολύ αργά! Αυτή είναι θλιβερή συγκυρία. Δείτε όμως: εδώ κείτεται ο ίδιος ο Μόρμεγκιλ, ο μεγάλος αρχηγός του Νάργκοθροντ. Από το σπαθί του έπρεπε να τον γνωρίσω, όπως τον γνώρισαν οι Ορκ». Γιατί η φήμη του Μαύρου Σπαθιού του Νότου είχε απλωθεί παντού και είχε μέχρι τα βάθη του δάσους.
Έτσι τώρα τον σήκωσαν με σεβασμό και τον μετέφεραν στο Έφελ Μπράντιρ, και ο Μπράντιρ που ήρθε να τους προϋπαντήσει απόρησε με το νεκροκρέβατο που κουβαλούσαν. Και τραβώντας το σκέπασμα κοίταξε το πρόσωπο του Τούριν, του γιου του Χούριν. Και μια σκοτεινή σκιά έπεσε στην καρδιά του.
«Ω σκληροί Άνθρωποι του Χάλεθ!», φώναξε. «Γιατί εμποδίσατε το θάνατο να πάρει αυτό τον άνθρωπο; Με μεγάλο κόπο φέρατε εδώ την τελευταία συμφορά του λαού μας».
Αλλά οι άνθρωποι του δάσους είπαν:
«Όχι, αυτός είναι ο Μόρμεγκιλ του Νάργκοθροντ, ο κραταιός εξολοθρευτής των Ορκ, και θα μας προσφέρει μεγάλη βοήθεια αν ζήσει. Και ακόμη και αν δεν είναι έτσι, έπρεπε να αφήσουμε έναν άνθρωπο τσακισμένο από τα δεινά να κείτεται σαν ψοφίμι στο δρόμο;».
«Δεν έπρεπε όντως», είπε ο Μπράντιρ. «Η κατάρα θέλησε έτσι». Και πήρε τον Τούριν στο σπίτι του και τον περιποιήθηκε με φροντίδα.
Αλλά όταν ο Τούριν αποτίναξε επιτέλους το σκοτάδι, η άνοιξη ξαναγύριζε. Και ξύπνησε και είδε τον ήλιο στα πράσινα μπουμπούκια. Τότε το κουράγιο του Οίκου του Χάντορ ξύπνησε πάλι μέσα του και σηκώθηκε και είπε μέσα στα βάθη της καρδιάς του:
«Όλες οι πράξεις και οι περασμένες μέρες μου ήταν σκοτεινές και γεμάτες κακό. Όμως μια νέα μέρα έχει έρθει. Εδώ θα μείνω ειρηνικά και θα απαρνηθώ όνομα και καταγωγή, κι έτσι θ' αφήσω τη σκιά μου πίσω μου ή τουλάχιστον δεν θα την αφήνω ν' απλώνεται πάνω σ' εκείνους που αγαπώ».
Έτσι πήρε νέο όνομα και ονόμασε τον εαυτό του Τουράμπαρ, που στη γλώσσα των Υψηλών Ξωτικών σημαίνει Κύριος της Μοίρας και έζησε με τους ανθρώπους του δάσους και ήταν αγαπητός ανάμεσά τους και τους ζήτησε να ξεχάσουν το παλιό του όνομα και να τον θεωρούν γεννημένο στο Μπρέθιλ. Όμως με το ν' αλλάξει το όνομα δεν μπορούσε να αλλάξει και το χαρακτήρα του, ούτε να ξεχάσει το παλιό του μίσος ενάντια στους υπηρέτες του Μόργκοθ, και πήγαινε να κυνηγήσει Ορκ με τους λίγους της ίδιας νοοτροπίας, αν και αυτό δυσαρεστούσε τον Μπράντιρ. Γιατί ήλπιζε ότι θα προστατέψει το λαό του περισσότερο με τη σιωπή και τη μυστικότητα.
«Ο Μόρμεγκιλ δεν υπάρχει πια», είπε, «αλλά πρόσεχε μήπως η ανδρεία του Τουράμπαρ φέρει παρόμοια εκδίκηση στο Μπρέθιλ!»
Έτσι ο Τουράμπαρ άφησε το μαύρο σπαθί του και δεν το έπαιρνε πια στη μάχη και κρατούσε πιο πολύ τόξο και λόγχη. Αλλά δεν ανεχόταν να περνούν οι Ορκ από τις Διαβάσεις του Τέιγκλιν ούτε να πλησιάζουν στον τύμβο όπου ήταν θαμμένη η Φιντούιλας. Χάουδ-εν-Έλλεθ ονομάστηκε, ο Τύμβος της Ξωτικοκόρης, και γρήγορα οι Ορκ έμαθαν να τρέμουν αυτό το μέρος και να το αποφεύγουν. Και ο Ντόρλας είπε στον Τουράμπαρ:
«Απαρνήθηκες το όνομα, αλλά είσαι ακόμη το Μαύρο Σπαθί. Και οι φήμες λένε πως το Μαύρο Σπαθί ήταν ο γιος του Χούριν του Ντορ-λόμιν, Κύριος του Οίκου του Χάντορ, έτσι είναι;»
Και ο Τουράμπαρ απάντησε:
«Έτσι έχω ακούσει. Αλλά μην το διαδίδεις, σε παρακαλώ, γιατί είσαι φίλος μου».