1.1 Ο Κος Σέρλοκ Χολμς (1)
(Αποτελεί ανατύπωση εκ των απομνημονευμάτων του Τζων Χ. Γουώτσον, Ιατρού, απόστρατου του Ιατρικού Σώματος Στρατού.)
--
ΤΟ έτος 1878 έλαβα το πτυχίο Ιατρικής εκ της Πανεπιστημιακής Ιατρικής σχολής του Λονδίνου, και μετέβηκα στο Νέτλυ για να συνεχίσω τις σπουδές μου, όπως επιτασσόταν για τους στρατιωτικούς χειρουργούς. Έχοντας ολοκληρώσει τις σπουδές μου εκεί, αποσπάσθηκα όπως άρμοζε, στο 5ο Σύνταγμα Τυφεκιοφόρων της Northumberland, ως βοηθός χειρουργού. Το σύνταγμα ήταν εγκατεστημένο στην Ινδία τη συγκεκριμένη περίοδο, και πριν προλάβω να παρουσιασθώ, ο δεύτερος Αφγανικός Πόλεμος είχε ξεσπάσει. Κατά την αποβίβαση μου στη Βομβάη, έμαθα πως το σώμα μου είχε προωθηθεί μέσα από τα περάσματα και βρισκόταν ήδη βαθιά εντός του εχθρικού εδάφους. Ακολούθησα, ωστόσο, με πολλούς άλλους αξιωματικούς οι οποίοι βρίσκονταν στην ίδια με εμένα θέση, και κατόρθωσα να φτάσω στην Κανταχάρ με ασφάλεια, όπου βρήκα το σύνταγμα μου, και ανέλαβα αμέσως τα νέα μου καθήκοντα.
Η εκστρατεία έφερε τιμητικές διακρίσεις και προαγωγές για πολλούς, όμως για εμένα δεν είχε άλλο τίποτα παρεκτός δυστυχίας και συμφοράς. Αποσπάστηκα από την Ταξιαρχία μου και προσαρτήθηκα στους Μπέρκσαϊρς, με τους οποίους έλαβα μέρος στη μοιραία μάχη του Μεϊγουάντ. Εκεί χτυπήθηκα στον ώμο από σφαίρα των Τζεζάιλ, η οποία θρυμμάτισε το οστό και πέρασε ξυστά από την υποκλείδιο αρτηρία. Θα είχα πέσει στα χέρια των φονικών Γκαζίς αν δεν ήταν για την αφοσίωση και το κουράγιο που επεδείχθη από τον Μάρεϋ, την ορντινάντσα μου, ο οποίος με φόρτωσε πάνω σε ένα υποζύγιο εφοδιασμού και κατόρθωσε να με μεταφέρει με ασφάλεια στις Βρετανικές γραμμές.
Καταβεβλημένος από τον πόνο, και εξασθενισμένος από τις παρατεταμένες κακουχίες τις οποίες είχα υπομείνει, αποσπάσθηκα, μαζί με ένα τραίνο γεμάτο τραυματίες, στο νοσοκομείο βάσης της Πεσαβάρ. Εδώ ορθοπόδησα, κι είχα ήδη καλυτερέψει σε σημείο να είμαι ικανός να περιδιαβαίνω τις πτέρυγες, κι ακόμη να ξεσκάζω λίγο στο αίθριο, όταν έπεσα κάτω με τυφοειδή πυρετό, την κατάρα της Ινδικής κατοχή μας. Μήνες ολόκληρους η ζωή μου υπήρξε σκέτη απελπισία, κι όταν εντέλει συνήρθα και πέρασα στην ανάρρωση, ήμουν τόσο αδύναμος και αποσκελετωμένος ώστε κάποια ιατρική επιτροπή αποφάσισε πως ούτε μια ημέρα δεν έπρεπε να χαθεί από την αποστολή μου πίσω στην Αγγλία. Προωθήθηκα, σύμφωνα με τις διαταγές τους, στο οπλιταγωγό «Ορόντες», και αποβιβάσθηκα έναν μήνα αργότερα στην προβλήτα του Πόρτσμουθ, με την υγεία μου αμετάκλητα κατεστραμμένη, αλλά με την άδεια μιας πατρικής κυβέρνησης να αφιερώσω τους επόμενους εννέα μήνες πασχίζοντας να τη βελτιώσω.
Δεν είχα μήτε γνωστούς μήτε συγγενείς στην Αγγλία, κι ήμουν επομένως ελεύθερο πουλί —είτε τόσο ελεύθερος όσο ένα εισόδημα έντεκα σεληνίων και έξι πενών ημερησίως θα επέτρεπε σε κάποιον να είναι. Υπό αυτές τις συνθήκες, φυσικά στράφηκα προς το Λονδίνο, εκείνο τον μεγάλο οχετό στον οποίο όλοι οι αργόσχολοι και οι άχρηστοι της Αυτοκρατορίας ακαταμάχητα έρεαν. Εκεί παρέμεινα για ένα διάστημα, ξοδεύοντας τόσα χρήματα όσα είχα, περισσότερο απλόχερα από όσο θα όφειλα. Τόσο ανησυχητική απέβη η κατάσταση των οικονομικών μου, ώστε σύντομα συνειδητοποίησα πως ήμουν αναγκασμένος είτε να εγκαταλείψω τη μητρόπολη και να αποσυρθώ στην ύπαιθρο, κάπου στην επαρχία, είτε πως έπρεπε να προβώ σε μια ριζική αλλαγή του τρόπου ζωής μου. Επιλέγοντας την τελευταία εναλλακτική, άρχισα λαμβάνοντας την απόφαση να αφήσω το ξενοδοχείο, και να νοικιάσω διαμέρισμα σε μια λιγότερο εξεζητημένη και λιγότερο ακριβή περιοχή.
Την μέρα που είχα καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα, στεκόμουν στο μπαρ Κραϊτήριον, όταν κάποιος με χτύπησε φιλικά στην πλάτη, και γυρίζοντας αναγνώρισα τον νεαρό Στάμφορντ, ο οποίος είχε ένα ντουλάπι κάτω από εμένα στο Μπάρτς. Η θέα ενός φιλικού προσώπου στην αχανή απεραντοσύνη του Λονδίνου αποτελεί όντως μια ευχάριστη αλλαγή για έναν μοναχικό άνθρωπο. Τον παλιό καιρό ο Στάμφορντ δεν υπήρξε ποτέ φιλαράκι μου, όμως την στιγμή εκείνη τον χαιρέτησα με ενθουσιασμό, και αυτός, με την σειρά του, έδειξε να χαίρεται που με είδε. Στην πληθωρικότητα της χαράς μου, του ζήτησα να δειπνήσει μαζί μου στο Χόλμπορν, και ξεκινήσαμε παρέα με μια άμαξα.
«Πως κατάντησες τον εαυτό σου, Γουώτσον;» με ρώτησε με έκδηλη κατάπληξη, καθώς κινούμασταν μέσα στους συνωστισμένους Λονδρέζικους δρόμους. «Είσαι πιο λεπτός από σανίδα και πιο ηλιοκαμένος από καρύδι.»
Του έδωσα μια σύντομη περιγραφή των περιπετειών μου, και μόλις που είχα προλάβει να την ολοκληρώσω την ώρα που φτάσαμε στον προορισμό μας.
«Φουκαρά μου!» είπε, συμπονετικά, όταν είχε ακούσει τις δυστυχίες μου. «Τι κάνεις αυτόν τον καιρό;»
«Ψάχνω για σπίτι.» απάντησα. «Προσπαθώ να λύσω το πρόβλημα όσον αφορά το αν είναι δυνατόν να βρω άνετα δωμάτια σε λογική τιμή.»
«Τι περίεργο πράγμα», σχολίασε ο σύντροφος μου· «είσαι ο δεύτερος άνθρωπος σήμερα που μου λέει το ίδιο.»
«Και ποιος ήταν ο πρώτος;» ρώτησα.
«Ένας τύπος που εργάζεται σε ένα χημείο πάνω στο νοσοκομείο. Έκλαιγε τη μοίρα του σήμερα το πρωί γιατί δεν έβρισκε κανέναν να βάλει τα μισά μαζί του για ένα καθωσπρέπει διαμέρισμα που είχε βρει, και το οποίο πήγαινε πολύ για την τσέπη του.
«Μα τον Ιώβ!» φώναξα, «αν πράγματι θέλει κάποιον να μοιραστεί τα δωμάτια και τα έξοδα, τότε είμαι ο άνθρωπος του. Θα προτιμούσα να έχω παρέα από το να είμαι μόνος.»
Ο νεαρός Στάμφορντ με κοίταξε μάλλον παραξενεμένα πάνω από το ποτήρι του κρασιού του. «Δεν γνώρισες ακόμη τον Σέρλοκ Χολμς», είπε· «ίσως να μην ενδιαφερόσουν για εκείνον σαν σταθερή παρέα.»
«Γιατί, υπάρχει κάτι εναντίον του;»
«Ωού, δεν είπα πως υπάρχει κάτι εναντίον του. Είναι λίγο αλλόκοτος στις ιδέες του —παθιασμένος με ορισμένους επιστημονικούς κλάδους. Από όσο γνωρίζω πρόκειται για έναν αρκετά καθωσπρέπει τύπο.»
«Σπουδαστής της Ιατρικής, να υποθέσω;» είπα.
«Όχι —δεν έχω ιδέα τι σκοπεύει να ακολουθήσει. Θεωρώ πως έχει μπει για τα καλά στην ανατομία, και είναι πρώτης τάξης χημικός· ωστόσο, από όσο γνωρίζω, ποτέ του δεν έχει παρακολουθήσει κάποια τακτικά μαθήματα ιατρικής. Οι σπουδές του είναι εξαιρετικά ασυνάρτητες και ιδιόρρυθμες, ωστόσο έχει συσσωρεύσει αρκετές πολύπλευρες γνώσεις οι οποίες θα εξέπλητταν τους καθηγητές του.»
«Όχι· δεν πρόκειται για άνθρωπο που είναι εύκολο να του πάρεις λέξη, μολονότι γίνεται αρκετά δεκτικός όποτε τον πιάνει η διάθεση.»
«Θα ήθελα να τον συναντήσω», είπα. «Αν πρόκειται να συγκατοικήσω με κάποιον, θα προτιμούσα έναν άνθρωπο με φιλομαθείς και ήσυχες συνήθειες. Δεν είμαι αρκετά δυνατός ακόμη να αντέξω υπερβολική φασαρία ή συγκινήσεις. Είχα αρκετά και από τα δυο στο Αφγανιστάν για να μου αρκέσουν για το υπόλοιπο της φυσικής μου ζωής. Πως θα γινόταν να συναντήσω τον φίλο σου;»
«Είναι βέβαιο πως θα βρίσκεται στο εργαστήριο», αποκρίθηκε ο σύντροφος μου. «Είτε θα αποφεύγει το μέρος για εβδομάδες, ή θα εργάζεται εκεί από το πρωί ως το βράδυ. Αν θέλεις, περνάμε από εκεί παρέα μετά το γεύμα.»
«Βεβαίως», απάντησα, και η κουβέντα παρασύρθηκε σε άλλα κανάλια.
Καθώς κατευθυνθήκαμε προς το νοσοκομείο έχοντας αφήσει το Χόλμπορν, ο Στάμφορντ μου έδωσε ορισμένες περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τον κύριο τον οποίο σκόπευα να δεχθώ ως συγκάτοικο.
«Μην με κατηγορήσεις αν δεν τα βρεις μαζί του», είπε· «δε γνωρίζω τίποτα περισσότερο για εκείνον από όσα έμαθα συναντώντας τον κατά καιρούς στο εργαστήριο. Εσύ πρότεινες τον συγκεκριμένο διακανονισμό, οπότε δεν πρέπει να με θεωρήσεις υπαίτιο.»
«Αν δεν τα βρούμε το πιο απλό θα είναι να χωρίσουμε τα τσανάκια μας», απάντησα. «Έχω την εντύπωση, Στάμφορντ», προσέθεσα, κοιτώντας σκληρά τον σύντροφο μου, «πως έχεις κάποιον λόγο να νίπτεις τας χείρας σου όσον αφορά το ζήτημα. Τόσο τρομερός είναι ο χαρακτήρας του τύπου, αν μη τι άλλο; Μη μου τα μασάς σχετικά με το ζήτημα.»
«Δεν είναι εύκολο να εκφράσεις ότι δεν εκφράζεται,» απάντησε με ένα γέλιο. «Ο Χολμς είναι ολίγον τι υπερβολικά επιστημονικός για τα γούστα μου —προσεγγίζει τα όρια της ψυχρότητας. Θα τον φανταζόμουν να δίνει σε έναν φίλο μια μικρή πρέζα από το τελευταίο αλκαλοειδές φυτό, όχι ωθούμενος από κακία, μα απλά εξαιτίας της ερευνητικής του φύσης ώστε να έχει μια ακριβής ιδέα των επιδράσεων του. Για να πω το δίκαιο, πιστεύω πως θα το έπαιρνε κι ο ίδιος με την ίδια αμεσότητα. Δείχνει να έχει πάθος για τη συγκεκριμένη και ακριβής γνώση.»
«Εξαιρετικά σωστό επίσης.»
«Ναι, ενδέχεται όμως να περάσει στα όρια της υπερβολής. Όταν φτάνει να χτυπά τα υποκείμενα στα ανατομεία με ένα ραβδί, το βέβαιον είναι πως λαμβάνει μια μάλλον αλλόκοτη μορφή.»
«Χτυπά τα υποκείμενα!»
«Ναι, για να εξακριβώσει σε ποια έκταση οι μώλωπες είναι δυνατόν να παραχθούν κατόπιν του θανάτου. Τον είδα να το πραγματοποιεί με τα ίδια μου τα μάτια.»
«Και εντούτοις λες πως δεν είναι σπουδαστής της Ιατρικής;»
«Όχι. Ένας Θεός ξέρει ποιο είναι το αντικείμενο των σπουδών του. Όμως φτάσαμε, και εσύ υποχρεούσαι να σχηματίσεις τις δικές σου εντυπώσεις σχετικά με το άτομο του.» Καθώς μιλούσε, στρίψαμε σε μια στενή πάροδο και περάσαμε από μια μικρή πλαϊνή είσοδο, η οποία έβγαζε σε μια πτέρυγα του μεγάλου νοσοκομείου. Αποτελούσε γνώριμο έδαφος για μένα, και δεν χρειάστηκα καθοδήγηση καθώς ανεβήκαμε την έρημη πέτρινη σκάλα και κατηφορίσαμε τον μακρύ διάδρομο με τους ατέλειωτους ασπρισμένους τοίχους και τις καφετιές πόρτες. Κοντά στην αντικρινή του πλευρά ένας χαμηλός θολωτός διάδρομος διακλαδωνόταν από εκείνον οδηγώντας στο χημείο.¡