2.6 Συνέχιση των Απομνημονευμάτων του Τζων Γουώτσον, Ιατρού (1)
Η μανιασμένη αντίσταση του κρατούμενου μας δεν υποδήλωνε προφανώς καμία βιαιότητα στις προθέσεις του προς εμάς, γιατί βρίσκοντας πως ήταν ανίσχυρος, χαμογέλασε με έναν φιλικό τρόπο, και εξέφρασε την ελπίδα πως δεν είχε τραυματίσει κανέναν μας κατά την συμπλοκή. «Φαντάζομαι πως θα με μεταφέρετε στο αστυνομικό τμήμα», σχολίασε στον Σέρλοκ Χολμς. «Η άμαξα μου είναι στην πόρτα. Αν μου λύσετε τα πόδια θα περπατήσω μέχρι κάτω. Δεν είμαι τόσο ελαφρύς όσο ήμουν κάποτε.»
Ο Γκρέγκσον και ο Λεστρέιντ αντάλλαξαν ματιές σα να θεωρούσαν την πρόταση του αρκετά τολμηρή· όμως ο Χολμς με μιας δέχθηκε το λόγο του κρατούμενου, και χαλάρωσε την πετσέτα την οποία είχαμε δέσει γύρω από τους αστράγαλους του. Εκείνος σηκώθηκε και άπλωσε τα πόδια του, σα να ήθελε να βεβαιωθεί πως ήταν ελεύθερα και πάλι. Θυμάμαι πως σκέφτηκα από μέσα μου, καθώς τον κοίταξα, πως σπάνια είχα δει έναν πιο γεροδεμένο άντρα· και το σκούρο ηλιοκαμένο του πρόσωπο είχε μια έκφραση αποφασιστικότητας και ζωής το οποίο ήταν τόσο τρομερό όσο και η σωματική του δύναμη.
«Αν υπάρχει μια κενή θέση για έναν αρχηγό της αστυνομίας, θαρρώ πως είσαι ο κατάλληλος άνθρωπος για αυτή», είπε, κοιτάζοντας με φανερό θαυμασμό τον σύντροφο μου. «Ο τρόπος που με ακολούθησες ήταν φοβερός.»
«Καλύτερα να έρθετε μαζί μου», είπε ο Χολμς στους δυο επιθεωρητές.
«Οδηγώ εγώ», είπε ο Λεστρέιντ.
«Ωραία! Και ο Γκρέγκσον θα έρθει μέσα μαζί μου. Και εσύ επίσης, Γιατρέ, φαίνεται πως ενδιαφέρθηκες για την υπόθεση και μπορείς να μείνεις μαζί μας.»
Δέχθηκα με ευχαρίστηση, και κατεβήκαμε όλοι μαζί. Ο κρατούμενος μας δεν έκανε καμία προσπάθεια να διαφύγει, αλλά μπήκε ήρεμα μέσα στην άμαξα, που ήταν δική του, και εμείς τον ακολουθήσαμε. Ο Λεστρέιντ ανέβηκε στην θέση του αμαξά, μαστίγωσε το άλογο, και μας έφερε σε λιγάκι στον προορισμό μας. Οδηγηθήκαμε σε έναν μικρό θάλαμο όπου ένας αστυνομικός επιθεωρητής σημείωσε το όνομα του κρατουμένου και τα ονόματα των ατόμων των οποίων ο φόνος του είχε απαγγελθεί. Ο αστυνομικός ήταν ένας χλωμός παγερός άντρας, ο οποίος εξασκούσε τα καθήκοντα του με έναν μονότονο, μηχανικό τρόπο. «Ο κρατούμενος θα βρεθεί ενώπιον των δικαστών κατά την διάρκεια της εβδομάδος», είπε· «εν τω μεταξύ, Κε Τζέφερσον Χόουπ, έχετε κάτι άλλο το οποίο επιθυμείτε να πείτε; Πρέπει να σας προειδοποιήσω πως τα λόγια σας θα καταγραφούν και ίσως να χρησιμοποιηθούν εναντίον σας.»
«Έχω αρκετά να πω», είπε ο κρατούμενος μας αργά. «Θέλω κύριοι να σας τα πω όλα σχετικά.»
«Δεν θα ήταν καλύτερα να καταθέσετε στην δίκη;» ρώτησε ο επιθεωρητής.
«Ίσως να μην προλάβω να δικαστώ», απάντησε. «Μην ξαφνιάζεστε. Δεν σκέφτομαι να αυτοκτονήσω. Είσαι γιατρός;» Έστρεψε τα έντονα σκοτεινά μάτια του πάνω καθώς έκανε την τελευταία ερώτηση.
«Ναι· είμαι», απάντησα.
«Τότε βάλε το χέρι σου εδώ», είπε, με ένα χαμόγελο, δείχνοντας με τα δεμένα του χέρια το στήθος του.
Το έκανα· και αμέσως αντιλήφθηκα έναν ιδιαίτερα έντονο χτυποκάρδι και μια αναστάτωση (commotion δεν κολλάει) που εξελίσσονταν εντός. Τα τοιχώματα του στήθους του έμοιαζαν να δονούνται και να τραντάζονται όπως ένα ετοιμόρροπο κτίριο όταν κάποια ισχυρή μηχανή δούλευε εντός. Στην σιωπή του δωματίου άκουγα ένα μουντό πνιχτό και διαρκές βουητό το οποίο προερχόταν από την ίδια πηγή.
«Μα», φώναξα, «πάσχεις από ανεύρυσμα της αορτής!»
«Έτσι το λένε», είπε εκείνος, ατάραχα. «Πήγα σε ένα Γιατρό την περασμένη εβδομάδα σχετικά με αυτό, και μου είπε πως πρόκειται να σπάσει σε λίγες μέρες. Γινόταν όλο και χειρότερο με τα χρόνια. Το απόκτησα από την υπερβολική έκθεση στα στοιχεία της φύσης και τον υποσιτισμό κάπου στα βουνά του Σαλτ Λέηκ. Ολοκλήρωσα τον σκοπό μου πλέον, και δεν με νοιάζει πόσο σύντομα θα φύγω, όμως θέλω να αφήσω μια κατάθεση όλης της ιστορίας που έχω πίσω μου. Δεν θέλω να με θυμούνται σαν έναν κοινό φονιά.»
Ο Επιθεωρητής και οι δυο ντετέκτιβ είχαν μια σύντομη κουβέντα σχετικά με το αν ενδεικνυόταν να του επιτραπεί να πει την ιστορία του.
«Θεωρείτε, Γιατρέ, πως διατρέχει άμεσο κίνδυνο;» ρώτησε ο πρώτος.
«Βεβαίως διατρέχει», απάντησα.
«Στην περίπτωση αυτή αποτελεί σαφώς καθήκον μας, προς όφελος της δικαιοσύνης, να πάρουμε την κατάθεση του», είπε ο Επιθεωρητής. «Έχετε το ελεύθερο, κύριε, να δώσετε την κατάθεση σας, η οποία σας προειδοποιώ ξανά πως θα καταγραφεί.»
«Θα καθίσω, με την άδεια σας», είπε ο κρατούμενος, ακολουθώντας τα λόγια με την πράξη. «Το ανεύρυσμα μου με κάνει να κουράζομαι εύκολα, και ο καυγάς που είχαμε πριν από μισή ώρα δεν βελτίωσε την κατάσταση. Είμαι με το ένα πόδι στον τάφο, και δεν υπάρχει περίπτωση να σας πω ψέματα. Κάθε λέξη που θα πω είναι η απόλυτη αλήθεια, και το πώς θα την χρησιμοποιήσετε δεν με αφορά.»
Με τα λόγια αυτά, ο Τζέφερσον Χόουπ έγειρε πίσω στην καρέκλα του και άρχισε την ακόλουθη αξιοσημείωτη κατάθεση. Μιλούσε με την ηρεμία και μεθοδικότητα, σαν τα γεγονότα τα οποία μας αφηγήθηκε να ήταν απολύτως συνηθισμένα. Μπορώ να εγγυηθώ για την εγκυρότητα της ακόλουθης κατάθεσης, διότι έχω πρόσβαση στο σημειωματάριο του Λεστρέιντ, στο οποίο τα λόγια του κρατουμένου καταγράφηκαν όπως ακριβώς αναφέρθηκαν.
«Δεν έχει τόση σημασία για εσάς ο λόγος για τον οποίο μισούσα τους ανθρώπους εκείνους», είπε· «είναι αρκετό πως ήταν ένοχοι για το φόνο δυο ανθρώπινων υπάρξεων—ενός πατέρα και μιας κόρης—και πως, για τον συγκεκριμένο λόγο, έχασαν τις ίδιες τους τις ζωές. Κατόπιν του διαστήματος που έχει περάσει από το έγκλημα τους, είναι αδύνατον να εξασφαλίσω μια καταδίκη εναντίον τους σε οποιοδήποτε δικαστήριο. Γνώριζα την ενοχή τους όμως, και αποφάσισα πως έπρεπε να γίνω ο δικαστής, οι ένορκοι, και ο εκτελεστής όλα μαζί. Θα είχατε κάνει το ίδιο, αν έχετε κάποιο ανδρισμό μέσα σας, αν είχατε βρεθεί στην θέση μου.
«Εκείνο το κορίτσι για το οποίο μίλησα θα έπρεπε να με είχε παντρευτεί πριν από είκοσι χρόνια. Υποχρεώθηκε δια της βίας να παντρευτεί τον ίδιο Ντρέμπερ, και ράγισε η καρδιά της τότε. Πήρα την νυφική βέρα από το νεκρό της χέρι, και ορκίστηκα πως τα μάτια του καθώς θα πέθαινε θα αναπαύονταν πάνω στο ίδιο αυτό δαχτυλίδι, και πως οι στερνές του σκέψεις θα ήταν για το έγκλημα για το οποίο είχε τιμωρηθεί. Το κουβαλούσα μαζί μου, και τους ακολούθησα, εκείνον και τον συνένοχο του μέσα από δυο Ηπείρους πριν τους προφτάσω. Είχαν την εντύπωση πως θα με εξαντλούσαν, μα δεν το κατάφεραν. Αν πεθάνω αύριο, όπως είναι και αρκετά πιθανό, θα πεθάνω γνωρίζοντας πως το έργο μου στον κόσμο ετούτο ολοκληρώθηκε, και έγινε σωστά. Βρήκαν τον θάνατο, και από το χέρι μου. Δεν υπάρχει πλέον για μένα τίποτα να ελπίζω, ή να επιθυμώ.
«Ήταν πλούσιοι και ήμουν φτωχός, έτσι δεν ήταν εύκολο να τους ακολουθήσω. Όταν έφτασα στο Λονδίνο οι τσέπες μου ήταν σχεδόν αδειανές, και ανακάλυψα πως έπρεπε κάτι να κάνω για να βγάζω τα έξοδα μου. Το οδήγημα και η ιππασία μου είναι τόσο φυσικά όπως το περπάτημα, έτσι έκανα αίτηση στο γραφείο ενός ιδιοκτήτη αμαξών, και σύντομα βρήκα δουλειά. Έπρεπε να φέρνω ένα συγκεκριμένο ποσό κάθε εβδομάδα στον ιδιοκτήτη, και ότι παραπάνω έβγαζα μπορούσα να το κρατάω για μένα. Σπάνια είχα παραπανίσια, όμως κατάφερα να τα βγάλω πέρα. Η δυσκολότερη δουλειά ήταν να μάθω τους δρόμους, γιατί θαρρώ από όλους τους λαβύρινθους που φτιάχτηκαν ποτέ, η πόλη ετούτη είναι η πιο πολύπλοκη. Είχα έναν χάρτη πλάι μου όμως, και μόλις είχα εντοπίσει όλα τα σημαντικά ξενοδοχεία και τους σταθμούς, τα πήγα αρκετά καλά.
«Πέρασε αρκετός καιρός πριν ανακαλύψω που οι δυο μου κύριοι ζούσαν· μα έψαχνα και έψαχνα μέχρι που τελικά έπεσα πάνω τους. Βρίσκονταν σε μια πανσιόν στο Κάμπεργουέλ, από την άλλη πλευρά του ποταμού. Με το που τους βρήκα ήξερα πως τους είχα υπό το έλεος μου. Είχα αφήσει την γενειάδα μου να μεγαλώσει, και δεν υπήρχε περίπτωση να με αναγνωρίσουν. Θα τους κόλλαγα σαν σκύλος και θα τους ακολουθούσα μέχρι που να μου δοθεί η ευκαιρία. Ήμουν αποφασισμένος πως δεν έπρεπε να μου ξεφύγουν ξανά.
«Λίγο έλειψε να το καταφέρουν. Όπου και να πήγαιναν στο Λονδίνο, ήμουν πάντοτε στο κατόπι τους. Κάποιες φορές τους ακολούθησα με την άμαξα μου, και άλλες με τα πόδια, αλλά με την άμαξα ήταν καλύτερα, γιατί έτσι δεν μπορούσαν να μου ξεφύγουν. Έτσι μονάχα νωρίς το πρωί ή αργά το βράδυ κέρδιζα κάτι, έτσι άρχιζα να μένω πίσω στις οφειλές μου προς τον εργοδότη μου. Δεν με ένοιαζε αυτό, ωστόσο, υπό τον όρο ότι θα έπιανα στα χέρια μου τους άντρες που ζητούσα.
«Ήταν εξαιρετικά πανούργοι, ωστόσο. Θα πρέπει να σκέφτονταν πως υπήρχε περίπτωση να είχαν ακολουθηθεί, για δεν έβγαιναν ποτέ μόνοι, και ποτέ μετά το ηλιοβασίλεμα. Κατά την διάρκεια δυο εβδομάδων τους ακολουθούσα κάθε μέρα, και ούτε μια φορά δεν τους είδα να χωρίζουν. Ο Ντρέμπερ ήταν μεθυσμένος τις μισές από τις μέρες, όμως ο Στάνγκερσον δεν θα πιανόταν ποτέ στον ύπνο. Τους παρακολουθούσα μέρα και νύχτα, αλλά ούτε στιγμή δεν μου δόθηκε η παραμικρή ευκαιρία· όμως δεν αποθαρρύνθηκα, γιατί κάτι μου έλεγε πως ο καιρός πλησίαζε. Ο μόνος μου φόβος ήταν πως αυτό το πράγμα στο στήθος μου ίσως να έσπαζε λίγο πιο νωρίς και να άφηνε το έργο μου ατέλειωτο.
«Επιτέλους, ένα βράδυ ανέβαινα και κατέβαινα στο Ύψωμα Τόρκεϋ, όπως λεγόταν η οδός στην οποία διέμεναν, όταν είδα ένα αμάξι να σταματάει στην πόρτα τους. Σύντομα κάποιες αποσκευές μεταφέρθηκαν έξω, και έπειτα από ώρα ο Ντρέμπερ και ο Στάνγκερσον τις ακολούθησαν, και έφυγαν. Μαστίγωσα το άλογο και παρέμεινα κοντά τους, νοιώθοντας ανησυχία, γιατί φοβόμουν πως ετοιμάζονταν να αλλάξουν τον τόπο διαμονής τους. Στον σταθμό Γιούστον βγήκαν έξω και, αφήνοντας σε ένα παιδί να κρατήσει το άλογο μου, τους ακολούθησα στην πλατφόρμα. Τους άκουσα να ρωτάνε για το τραίνο του Λίβερπουλ, και ο φύλακας απάντηση πως είχε ήδη αναχωρήσει και δεν θα υπήρχε άλλο για μερικές ώρες. Ο Στάνγκερσον φάνηκε να δυσανασχετεί στο γεγονός, αλλά ο Ντρέμπερ ήταν, μάλλον ικανοποιημένος από την άλλη. Έφτασα τόσο κοντά τους μέσα στο συνωστισμό ώστε μπορούσα να ακούσω κάθε λέξη που αντάλλασσαν. Ο Ντρέμπερ είπε πως είχε κάποια δουλειά να τακτοποιήσει, και πως αν ο άλλος τον περίμενε θα τον συναντούσε σύντομα. Ο σύντροφος του αντιτέθηκε, και του υπενθύμισε πως είχαν αποφασίσει να μείνουν κοντά. Ο Ντρέμπερ απάντησε πως το θέμα ήταν αρκετά λεπτό, και πως έπρεπε να πάει μόνος του. Δεν μπόρεσα να πιάσω τι απάντησε σε αυτό ο Στάνγκερσον, αλλά ο άλλος ξέσπασε σε βλαστήμιες, και του υπενθύμισε πως δεν ήταν τίποτα περισσότερο από έναν πληρωμένο υπηρέτη του, και πως δεν έπρεπε να έχει την εντύπωση πως θα τον πρόσταζε. Σε αυτό ο Γραμματέας τα παράτησε βλέποντας πως ήταν μάταιο, και απλά συμφώνησε μαζί του πως αν έχανε το τελευταίο τραίνο θα συναντιόντουσαν στο Ιδιωτικό Ξενοδοχείο Χάλιντεϋ· στο οποίο ο Ντρέμπερ απάντησε πως θα επέστρεφε στην πλατφόρμα πριν από τις έντεκα, οπότε και βγήκε από τον σταθμό.
«Η στιγμή την οποία ανέμενα για τόσο πολύ είχε επιτέλους φτάσει. Είχα τους εχθρούς μου στο χέρι. Μαζί μπορούσαν να προστατέψουν ο ένας τον άλλο, αλλά χωριστά βρίσκονταν στο έλεος μου. Δεν ενήργησα, ωστόσο, με άσκοπη βιασύνη. Τα σχέδια ήταν ήδη σχηματισμένα. Δεν υπάρχει ικανοποίηση στην εκδίκηση παρά μόνο όταν ο φταίχτης έχει τον χρόνο να συνειδητοποιήσει ποιος είναι εκείνος που τον χτυπά, και γιατί η δίκαιη τιμωρία πέφτει πάνω του. Είχα τακτοποιήσει τα σχέδια μου έτσι ώστε να έχω την ευκαιρία να κάνω τον άνθρωπο που με είχε βλάψει να καταλάβει πως η παλιά του αμαρτία τον είχε προφτάσει. Από τύχη μερικές μέρες νωρίτερα ένας κύριος ο οποίος φρόντιζε μερικά σπίτια στον Δρόμο του Μπρίξτον είχε ρίξει το κλειδί ενός από αυτά στην άμαξα μου. Ζητήθηκε το ίδιο βράδυ, και επιστράφηκε· αλλά στο διάστημα που μεσολάβησε είχα πάρει ένα καλούπι του, και είχα βάλει να μου κατασκευάσουν ένα αντίγραφο. Χρησιμοποιώντας το είχα πρόσβαση σε τουλάχιστον ένα σημείο της μεγάλης αυτής πόλης όπου θα μπορούσα να προβώ στο έργο μου δίχως παρεμβολές. Το πώς να έκανα τον Ντρέμπερ να έρθει σε εκείνο το σπίτι ήταν το πλέον δύσκολο πρόβλημα το οποίο έπρεπε να λύσω.
«Κατηφόρισε τον δρόμο και μπήκε σε ένα δυο ποτοπωλεία, μένοντας κάπου για μισή ώρα στο τελευταίο τους. Όταν βγήκε έξω είχε ένα τρέκλισμα στο περπάτημα του, και ήταν εμφανώς μεθυσμένος. Υπήρχε μια δίτροχη μπροστά μου και της έκανε νόημα να πλησιάσει. Την ακολούθησα από τόσο κοντά που η μύτη του αλόγου μου βρισκόταν μόλις μια γυάρδα από την οδηγό της καθ' όλη την διαδρομή. Περάσαμε βιαστικά την Γέφυρα Γουώτερλου και αρκετά μίλια δρόμων, μέχρι, προς έκπληξη μου, που βρεθήκαμε στο ύψωμα στο οποίο είχε στεγασθεί. Αδυνατούσα να σκεφθώ με ποιο σκοπό είχε επιστρέψει εκεί· όμως συνέχισα και σταμάτησα την άμαξα μου μερικές γιάρδες από το σπίτι. Εκείνος μπήκε μέσα, και η δίτροχη του απομακρύνθηκε. Δώστε μου ένα ποτήρι νερό, αν μπορείτε. Το στόμα έχει στεγνώσει από την κουβέντα.
Του έδωσα το ποτήρι, και εκείνος το κατέβασε μονομιάς.
«Καλύτερα», είπε. «Λοιπόν, περίμενα για ένα τέταρτο της ώρας, ή περισσότερο, όταν ξαφνικά ακούστηκε φασαρία σαν κάποιοι να πάλευαν μέσα στο σπίτι. Την επόμενη στιγμή η πόρτα άνοιξε απότομα και δυο άντρες φάνηκαν, ένας εκ των οποίων ήταν ο Ντρέμπερ, και ο άλλος ήταν ένας νεαρός τύπος τον οποίο δεν είχα ξαναδεί προηγουμένως. Ο τύπος κρατούσε τον Ντρέμπερ από τον γιακά, και όταν έφτασαν στο κεφαλόσκαλο του έδωσε μια σπρωξιά και μια κλωτσιά που τον έστειλαν στη μέση του δρόμου. ‘Παλιοτόμαρο,' φώναξε, κουνώντας το ραβδί του προς το μέρος του· ‘θα σου δείξω εγώ να προσβάλεις ένα τίμιο κορίτσι!' Ήταν τόσο νευριασμένος που σκέφτηκα πως θα τον ξυλοφόρτωνε με το ραβδί του, αλλά ο λεχρίτης έτρεξε παραπατώντας όσο πιο γρήγορα μπορούσαν να αντέξουν τα πόδια του. Πρόλαβε να τρέξει μέχρι την γωνία, και τότε, βλέποντας την άμαξα μου, με κάλεσε και πήδηξε μέσα. ‘Οδήγησε με στο Ιδιωτικό Ξενοδοχείο Χάλιντεϋ,' είπε.
«Όταν τον είχα σίγουρο μέσα στην άμαξα μου, η καρδιά μου χτύπησε όλο χαρά ώστε ελάχιστα φοβόμουν την προκειμένη στιγμή το ανεύρυσμα που μπορεί να έσπαζε. Οδήγησα αργά, ζυγίζοντας μέσα στο μυαλό μου τι θα ήταν καλύτερο να κάνω. Θα μπορούσα να τον πάω μέχρι την ύπαιθρο, και εκεί σε κάποιο ερημωμένο δρομάκι να είχα την στερνή μου κουβέντα μαζί του. Το είχα σχεδόν αποφασίσει, όταν μου έλυσε το πρόβλημα από μόνος του. Η τρέλα για ποτό τον είχε πιάσει και πάλι, και με πρόσταξε να σταματήσω έξω από ένα μπαρ. Μπήκε μέσα, λέγοντας μου να τον περιμένω. Εκεί παρέμεινε μέχρι το κλείσιμο, και όταν βγήκε έξω ήταν τόσο μεθυσμένος που ήξερα πως το παιχνίδι βρισκόταν στα χέρια μου.
«Μην φανταστείτε πως είχα την πρόθεση να τον σκοτώσω εν ψυχρώ. Θα επρόκειτο μόνο για αυστηρή απόδοση δικαιοσύνης αν το είχα κάνει, όμως δεν μπορούσα να το κάνω. Είχα μακράν αποφασίσει πως έπρεπε να έχει μια ευκαιρία αν επέλεγε να την εκμεταλλευθεί. Μεταξύ των πολλών θέσεων στις οποίες είχα εργασθεί στην Αμερική κατά την διάρκεια της περιπλάνησης μου, υπήρξα επιστάτης και καθαριστής ενός εργαστηρίου στο Κολέγιο Γιορκ. Μια μέρα ο καθηγητής είχε μια διάλεξη σχετικά με τα δηλητήρια, και έδειξε στους σπουδαστές του κάποιο αλκαλοειδές, όπως το αποκάλεσε, το οποίο είχε αποστάξει από κάποιο δηλητήριο για βέλη της Νοτίου Αμερικής, και το οποίο ήταν τόσο ισχυρό που και ο ελάχιστος κόκκος του σήμαινε ακαριαίο θάνατο. Εντόπισα το μπουκάλι στο οποίο κρατιόταν το συγκεκριμένο εκχύλισμα, και όταν είχαν όλοι φύγει, πήρα λίγο μαζί μου. Ήμουν σχετικά καλός στην παρασκευή φαρμάκων, έτσι μετέτρεψα το αλκαλοειδές σε μικρά, υδροδιαλυτά χάπια, και κάθε χάπι το έβαλα σε ένα κουτί μαζί με ένα παρόμοιο χάπι δίχως το δηλητήριο. Είχα αποφασίσει τότε πως όταν μου δινόταν η ευκαιρία, οι κύριοι αυτοί θα έπρεπε καθένας τους να διαλέξει ένα από εκείνα τα κουτιά, ενώ εγώ θα έπαιρνα το χάπι που θα απέμενε. Θα ήταν εξίσου θανάσιμο, και αρκετά πιο αθόρυβο από το να πυροβολήσω μέσα από ένα μαντήλι. Από τη μέρα εκείνη είχε πάντα τα κουτιά με τα χάπια μαζί μου, και τώρα είχε έρθει η ώρα να τα χρησιμοποιήσω.