Η ταπείνωση της Σπάρτης στη Μάχη των Λεύκτρων
Σπάρτη. Ένα όνομα συνδεδεμένο με την ατσάλινη πειθαρχία, τη σκληρή στρατιωτική εκπαίδευση,
τη λιτή ζωή και την πίστη στο καθήκον.
Μια από τις πιο σκληρές κοινωνίες που υπήρξαν ποτέ, η Λακεδαίμονα καθόρισε σε μεγάλο βαθμό
την πορεία της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, ως μια από τις πόλεις κράτη που πρωτοστάτησαν στους Μηδικούς Πολέμους,
και ως η νικήτρια της πολυετούς εμφύλιας σύγκρουσης που έμεινε στην ιστορία ως Πελοποννησιακός Πόλεμος.
Ο Σπαρτιάτης οπλίτης θεωρείται από πολλούς ως η απόλυτη πολεμική μηχανή της αρχαίας Ελλάδας.
Η Σπάρτη τελειοποίησε την οπλιτική φάλαγγα, τον χαρακτηριστικό αρχαιοελληνικό τρόπο πολέμου,
και η στρατιωτική υπεροχή της στην ξηρά ήταν ανέκαθεν το μεγάλο της πλεονέκτημα,
στο οποίο και βασίστηκε για να θεμελιώσει την ηγεμονία της. Ωστόσο, όλα έχουν ένα τέλος.
Η νίκη της στον Πελοποννησιακό Πόλεμο της έδωσε την πρωτοκαθεδρία μεταξύ των ελληνικών πόλεων,
όμως επρόκειτο για ένα κόσμο που άλλαζε, και η Σπάρτη αδυνατούσε να προσαρμοστεί από πολλές απόψεις,
ακόμα και στον τομέα των στρατιωτικών, όπου ήταν και η εξειδίκευσή της.
Και αυτό αποδείχτηκε περίτρανα το καλοκαίρι του 371 π.Χ., στα Λεύκτρα της Βοιωτίας.
Καλώς ήρθατε στο κανάλι Alpha Ωmega.
Σε αυτό το βίντεο θα μιλήσουμε για τη μάχη των Λεύκτρων.
Αν επισκέπτεσθε για πρώτη φορά το κανάλι μας μην ξεχάσετε να κάνετε Εγγραφή
και να πατήσετε στο εικονίδιο με το κουδούνι για να ειδοποιήστε κάθε φορά που ανεβάζουμε νέο βίντεο.
Τι λέτε πάμε να ξεκινήσουμε;
Το 378 π.Χ. πραγματοποιήθηκε η δεύτερη Αθηναϊκή συμμαχία, η οποία δεν ήταν ηγεμονία.
Η συμμαχία αυτή πολέμησε με την ηγεμονία της Σπάρτης από το 377 μέχρι το 371 π.Χ.
Οι Θηβαίοι, αν και σύμμαχοι των Αθηναίων, δεν ήταν συνεπείς στις υποχρεώσεις τους προς τη συμμαχία.
Παράλληλα, ενεργούσαν δραστήρια για την ανασύσταση της ηγεμονίας των Βοιωτών, του λεγόμενου «Κοινού των Βοιωτών».
Σ' αυτό την ηγεσία θα είχε η Θήβα. Οι ενέργειες αυτές των Θηβαίων προκάλεσαν τη δυσαρέσκεια των Αθηναίων,
οι οποίοι έβλεπαν με καχυποψία την άνοδο της δυνάμεως της Θήβας.
Οι Αθηναίοι κατάλαβαν ότι δεν τους συνέφερε η παράταση των εχθροπραξιών, παρά τις επιτυχίες του ναυτικού τους στο Ιόνιο.
Παράλληλα, αντιμετώπιζαν και οικονομικές δυσχέρειες.
Αλλά και οι Σπαρτιάτες είχαν εξαντληθεί. Βολιδοσκοπήσεις των δύο αντιπάλων κατέληξαν στη συμφωνία συγκλήσεως συνεδρίου ειρήνης,
το οποίο συνήλθε στη Σπάρτη το 371 π.Χ.
Στο συνέδριο αυτό έστειλαν αντιπροσώπους όλες οι ελληνικές πόλεις.
Δυστυχώς, το συνέδριο απέτυχε εξαιτίας των Θηβαίων.
Ειδικότερα, όταν κλήθηκε ο αντιπρόσωπος των Θηβαίων να υπογράψει τη συνθήκη ειρήνης,
επέμεινε να υπογράψει όχι μόνο για τη Θήβα αλλά και «εξ ονόματος του Κοινού των Βοιωτών».
Αυτήν την πρόθεση του Επαμεινώνδα δεν τη δέχθηκαν οι Σπαρτιάτες και οι εκπρόσωποι πολλών πόλεων
αλλά ούτε και οι Αθηναίοι τον υποστήριξαν σ' αυτό.
Όπως ήταν επόμενο το συνέδριο διαλύθηκε, χωρίς να επιτευχθεί πανελλήνια ειρήνη.
Οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες τήρησαν αυτά που συμφώνησαν μεταξύ τους στο συνέδριο.
Στη συνέχεια οι Σπαρτιάτες έστειλαν τελεσίγραφο στους Θηβαίους να διαλύσουν το «Κοινό των Βοιωτών»
και να αφήσουν αυτόνομες τις βοιωτικές πόλεις.
Οι τελευταίοι όμως απέρριψαν το τελεσίγραφο.
Μετά απ' αυτό οι Σπαρτιάτες έδωσαν εντολή στο βασιλιά Κλεόμβροτο,
ο οποίος βρισκόταν τότε στη Φωκίδα με Σπαρτιατικό στρατό 10.000 οπλιτών, να εισβάλει στη Βοιωτία.
Ο Επαμεινώνδας με στρατό 6.000 οπλιτών κινήθηκε για να αντιμετωπίσει τον Κλεόμβροτο.
Ο κύριος όγκος του Βοιωτικού στρατού περίμενε τους Σπαρτιάτες δίπλα στην Κορώνεια, κοντά στο στενό της Πέτρας.
Ο Κλεόμβροτος όμως οδήγησε το στράτευμα του από μια όδευση δυτικά του Ελικώνα και κατά μήκος των ακτών του Κορινθιακού.
Προφανώς, ήθελε να εξαπατήσει τους Θηβαίους για τις προθέσεις του
και να καταλάβει τα μικρά λιμάνια της Βοιωτίας στον Κορινθιακό, ώστε να εξασφαλίσει την επικοινωνία του με την Πελοπόννησο.
Οι Θηβαίοι έφραξαν το δρομολόγιο αυτό με λίγες δυνάμεις, επειδή ήταν ορεινό και δύσβατο.
Ο Κλεόμβροτος, αφού ανέτρεψε εύκολα τη βοιωτική αυτή προκάλυψη, κατέλαβε στη συνέχεια την παραλιακή πολίχνη Σίφαι
και την οχυρή πόλη Κρεύση ναύσταθμο των Βοιωτών, όπου κυρίευσε και δώδεκα τριήρεις.
Έπειτα κινήθηκε βορειοανατολικά στη κατεύθυνση των Θεσπιών.
Ο Επαμεινώνδας έμαθε τις κινήσεις αυτές και στράφηκε για να τον συναντήσει.
Και τότε τα δύο αντίπαλα στρατεύματα βρέθηκαν αντιμέτωπα στην πεδιάδα των Λεύκτρων.
Η μάχη των Λεύκτρων έγινε στις 5 του αττικού εκατομβαιώνα, δηλαδή στις 6 Ιουλίου του 371 π.Χ.,
μόλις είκοσι μέρες μετά την αποχώρηση της Θηβαϊκής αντιπροσωπείας από τη Σπάρτη.
Η δύναμη του στρατού του Κλεόμβροτου ήταν 9.000 πεζοί και 1.000 ιππείς περίπου.
Από αυτούς περίπου 2.300 άνδρες, δηλαδή 4 μόρες, ήταν Λακεδαιμόνιοι από τους οποίους οι 700 ήταν Σπαρτιάτες.
Οι υπόλοιποι 7.500-7.700 οπλίτες ήταν σύμμαχοι των Σπαρτιατών.
Ο Κλεόμβροτος παρέταξε το στρατό του σύμφωνα με τα καθιερωμένα.
Τοποθέτησε τους Λακεδαιμονίους στη δεξιά πτέρυγα, όπου πήρε θέση κι ο ίδιος με το πιο επίλεκτο τμήμα.
Στο κέντρο και αριστερά τοποθέτησε το συμμαχικό πεζικό και στο αριστερό άκρο ένα απόσπασμα συμμαχικού ιππικού.
Σε όλη τη φάλαγγα έδωσε βάθος 12 στοίχων.
Το ιππικό το ανέπτυξε μπροστά στη δεξιά του πτέρυγα, για να εξασφαλίσει το στράτευμα του από κάθε αιφνιδιαστική ενέργεια των Θηβαίων,
αλλά και για να καλύπτει τις κινήσεις του πεζικού του από την παρατήρηση του εχθρού.
Το σύνολο του Βοιωτικού στρατού έφθανε τους 6.000 άνδρες, από τους οποίους 1.000 ήταν ιππείς.
Το ηθικό του ήταν κάπως κλονισμένο, γιατί οι Λακεδαιμόνιοι και, κυρίως, οι Σπαρτιάτες θεωρούνταν ανίκητοι την εποχή εκείνη.
Ο Επαμεινώνδας όμως εξύψωσε το ηθικό του στρατού του με φήμες, τις οποίες διέδωσε κατάλληλα ο ίδιος,
για καλούς οιωνούς και παλιούς χρησμούς, οι οποίοι προέβλεπαν ήττα των Λακεδαιμονίων.
Ο Επαμεινώνδας, ως ανώτατος διοικητής του Βοιωτικού στρατού έλαβε διάταξη διαφορετική από τα μέχρι τότε αποδεκτά.
Τοποθέτησε στην αριστερή πτέρυγα της παρατάξεώς του τους Θηβαίους σε βάθος 50 στοίχων και πλάτος 65-70 ανδρών.
Στο κέντρο και στη δεξιά πτέρυγα τοποθέτησε τους άλλους Βοιωτούς σε πολύ λιγότερους στοίχους.
Το ιππικό το ανέπτυξε μπροστά από την αριστερή του πτέρυγα για να αντιμετωπίσει το Σπαρτιατικό ιππικό.
Αυτή η παράταξη επικράτησε από τότε να λέγεται «λοξή φάλαγγα» από μια φράση του Διόδωρου του Σικελιώτη:
«Για αυτόν τον λόγο και μετέτρεψε σε λοξή την φάλαγγα, γνωρίζοντας πως το να τοποθετήσει τους επιλέκτους στο κέρας
θα είναι αυτό που θα κρίνει και την τελική έκβαση της μάχης.».
Με την έναρξη της μάχης ο Κλεόμβροτος κίνησε τις τέσσερις μόρες προς τα δεξιά
με σκοπό να στρέψει τη δεξιά του πτέρυγα σε ορθή γωνία και να πλευροκοπήσει τους Θηβαίους.
Ο Επαμεινώνδας όμως άρχισε πρώτος την επίθεση με το ιππικό του ενάντια στο ιππικό των Σπαρτιατών.
Αμέσως φάνηκε η ανώτερη μαχητική ικανότητα των Θηβαίων ιππέων.
Οι αμυνόμενοι Σπαρτιάτες ιππείς δε μπόρεσαν να συγκρατήσουν την ορμή των επιτιθεμένων
και υποχώρησαν άτακτα προς τη διάταξη του Σπαρτιατικού Πεζικού, οπότε προκάλεσαν σύγχυση και ταραχή στις τάξεις του.
Η ενέργεια αυτή μείωσε τον κίνδυνο πλευροκοπήσεως των Θηβαίων από τη δεξιά πτέρυγα του Κλεόμβροτου
και προετοίμασε τη δράση της ενισχυμένης πτέρυγας του Επαμεινώνδα.
Πριν ακόμα συνέλθουν και ανασυνταχθούν οι Σπαρτιάτες, το ιππικό των Θηβαίων αποσύρθηκε δεξιά και αριστερά
και αποκάλυψε το μέτωπο, οπότε ο Επαμεινώνδας επιτέθηκε με την ισχυρή αριστερή πτέρυγα εναντίον της δεξιάς του Κλεόμβροτου.
Η κατεύθυνση της επιθέσεως στράφηκε λίγο δεξιότερα, προς το κέντρο των Σπαρτιατών,
εκεί όπου βρισκόταν ο Κλεόμβροτος με τους επίλεκτους Σπαρτιάτες.
Στο μεταξύ οι Σπαρτιάτες του άκρου της δεξιάς πτέρυγας επιχείρησαν να εκτελέσουν τον προβλεπόμενο αρχικό ελιγμό για να υπερφαλαγγίσουν τους Θηβαίους.
Επενέβη όμως ταχύτατα ο Πελοπίδας με τον Ιερό Λόχο,
ο οποίος κινήθηκε προς τα εμπρός και αριστερά της φάλαγγας του Επαμεινώνδα και υπερφαλάγγισε τους Σπαρτιάτες.
Η παράταξη των Σπαρτιατών τοποθετήθηκε σε σχήμα ημισελήνου, με σκοπό να περικυκλώσει τους Θηβαίους.
Το κέντρο με τον Κλεόμβροτο συγκράτησε για ένα χρονικό διάστημα τους πολυάριθμους Θηβαίους με σκληρό αγώνα και αυτοθυσία.
Ο ίδιος ο Κλεόμβροτος τραυματίσθηκε θανάσιμα και οι άνδρες που ήταν γύρω του,
μαχόμενοι με ανδρεία κατόρθωσαν να τον διασώσουν με μεγάλη δυσκολία για να μην πέσει στα χέρια των Θηβαίων.
Μαζί με το βασιλιά έπεσαν επίσης και τα πιο επίλεκτα στελέχη των Σπαρτιατών,
όπως ο πολέμαρχος Δείνων, ο Σφοδρίας, ο γιος του Κλεώνυμος και άλλοι.
Τελικά, μετά από σφοδρό και άνισο αγώνα, μπροστά στην τοπική συντριπτική υπεροχή των Θηβαίων,
η δεξιά πτέρυγα των Σπαρτιατών κάμφθηκε και υποχώρησε προς το στρατόπεδο.
Οι Σπαρτιάτες του αριστερού τμήματος το οποίο αποτελούσαν τέσσερις μόρες υποχώρησαν κι αυτοί.
Μια κίνηση κατά του πλευρού της Θηβαϊκής φάλαγγας θα εξέθετε το δικό τους αριστερό πλευρό.
Στο υπόλοιπο μέτωπο των αντίπαλων στρατών, δηλαδή μεταξύ των συμμάχων των Σπαρτιατών και των συμμάχων των Θηβαίων,
δεν πραγματοποιήθηκε αξιόλογος αγώνας, όπως είχε προβλέψει και ο Επαμεινώνδας.
Επρόκειτο για μια πραγματική πανωλεθρία για τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι κυριολεκτικά είχαν ηττηθεί στο ίδιο τους το «παιχνίδι».
Πέρα από τον ίδιο τον Κλεόμβροτο, από τους 700 Σπαρτιάτες «Ομοίους», την ελίτ της ελίτ της Σπάρτης,
είχαν σκοτωθεί οι 400, ενώ άλλοι 600 Λακεδαιμόνιοι είχαν πέσει επίσης νεκροί.
Πέρα όμως από τις απώλειες αυτές καθαυτές, επρόκειτο για ένα τρομακτικό πλήγμα για τη σπαρτιατική ισχύ
και σε πολιτικό και ηθικό επίπεδο, σημαίνοντας την αρχή του τέλους της σπαρτιατικής ηγεμονίας.
Για τους Θηβαίους, οι απώλειες ήταν σαφώς μικρότερες.
Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει ότι στη μάχη έπεσαν
«ουχί λιγώτεροι των 4000 Λακεδαιμονίων και περί τας 3.000 Βοιωτοί», αριθμοί που κρίνονται υπερβολικοί.
Ο Παυσανίας κάνει λόγο για μόλις 47 νεκρούς Θηβαίους και μερικούς άλλους Βοιωτούς, επίσης υπερβολικά χαμηλός αριθμός.
Νεότερες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για περίπου 300 νεκρούς από την πλευρά των Θηβαίων.
Σε πολιτικό επίπεδο, οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες.
Οι Θηβαίοι εξασφάλισαν την ηγεμονία τους στη Βοιωτία και επί των γύρω πόλεων,
ενώ παράλληλα άρχισαν αποστασίες συμμάχων της Σπάρτης στην Πελοπόννησο, που ήθελαν την ανεξαρτησία τους
και συγκεκριμένα τη Μαντίνεια και την Τεγέα.
Οι Θηβαίοι επενέβησαν, εισβάλλοντας στην Πελοπόννησο,
και το 370 π.Χ. θηβαϊκός στρατός υπό τον Επαμεινώνδα και τον Πελοπίδα πλησίασε τη Σπάρτη, την οποία μέχρι τότε κανένας στρατός δεν είχε τολμήσει να απειλήσει.
Οι Θηβαίοι κατέλαβαν σειρά από πόλεις και οικισμούς στη μια πλευρά του Ευρώτα
και ίδρυσαν και οχύρωσαν τη Μεγαλόπολη, ως συνεχή απειλή κατά της Σπάρτης.
Μετά απελευθέρωσαν τη Μεσσηνία και επέστρεψαν στη Βοιωτία, με τη θηβαϊκή δύναμη να συνεχίζει να επεκτείνεται στην Ελλάδα,
προκαλώντας ανησυχία στους Αθηναίους, που το 369 π.Χ. συμμάχησαν με την εξαντλημένη Σπάρτη εναντίον της Θήβας,
η οποία ήταν πλέον η μεγαλύτερη δύναμη στον ελλαδικό χώρο.
Ωστόσο, και η θηβαϊκή ηγεμονία δεν θα διαρκούσε για πολύ.
Το 364 π.Χ. ο Πελοπίδας σκοτώθηκε σε μάχη στις Κυνός Κεφαλές εναντίον του τυράννου των Φερρών, Αλέξανδρου.
Ακολούθησαν «ανταρσίες» κατά των Θηβαίων στην Πελοπόννησο, και ο Επαμεινώνδας εισέβαλε το 362 πΧ.
Σε μεγάλη μάχη στη Μαντίνεια οι Θηβαίοι νίκησαν και πάλι, αλλά έχασαν τον αρχιτέκτονα της ηγεμονίας.
Κατά το τέλος της σύγκρουσης ο Επαμεινώνδας τραυματίστηκε θανάσιμα από ακόντιο στο στήθος.
Λέγεται πως, λίγο πριν πεθάνει, απαντώντας στους θρήνους των γύρω του, που έλεγαν ότι πεθαίνει άτεκνος,
είπε πως όχι, αφήνει πίσω του δύο κόρες, «τη νίκη στα Λεύκτρα και τη νίκη στη Μαντίνεια».
Έχοντας χάσει τον Επαμεινώνδα, οι Θηβαίοι, παρά τη νίκη τους, υπέγραψαν ειρήνη με τους Πελοποννήσιους και η ηγεμονία της Θήβας έλαβε τέλος,
χωρίς ωστόσο καμία από τις «παραδοσιακές» δυνάμεις να είναι σε θέση να γεμίσει το κενό,
καθώς τόσο η Αθήνα όσο και η Σπάρτη ήταν σκιές των παλιών τους δυνάμεων.
Η επόμενη δύναμη ερχόταν από τον βορρά.
Επικεφαλής της ήταν ένας Μακεδόνας βασιλιάς, ο οποίος, σε νεαρή ηλικία, στο πλαίσιο των εξελίξεων στην περιοχή από τις εκστρατείες του Πελοπίδα,
είχε οδηγηθεί, μέλος μιας ομάδας 30 νεαρών Μακεδόνων ευγενών, όμηρος στη Θήβα το 368 πΧ.
Από εκεί απελευθερώθηκε το 365 πΧ, σε ηλικία 17 ετών έχοντας όμως μαθητεύσει δίπλα στον Επαμεινώνδα
πάνω στις τέχνες του πολέμου και της πολιτικής, καθώς οι Θηβαίοι τον μεταχειρίστηκαν καλά,
προορίζοντάς τον για βασιλιά της Μακεδονίας.
Ήταν ο Φίλιππος ο Β'. Και πλέον, ήταν η ώρα της Μακεδονίας!