Ο Επιτάφιος Λόγος του Περικλή
Ο Θουκυδίδης επέλεξε να γράψει για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, τον πόλεμο δηλαδή μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης.
Άρχισε τη συγγραφή του έργου του με το ξεκίνημα του πολέμου.
Πίστευε από την αρχή πως ο συγκεκριμένος πόλεμος θα είχε τρομερές συνέπειες καθώς και οι δύο μεγάλες δυνάμεις,
Αθήνα και Σπάρτη , βρίσκονταν στην ακμή τους, με πλούσιο εξοπλισμό.
Μέσα από το έργο του ο Θουκυδίδης θέλησε να δείξει την καταστροφή που φέρνει ο πόλεμος.
Τον ανθρώπινο πόνο και τις απώλειες που προκαλεί.
Οι περιγραφές του φαίνεται να έχουν ως στόχο να διαβαστούν από τις μεταγενέστερες γενιές,
για να αποφύγουν τα λάθη του παρελθόντος.
Ο Επιτάφιος Λόγος του Περικλή δεν είναι ξεχωριστό έργο του Θουκυδίδη.
Περιλαμβάνεται μέσα στο έργο για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο και αποτελεί μία από τις σαράντα δημηγορίες που υπάρχουν σε αυτό.
Πρόκειται για τον επικήδειο λόγο που εκφώνησε ο Περικλής για την τιμή των νεκρών μετά το πρώτο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Στον Επιτάφιο Λόγο του Περικλή επαινείται η δημοκρατία ως η ωριμότερη μορφή διακυβέρνησης ενός Κράτους.
Το κείμενο εισχωρεί στη βαθύτερη ουσία των θεσμών, των καταστάσεων και των ανθρώπων.
Ο Επιτάφιος δεν είναι ένα απλό κείμενο.
Είναι ένα εγχειρίδιο πολιτικής θεωρίας βγαλμένο μέσα από τη σοφία δύο μεγάλων ανδρών, ενός πολιτικού κι ενός ιστορικού,
που λάμπρυναν με τη ζωή και τη δράση τους έναν ολόκληρο αιώνα.
Ουσιαστικά πρόκειται για το εγκώμιο μιας ολόκληρης πολιτείας,
μιας φιλοσοφίας ζωής και πάνω απ' όλα ενός πολιτεύματος.
Καλώς ήρθατε στο κανάλι Alpha Ωmega.
Σε αυτό το βίντεο θα σας παρουσιάσουμε τον Επιτάφιο Λόγο του Περικλέους.
Εάν επισκέπτεσθε για πρώτη φορά το κανάλι μας μην ξεχάσετε να κάνετε εγγραφή
και να πατήσετε το εικονίδιο με το κουδούνι για να ειδοποιήστε κάθε φορά που ανεβάζουμε νέο βίντεο.
Τι λέτε, πάμε να ξεκινήσουμε;
Και τον ίδιο χειμώνα οι Αθηναίοι κρατώντας το πατροπαράδοτο έθιμο
κήδευσαν με δημόσια τελετή τους πρώτους που σκοτώθηκαν σ' αυτόν τον πόλεμο με τον εξής τρόπο.
Εκθέτουν τα οστά των νεκρών για δύο μέρες,
αφού φτιάξουν εξέδρα, και φέρνει ο καθένας στο δικό του, ό,τι θέλει (ή αν θέλει κάτι).
Και όταν έρθει η ώρα της εκφοράς, άμαξες μεταφέρουν οστεοθήκες κυπαρισσένιες, μία (οστεοθήκη) για κάθε φυλή.
Και βρίσκονται τα οστά (στην οστεοθήκη της φυλής) στην οποία ανήκε ο καθένας.
Και ένα φέρετρο σκεπασμένο με νεκρικό σεντόνι το μεταφέρουν στα χέρια άδειο, αυτό των εξαφανισμένων,
οι οποίοι δε βρέθηκαν για περισυλλογή και ταφή.
Και παίρνει μέρος στη νεκρώσιμη πομπή όποιος θέλει και από τους πολίτες και από τους ξένους,
και οι γυναίκες, που είναι συγγενείς, παρευρίσκονται μοιρολογώντας πάνω στον τάφο.
Tους θάβουν λοιπόν στο δημόσιο νεκροταφείο, το οποίο βρίσκεται στο μεγαλύτερο προάστιο της πόλης,
και πάντα σ'αυτό θάβουν τους νεκρούς των μαχών, εκτός βέβαια από εκείνους που έπεσαν στο Μαραθώνα.
Εκείνων την ανδρεία, επειδή την έκριναν ξεχωριστή, γι'αυτό (εκεί) έκαναν και τον τάφο τους.
Και όταν τους σκεπάσουν με χώμα, άνδρας εκλεγμένος από την πόλη, ο οποίος όχι μόνο φαίνεται πολύ συνετός,
αλλά και επιβάλλεται με το κύρος του, λέει πάνω στον τάφο τους τον έπαινο που αρμόζει.
Και μετά από αυτό φεύγουν.
Μ'αυτόν τον τρόπο λοιπόν γίνεται η ταφή.
Και σ'όλη τη διάρκεια του πολέμου, σε κάθε παρόμοια περίπτωση, κρατούσαν το έθιμο.
Και εκλέχτηκε λοιπόν να μιλήσει για αυτούς εδώ τους πρώτους (νεκρούς) ο Περικλής ο γιος του Ξανθίππου.
Και όταν έφτασε η ώρα, αφού προχώρησε από τον τάφο σε εξέδρα, που την είχαν κάνει υψηλή,
για να ακούγεται σε όσο το δυνατό μεγαλύτερο μέρος του συγκεντρωμένου πλήθους, έλεγε περίπου αυτά τα λόγια.
Οι περισσότεροι βέβαια από όσους έχουν μιλήσει ως τώρα εδώ
επαινούν αυτόν που πρόσθεσε στην καθιερωμένη συνήθεια (τελετή) το λόγο αυτό,
γιατί θεωρούν ότι είναι καλό να εκφωνείται αυτός προς τιμήν των νεκρών των πολέμων.
Σε μένα όμως θα φαινόταν πως είναι αρκετό σε ανθρώπους που αποδείχτηκαν γενναίοι με έργα,
με έργα να εκδηλώνονται και οι τιμές, όπως αυτά που τώρα βλέπετε ότι παρασκευάστηκαν με δημόσια φροντίδα γι'αυτήν εδώ την ταφή,
και να μην εξαρτάται η αξιοπιστία της αρετής πολλών από έναν άνδρα, αν μιλήσει καλά ή άσχημα.
Γιατί είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς με επιτυχία σε θέμα που με πολύ κόπο
εξασφαλίζεται η εντύπωση ότι (ο ρήτορας) λέει την αλήθεια.
Γιατί αυτός που έχει άμεση γνώση και άρα είναι ευνοϊκός ακροατής
ίσως να νομίσει ότι αυτά λέγονται κάπως κατώτερα από αυτά που θέλει (να ακούσει ή να λεχθούν)
και από αυτά που γνωρίζει καλά (ότι έγιναν), και αυτός πάλι που δεν τα γνωρίζει ίσως νομίσει, από φθόνο,
ότι μερικά εξογκώνονται, αν τύχει να ακούσει κάτι που ξεπερνά τη δύναμή του.
Γιατί οι έπαινοι που λέγονται για τους άλλους είναι ανεκτοί μέχρι αυτό,
ως το σημείο που ο καθένας νομίζει ότι και ο ίδιος είναι ικανός να κατορθώσει κάτι από αυτά που άκουσε.
Επειδή όμως αμέσως φθονούν, γι'αυτό και δεν πιστεύουν, σε ό,τι ξεπερνά τις δυνάμεις τους
από εκείνα (που άκουσε ο καθένας).
Επειδή όμως αυτά δοκιμάστηκαν από τους παλαιούς και κρίθηκαν πως έτσι (που έχουν) είναι καλά,
πρέπει και εγώ ακολουθώντας το έθιμο να προσπαθήσω να ικανοποιήσω, όσο το δυνατόν περισσότερο,
την επιθυμία και την προσδοκία του καθενός από σας.
Θα αρχίσω λοιπόν από τους προγόνους πρώτα.
Γιατί είναι δίκαιο και συνάμα ταιριαστό σε περίπτωση, όπως η σημερινή, να δίνεται σ'αυτούς η τιμή της θύμησης.
Γιατί οι ίδιοι πάντα κατοικώντας τη χώρα, καθώς η μία γενιά διαδεχόταν την άλλη,
μας την παρέδωσαν ελεύθερη μέχρι τώρα χάρη στην ανδρεία τους.
Και εκείνοι λοιπόν είναι άξιοι επαίνου και ακόμη περισσότερο οι πατέρες μας.
Γιατί αφού απέκτησαν με πολύ μόχθο, εκτός από εκείνα που κληρονόμησαν, όση εξουσία έχουμε,
τα άφησαν σε μας τους τωρινούς.
Και το μεγαλύτερο μέρος της εξουσίας αυτής το προσθέσαμε εμείς οι ίδιοι,
που βρισκόμαστε περίπου σήμερα σε ώριμη ηλικία και ετοιμάσαμε την πόλη μας,
ώστε να είναι απόλυτα αυτάρκης σε όλα και για πόλεμο και για ειρήνη.
Αυτών εγώ τα πολεμικά κατορθώματα, με τα οποία κατακτήθηκε κάθε μέρος,
ή αν κάπως εμείς οι ίδιοι ή οι πατέρες μας αποκρούσαμε με προθυμία εχθρό βάρβαρο ή Έλληνα που έκανε επίθεση εναντίον μας,
θα τα παραλείψω, γιατί δε θέλω να μακρηγορήσω σ‟ αυτούς που τα γνωρίζουν καλά.
Από ποιες όμως αρχές φτάσαμε σ'αυτό το σημείο ακμής και με ποια μορφή πολιτεύματος και με ποιους τρόπους ζωής έγιναν αυτά τα μεγάλα,
αυτά αφού παρουσιάσω πρώτα, θα έρθω και στον έπαινο αυτών εδώ (δηλ. των νεκρών),
γιατί νομίζω ότι και στην περίπτωσή μας θα ήταν ταιριαστό να ειπωθούν αυτά και ότι ακόμη είναι συμφέρον να ακούσει αυτά προσεκτικά
όλο το συγκεντρωμένο πλήθος και των πολιτών και των ξένων.
Έχουμε δηλαδή πολίτευμα που δε ζηλεύει τους νόμους των άλλων,
περισσότερο όμως εμείς οι ίδιοι είμαστε παράδειγμα σε μερικούς παρά μιμητές άλλων.
Και το πολίτευμά μας ως προς το όνομα καλείται δημοκρατία, γιατί η εξουσία δε βρίσκεται στα χέρια των λίγων, αλλά των πολλών.
Και όλοι έχουν τα ίδια δικαιώματα απέναντι στους νόμους για τις ιδιωτικές τους διαφορές,
όσον αφορά όμως την προσωπική τους επιβολή, ανάλογα με το πώς ο καθένας ξεχωρίζει σε κάτι,
προτιμάται πιο πολύ στα δημόσια αξιώματα, επειδή είναι ικανός, παρά εξαιτίας της σειράς του (=της κοινωνικής του τάξης),
ούτε αν πάλι είναι φτωχός, εφόσον βέβαια μπορεί να προσφέρει κάτι καλό στην πόλη,
εμποδίζεται από την ασημότητα της κοινωνικής του θέσης.
Και όχι μόνο τις σχέσεις μας με την πολιτεία τις διέπει ελευθερία,
αλλά και στις καθημερινές μας ασχολίες είμαστε απαλλαγμένοι από καχυποψία μεταξύ μας και δεν αγανακτούμε με το γείτονά μας,
αν κάνει κάτι όπως του αρέσει, ούτε παίρνουμε απέναντί του το ύφος θυμωμένου,
πράγμα που δεν επιφέρει ποινή, βλάπτει όμως.
Και ενώ στις ιδιωτικές μας υποθέσεις δεν ενοχλεί ο ένας τον άλλο,
στη δημόσια ζωή από εσωτερικό σεβασμό κυρίως δεν παρανομούμε,
υπακούοντας σ'αυτούς που κάθε φορά διοικούν την πόλη και στους νόμους
και κυρίως σε όσους απ' αυτούς ισχύουν για ωφέλεια αυτών που αδικούνται
και σε όσους αν και είναι άγραφοι φέρνουν ντροπή αναμφισβήτητη.
Και πέρα απ'αυτά, φροντίσαμε να βρούμε πολλούς τρόπους ανάπαυσης των κόπων για το πνεύμα μας,
έχοντας τη συνήθεια να τελούμε αγώνες και θυσίες που καλύπτουν βέβαια ολόκληρο το χρόνο και περιποιημένα νοικοκυριά,
από τα οποία η ευχαρίστηση που ποριζόμαστε καθημερινά διώχνει μακριά τη λύπη.
Και εισάγονται, λόγω του μεγέθους της πόλης από όλον τον κόσμο τα πάντα
και συμβαίνει σε μας τα αγαθά που δημιουργούνται εδώ να τα απολαμβάνουμε με την ίδια ευκολία με αυτά των άλλων ανθρώπων.
Και διαφέρουμε από τους αντιπάλους μας και ως προς την πολεμική εκπαίδευση στα εξής σημεία.
Και προσφέρουμε δηλαδή την πόλη μας ανοιχτή σ' όλους και σε καμιά περίπτωση με απελάσεις ξένων
δεν εμποδίζουμε κανένα ή από ένα μάθημα ή από ένα θέαμα, το οποίο αν δεν κρυβόταν καλά
και το έβλεπε κάποιος από τους εχθρούς θα μπορούσε να ωφεληθεί,
γιατί εμείς έχουμε εμπιστοσύνη όχι τόσο στις πολεμικές προετοιμασίες και στις απάτες, όσο στην προσωπική μας ευψυχία την ώρα της μάχης.
Και στο εκπαιδευτικό σύστημα εκείνοι με επίπονη άσκηση αμέσως από τη νεανική τους ηλικία κιόλας επιδιώκουν να γίνουν ανδρείοι,
εμείς όμως, αν και ζούμε άνετα, βαδίζουμε με καθόλου κατώτερο φρόνημα στους ίδιους μεγάλους κινδύνους.
Και απόδειξη αυτών είναι το εξής.
Οι Λακεδαιμόνιοι δηλαδή εκστρατεύουν ενάντια στη χώρα μας, όχι μόνοι τους, αλλά με όλους μαζί τους συμμάχους τους,
ενώ εμείς μόνοι μας, όταν εισβάλουμε στη χώρα των άλλων, ενώ πολεμάμε σε ξένη χώρα εύκολα νικάμε
τις περισσότερες φορές αυτούς που αμύνονται για την υπεράσπιση της πατρίδας τους.
Και συγκεντρωμένη τη δύναμή μας κανείς εχθρός μέχρι τώρα δεν την αντιμετώπισε,
γιατί εμείς ταυτόχρονα και για το ναυτικό μας φροντίζουμε και επειδή σε πολλά μέρη της στεριάς στέλνουμε το στρατό από μας τους ίδιους.
Και αν κάπου συγκρουστούν με ένα μέρος από μας, αν νικήσουν κάποιους από μας,
καυχιούνται ότι μας έτρεψαν σε φυγή όλους και αν νικηθούν (ισχυρίζονται) ότι νικήθηκαν από όλους.
Κι όμως, αν ριχνόμαστε πρόθυμοι στον κίνδυνο, ζώντας πιο πολύ με ανέσεις παρά με επίπονη άσκηση και με ανδρεία,
που δεν πηγάζει τόσο από την επιβολή του νόμου, όσο από τον τρόπο της ζωής μας,
μένει σε μας το κέρδος να μην κουραζόμαστε προκαταβολικά για δύσκολες στιγμές που είναι να έρθουν
και όταν βρεθούμε σ‟ αυτές να μη φαινόμαστε κατώτεροι στην τόλμη από εκείνους που πασχίζουν αδιάκοπα,
και (λέω ότι) αξίζει κανείς να θαυμάζει την πόλη και γι' αυτά και για άλλα.
Και αγαπάμε δηλαδή το ωραίο και μένουμε απλοί και καλλιεργούμε το πνεύμα μας χωρίς να γινόμαστε μαλθακοί.
Και χρησιμοποιούμε τον πλούτο πιο πολύ για να έχουμε τη δυνατότητα για κάποιο έργο, παρά σαν αφορμή για καυχησιές,
και δεν είναι ντροπή να ομολογεί κανείς τη φτώχεια του, αλλά είναι ντροπή να μην προσπαθήσει με τη δουλειά του να την αποφύγει.
Και συμβαίνει σ'εμάς τους ίδιους να φροντίζουμε ταυτόχρονα με τις ιδιωτικές μας υποθέσεις και τα πολιτικά,
και σε κάθε πολίτη (συμβαίνει) να κατέχει ικανοποιητικά τα πολιτικά, ενώ καταγίνεται με διαφορετική απασχόληση.
Γιατί μόνοι εμείς αυτόν που δε μετέχει καθόλου στα πολιτικά τον θεωρούμε όχι φιλήσυχο, αλλά άχρηστο,
και εμείς οι ίδιοι ή τουλάχιστον διατυπώνουμε ορθές σκέψεις για τα ζητήματα της πόλης ή τα μελετούμε σωστά,
γιατί θεωρούμε ότι τα λόγια δε βλάπτουν τα έργα, αλλά περισσότερο βλάπτει να μη διαφωτιστούμε πιο μπροστά με το λόγο,
πριν προβούμε σε ενέργειες για όσα πρέπει (να γίνουν).
Γιατί μας διακρίνει κάτι το ξεχωριστό και ως προς αυτό, ώστε και να τολμούμε εμείς οι ίδιοι πάρα πολύ
και να υπολογίζουμε με πολύ μεγάλη ακρίβεια τις συνέπειες, για όσα επιχειρήσουμε.
Ενώ αντίθετα τους άλλους η άγνοια τους οδηγεί σε αλόγιστο θάρρος, η σκέψη όμως σε δισταγμό.
Και πιο δυνατοί στο πνεύμα δίκαια θα μπορούσαν να θεωρηθούν εκείνοι που γνωρίζουν πάρα πολύ καλά και τα δεινά (του πολέμου)
και τα ευχάριστα (της ειρήνης) κι όμως εξαιτίας αυτών δεν προσπαθούν να αποφύγουν τους κινδύνους.
Και ως προς την ευεργετική διάθεση, είμαστε αντίθετοι με τους πολλούς.
Γιατί χωρίς να μας ευεργετούν, αλλά ευεργετώντας αποκτούμε φίλους.
Και σταθερότερος φίλος είναι ο ευεργέτης, εφόσον επιδιώκει να παραμένει η ευγνωμοσύνη του ευεργετημένου, με τη συμπάθεια που δείχνει σ'αυτόν.
Ο ευεργετημένος όμως είναι πιο απρόθυμος, επειδή γνωρίζει ότι θα ανταποδώσει την ευεργεσία,
όχι για να του χρωστούν ευγνωμοσύνη, αλλά για εξόφληση του χρέους.
Και μόνοι εμείς χωρίς δισταγμό βοηθούμε κάποιον, όχι περισσότερο από υπολογισμό συμφέροντος, όσο από το φιλελεύθερο φρόνημά μας.
Και συνοψίζοντας λέω ότι η πόλη μας σε όλες της τις εκδηλώσεις
είναι σχολείο της Ελλάδας και ο κάθε άνδρας από μας ως άτομο μου φαίνεται ότι θα μπορούσε ο ίδιος σε πάρα πολλές δραστηριότητες
να παρουσιάσει τον εαυτό του αυτοδύναμο με την πιο μεγάλη χάρη και επιδεξιότητα.
Και ότι αυτά που λέω δεν είναι περισσότερο παινέματα κατάλληλα για την παρούσα στιγμή,
αλλά η πραγματική αλήθεια στηριγμένη στα έργα, η ίδια η δύναμη της πόλης το φανερώνει, την οποία αποκτήσαμε με αυτούς τους τρόπους ζωής.
Γιατί μόνη αυτή από τις τωρινές πόλεις βγαίνει από τη δοκιμασία ανώτερη από τη φήμη
και μόνη αυτή ούτε στον εχθρό που έρχεται εναντίον της δίνει το δικαίωμα να αγανακτήσει, από τι ανάξιους αντιπάλους νικιέται,
ούτε στον υπήκοο (δίνει το δικαίωμα) να παραπονεθεί, ότι τάχα τον εξουσιάζουν ανάξιοι.
Και επειδή παρουσιάσαμε τη δύναμή μας με μεγάλες αποδείξεις και όχι βέβαια χωρίς μάρτυρες,
και οι τωρινοί και οι μεταγενέστεροι θα μας θαυμάζουν, χωρίς να έχουμε καθόλου ανάγκη, ούτε από έναν Όμηρο για να μας υμνήσει,
ούτε από κανέναν άλλον, ο οποίος με τα λόγια του θα δώσει μια πρόσκαιρη χαρά, την ιδέα όμως που θα σχηματιστεί για τα έργα μας θα έρθει ύστερα να τη βλάψει η αλήθεια,
αλλά επειδή εξαναγκάσαμε κάθε θάλασσα και στεριά να ανοίξει πέρασμα στην τόλμη μας
και ιδρύσαμε (στήσαμε) παντού αιώνια μνημεία για τις συμφορές και τις νίκες μας.
Για μια τέτοια πόλη λοιπόν κι αυτοί εδώ πιστεύοντας ότι ήταν καθήκον τους να μη χαθεί,
πολεμώντας γενναία σκοτώθηκαν, και από μας που μένουμε στη ζωή είναι φυσικό ο καθένας να θέλει να υποφέρει για χάρη της.
Γι' αυτό ακριβώς και μίλησα διεξοδικά για την πόλη μας,
γιατί θέλησα να κάνω κατανοητό ότι δεν αγωνιζόμαστε για πράγματα ίσης σημασίας εμείς και όσοι δεν έχουν τίποτα παρόμοιο μ'αυτά
και ταυτόχρονα να στηρίξω με φανερές αποδείξεις το εγκώμιο αυτών, για τους οποίους μιλώ τώρα.
Και πράγματι έχει ειπωθεί το μεγαλύτερο μέρος αυτού του επαίνου.
Γιατί με όσα ύμνησα την πόλη, τη στόλισαν τα ανδραγαθήματα αυτών και των ομοίων τους,
και για λίγους Έλληνες, όπως ακριβώς γι' αυτούς εδώ, θα μπορούσε να φανεί ο έπαινος ισόβαρος με τα έργα τους.
Και μου φαίνεται ότι ο τωρινός θάνατος αυτών εδώ φανερώνει την ανδρεία τους,
είτε αυτή είναι το πρώτο της μήνυμα είτε η τελική επισφράγισή της.
Και πραγματικά είναι δίκαιο στην περίπτωση όσων από κάθε άλλη άποψη είναι κακοί
να προβάλλουν την ανδραγαθία που δείχνουν στους πολέμους υπέρ της πατρίδας.
Γιατί με την ανδραγαθία τους έσβησαν ολότελα κάθε ηθικό παράπτωμα και περισσότερο ωφέλησαν την κοινή υπόθεση,
παρά έβλαψαν με τα προσωπικά τους παραπτώματα.
Και απ' αυτούς ούτε κάποιος πλούσιος έδειξε δειλία, επειδή προτίμησε την απόλαυση του πλούτου για περισσότερο χρόνο,
ούτε φτωχός προσπάθησε να αναβάλει τον κίνδυνο, με την ελπίδα που του δίνει η φτώχεια, ότι θα μπορούσε να την αποφύγει και να γίνει πλούσιος.
Αντίθετα, επειδή θεώρησαν πιο ποθητή απ' αυτά την τιμωρία των εχθρών
και συγχρόνως επειδή νόμισαν ότι αυτός ο κίνδυνος είναι πιο ωραίος,
θέλησαν αντιμετωπίζοντάς τον να εκδικηθούν αυτούς (ενν. τους εχθρούς), εκείνα (ενν. τα αγαθά) να τα επιθυμούν,
εμπιστευόμενοι την αβέβαιη έκβαση του αγώνα στην ελπίδα, μέσα στη μάχη όμως γι' αυτό που έβλεπαν πια μπροστά τους,
θεωρώντας υποχρέωσή τους να στηριχτούν στον ίδιο τους τον εαυτό και μέσα πια σ' αυτό τον κίνδυνο,
επειδή προτίμησαν να αγωνιστούν και να πεθάνουν, παρά να υποχωρήσουν και να σωθούν, απέφυγαν τη ντροπή να τους λένε δειλούς,
κράτησαν όμως τον αγώνα, δίνοντας τη ζωή τους και σε μια ελάχιστη κρίσιμη στιγμή γραμμένη από την τύχη,
ενώ στην ελπίδα άκμαζε πιο πολύ η ένδοξη νίκη, παρά ο φόβος της ήττας, χάθηκαν.
Και αυτοί εδώ βέβαια, όπως ταιριάζει στην πόλη αναδείχτηκαν τέτοιοι.
Και οι υπόλοιποι (όσοι ζείτε) πρέπει να εύχεστε το φρόνημά σας εναντίον των εχθρών να σας φέρει μικρότερο κίνδυνο,
όμως να μην ανεχθείτε να είναι ατολμότερο απέναντι στους εχθρούς, κρίνοντας όχι μονάχα με το λογικό την ωφέλειά του,
για την οποία θα μπορούσε κανείς να μιλήσει πολύ σε σας, που οι ίδιοι τα ξέρετε καλά,
αναφέροντας πόσα καλά υπάρχουν στο να αντιστέκεται κανείς στους εχθρούς,
αλλά πιο πολύ κοιτάζοντας προσεκτικά κάθε μέρα στην πράξη τη δύναμη της πόλης και αγαπώντας την με πάθος,
και όταν σας φανεί ότι είναι μεγάλη, να συλλογίζεστε ότι αυτά τα απέκτησαν άνδρες που τολμούν και γνωρίζουν το καθήκον τους
και που νιώθουν ντροπή στις μάχες (να μην κάνουν το καθήκον τους),
και αν καμιά φορά σε μια προσπάθειά τους αποτύχαιναν, δεν επέτρεπαν στον εαυτό τους να στερήσουν και την πόλη απ' τη δική τους ανδρεία,
αλλά την πρόσφεραν σ' αυτή σαν την πιο ωραία συνεισφορά τους.
Γιατί προσφέροντας όλοι μαζί τη ζωή τους έπαιρναν ο καθένας ξεχωριστά τον αιώνιο έπαινο και τον πιο λαμπρό τάφο,
όχι τόσο εκείνον στον οποίο είναι θαμμένοι, όσο εκείνον στον οποίο η δόξα τους μένει και μνημονεύεται αιώνια σε κάθε ευκαιρία που παρουσιάζεται,
είτε δημηγορίας είτε μάχης.
Γιατί τάφος των μεγάλων ανδρών είναι η γη ολόκληρη και δεν το δηλώνει μόνο η επιγραφή μιας στήλης στη γενέτειρά τους,
αλλά και σε ξένη χώρα ζει μέσα στην ψυχή του καθενός άγραφη η θύμηση,
όχι τόσο των ανδραγαθημάτων τους όσο του φρονήματός τους.
Αυτούς λοιπόν τώρα εσείς, αφού τους έχετε ως παράδειγμα και αφού θεωρείται ότι ευτυχία σημαίνει ελευθερία και ελευθερία σημαίνει ανδρεία,
να μη δηλιάσετε μπροστά στους κινδύνους του πολέμου.
Γιατί δε θα ήταν πιο δίκαιο να αφήσουν τη ζωή τους όσοι δυστυχούν,
στους οποίους δεν υπάρχει καμιά ελπίδα καλού, αλλά όσοι στην υπόλοιπη ζωή τους κινδυνεύουν να βρεθούν σε ολότελα διαφορετική κατάσταση
και για τους οποίους θα είναι πολύ πιο μεγάλη η διαφορά, αν τυχόν αποτύχουν κάπου.
Γιατί πράγματι σ'έναν άνδρα με φρόνημα προκαλεί μεγαλύτερο πόνο η εξαθλίωση που προέρχεται απ' τη δειλία στη μάχη
παρά ο θάνατος που έρχεται ανεπαίσθητα σε στιγμή (έξαρσης) της δύναμης και της κοινής προσδοκίας.
Γι'αυτό ακριβώς και τους γονείς των τωρινών νεκρών, όσοι είστε παρόντες, δε σας κλαίω τόσο παρά θα σας παρηγορήσω.
Γιατί γνωρίζουν καλά ότι η ζωή τους πέρασε μέσα από κάθε είδους αλλαγές της τύχης.
Και ευτυχία είναι αυτό, σε όσους η μοίρα δώσει τον πιο ένδοξο θάνατο, όπως ακριβώς σ' αυτούς εδώ τώρα
ή την πιο τιμημένη λύπη, όπως σε σας, και για αυτούς η ζωή μετρήθηκε έτσι ώστε το τέλος της ευτυχίας τους να συμπέσει με το τέλος της ζωής.
Γνωρίζω βέβαια ότι είναι δύσκολο να σας πείσω (να σας παρηγορήσω) γι'αυτούς
και πολλές φορές θα έχετε αφορμές να τους θυμόσαστε στις ευτυχίες των άλλων, που κι εσείς κάποτε χαιρόσαστε.
Και λυπάται κανείς, όχι αν του λείπουν αγαθά που δεν τα δοκίμασε, αλλά αν χάσει αγαθά που είχε συνηθίσει να απολαμβάνει.
Πρέπει όμως να κάνετε κουράγιο και με την ελπίδα ότι θα αποκτήσετε άλλα παιδιά, όσοι είστε σε ηλικία να κάνετε παιδιά.
Γιατί και στην ιδιωτική ζωή τα παιδιά που θα γεννηθούν θα κάνουν ύστερα μερικούς να ξεχάσουν αυτούς που δεν υπάρχουν,
και για την πόλη αυτό θα είναι ωφέλιμο από δύο απόψεις, και γιατί δε θα ερημώνεται και γιατί θα είναι ασφαλής.
Γιατί δεν είναι δυνατό να αποφασίζουν κατά τον ίδιο τρόπο και δίκαια
όσοι δεν κινδυνεύουν σαν τους άλλους προσφέροντας τα παιδιά τους και αυτοί.
Και όσοι είστε πάλι περασμένης ηλικίας, και το μεγαλύτερο μέρος της ζωής σας, το οποίο το περάσατε ευτυχισμένοι,
να το θεωρείται κέρδος και ότι η ζωή που σας μένει θα είναι μικρή και να παρηγορείστε με τη δόξα αυτών εδώ.
Γιατί μόνο η αγάπη για τις τιμές δε γερνάει ποτέ και στην ηλικία κατά την οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα,
μεγαλύτερη ευχαρίστηση δε δίνει το κέρδος, όπως κάποιοι λένε, αλλά οι τιμές.
Και για τα παιδιά πάλι αυτών, όσα είστε παρόντα, ή για τους αδερφούς,
βλέπω τον αγώνα δύσκολο (γιατί εκείνον που δεν υπάρχει ο καθένας συνηθίζει να τον επαινεί) και πολύ δύσκολα,
κι αν δείξετε ανδρεία μοναδική θα σας κρίνουν όχι ισάξιους, αλλά κάπως κατώτερους.
Γιατί ανάμεσα στους ζωντανούς υπάρχει φθόνος προς τον αντίπαλό τους,
ενώ εκείνον που δεν αντιστέκεται πια τον τιμούν με αδιαφιλονίκητη εύνοια.
Και αν πρέπει ακόμη να κάνω κάποια μνεία για την αρετή των γυναικών όσες τώρα θα μείνουν χήρες, με μια σύντομη παραίνεση θα τα πω όλα.
Να μη φανείτε κατώτερες από τη γυναικεία σας φύση, μεγάλη θα είναι η δόξα για σας,
και για εκείνη που θα γίνεται όσο το δυνατό λιγότερος λόγος ανάμεσα στους άνδρες επαινετικά ή ντροπιασμένα.
Και έχουν ειπωθεί και από μένα με το λόγο μου σύμφωνα με τη συνήθεια,
όσα θεώρησα κατάλληλα, και με έργα από τη μια αυτοί που τάφηκαν έχουν ήδη τιμηθεί
και από την άλλη τα παιδιά τους, ώσπου να γίνουν έφηβοι, θα τα αναθρέψει η πόλη με δημόσια δαπάνη,
προβάλλοντας έτσι ως βραβείο στους τέτοιους αγώνες ένα ωφέλιμο στεφάνι και γι' αυτούς εδώ και για όσους είναι στη ζωή.
Γιατί όπου έχουν οριστεί πολύ μεγάλα έπαθλα για την ανδρεία εκεί ζουν και άριστοι πολίτες.
Και τώρα, αφού ο καθένας θρηνήσει το δικό του, φύγετε.