Το Τελειωτικό Χτύπημα στους Πέρσες⚔️Η Μάχη της Μυκάλης
Σε παλαιότερο αφιέρωμά μας αναφερθήκαμε στη μάχη των Πλαταιών,
την τελευταία σε ελληνικό έδαφος μεταξύ Ελλήνων και Περσών
η οποία κατέληξε σε ελληνικό θρίαμβο και αναλύσαμε τις συνέπειες της περσικής ήττας.
Την ίδια περίπου εποχή έγινε στη Μυκάλη της Μικράς Ασίας, απέναντι από τη Σάμο και τη Μίλητο,
κάτω από το ομώνυμο όρος, όπου βρισκόταν το Πανιώνιο, το περίφημο κέντρο των Ιώνων,
μία ακόμα μάχη ανάμεσα σε Έλληνες και Πέρσες.
Για τη μάχη αυτή πολύτιμες πληροφορίες μας δίνει ο Ηρόδοτος.
Καλώς ήρθατε στο κανάλι Alpha Ωmega.
Σε αυτό το βίντεο θα μιλήσουμε για τη μάχη της Μυκάλης.
Αν επισκέπτεσθε για πρώτη φορά το κανάλι μας μην ξεχάσετε να κάνετε Εγγραφή
και να πατήσετε στο εικονίδιο με το κουδούνι για να ειδοποιήστε κάθε φορά που ανεβάζουμε νέο βίντεο.
Τι λέτε πάμε να ξεκινήσουμε;
Ο ελληνικός στόλος το καλοκαίρι του 479 π.Χ ήταν αγκυροβολημένος στη Δήλο υπό τις διαταγές του Λεωτυχίδη,
προκειμένου να επιτηρεί τον περσικό στόλο που βρισκόταν στη Σάμο.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, αριθμούσε 110 πλοία, ενώ ο Έφορος ανεβάζει τον αριθμό των πλοίων σε 250.
Στα μέσα του καλοκαιριού, περίπου την ίδια περίοδο με τα γεγονότα στις Πλαταιές,
παρουσιάστηκε στον Λεωτυχίδη και τον Αθηναίο στρατηγό Ξάνθιππο στη Δήλο πρεσβεία από τη Σάμο με αρχηγό τον Ηγησίστρατο
για να ανακοινώσει ότι οι Ίωνες ήταν έτοιμοι να επαναστατήσουν εναντίον της περσικής κυριαρχίας και να ζητήσει τη βοήθεια των Ελλήνων.
Η αντιπροσωπεία παρουσιάστηκε στους διοικητές του στόλου κι ὁ Ηγησίστρατος έκανε έκκληση με κάθε είδους επιχειρήματα,
δηλώνοντας ότι ἡ θέα και μόνο του ελληνικού ναυτικού θα ήταν αρκετή ενθάρρυνση, για να εξεγερθούν οι Ίωνες
και οι Πέρσες δε θα τολμούσαν να αντισταθούν, ή αν το έκαναν, θα έδιναν στους Έλληνες ένα έπαθλο
πιο πολύτιμο απ' οποιοδήποτε είχαν ελπίδα να κερδίσουν ποτέ.
Κατόπιν στο όνομα όλων των κοινών θεών, τους παρότρυνε να σώσουν τους Ίωνες,
που είχαν ίδιο αίμα μ' αυτούς, από τη σκλαβιά και να διώξουν τον ξένο.
Και πρόσθεσε: «Θα είναι αρκετά εύκολο, διότι τα περσικά πλοία είναι αδέξια και πολύ κατώτερα από τα δικά σας.
Επιπλέον, αν μας υποψιάζεστε για προδότες, είμαστε πρόθυμοι να σας παραδοθούμε ως όμηροι και νὰ πλεύσουμε μαζί σας».
Καθώς ο ξένος από τη Σάμο εξακολουθούσε να τους πιέζει με την έκκλησή του, ο Λεωτυχίδης,
είτε από θεϊκή συντυχία, είτε επειδή πραγματικά περίμενε ότι η απάντηση μπορεί να ήταν κάποιος οιωνός, τον ρώτησε το όνομά του.
Κι εκείνος απάντησε «Ηγησίστρατος».
Οπότε ο ναύαρχος δεν τον άφησε να συνεχίσει και φώναξε:
«Σάμιε φίλε μου, δέχομαι τον οιωνό. Και τώρα, πριν φύγεις εσύ και οι σύντροφοί σου,
δώστε μας μια εγγύηση ότι θα έχουμε την αμέριστη υποστήριξη του λαού της Σάμου».
Αμέσως με τα λόγια προχώρησε στις πράξεις.
Έτσι υπαγορεύτηκε ο όρκος.
Οι Σάμιοι τον έδωσαν αμέσως κι έγινε μια προφορική συμφωνία αμοιβαίας υποστήριξης.
Οι υπόλοιποι Σάμιοι αποχώρησαν ενώ ο Ηγησίστρατος, διατάχθηκε να πλεύσει με τον ελληνικό στόλο,
αφού ο Λεωτυχίδης πίστευε ότι το όνομά του ήταν καλός οιωνός.
Ο περσικός στρατός, ο οποίος σύμφωνα με τον Ηρόδοτο αριθμούσε 60.000 άνδρες,
βρισκόταν στο ακρωτήριο της Μυκάλης υπό την ηγεσία του Τιγράνη, ενώ ο στόλος αριθμούσε,
πάλι σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, 300 περίπου πλοία μαζί με τα Ιωνικά.
Όταν ο ελληνικός στόλος κατευθύνθηκε στη Σάμο, οι Πέρσες έπλευσαν προς τη Μυκάλη,
όπου έσυραν τα πλοία τους στην ξηρά και ενώθηκαν με το στράτευμα του Τιγράνη.
Το σημείο στο οποίο αποφάσισαν να σύρουν τα πλοία τους στην ξηρά, ήταν κοντά στο ιερό των Ποτνίων της Μυκάλης,
όπου υπήρχε και το ιερό της Ελευσίνιας Δήμητρας.
Οι Έλληνες θύμωσαν, όταν ανακάλυψαν ότι οι Πέρσες είχαν φύγει για τα ηπειρωτικά,
και δίστασαν για λίγο ν' αποφασίσουν αν έπρεπε να γυρίσουν στην πατρίδα τους ή να πλεύσουν προς τον Ελλήσποντο.
Τελικά, όμως, κατέληξαν να μην κάνουν τίποτε απ' τα δυο.
Κατευθύνθηκαν προς τη Μυκάλη, όπου αποβίβασαν 5.000-6.000 άνδρες,
και κάλεσαν τους Ίωνες που είχαν ταχθεί με τους Πέρσες να επαναστατήσουν και να ενωθούν μαζί τους.
Σκοπός της ενέργειάς τους ήταν να κλονίσει, αν οι Πέρσες καταλάβαιναν το μήνυμα,
την εμπιστοσύνη προς τους Έλληνες που βρίσκονταν στο ίδιο στρατόπεδο
και στην περίπτωση που το καταλάβαιναν μόνο οι Έλληνες, να πεισθούν να πολεμήσουν μαζί τους.
Στο εχθρικό στρατόπεδο, οι Πέρσες για να καλύψουν όσο το δυνατόν τα νώτα τους από πιθανή στάση,
αφαίρεσαν τα όπλα από τους Σαμίους, ενώ στους Μιλησίους έδωσαν διαταγή να φρουρήσουν τα περάσματα
που βρίσκονταν στις κορυφές της Μυκάλης, με την πρόφαση ότι γνώριζαν καλύτερα την περιοχή.
Ο πραγματικός όμως λόγος ήταν για να τους απομακρύνουν από το στρατόπεδο.
Βασικός λόγος υποψίας τους προς τους Σαμίους ήταν το γεγονός ότι είχαν εξαγοράσει 500 Αθηναίους
που είχαν αιχμαλωτιστεί από τον Περσικό στρατό στην Αττική
και τους έστειλαν πίσω στην Αθήνα, εφοδιάζοντας τους μάλιστα με τα απαραίτητα.
Την ώρα της αποβίβασης κυκλοφόρησε μια φήμη ανάμεσα στους Έλληνες στρατιώτες
ότι ο Παυσανίας και οι δυνάμεις του θριάμβευσαν εναντίον των Περσών στις Πλαταιές.
Για το πώς έφτασε αυτή η «είδηση» εκεί υπάρχουν διάφορες εκδοχές.
Ο Ηρόδοτος κι ο Έφορος αναφέρουν ότι οι μάχες των Πλαταιών και της Μυκάλης έγιναν την ίδια μέρα, η πρώτη το πρωί και η δεύτερη το δειλινό.
Είτε πρόκειται για επινόηση του Λεωτυχίδη για να εμψυχώσει τους στρατιώτες του,
είτε λειτούργησαν οι φρυκτωρίες δηλαδή ένα σύστημα μετάδοσης σημάτων με πυρσούς
στις κορυφές ψηλών βουνών του νησιού του Αιγαίου είτε, αν η μάχη των Πλαταιών έγινε μετά τη μάχη της Μυκάλης,
επρόκειτο για κάποια αρχική επιτυχία των Ελλήνων στις Πλαταιές.
Η ουσία είναι ότι η είδηση αυτή προκάλεσε ενθουσιασμό στις τάξεις των Ελλήνων.
Κάτι ανάλογο προσπάθησαν να κάνουν και οι Πέρσες διαδίδοντας ότι ο Ξέρξης έρχεται από τις Σάρδεις επικεφαλής ενός μεγάλου στρατού.
Ωστόσο η «είδηση» αυτή μάλλον δεν έγινε πιστευτή από τους στρατιώτες.
Στη συνέχεια ακολούθησε επίθεση κατά των Περσών, οι οποίοι σχημάτισαν τείχος με τις ασπίδες τους, όπως και στις Πλαταιές.
Οι Έλληνες έσπασαν την αμυντική γραμμή των ασπίδων και ξεχύθηκαν πάνω στον εχθρό με μια γενική επίθεση.
Η αλήθεια είναι ότι προς στιγμή οι Πέρσες κατάφεραν να συγκρατήσουν την επίθεση,
αλλά στο τέλος αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν πίσω από την ασφάλεια του οχυρού τους.
Οι Αθηναίοι και με τη σειρά που ήταν παρατεταγμένοι οι άνδρες της Κορίνθου, της Σικυώνας και της Τροιζήνας,
κατόρθωσαν να εισβάλουν πίσω ακριβώς από τον εχθρό.
Αυτό ήταν το τέλος, διότι μόλις έπεσε το τείχος, ο εχθρός δεν προέβαλε άλλη αξιόλογη αντίσταση,
αντίθετα όλοι τράπηκαν σε άτακτη φυγή, εκτός από τους ίδιους τους Πέρσες, οι οποίοι σε άτακτες ομάδες,
συνέχισαν να πολεμούν ενάντια στους Έλληνες που ακόμα εισέρρεαν στο οχυρό από την παραλία.
Από τους Πέρσες ναυάρχους σώθηκαν μόνο δύο, ο Αρταύντης, και ο Ιθαμίτρης,
ενώ ο Μαρδόντης κι ο διοικητής του στρατού, Τιγράνης, σκοτώθηκαν στη μάχη.
Οι απώλειες των Ελλήνων ήταν επίσης σημαντικές, κυρίως ανάμεσα στους Σικυωνίους, των οποίων ο στρατηγός Περίλεως σκοτώθηκε.
Όσοι Σάμιοι υπηρετούσαν υπό τις διαταγές των Μήδων, βλέποντας από την αρχή ότι η έκβαση της μάχης ήταν αμφίβολη
έκαναν ο,τι μπορούσαν, για να βοηθήσουν τους Έλληνες.
Οι υπόλοιποι Ίωνες, ακολουθώντας το παράδειγμα τους στράφηκαν εναντίον των Περσών διοικητών τους.
Πριν αποχωρήσουν οι Έλληνες για τη Σάμο, πυρπόλησαν τα περσικά πλοία που βρήκαν τραβηγμένα στην ακτή.
Η νίκη στη Μυκάλη είχε ως αποτέλεσμα την επανάσταση των Ιώνων, οι οποίοι ζήτησαν να γίνουν μέλη της Ελληνικής Συμμαχίας.
Οι Σπαρτιάτες, που γενικά απέφευγαν να αναλαμβάνουν υποχρεώσεις εκτός της Πελοποννήσου, αρνήθηκαν,
αντιπροτείνοντας να μεταναστεύσουν στην κυρίως Ελλάδα και να εγκατασταθούν στις πόλεις που είχαν μηδίσει.
Στη συμμαχία έγιναν δεκτές μόνο η Χίος, η Λέσβος και η Σάμος.
Μετά τη Μυκάλη, οι Έλληνες αποφάσισαν να καταστρέψουν τις γέφυρες στη Σηστό
για να εμποδίσουν ενδεχόμενη επιστροφή των Περσών στην Ελλάδα.
Όταν όμως έφτασαν, τις βρήκαν κατεστραμμένες από τρικυμία.
Καθώς πλησίαζε το φθινόπωρο, τα πλοία των περισσότερων πόλεων επέστρεψαν στις πατρίδες τους.
Μόνο οι Αθηναίοι αποφάσισαν να επιχειρήσουν να ανακτήσουν τη χερσόνησο
που ήλεγχε το δρόμο μεταφοράς σιτηρών από τον Εύξεινο Πόντο.
Κατευθύνθηκαν, λοιπόν, στη Σηστό και την πολιόρκησαν.
Έπειτα από πολύμηνη πολιορκία κατάφεραν την άνοιξη του 478 π.Χ. να την καταλάβουν
και να εξοντώσουν την περσική φρουρά, εξασφαλίζοντας έτσι τον έλεγχο των Στενών.
Με την Άλωση της Σηστού κλείνει, όχι τυχαία, η «Ιστορία» του Ηροδότου.
Η Σηστός, ωστόσο, ήταν ουσιαστικά εκείνη που άνοιξε το δρόμο για τη δημιουργία της Α΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας.
Ήταν, τέλος, εκείνη που κατέδειξε τη διαφοροποίηση που είχε επέλθει στην εξωτερική πολιτική της Αθήνας και της Σπάρτης.
Οι Σπαρτιάτες θα αφοσιωθούν στο εξής στην εδραίωση της ηγεμονίας τους στην Πελοπόννησο και την Κεντρική Ελλάδα,
ενώ οι Αθηναίοι θα επιδιώξουν μια ευρύτερη επεκτατική πολιτική
και θα αναλάβουν την ηγεσία ενός επιθετικού πολέμου εναντίον της Περσικής Αυτοκρατορίας.