10. Το τέλος του Νησιώτη (2)
«Ναι, είναι ο μικρός σου,» αναφώνησα. «Τον βλέπω ξεκάθαρα.»
«Και να κι η Χαραυγή,» φώναξε ο Χολμς, «και τρέχει σαν το διάολο! Πρόσω ολοταχώς, μηχανικέ. Ακολούθησε την λάντσα με το κίτρινο φως. Μα τους ουρανούς, δεν θα με συγχωρήσω αν καταφέρει να μας ξεγλιστρήσει!»
Είχε γλιστρήσει αθέατη από την έξοδο της μάντρας και περάσει δυο τρία μικρά σκάφη, έτσι που είχε πιάσει καλή ταχύτητα μέχρι να τη δούμε. Τώρα, πέταγε κατεβαίνοντας την κοίτη, κοντά στην όχθη, ταξιδεύοντας με φοβερή ταχύτητα. Ο Τζόουνς την κοίταξε σοβαρά και κούνησε το κεφάλι του.
«Είναι πολύ γρήγορη,» είπε. «Αμφιβάλω αν την προλάβουμε.»
«Πρέπει να την προλάβουμε!» φώναξε ο Χολμς μέσα απ' τα δόντια του. «Φουλάρετε το θερμαστές! Κάντε το να δώσει ότι μπορεί! Ακόμη κι αν χρειαστεί να κάψουμε το σκάφος για να τους πιάσουμε!»
Βρισκόμασταν στο κατόπι της πλέον. Οι λέβητες μούγκριζαν, και οι πανίσχυρες μηχανές σφύριζαν και χτυπούσαν σαν μια πελώρια μεταλλική καρδιά. Η αιχμηρή, κοφτή πλώρη έσχιζε το στάσιμο ποταμίσιο νερό κι έστελνε δυο κύματα που εξαπλώνονταν δεξιά κι αριστερά μας. Με κάθε παλμό των μηχανών εκτινασσόμασταν και ανατριχιάζαμε σαν κάτι ζωντανό. Μια μεγάλη κίτρινη λάμπα στην πλώρη μας έριχνε ένα μακρύ, τρεμάμενο κώνο από φως μπροστά μας. Ίσια εμπρός μια σκοτεινή σκιά πάνω στο νερό μας έδειχνε που βρισκόταν η Χαραυγή, και το ξεδίπλωμα του λευκού αφρού πίσω της φανέρωνε τον ρυθμό με τον οποίο ταξίδευε. Προσπερνούσαμε ταχύτατα μαούνες, ατμόπλοια, εμπορικά, μέσα κι έξω, πίσω από το ένα και γύρω από το άλλο. Φωνές μας χαιρέτισαν μέσα από το σκοτάδι, μα ακόμη η Χαραυγή έτρεχε σαν αστραπή, κι ακόμη ακολουθούσαμε από κοντά τα ίχνη της.
«Ρίξτε κι άλλο, άντρες, ρίξτε κι άλλο!» φώναξε ο Χολμς, κοιτώντας προς το μηχανοστάσιο, ενώ μια αγριεμένη λάμψη από κάτω έπεφτε πάνω στο ανυπόμονο, αετήσιο πρόσωπο του. «Δώστε και την παραμικρή πίεση που μπορείτε.»
«Νομίζω πως κάτι κάναμε,» είπε ο Τζόουνς με τα μάτια του στη Χαραυγή.
«Είμαι βέβαιος,» είπα εγώ. «Θα την προφτάσουμε σε λίγα λεπτά.»
Εκείνη τη στιγμή, ωστόσο, όπως τα κανόνισε η κακή μας τύχη, ένα ρυμουλκό με τρεις μαούνες στην σειρά μπήκαν ανάμεσα μας. Μόνο από ένα απότομο κόψιμο του πηδαλίου καταφέραμε να αποφύγουμε την σύγκρουση, και πριν μπορέσουμε να τους περάσουμε και να συνεχίσουμε το δρόμο μας η Χαραυγή είχε κερδίσει κάπου άλλα διακόσια μέτρα. Έπλεε σταθερά, ωστόσο, σε καλή θέα, και το μουντό, αβέβαιο μισόφωτο ξεκαθάριζε σε μια καθάρια ξάστερη νύχτα. Οι λέβητες μας ήταν πιεσμένοι στα όρια τους, και το λεπτό σκάφος τρανταζόταν κι έτριζε με την αγριεμένη ορμή που μας έσπρωχνε. Είχαμε περάσει βιαστικά την ποταμολίμνη, το λιμάνι της Δυτικής Ινδίας, κατεβήκαμε το μακρύ κόλπο του Ντέπτφορντ, και πάλι πίσω πάνω περνώντας την Νήσο των Σκύλων. Το θαμπό περίγραμμα εμπρός μας ξεκαθάρισε πλέον στην αέρινη Χαραυγή. Ο Τζόουνς έστρεψε το φανάρι μας πάνω της ώστε να βλέπουμε τις φιγούρες πάνω της. Ένας άντρας στεκόταν στην πλώρη, με κάτι μαύρο ανάμεσα στα πόδια του, πάνω στο οποίο ήταν σκυμμένος. Πλάι του αναπαυόταν μια σκούρα μάζα, κάτι που έμοιαζε με σκύλο της Νέας Γης. Το αγόρι κρατούσε τη λαγουδέρα ενώ ενάντια στην κόκκινη ανταύγεια από τον κλίβανο έβλεπα το γερο Σμιθ γυμνό ως τη μέση, να φτυαρίζει κάρβουνα σα να παιζόταν η ζωή του. Ίσως να είχαν κάποιες αμφιβολίες αρχικά σχετικά με το αν πράγματι τους καταδιώκαμε, όμως πλέον καθώς ακολουθούσαμε κάθε στροφή και κάθε γύρισμα που έκαναν δεν ετίθετο κανένα ζήτημα. Στο Γρήνουιτς βρισκόμασταν κάπου τριακόσια βήματα πίσω τους. Στο Μπλακγουώλ δεν θα ήμασταν περισσότερο από διακόσια πενήντα. Είχα ταξιδέψει με πολλά πλάσματα σε πολλές χώρες κατά την διάρκεια της ποικίλης καριέρας, μα ποτέ κάποιο σπορ δεν μου χάρισε μια τόσο έντονη έξαψη όσο αυτό το ξέφρενο, γοργό ανθρωποκυνηγητό μέσα στον Τάμεση. Σταθερά τραβηχτήκαμε πλησιέστερα τους, μέτρο το μέτρο. Στη σιωπή της νύχτας ακούγαμε το ξεφύσημα και τα τριζοβολήματα της μηχανής τους. Ο άντρα στην πλώρη ακόμη σκυμμένος πάνω στο κατάστρωμα, με τα χέρια να κινούνται σα να ήταν απασχολημένος, ενώ που και που θα κοίταζε πάνω και θα μετρούσε με μια ματιά την απόσταση που μας χώριζε. Όλο και κοντύτερα. Ο Τζόουνς τους φώναξε να σταματήσουν. Δεν βρισκόμασταν περισσότερο από τέσσερα μήκη σκάφους πίσω τους, και τα δυο σκάφη πέταγαν σε έναν τρομερό ρυθμό. Επρόκειτο για μια καθαρή καμπή του ποταμού, με το Μπάρκινγκ Λέβελ επί της μιας πλευράς και το μελαγχολικό Πλάμστεντ Μάρσης επί της άλλης. Στο κάλεσμα μας ο άντρας στην πλώρη τινάχτηκε πάνω και κούνησε τις σφιγμένες του γροθιές προς το μέρος μας, βρίζοντας τους πάντες με μια ψηλή, τσακισμένη φωνή. Ήταν ένας καλού μεγέθους, δυνατός άντρας, και καθώς στεκόταν στητός με τα πόδια απλωμένα διέκρινα πως από το μηρό και κάτω υπήρχε μόνο ένα ξύλινο κολόβωμα επί της αριστερής πλευράς. Στο ήχο των στριγκών, θυμωμένων κραυγών του, υπήρξε κάποια κίνηση από τον άμορφο σωρό πάνω στο κατάστρωμα. Ίσιωσε σε ένα μικρόσωμο μαύρο άντρα —τον μικρότερα που είχε δει ποτέ— με ένα μεγάλο, παραμορφωμένο κεφάλι και μια θημωνιά από ανακατεμένα, ξεχτένιστα μαλλιά. Ο Χολμς είχε ήδη τραβήξει το περίστροφο του, κι εγώ τίναξα έξω το δικό μου στη θέα του αγρίου, παραμορφωμένου πλάσματος. Ήταν τυλιγμένος με κάποιου είδους μαύρης χλαίνης ή κουβέρτας, η οποία άφηνε μόνο το πρόσωπο του εκτεθειμένο, όμως αυτό το πρόσωπο αρκούσε για να δώσει σε κάποιον μια άγρυπνη νύχτα. Ποτέ μου δεν αντίκρισα χαρακτηριστικά τόσο βαθιά σημαδεμένα από θηριωδία και μοχθηρία. Τα μικρά του μάτια έλαμπαν και φλέγονταν από ένα ζοφερό φως, και τα χοντρά του χείλη ήταν τραβηγμένα πίσω από τα δόντια του. Τα οποία χαμογελούσαν και κροτάλισαν με μια μερικώς ζωώδη οργή.
«Πυροβόλησε αν σηκώσει το χέρι του,» είπε ο Χολμς ήρεμα.
Βρισκόμασταν σε απόσταση ενός μήκους σκάφους πλέον, και σχεδόν σε απόσταση αγγίγματος από το θήραμα μας. Έβλεπα τους δυο τους πλέον καθώς στέκονταν, το λευκό άντρα με τα απλωμένα πόδια, στριγκλίζοντας κατάρες και τον ανίερο νάνο με το απεχθές πρόσωπο, και τα δυνατά κίτρινα δόντια να τρίζουν προς το μέρος μας στο φως της λάμπας.
Ήταν καλό το ότι είχαμε μια τόσο καθαρή άποψη του. Ακόμη και καθώς κοιτάζαμε τράβηξε απότομα έξω από το σκέπασμα του ένα κοντό, στρογγυλό κομμάτι ξύλου, σα σχολικό χάρακα, και το ‘χωσε στα χείλη του. Τα πιστόλια μας ήχησαν συγχρόνως. Στριφογύρισε, τίναξε τα χέρια του πάνω και, με ένα είδος πνιχτού βήχα, έπεσε με το πλάι μες την κοίτη. Πρόλαβα και έριξα μια ματιά επί των δηλητηριωδών, απειλητικών ματιών του καταμεσής του λευκού στροβίλου των νερών. Την ίδια στιγμή ο ξυλοπόδαρος ρίχτηκε πάνω στη λαγουδέρα και την κατέβασε έτσι ώστε το πλοίο έβαλε πλώρη για τη νότια όχθη, ενώ εμείς προσπεράσαμε την πρύμνη του, μόλις λίγα μέτρα μακρύτερα. Είχαμε στραφεί κι ήμασταν πίσω του στην στιγμή, όμως είχε φτάσει ήδη στην όχθη. Επρόκειτο για ένα τραχύ και ερημικό μέρος, όπου το φεγγάρι λαμπύριζε πάνω από μια πλατιά έκταση βαλτώδους γης, με λίμνες στάσιμου νερού και κοίτες φθίνουσας βλάστησης. Η λάντσα, με ένα μουντό βρόντο, ανέβηκε πάνω στη λασπώδη όχθη, με την πλώρη της στον αέρα και την πρύμνη της να γεμίζει νερό. Ο φυγάς τινάχτηκε έξω, αλλά το κολόβωμα του στη στιγμή βυθίστηκε καθ' όλο το μήκος του μέσα στο μουλιασμένο έδαφος. Μάταια αγωνίστηκε και πάλεψε. Ούτε ένα βήμα δεν μπορούσε να κάνει είτε μπρος είτε πίσω. Φώναξε με ανήμπορη οργή και κλώτσησε μανιασμένα τη λάσπη με το άλλο του πόδι, αλλά τα τινάγματα του μονάχα έχωναν το ξύλινο πόδι βαθύτερα μέσα στην όχθη. Όταν φέραμε τη λάντσα μας στο πλάι ήταν τόσο γερά αγκυρωμένος ώστε μόνο πετώντας την άκρη ενός σκοινιού γύρω από τους ώμους του μπορέσαμε να τον τραβήξουμε και να τον σύρουμε, σαν κάποιο μοχθηρό ψάρι, στο πλάι μας. Οι δυο Σμιθ, πατέρας και γιος, κάθονταν σκυθρωπά στην λάντσα τους αλλά ανέβηκαν στο σκάφος μας αρκετά πειθήνια όταν διατάχθηκαν. Τραβήξαμε τη Χαραυγή και τη δέσαμε στην πρύμνη μας. Ένα συμπαγές σιδερένιο κουτί Ινδικής κατασκευής βρισκόταν πάνω στο κατάστρωμα.
Αυτό, δεν ετίθετο ζήτημα, ήταν το ίδιο το οποίο περιείχε τον κακορίζικο θησαυρό των Σόλτο. Δεν υπήρχε κλειδί, αλλά είχε σημαντικό βάρος, έτσι το μεταφέραμε προσεκτικά στην μικρή μας καμπίνα. Καθώς βάλαμε πλώρη προς τα πάνω στην κοίτη ξανά, φωτίσαμε με τα φανάρια μας προς κάθε κατεύθυνση, όμως δεν υπήρχε ίχνος του Νησιώτη. Κάπου στην μαύρη λάσπη στον πάτο του Τάμεση αναπαύονται τα οστά εκείνου του παράξενου ταξιδιώτη στις ακτές μας.
«Δες εδώ,» είπε ο Χολμς, δείχνοντας το ξύλινο κουβούσι. «Μόλις και μετά βίας προλάβαμε με τα πιστόλια μας.» Εκεί, μετά βεβαιότητας, μόλις πίσω από το σημείο που στεκόμασταν, είχε καρφωθεί ένα από εκείνα τα δολοφονικά βέλη τα οποία γνωρίζαμε τόσο καλά. Θα έπρεπε να είχε περάσει ανάμεσα μας την στιγμή που πυροβολήσαμε. Ο Χολμς χαμογέλασε σε αυτό κι ανασήκωσε τους ώμους του κατά τον άνετο τρόπο του, όμως ομολογώ πως με αρρώστησε να σκέφτομαι το φρικτό θάνατο που είχε περάσει τόσο κοντά μας αυτή τη νύχτα.