3. Σε αναζήτηση λύσης
Είχε πάει πεντέμισι όταν ο Χολμς επέστρεψε. Ήταν εύθυμος, ανυπόμονος, και σε εξαιρετικά κέφια, μια διάθεση που στην περίπτωση του εναλλασσόταν με κρίσεις της πλέον βαρύτατης κατάθλιψης.
«Δεν υπάρχει κάποιο βαθύτατο μυστήριο στο τρέχων ζήτημα», είπε, σηκώνοντας το φλιτζάνι με το τσάι το οποίο του είχα γεμίσει, «τα γεγονότα εμφανίζονται να αποδέχονται μία και μόνο εξήγηση.»
«Πώς! Το έλυσες ήδη;»
«Να σου πω, ίσως να ήταν υπερβολικό να πω κάτι τέτοιο. Ανακάλυψα ένα υπαινικτικό στοιχείο, αυτό είναι όλο. Είναι, εντούτοις, εξαιρετικά υποδηλωτικό. Απομένει ακόμη να συμπληρωθούν οι λεπτομέρειες. Ανακάλυψα μόλις, συμβουλευόμενος τα παρελθόντα αρχεία των Times πως ο Ταγματάρχης Σόλτο, εκ του Άνω Νόργουντ, απόστρατος του Τριακοστού-Τέταρτου σώματος Πεζικού της Βομβάης, πέθανε την εικοστή-ογδόη του Απριλίου, το 1882.»
«Ίσως να είμαι εξαιρετικά βραδύνους, Χολμς, αλλά αδυνατώ να δω τι υποδηλώνει.»
«Δεν το βλέπεις; Με ξαφνιάζεις. Δες το έτσι, λοιπόν. Ο Λοχαγός Μόρσταν εξαφανίζεται. Το μοναδικό πρόσωπο στο Λονδίνο τον οποίο θα μπορούσε να επισκεφθεί είναι ο Ταγματάρχης Σόλτο. Ο Ταγματάρχης Σόλτο αρνείται πως γνώριζε ότι βρισκόταν στο Λονδίνο. Τέσσερα χρόνια αργότερα ο Σόλτο πεθαίνει. Εντός μιας εβδομάδος από τον θάνατο του η κόρη του Λοχαγού Μόρσταν λαμβάνει ένα πολύτιμο δώρο, το οποίο επαναλαμβάνεται από χρόνο σε χρόνο και πλέον κορυφώνεται σε μια επιστολή στην οποία περιγράφεται ως αδικημένη γυναίκα. Σε ποια αδικία να αναφέρεται παρεκτός της στέρηση του πατέρα της; Και γιατί τα δώρα να ξεκίνησαν αμέσως κατόπιν του θανάτου του Σόλτο εκτός κι αν ο κληρονόμος του Σόλτο γνωρίζει κάτι σχετικό με το μυστήριο κι επιθυμεί να επανορθώσει; Έχει κάποια εναλλακτική θεωρία η οποία να εφαρμόζει στα γεγονότα;»
«Μα τι περίεργη αποζημίωση! Και πόσο παράδοξα πραγματοποιημένη! Κι επίσης, γιατί να γράψει την επιστολή τώρα, αντί πριν από έξι χρόνια; Και πάλι η επιστολή αναφέρει να της αποδοθεί δικαιοσύνη. Τι δικαίωση μπορεί να λάβει; Πάει πολύ να υποθέσουμε πως ο πατέρας της είναι ακόμη ζωντανός. Δεν υπάρχει άλλη αδικία στην υπόθεση της η οποία να σου είναι γνωστή.»
«Υπάρχουν δυσκολίες, υπάρχουν βεβαίως δυσκολίες», είπε ο Σέρλοκ Χολμς συλλογισμένα, «ωστόσο η αποψινή μας εξόρμηση θα τις ξεδιαλύνει όλες. Αχά, ορίστε μια τετράτροχη άμαξα, και μέσα της η Δεσποινίδα Μόρσταν. Είσαι έτοιμος; Τότε καλύτερα να κατέβουμε, γιατί έχει περάσει λίγο η ώρα.»
Σήκωσα το καπέλο μου και το βαρύτερο μπαστούνι μου, όμως παρατήρησα πως ο Χολμς πήρε το περίστροφο του από το συρτάρι και το έχωσε στην τσέπη του. Ήταν σαφές ότι θεωρούσε πως η βραδινή μας δουλειά ίσως να ήταν σοβαρή.
Η Δεσποινίδα Μόρσταν ήταν τυλιγμένη με ένα σκούρο παλτό, και το ευαίσθητο πρόσωπο της ήταν ψύχραιμο μα χλωμό. Θα έπρεπε να ήταν κάτι παραπάνω από γυναίκα αν δεν ένοιωθε κάποια ανησυχία στην ιδιάζουσα επιχείρηση στην οποία αποδυόμασταν, ωστόσο ο αυτοέλεγχος της ήταν τέλειος, κι απάντησε άμεσα σε μερικές επιπλέον ερωτήσεις τις οποίες ο Σέρλοκ Χολμς της έθεσε.
«Ο Ταγματάρχης Σόλτο υπήρξε ένας εξαιρετικά καλός φίλος του Μπαμπά», είπε. «Τα γράμματα του ήταν γεμάτα από αναφορές στον ταγματάρχη. Εκείνος κι ο μπαμπάς διοικούσαν τα στρατεύματα στις Νήσους Andaman, οπότε είχαν περάσει πολλά μαζί. Επί τη ευκαιρία, ένα περίεργο χαρτί βρέθηκε στο γραφείο του μπαμπά το οποίος κανείς δεν κατόρθωσε να καταλάβει. Δεν πιστεύω πως έχει την ελάχιστη σημασία, όμως φαντάστηκα πως ίσως να θέλατε να το δείτε, έτσι το έφερα μαζί μου. Ορίστε.»
Ο Χολμς ξεδίπλωσε το χαρτί προσεκτικά και το ίσιωσε πάνω στο γόνατο του. Κατόπιν ιδιαίτερα μεθοδικά το εξέτασε διεξοδικά με το μεγεθυντικό φακό του.
«Πρόκειται για χαρτί τοπικής Ινδικής κατασκευής», παρατήρησε. «Κάποια στιγμή υπήρξε καρφωμένο σε έναν πίνακα. Το διάγραμμα πάνω του φαίνεται πως αποτελεί μέρος ενός σχεδίου κάποιου μεγάλου κτιρίου με αναρίθμητες αίθουσες, διαδρόμους, και περάσματα. Σε κάποιο σημείο υπάρχει ένας μικρός σταυρός από κόκκινο μελάνι, κι από πάνω υπάρχει ένα ‘3.37 από τα αριστερά'», σε ξεθωριασμένη γραφή από μολύβι. Στην αριστερή γωνία υπάρχει ένα περίεργο ιερογλυφικό σαν τέσσερις σταυροί σε μια ευθεία με τα «μπράτσα» τους να αγγίζονται. Πλάι του βρίσκεται γραμμένο, σε πολύ βιαστικούς κι αδρούς χαρακτήρες, ‘Το σημάδι των τεσσάρων – Τζόναθαν Σμόλ, Μαχμέτ Σινγκ, Αμπντουλά Κχαν, Ντοστ Ακμπάρ.' Όχι, ομολογώ πως δεν βλέπω πως σχετίζεται με την υπόθεση. Εντούτοις πρόκειται εμφανώς περί ενός εγγράφου σημασίας. Φυλάχτηκε προσεκτικά σε ένα σημειωματάριο, γιατί η μια του άκρη είναι τόσο καθαρή όσο η άλλη.»
«Βρισκόταν στο σημειωματάριο του όταν το βρήκαμε.»
«Φυλάξτε το επιμελώς, τότε, Δεσποινίδα Μόρσταν, διότι ίσως να μας αποδειχθεί χρήσιμο. Αρχίζω να υποπτεύομαι πως ίσως το ζήτημα αυτό να εξελιχθεί σε κάτι πολύ βαθύτερο και πιο λεπτό από όσο είχα αρχικά υποθέσει. Θα πρέπει να αναθεωρήσω τις ιδέες μου.»
Έγειρε πίσω στην άμαξα, και διέκρινα από το τραβηγμένο του μέτωπο και το απλανές βλέμμα του πως ήταν βαθιά συλλογισμένος. Η Δεσποινίδα Μόρσταν κι εγώ κουβεντιάσαμε χαμηλόφωνα σχετικά με την τρέχουσα εξόρμηση μας και την πιθανή της έκβαση, όμως ο σύντροφος μας διατήρησε την απόρθητη αποστασιοποίηση του μέχρι και το πέρας του ταξιδιού μας.
Επρόκειτο για ένα Σεπτεμβριάτικο απόγευμα και δεν είχε πάει καν επτά η ώρα, μα η μέρα ήταν εξαιρετικά θλιβερή, και μια πυκνή πνιγηρή ομίχλη απλωνόταν πάνω από την μεγάλη πόλη. Λασπόχρωμα σύννεφα έγερναν μελαγχολικά πάνω από τους λασπερούς δρόμους. Παρακάτω στην Στραντ οι λάμπες δεν ήταν παρά ξέθωρα μπαλώματα διάχυτου φωτός το οποίο έριχνε μια αμυδρή κυκλική φωταύγεια πάνω στο βρώμικο οδόστρωμα. Η κιτρινωπή λάμψη από τις βιτρίνες των καταστημάτων ξεχυνόταν στην ομιχλώδη, υγρή ατμόσφαιρα κι έριχνε ένα θολό, μεταβαλλόμενο φως κατά μήκους του φαρδιού πολυσύχναστου δρόμου. Υπήρχε, έτσι όπως το ένοιωθα, κάτι το αέρινο κι απόκοσμο στην αέναη διαδοχή των προσώπων που περνούσαν βιαστικά μέσα από εκείνες τις στενές φωτεινές ζώνες – θλιμμένα κι ευτυχισμένα πρόσωπα, τσακισμένα κι εύθυμα. Όπως ολόκληρη η ανθρωπότητα, ξεπετάγονταν από το μισοσκόταδο στο φως και πάλι πίσω στο μισοσκόταδο για άλλη μια φορά. Δεν είμαι άτομο που εντυπωσιάζεται, όμως το μουντό, βαρύ απόγευμα, κι η παράξενη δουλειά στην οποία είχαμε επιδοθεί, συνδυάσθηκαν καθιστώντας με ανήσυχο και μελαγχολικό. Διέκρινα από την συμπεριφορά της Δεσποινίδας Μόρσταν πως βασανιζόταν από το ίδιο συναίσθημα. Μόνον ο Χολμς αναδεικνυόταν ανώτερος σε τόσο ασήμαντες επιρροές. Είχε ανοιγμένο το σημειωματάριο του πάνω στο γόνατο, και κατά καιρούς έγραφε πρόχειρα αριθμούς και σχόλια στο φως της μικρής λάμπας τσέπης που είχε.
«Στο Θέατρο Lyceum το πλήθος ήταν ήδη πυκνό στις πλαϊνές εισόδους. Μπροστά μια αδιάκοπη ροή από δίτροχες και τετράτροχες προχωρούσαν μέσα σε τριξίματα, αδειάζοντας το φορτία των επίσημα ντυμένων αντρών, και εσαρποφορεμένων, διαμαντοστόλιστων γυναικών. Δεν είχαμε καλά-καλά φτάσει στον τρίτο κίονα, που αποτελούσε το σημείο συνάντησης, όταν ένας μικρόσωμος, μελαψός, βιαστικός άντρας με την ενδυμασία αμαξά μας βγήκε μπροστά μας.
«Είστε τα άτομα που συνοδεύουν την Δεσποινίδα Μόρσταν;» ρώτησε.
«Εγώ είμαι η Δεσποινίδα Μόρσταν κι αυτοί οι δυο κύριοι είναι οι φίλοι μου», είπε εκείνη.
Εκείνος έστρεψε ένα ζευγάρι εξαίσια διεισδυτικών κι ερωτηματικών ματιών πάνω μας.
«Να με συγχωρείτε, δεσποινίς», είπε με ένα σίγουρο επίμονο τρόπο, «μα θα σας ζητούσα να μου δώσετε το λόγο σας πως κανείς εκ των συντρόφων σας δεν είναι αστυνομικός.»
«Σας δίνω τον λόγο για αυτό», απάντησε εκείνη.
Άφησε ένα μακρόσυρτο σφύριγμα, στο οποίο ένα χαμίνι έφερε μια τετράτροχη κι άνοιξε την πόρτα. Ο άντρας ο οποίος μας είχε μιλήσει ανέβηκε στην καρότσα, ενώ εμείς καθίσαμε στο εσωτερικό. Μόλις είχαμε κάτσει πριν ο οδηγός μαστιγώσει το άλογο του, και ξεχυθούμε με ένα μανιασμένο ρυθμό μέσα στους γεμάτους ομίχλη δρόμους.
Η κατάσταση ήταν ιδιαιτέρως περίεργη. Κατευθυνόμασταν σε ένα άγνωστο μέρος, σε μια άγνωστη υπόθεση. Ωστόσο η πρόσκληση μας ήταν είτε μια απόλυτη φάρσα —το οποίο κι αποτελούσε μια ασύλληπτη υπόθεση— ειδάλλως είχαμε ένα καλό λόγο να σκεφτούμε πως σημαντικά ζητήματα ενδεχομένως να επικρέμονταν επί του ταξιδιού μας. Η στάση της Δεσποινίδας Μόρσταν ήταν τόσο αποφασιστική και τόσο συγκρατημένη όπως πάντα. Επιχείρησα να την ευθυμήσω και να την διασκεδάσω με τις αναμνήσεις μου από τις περιπέτειες μου στο Αφγανιστάν, όμως, να πω την αλήθεια, ήμουν κι ο ίδιος τόσο ταραγμένος με την κατάσταση μας και τόσο περίεργος όσον αφορά τον προορισμό μας που οι ιστορίες ήταν ελάχιστα ενδιαφέρουσες. Μέχρι σήμερα δηλώνει πως της είπα ένα αφάνταστο ανέκδοτο σχετικά με το πώς ένα μουσκέτο χώθηκε μέσα στην σκηνή μου μέσα στην νύχτα, και πως πυροβόλησα ένα δίκαννο τιγράκι καταπάνω του. Στην αρχή είχα κάποια ιδέα σχετικά με την κατεύθυνση μας, όμως σύντομα, λίγο με τον ρυθμό μας, την ομίχλη, και την περιορισμένη μου γνώση όσον αφορά το Λονδίνο, έχασα τον προσανατολισμό μου και δεν είχα ιδέα εκτός του ότι φαινόταν πως διασχίζαμε πολύ μεγάλη απόσταση. Ο Σέρλοκ Χολμς δεν λάθεψε ούτε στιγμή, ωστόσο, και μουρμούριζε τα ονόματα καθώς η άμαξα τριζοβολούσε μέσα από πλατειές και μέσα- έξω από μαιάνδρους παρόδων.
«Συνοικία Ρότσεστερ», είπε. «Τώρα στην Πλατεία Βίνσεντ. Τώρα βγαίνουμε στον δρόμο της γέφυρας Βόξχωλ. Κατευθυνόμαστε προς τη μεριά του Σάρεϋ προφανώς. Ναι, το φαντάστηκα. Τώρα βρισκόμαστε πάνω στη γέφυρα. Μπορείτε να δείτε μια ιδέα από το ποτάμι.»
Είδαμε όντως μια φευγαλέα άποψη μέρους του Τάμεση, με τις λάμπες να φέγγουν πάνω από το πλατύ, ατάραχο νερό, όμως η άμαξα μας όρμησε εμπρός και σύντομα χάθηκε σε ένα λαβύρινθο από δρόμους στην απέναντι πλευρά.
«Οδός Ουόρντσουόρθ», είπε ο σύντροφος μου. «Οδός Πράιορι. Λάρκ Χωλ Λέιν. Τοποθεσία Στόκγουελ. Οδός Ρόμπερτ. Κόλντ Χαρμπορ Λέιν. Η περιήγηση μας δεν δείχνει να μας πηγαίνει σε ιδιαίτερα κοσμικές περιοχές.»
Είχαμε όντως φτάσει σε μια ύποπτη και απειλητική γειτονιά. Μακριές σειρές από μουντά πλινθόχτιστα σπίτια διακοπτόμενα από την τραχιά φεγγοβολιά και την φανταχτερή λάμψη των καπηλειών στην γωνία. Κατόπιν ήρθαν αράδες από διώροφες βίλες, καθεμία τους με έναν μικροσκοπικό μπροστινό κήπο, κι έπειτα πάλι ατέρμονες σειρές από καινούργια, ανοιχτόχρωμα κτίρια —τα πλοκάμια του τέρατος που η γιγάντια πόλη άπλωνε στην εξοχή. Εντέλει η άμαξα σταμάτησε στο τρίτο σπίτι σε ένα νέο ύψωμα. Κανένα από τα υπόλοιπα σπίτια δεν κατοικείτο, κι εκείνο στο οποίο σταματήσαμε ήταν το ίδιο σκοτεινό όσο και τα γειτονικά του, εκτός από μια μοναδική λάμψη στο παράθυρο της κουζίνας. Στο χτύπημα μας, ωστόσο, η πόρτα άνοιξε στη στιγμή από Ινδό υπηρέτη, ντυμένο με κίτρινο τουρμπάνι, λευκά ριχτά ενδύματα, και κίτρινη υφασμάτινη ζώνη. Υπήρχε κάτι το παράδοξα αταίριαστο στην Ανατολίτικη μορφή που πλαισιωνόταν από την κοινότοπη πόρτα μιας τριτοκλασάτης προαστιακής οικίας.
«Ο sahib σας περιμένει», είπε, και δεν είχε καν τελειώσει, όταν μια ψιλή, τσιριχτή φωνή ήρθε από κάποιο εσωτερικό δωμάτιο.
«Οδήγησε τους σε μένα, Khitmutgar», ακούστηκε να λέει. «Φέρε τους απευθείας σε εμένα.»