1. Μέρος πρώτο
Το ΑΓΟΡΙ το έλεγαν Σαντιάγο. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει όταν έφτασε με το κοπάδι του μπροστά στην παλιά εγκαταλειμμένη εκκλησία. Η σκεπή της είχε εξαφανιστεί εδώ και πολύ καιρό και μια τεράστια συκομουριά είχε μεγαλώσει στο σημείο όπου παλιά υπήρχε το παρεκκλήσι.
Αποφάσισε να περάσει εκεί τη νύχτα. Έβαλε όλα τα πρόβατα να περάσουν από την ετοιμόρροπη πόρτα και στη συνέχεια τοποθέτησε μερικές σανίδες κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην μπορέσει να ξεφύγει κανένα πρόβατο κατά τη διάρκεια της νύχτας. Δεν υπήρχαν λύκοι σ' εκείνη την περιοχή, αλλά μια φορά είχε ξεφύγει ένα ζώο τη νύχτα και αυτός είχε ξοδέψει όλη την επόμενη μέρα ψάχνοντας για το απολωλός πρόβατο.
Άπλωσε την κάπα του κάτω και ξάπλωσε, βάζοντας για μαξιλάρι το βιβλίο που είχε μόλις διαβάσει. Θυμήθηκε, πριν τον πάρει ο ύπνος, ότι έπρεπε ν' αρχίσει να διαβάζει πιο χοντρά βιβλία: δε διαβάζονταν τόσο γρήγορα και αποτελούσαν πιο βολικά μαξιλάρια για τη νύχτα.
Ήταν ακόμη σκοτεινά όταν ξύπνησε. Κοίταξε ψηλά και, μέσα από τη μισογκρεμισμένη σκεπή, είδε τα αστέρια να λάμπουν.
«Θα ήθελα να είχα κοιμηθεί λίγο ακόμα», σκέφτηκε. Είχε δει το ίδιο όνειρο μ' εκείνο της περασμένης εβδομάδας και άλλη μια φορά είχε ξυπνήσει πριν από το τέλος.
Σηκώθηκε και ήπιε μια γουλιά κρασί. Μετά πήρε την γκλίτσα του και βάλθηκε να ξυπνά τα πρόβατα που κοιμόνταν ακόμη. Είχε προσέξει ότι, μόλις ξυπνούσε, ξυπνούσαν ταυτόχρονα και τα περισσότερα ζώα. Σαν να υπήρχε μια μυστική δύναμη που ένωνε τη ζωή εκείνων των προβάτων, που εδώ και δυο χρόνια διέτρεχαν μαζί του τη γη, ψάχνοντας νερό και τροφή. «Μ' έχουν συνηθίσει τόσο πολύ, που γνωρίζουν όλα τα ωράρια μου», είπε χαμηλόφωνα. Συλλογίστηκε μια στιγμή και συμπέρανε ότι και το αντίθετο ήταν δυνατό: εκείνος να είχε συμμορφωθεί με το ωράριο των προβάτων.
Υπήρξαν όμως μερικά πρόβατα που αργούσαν πιο πολύ να σηκωθούν. Το αγόρι τα ξύπνησε ένα ένα με την γκλίτσα, φωνάζοντας το καθένα με το όνομά του.
Πάντα πίστευε ότι τα πρόβατα μπορούσαν να καταλάβουν τι έλεγε. Γι' αυτό τους διάβαζε καμιά φορά φωναχτά τα σημεία των βιβλίων που τον είχαν εντυπωσιάσει ή τους μιλούσε για τη μοναξιά ή τη χαρά της ζωής ενός βοσκού στον κάμπο ή σχολίαζε ό,τι καινούριο έβλεπε στις πόλεις απ' όπου περνούσε.
Τις τελευταίες δυο μέρες, όμως, είχε μία και μόνη έγνοια: το κορίτσι, την κόρη του εμπόρου, που έμενε στην πόλη όπου θα έφτανε σε τέσσερις μέρες. Είχε μείνει εκεί μόνο μία μέρα, πριν από ένα χρόνο. Ο έμπορος ήταν ιδιοκτήτης ενός μαγαζιού υφασμάτων και ήθελε πάντα να κουρεύουν τα πρόβατα μπροστά του για να αποφεύγει τις απάτες. Κάποιος φίλος του είχε μιλήσει για το μαγαζί και ο βοσκός είχε οδηγήσει τα πρόβατά του εκεί.
-Πρέπει να πουλήσω λίγο μαλλί, είπε στον έμπορο.
Το μαγαζί ήταν γεμάτο και ο έμπορος παρακάλεσε το βοσκό να περιμένει ως το βράδυ. Αυτός κάθισε στο σκαλοπάτι του μαγαζιού κι έβγαλε ένα βιβλίο από το δισάκι του.
-Δε φανταζόμουν ότι οι βοσκοί μπορούν να διαβάζουν βιβλία, είπε μια γυναικεία φωνή δίπλα του.
Ήταν μια κοπέλα, χαρακτηριστικό παράδειγμα των γυναικών της Ανδαλουσίας, με ίσια μαύρα μαλλιά και μάτια που θύμιζαν κάπως τους παλιούς Μαυριτανούς κατακτητές.
-Τα πρόβατα διδάσκουν περισσότερα από τα βιβλία.
Συνέχισαν να συζητούν για περισσότερο από δυο ώρες. Η κοπέλα είπε ότι ήταν η κόρη του εμπόρου και του μίλησε για τη ζωή στο χωριό, όπου η κάθε ημέρα ήταν ίδια με την προηγουμένη. Ο βοσκός της μίλησε για την ύπαιθρο της Ανδαλουσίας και για ό,τι καινούριο είχε δει στις πόλεις από τις οποίες είχε περάσει. Αισθανόταν ευτυχισμένος που μιλούσε με κάποιον άλλο αντί με τα πρόβατά του.
-Πού έμαθες να διαβάζεις; ρώτησε κάποια στιγμή η κοπέλα.
-Όπου όλος ο κόσμος, απάντησε το αγόρι. Στο σχολείο.
-Αφού μπορείς και διαβάζεις, γιατί είσαι ένας απλός βοσκός;
Το αγόρι κατέφυγε σε κάποια υπεκφυγή για να μην απαντήσει στην ερώτηση. Ήταν σίγουρος ότι η κοπέλα δε θα καταλάβαινε ποτέ. Συνέχισε τη διήγηση των ταξιδιών του και τα μικρά μαυριτανικά μάτια ανοιγόκλειναν από έκπληξη και θαυμασμό. Όσο περνούσε η ώρα, το αγόρι όλο και περισσότερο επιθυμούσε να μην τελειώσει ποτέ εκείνη η μέρα, να συνεχίσει να είναι απασχολημένος ο πατέρας της κοπέλας και να του πει να περιμένει τρεις μέρες. Κατάλαβε ότι αισθανόταν κάτι που δεν είχε αισθανθεί μέχρι τώρα: την επιθυμία να εγκατασταθεί για πάντα σε μια πόλη. Με το κορίτσι με τα μαύρα μαλλιά οι μέρες δε θα ήταν ποτέ ίδιες.
Τελικά, όμως, έφτασε ο έμπορος και του ζήτησε να κουρέψει τα πρόβατα. Στη συνέχεια, του πλήρωσε ό,τι χρωστούσε και του είπε να ξανάρθει σ' ένα χρόνο.
Τώρα έμεναν μόνο τέσσερις μέρες για να φτάσει στο ίδιο χωριό. Ήταν αναστατωμένος και συνάμα επιφυλακτικός: ίσως να τον είχε ξεχάσει το κορίτσι. Τόσοι βοσκοί περνούσαν από κει για να πουλήσουν μαλλί.
-Δεν έχει σημασία, είπε το αγόρι στα πρόβατά του. Κι εγώ γνωρίζω άλλα κορίτσια σε άλλες πόλεις.
Ενδόμυχα όμως ήξερε ότι είχε σημασία. Και ότι οι βοσκοί, όπως οι ναύτες ή οι πλασιέ, γνώριζαν πάντα μια πόλη όπου ζούσε κάποιος ικανός να τους κάνει να ξεχάσουν τη χαρά τού να ταξιδεύεις ελεύθερα στον κόσμο.
Η ΜΕΡΑ γλυκοχάραζε και ο βοσκός οδήγησε τα πρόβατά του προς τον ήλιο. «Ποτέ δεν έχουν ανάγκη να πάρουν μια απόφαση», σκέφτηκε. «Ίσως γι' αυτό να μένουν πάντα δίπλα μου». Η μόνη ανάγκη που αισθάνονταν τα πρόβατα ήταν για νερό και τροφή. Όσο καιρό το αγόρι θα γνώριζε τα καλύτερα βοσκοτόπια της Ανδαλουσίας, θα ήταν πάντα φίλοι του. Ακόμη κι αν οι μέρες ήταν όλες ίδιες, με ατέλειωτες ώρες να σέρνονται μεταξύ ανατολής και δύσης· ακόμη κι αν δεν είχαν διαβάσει ποτέ τους ένα έστω βιβλίο σ' όλη τους τη μικρή ζωή και δε γνώριζαν τη γλώσσα των ανθρώπων που διηγούνταν τα νέα στα χωριά. Ήταν ευχαριστημένα με το νερό και την τροφή κι αυτό τους ήταν αρκετό. Ως ανταλλαγή προσέφεραν γενναιόδωρα το μαλλί, τη συντροφιά και -πότε πότε- το κρέας τους.
«Αν κάποια στιγμή μεταμορφωνόμουν σε τέρας και αποφάσιζα να τα σφάξω ένα ένα, δε θα το έπαιρναν είδηση παρά όταν θα είχε σφαχτεί σχεδόν όλο το κοπάδι», σκέφτηκε το αγόρι. «Γιατί μου έχουν εμπιστοσύνη και σταμάτησαν να εμπιστεύονται το ένστικτό τους. Μόνο και μόνο επειδή τα οδηγώ προς την τροφή».
Το αγόρι άρχισε να απορεί για τις ίδιες του τις σκέψεις, να τις βρίσκει παράξενες. Ίσως η εκκλησία, μ' αυτή τη συκομουριά που φύτρωνε μέσα της, να ήταν στοιχειωμένη. Αυτή ήταν άραγε η αιτία που είχε δει δεύτερη φορά το ίδιο όνειρο και που ένιωθε ένα αίσθημα θυμού εναντίον των προβάτων, των πάντα τόσο πιστών φίλων του. Ήπιε λίγο κρασί που είχε περισσέψει από το δείπνο της προηγούμενης μέρας και έσφιξε την κάπα στο σώμα του. Ήξερε ότι σε λίγες ώρες, με τον ήλιο στο ζενίθ, θα έκανε τόση ζέστη, που δε θα μπορούσε να οδηγήσει τα πρόβατα μέσα στον κάμπο. Ήταν η ώρα που όλη η Ισπανία κοιμόταν το καλοκαίρι. Η ζέστη κρατούσε μέχρι τη νύχτα κι ως τότε θα έπρεπε να κουβαλάει την κάπα. Παρ' όλα αυτά, όποτε του ερχόταν να διαμαρτυρηθεί για το βάρος της, θυμόταν ότι χάρη σ' εκείνη δεν κρύωνε τα χαράματα, την αυγή.
«Πρέπει να είμαστε πάντα προετοιμασμένοι για τα απρόβλεπτα του καιρού», σκεφτόταν τότε και ένιωθε ευγνωμοσύνη για το βάρος της κάπας του.
Η κάπα είχε ένα λόγο ύπαρξης· το ίδιο και το αγόρι. Δυο χρόνια τώρα στις πεδιάδες της Ανδαλουσίας και ήξερε ήδη απέξω όλες τις πόλεις της περιοχής κι ήταν αυτό που έδινε νόημα στη ζωή του: να ταξιδεύει. Αυτή τη φορά είχε σκοπό να εξηγήσει στην κοπέλα πώς ένας απλός βοσκός ήξερε να διαβάζει: μέχρι τα δεκαέξι του ήταν σε μια ιερατική σχολή. Οι γονείς του ήθελαν να τον κάνουν παπά, κάτι που θα έκανε περήφανη μια αγροτική οικογένεια, που πάλευε μόνο για την τροφή και το νερό, όπως τα πρόβατα του. Έμαθε λατινικά, ισπανικά και θεολογία. Από μικρό παιδί όμως το όνειρό του ήταν να γνωρίσει τον κόσμο κι αυτό ήταν σπουδαιότερο από το να γνωρίσει το θεό ή τις αμαρτίες των ανθρώπων. Κάποιο απόγευμα που είχε επισκεφτεί την οικογένεια του, είχε βρει το θάρρος να πει του πατέρα του ότι δεν ήθελε να γίνει παπάς. Να ταξιδεύει, αυτό ήθελε!
-Άνθρωποι απ' όλο τον κόσμο έχουν περάσει απ' αυτό το χωριό, γιε μου, είπε ο πατέρας. Αναζητούν καινούρια πράγματα, αλλά παραμένουν ίδιοι. Ανεβαίνουν στο λόφο για να επισκεφτούν το κάστρο και ανακαλύπτουν ότι το παρελθόν είναι καλύτερο κι απ' το παρόν. Έχουν μαλλιά ξανθά ή σκούρο δέρμα, όμως είναι ίδιοι με τους ανθρώπους του χωριού μας.
-Μα εγώ δε γνωρίζω τα κάστρα των χωρών τους, αποκρίθηκε το αγόρι.
-Αυτοί οι άνθρωποι, όταν γνωρίζουν τους κάμπους και τις γυναίκες μας, λένε ότι θα ήθελαν να ζουν εδώ για πάντα, συνέχισε ο πατέρας.
-Θέλω να γνωρίσω τις γυναίκες και τις χώρες απ' όπου ήρθαν, είπε το αγόρι. Γιατί ποτέ δε μένουν εδώ μαζί μας.
-Οι άνθρωποι αυτοί έχουν επάνω τους ένα γεμάτο πορτοφόλι, είπε ξανά ο πατέρας. Από μας μόνο οι βοσκοί ταξιδεύουν.
-Τότε θα γίνω βοσκός.
Ο πατέρας δεν είπε τίποτε άλλο. Την επομένη του έδωσε μια τσάντα με τρία παλιά χρυσά ισπανικά νομίσματα.
-Τα βρήκα κάποτε στον κάμπο. Θα τα χάριζα στην εκκλησία, για προίκα σου. Αγόρασε ένα κοπάδι και γύρισε τον κόσμο μέχρι να μάθεις ότι το κάστρο μας είναι το πιο σπουδαίο και οι γυναίκες μας οι πιο όμορφες.
Του έδωσε την ευχή του. Και στα μάτια του πατέρα του το αγόρι διάβασε την επιθυμία κι εκείνου να γυρίσει τον κόσμο. Μια επιθυμία ακόμη ζωντανή, παρά τις δεκάδες χρόνια που είχε προσπαθήσει να τη θάψει καθώς συνέχιζε να πίνει, να τρώει και να κοιμάται στο ίδιο μέρος.
Ο ορίζοντας βάφτηκε κόκκινος και μετά βγήκε ο ήλιος. Το αγόρι θυμήθηκε τη συζήτηση με τον πατέρα του και αισθάνθηκε χαρούμενο. Ήδη είχε γνωρίσει πολλά κάστρα και πολλές γυναίκες (καμιά όμως σαν εκείνη που τον περίμενε σε δυο μέρες). Είχε μια κάπα, ένα βιβλίο που θα μπορούσε να ανταλλάξει με ένα άλλο κι ένα κοπάδι πρόβατα. Το πιο σημαντικό, όμως, ήταν ότι κάθε μέρα πραγματοποιούσε το μεγάλο όνειρο της ζωής του: να ταξιδεύει. Αν τυχόν βαριόταν τους κάμπους της Ανδαλουσίας, θα μπορούσε να πουλήσει τα πρόβατά του και να γίνει ναύτης. Αν βαριόταν τη θάλασσα, θα είχε στο μεταξύ γνωρίσει πολλές πόλεις, πολλές γυναίκες, πολλές ευκαιρίες να γίνει ευτυχισμένος.
«Δεν καταλαβαίνω πώς ψάχνουν για το Θεό στην ιερατική σχολή», σκέφτηκε ενώ κοιτούσε τον ήλιο που έβγαινε. Όποτε ήταν δυνατό, προσπαθούσε ν' ακολουθεί ένα διαφορετικό δρομολόγιο. Δεν είχε ξαναβρεθεί σ' εκείνη την εκκλησία, αν και είχε περάσει τόσες φορές από κει. Ο κόσμος ήταν απέραντος και ατελείωτος και, αν εκείνος αφηνόταν, μόνο για λίγο, να οδηγηθεί από τα πρόβατα, στο τέλος θα ανακάλυπτε και άλλα ενδιαφέροντα πράγματα.
«Το πρόβλημα είναι ότι εκείνα δεν καταλαβαίνουν ότι κάθε μέρα ακολουθούσαν έναν καινούριο δρόμο. Δεν αντιλαμβάνονται ότι άλλαξαν τα βοσκοτόπια, ότι οι εποχές είναι διαφορετικές, γιατί μόνο το νερό και η τροφή τα νοιάζει. Ίσως να συμβαίνει το ίδιο με όλους μας. Ακόμη και με μένα, που δε σκέφτομαι άλλες γυναίκες από τότε που γνώρισα την κόρη του εμπόρου».
Κοίταξε τον ουρανό· σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, θα βρισκόταν στην Ταρίφα πριν από το μεσημέρι. Εκεί θα μπορούσε να αλλάξει το βιβλίο του με έναν πιο χοντρό τόμο, να γεμίσει το μπουκάλι με κρασί, να ξυριστεί και να κουρευτεί· έπρεπε να προετοιμαστεί για τη συνάντηση με την κοπέλα και δεν ήθελε ούτε να σκεφτεί το ενδεχόμενο να τον έχει προφτάσει ένας άλλος βοσκός με περισσότερα πρόβατα και να έχει ζητήσει το χέρι της.
«Είναι η δυνατότητα να πραγματοποιήσεις ένα όνειρο, που δίνει ενδιαφέρον στη ζωή», συλλογίστηκε, ενώ κοιτούσε ξανά τον ουρανό και επιτάχυνε το βήμα του. Μόλις είχε θυμηθεί ότι στην Ταρίφα ζούσε μια γριά που ερμήνευε όνειρα. Εκείνο το βράδυ, ξανάδε το ίδιο όνειρο με την προηγουμένη νύχτα.
Η ΓΡΙΑ οδήγησε το αγόρι στο βάθος του σπιτιού, σε ένα δωμάτιο το οποίο χώριζε από το σαλόνι μια κουρτίνα από πολύχρωμο πλαστικό. Εκεί μέσα υπήρχε ένα τραπέζι, μια εικόνα του Χριστού και δυο καρέκλες.
Η γριά κάθισε και του υπέδειξε να κάνει το ίδιο. Στη συνέχεια έπιασε τα δυο χέρια του αγοριού και προσευχήθηκε χαμηλόφωνα.
Ακουγόταν σαν προσευχή τσιγγάνας. Το αγόρι είχε ξανασυναντήσει πολλούς τσιγγάνους στο δρόμο του· ταξίδευαν και αυτοί, όμως δεν είχαν πρόβατα. Ο κόσμος έλεγε ότι οι τσιγγάνοι ζούσαν εξαπατώντας τους άλλους. Λεγόταν επίσης ότι είχαν κάνει συμφωνία με δαίμονες και ότι απήγαν μικρά παιδιά για να τα χρησιμοποιήσουν ως σκλάβους στους μυστηριώδεις καταυλισμούς τους. Όταν ήταν μικρό παιδί, ο νεαρός βοσκός ένιωθε τρόμο στην ιδέα ότι μπορεί να τον απαγάγουν τσιγγάνοι και αυτός ο παλιός φόβος εκδηλώθηκε ξανά, καθώς η γριά τού κρατούσε τα χέρια.
«Υπάρχει, όμως, η εικόνα του Χριστού», σκέφτηκε προσπαθώντας να ηρεμήσει. Δεν ήθελε ν' αρχίσει να τρέμει το χέρι του, μην τυχόν και αντιληφθεί η γριά το φόβο του. Είπε σιωπηλά ένα «Πάτερ Ημών».
-Ενδιαφέρον, είπε η γριά, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα από το χέρι του αγοριού. Και πάλι σώπασε.
Το αγόρι γινόταν όλο και πιο νευρικό. Άθελα του τα χεριά του άρχισαν να τρέμουν και η γριά το κατάλαβε. Τράβηξε γρήγορα τα χέρια του.
-Δεν ήρθα εδώ για να διαβάσεις το χέρι μου, είπε, μετανιώνοντας κιόλας που είχε πατήσει σε αυτό το σπίτι.
Για μια στιγμή σκέφτηκε ότι θα ήταν καλύτερα να πληρώσει την επίσκεψη και να φύγει χωρίς να μάθει τίποτε. Αναμφίβολα, έδινε πολλή σημασία σε αυτό το όνειρο που είχε δει δυο φορές.
-Ήρθες να με ρωτήσεις για τα όνειρα, είπε η γριά. Και τα όνειρα είναι η γλώσσα του Θεού. Όταν Εκείνος μιλά τη γλώσσα των ανθρώπων, μπορώ να την ερευνήσω. Αν όμως μιλά τη γλώσσα της ψυχής σου, μόνο εσύ μπορείς να καταλάβεις. Εγώ την επίσκεψη θα την εισπράξω, έτσι κι αλλιώς.
«Άλλο κόλπο κι αυτό», σκέφτηκε το αγόρι. Όμως, αποφάσισε να το διακινδυνέψει. Ένας βοσκός αντιμετωπίζει πάντα τον κίνδυνο των λύκων ή της ανομβρίας και αυτό ακριβώς είναι που κάνει το επάγγελμά του πιο συναρπαστικό.
-Είδα δυο φορές το ίδιο όνειρο, είπε. Ονειρεύτηκα ότι βρισκόμουν σ' ένα βοσκοτόπι με τα πρόβατά μου και ξαφνικά εμφανίστηκε ένα μικρό παιδί κι άρχισε να παίζει με τα ζώα. Δε μου αρέσει να πειράζουν τα πρόβατα μου, γιατί φοβούνται τους ανθρώπους που δεν ξέρουν. Τα μικρά παιδιά όμως καταφέρνουν πάντα ν' αγγίζουν τα ζώα χωρίς να τα τρομάζουν. Δεν ξέρω γιατί. Δεν ξέρω πώς καταλαβαίνουν τα ζώα την ηλικία των ανθρώπων.
-Μίλα μόνο για το όνειρο σου, είπε η γριά. Έχω το φαγητό πάνω στη φωτιά. Εξάλλου, δεν έχεις πολλά λεφτά και δεν μπορείς να με απασχολείς τόση ώρα.
-Το μικρό παιδί συνέχισε να παίζει για λίγη ακόμη ώρα με τα πρόβατα, είπε το αγόρι κάπως συνεσταλμένα. Ξαφνικά με πήρε από το χέρι και με οδήγησε στις πυραμίδες της Αιγύπτου.
Το αγόρι περίμενε λίγο, μήπως η γριά δεν ήξερε τι θα πει πυραμίδες της Αιγύπτου. Η γριά όμως παρέμεινε σιωπηλή.
-Εκεί, στις πυραμίδες της Αιγύπτου -πρόφερε αργά τις τρεις τελευταίες λέξεις, για να τις καταλάβει καλά η γριά- το μικρό παιδί μου είπε: «Αν έρθεις μέχρι εδώ, θα βρεις έναν κρυμμένο θησαυρό». Και τη στιγμή που ετοιμαζόταν να μου δείξει το ακριβές σημείο, εγώ ξύπνησα. Και τις δυο φορές.
Η γριά έμεινε σιωπηλή για ένα διάστημα. Μετά ξανάπιασε τα χέρια του αγοριού και τα ξαναμελέτησε προσεχτικά.
-Δε θα σου πάρω λεφτά, είπε η γριά. Αλλά θέλω το ένα δέκατο του θησαυρού, αν ποτέ τον βρεις.
Το αγόρι γέλασε χαρούμενο.
Δε θα ξόδευε τώρα τα λίγα λεφτά που είχε, χάρη σ' ένα όνειρο που μιλούσε για κρυμμένους θησαυρούς! Η γριά θα ήταν σίγουρα τσιγγάνα και οι τσιγγάνοι είναι ανόητοι.
-Τι σημαίνει το όνειρο; ρώτησε το αγόρι.
-Πρέπει πρώτα να ορκιστείς. Να ορκιστείς ότι θα μου δώσεις το ένα δέκατο του θησαυρού ως αντάλλαγμα για όσα θα σου πω.
Το αγόρι ορκίστηκε. Η γριά τού ζήτησε να επαναλάβει τον όρκο κοιτώντας την εικόνα του Χριστού.
-Πρόκειται για ένα όνειρο της γλώσσας των ανθρώπων, είπε εκείνη. Μπορώ να το ερμηνεύσω, είναι όμως μία πολύ δύσκολη ερμηνεία. Γι' αυτό, νομίζω ότι αξίζω ένα μερίδιο από ό,τι βρεις.
»Η ερμηνεία είναι η εξής: πρέπει να πας μέχρι τις πυραμίδες της Αιγύπτου. Δεν έχω ξανακούσει γι' αυτές, αλλά, για να σου τις δείξει ένα παιδί, θα πει ότι υπάρχουν. Εκεί θα βρεις ένα θησαυρό που θα σε κάνει πλούσιο.
Το αγόρι ξαφνιάστηκε και στη συνέχεια νευρίασε. Δεν είχε έρθει στη γριά για να μάθει τόσο λίγα. Τελικά θυμήθηκε ότι δεν πλήρωνε τίποτε.
-Άδικα έχασα την ώρα μου, είπε.
-Γι' αυτό σου είπα ότι το όνειρό σου είναι δύσκολο. Τα απλά πράγματα είναι τα πιο ασυνήθιστα και μόνο οι σοφοί τα διακρίνουν. Μια που δεν είμαι καμιά σοφή, πρέπει να γνωρίζω άλλες τέχνες, σαν τη χειρομαντεία.
-Και πώς θα φτάσω μέχρι την Αίγυπτο;
-Το μόνο που κάνω είναι να ερμηνεύω τα όνειρα. Δεν έχω τη δύναμη να τα μετατρέψω σε πραγματικότητα. Γι' αυτό είμαι υποχρεωμένη να ζω με όσα μου δίνουν οι κόρες μου.
-Κι αν δε φτάσω μέχρι την Αίγυπτο;
-Δε θα πληρωθώ. Δε θα είναι και η πρώτη φορά. Και η γριά δεν είπε τίποτε άλλο. Παρακάλεσε το αγόρι να περάσει έξω. Αρκετά είχε ασχοληθεί μαζί του.
ΤΟ ΑΓΟΡΙ έφυγε απογοητευμένο και αποφασισμένο να μην πιστέψει ποτέ πια σε όνειρα. Θυμήθηκε ότι είχε ένα σωρό δουλειές. Πήγε να φάει κάτι, άλλαξε το βιβλίο του μ' ένα πιο χοντρό βιβλίο και κάθισε σ' ένα παγκάκι της πλατείας για να απολαύσει το καινούριο κρασί που είχε αγοράσει. Ήταν ζεστή μέρα και το κρασί -αδιερεύνητο μυστήριο!- κατάφερε να τον δροσίσει λίγο. Είχε αφήσει τα πρόβατα στην είσοδο της πόλης, στο μαντρί ενός καινούριου φίλου του. Γνώριζε πολύ κόσμο σ' εκείνα τα μέρη και αυτός ήταν ο λόγος που του άρεσαν τα ταξίδια. Αποκτάς καινούριους φίλους και δεν είναι ανάγκη να βρίσκεσαι μαζί τους κάθε μέρα. Όταν βλέπεις πάντα τα ίδια πρόσωπα -κι αυτό συνέβη στην ιερατική σχολή-, καταλήγεις στο να γίνουν κομμάτι της ζωής σου. Κι όταν γίνουν κομμάτι της ζωής σου, επιδιώκουν να την αλλάξουν. Αν δεν ανταποκρίνεσαι στις προσδοκίες τους, γκρινιάζουν. Κι αυτό γιατί όλοι οι άλλοι νομίζουν ότι ξέρουν το πώς πρέπει να ζούμε τη δική μας ζωή. Κανείς όμως δε γνωρίζει πώς πρέπει να ζει τη ζωή του. Σαν τη γριά που ερμήνευε τα όνειρα, αλλά δε γνώριζε πώς να τα μετατρέψει σε πραγματικότητα.
Αποφάσισε να περιμένει να γείρει ο ήλιος λίγο προς τη δύση πριν τραβήξει με τα πρόβατά του προς τον κάμπο. Σε τρεις μέρες θα συναντούσε την κόρη του εμπόρου.
Άρχισε να διαβάζει το βιβλίο που του είχε δώσει ο ιερέας της Ταρίφας. Ήταν ένα χοντρό βιβλίο όπου από την πρώτη κιόλας σελίδα γινόταν λόγος για μια κηδεία. Επιπλέον, τα πρόσωπα είχαν πολύπλοκα ονόματα. Αν κάποτε έγραφε βιβλία, σκέφτηκε, θα φρόντιζε να παρουσιάζει ένα ένα τα πρόσωπα, για να μην αναγκάζει τους αναγνώστες ν' αποστηθίζουν όλα τα ονόματα ταυτόχρονα.
Ενώ είχε καταφέρει να συγκεντρωθεί στο διάβασμα -και ήταν ευχάριστο, γιατί γινόταν λόγος για μια κηδεία στο χιόνι, κάτι που του μετέδιδε ένα αίσθημα ψύχρας κάτω από εκείνο τον καυτό ήλιο-, ένας γέρος ήρθε, κάθισε δίπλα του και άρχισε να του μιλάει.
-Τι κάνουν αυτοί εκεί; ρώτησε ο γέρος δείχνοντας τους ανθρώπους στην πλατεία.
-Εργάζονται, απάντησε κοφτά το αγόρι και προσποιήθηκε ότι είχε βυθιστεί ξανά στο διάβασμα. Στην πραγματικότητα, σκεφτόταν ότι έπρεπε να κουρέψει τα πρόβατα μπροστά στην κόρη του εμπόρου, για να διαπιστώσει εκείνη πόσο ικανός ήταν. Πόσες φορές είχε φανταστεί αυτή τη σκηνή· και κάθε φορά το κορίτσι τον κοιτούσε με θαυμασμό, όταν εκείνος άρχιζε να της εξηγεί ότι τα πρόβατα πρέπει να τα κουρεύουμε από τα πίσω προς τα εμπρός. Προσπαθούσε επίσης να θυμηθεί μερικές καλές ιστορίες που θα της διηγιόταν καθώς θα κούρευε τα πρόβατα. Τις περισσότερες τις είχε διαβάσει σε βιβλία, αλλά θα τις διηγιόταν σαν να ήταν δικά του βιώματα. Εκείνη δε θα καταλάβαινε τη διαφορά, γιατί δεν ήξερε να διαβάζει βιβλία.
Ο γέρος όμως συνέχισε να επιμένει. Είπε ότι ένιωθε κουρασμένος και διψασμένος και ζήτησε απ' το αγόρι μια γουλιά κρασί. Το αγόρι τού πρόσφερε το μπουκάλι· ίσως έτσι τον άφηνε ήσυχο.
Ο γέρος όμως ήθελε οπωσδήποτε κουβέντα. Ρώτησε τι βιβλίο διάβαζε το αγόρι. Εκείνο σκέφτηκε να φερθεί με αγένεια και ν' αλλάξει παγκάκι, ο πατέρας του όμως το είχε μάθει να σέβεται τους πιο ηλικιωμένους. Κι έτσι έδειξε το βιβλίο στο γέρο για δυο λόγους: πρώτον, γιατί δεν μπορούσε να προφέρει τον τίτλο και, δεύτερον, αν ο γέρος δεν ήξερε να διαβάζει, από μόνος του θα άλλαζε παγκάκι, για να μην αισθάνεται ταπεινωμένος.
-Α! είπε ο γέρος περιεργαζόμενος το βιβλίο απ' όλες τις πλευρές, λες και επρόκειτο για παράξενο αντικείμενο. Είναι σπουδαίο βιβλίο, βαρετό όμως.
Το αγόρι ξαφνιάστηκε. Ώστε και ο γέρος ήξερε να διαβάζει και είχε μάλιστα διαβάσει κι εκείνο το βιβλίο. Και αν το βιβλίο, όπως έλεγε, ήταν βαρετό, τότε προλάβαινε να το αλλάξει με κάποιο άλλο.
-Πρόκειται για ένα βιβλίο που λέει ό,τι λένε σχεδόν όλα τα βιβλία, συνέχισε ο γέρος. Για την αδυναμία των ανθρώπων να ορίζουν την ίδια τους τη μοίρα. Στο τέλος, καταφέρνει να κάνει τους πάντες να πιστέψουν στο μεγαλύτερο ψέμα του κόσμου.
-Και ποιο είναι το μεγαλύτερο ψέμα του κόσμου; ρώτησε έκπληκτο το αγόρι.
-Είναι το εξής: κάποια στιγμή χάνουμε την ικανότητα να ελέγχουμε τη ζωή μας και βρισκόμαστε στο έλεος της μοίρας. Αυτό είναι το μεγαλύτερο ψέμα του κόσμου.
-Δε μου συνέβη κάτι τέτοιο, είπε το αγόρι. Ήθελαν να με κάνουν παπά κι εγώ αποφάσισα να γίνω βοσκός.
-Καλύτερα έτσι, είπε ο γέρος. Γιατί σου αρέσει να ταξιδεύεις.
«Μάντεψε τις σκέψεις μου», συλλογίστηκε το αγόρι. Ο γέρος, στο μεταξύ, ξεφύλλιζε το χοντρό βιβλίο, καθόλου διατεθειμένος να το δώσει πίσω. Το αγόρι πρόσεξε ότι ήταν παράξενα ντυμένος· έμοιαζε με Άραβα, κάτι που δεν ήταν ασυνήθιστο σ' εκείνη την περιοχή. Η Αφρική απείχε μόνο μερικές ώρες από την Ταρίφα· αρκούσε να διασχίσεις το μικρό στενό με μια βάρκα. Συχνά εμφανίζονταν Άραβες στην πόλη, ψώνιζαν και προσεύχονταν με παράξενο τρόπο πολλές φορές τη μέρα.