1. Σκάνδαλο στην Βοημία - 1
Για τον Σέρλοκ Χολμς θα αποτελεί πάντοτε ΤΗN γυναίκα. Σπανίως τον άκουσα να αναφέρεται σε εκείνη υπό κάποιο άλλο όνομα. Στα μάτια του επισκιάζει και κυριαρχεί επί ολοκλήρου του φύλου της. Δεν ήταν το γεγονός πως ένοιωσε κάποιο συναίσθημα συγγενές της αγάπης προς την Άϊριν Άντλερ. Όλα τα συναισθήματα, και το συγκεκριμένο ιδιαιτέρως, ήταν απεχθή προς το ψυχρό, ακριβές εντούτοις αξιοθαύμαστα ισορροπημένο μυαλό του. Αποτελούσε, όπως το εκλαμβάνω, την πλέον τέλεια μηχανή συλλογιστικής και παρατήρησης που ο κόσμος είχε γνωρίσει, ωστόσο ως εραστής θα έθετε εαυτώ σε δυσχερή θέση. Ουδέποτε αναφερόταν στα γλυκύτερα πάθη, παρεκτός μετά σαρκασμού και περιφρόνησης. Αποτελούσαν αξιοθαύμαστα θέματα για τον παρατηρητή —έξοχα στο να αίρουν το πέπλο από τα κίνητρα και τις ενέργειες των ανθρώπων. Εντούτοις για τον έμπειρο αναλυτή η αποδοχή τέτοιων εισβολών στο λεπτεπίλεπτο και τέλεια διευθετημένο ταμπεραμέντο του αποτελούσε έναν παράγοντα περισπασμού ο οποίος ενδεχομένως να έριχνε την αμφιβολία επί του συνόλου των νοητικών συμπερασμάτων του. Άμμος σε ένα ευαίσθητο εργαλείο, είτε ένα ράγισμα σε κάποιον από τους ισχυρούς μεγεθυντικούς φακούς του, δε θα ήταν περισσότερο ενοχλητικά από ένα έντονο συναίσθημα προς μια φύση όπως η δική του. Κι όμως υπήρξε μια και μοναδική γυναίκα για εκείνον, κι η γυναίκα αυτή ήτανε η συχωρεμένη Άϊριν Άντλερ, αμφιλεγόμενης κι αμφισβητήσιμης ανάμνησης.
Είχα δει ελάχιστα τον Χολμς τελευταίως. Ο γάμος μου μας είχε κάνει να απομακρυνθούμε. Η απόλυτη ευτυχία μου, και τα επικεντρωμένα στο σπίτι ενδιαφέροντα που φανερώνονται γύρω από τον άντρα που βρίσκεται για πρώτη φορά αφέντης του σπιτικού του, αρκούσαν ώστε να απορροφήσουν την πλήρη προσοχή μου, ενώ ο Χολμς, ο οποίος απεχθανόταν κάθε μορφή κοινωνικότητας με όλη τη μποέμικη ψυχή του, παρέμενε στο διαμέρισμα μας επί της οδού Μπέϊκερ, θαμμένος μέσα στα παλιά του βιβλία, και εναλλάσσοντας από βδομάδα σε βδομάδα μεταξύ κοκαΐνης και φιλοδοξίας, του λήθαργου του ναρκωτικού, και της μανιασμένης δραστηριότητας της παθιασμένης του φύσης. Παρέμενε ακόμη, όπως πάντοτε, βαθιά αφοσιωμένος στη μελέτη του εγκλήματος, και αφιέρωνε τις αφάνταστες διανοητικές του δυνατότητες και τις εξαίρετες ικανότητες του στην παρατήρηση ακολουθώντας όλους εκείνους τους μίτους, και ξεδιαλύνοντας όλα εκείνα τα μυστήρια τα οποία εγκαταλείπονταν ως μάταια εκ της επίσημης αστυνομίας. Από καιρό εις καιρό άκουγα κάποια αβέβαιη αναφορά των κατορθωμάτων του: για την πρόσκληση του στην Οδησσό στην υπόθεση του φόνου Τρεπώφ, για την επίλυση της ιδιάζουσας τραγωδίας των αδελφών Άτκινσον στο Τρικονκομαλή, και τέλος της αποστολής την οποία είχε φέρει εις πέρας τόσο λεπτά και επιτυχημένα για την άρχουσα οικογένεια της Ολλανδίας. Πέρα από τα ίχνη αυτά των δραστηριοτήτων του, ωστόσο, τα οποία απλώς μοιραζόμουν με όλους τους αναγνώστες του ημερησίου τύπου, ελάχιστα γνώριζα για τον παλιό μου φίλο και σύντροφο.
Μια νύχτα —ήταν η δωδέκατη του Μαρτίου, του 1888— γύριζα από επίσκεψη σε ασθενή (διότι είχα πλέον επιστρέψει στην άσκηση του επαγγέλματος μου), όταν ο δρόμος μου με έβγαλε μέσα από την οδό Μπέϊκερ. Καθώς περνούσα την καλώς ενθυμούμενη πόρτα, η οποία πάντοτε θα συσχετίζεται στο μυαλό μου με τη συνήθεια μου, και με τα σκοτεινά περιστατικά της Σπουδής στο Άλικο, με κατέλαβε μια έντονη επιθυμία να δω τον Χολμς ξανά, και να μάθω πως αξιοποιούσε τις εξαιρετικές ικανότητες του. Τα δωμάτια του ήταν κατάφωτα, και, όπως κοίταξα πάνω, είδα την ψηλή, λιγνή φιγούρα του να περνά δις ρίχνοντας μια σκοτεινή σιλουέτα στα στόρια. Βημάτιζε στο δωμάτιο βιαστικά, ανυπόμονα, με το κεφάλι του βυθισμένο στο στήθος και τα χέρια του δεμένα πίσω. Για μένα, που ήξερα κάθε του διάθεση και συνήθειο, η στάση του κι η συμπεριφορά του έλεγαν τη δική τους ιστορία. Είχε στρωθεί στη δουλειά ξανά. Είχε βγει από τα όνειρα των ναρκωτικών κι είχε ριχτεί παθιασμένα στην επίλυση κάποιου νέου προβλήματος. Χτύπησα το κουδούνι και οδηγήθηκα πάνω στο διαμέρισμα που μέχρι πρότινος ένα μέρος του ήταν δικό μου.
Η συμπεριφορά του δεν ήταν διαχυτική. Σπανίως ήταν· ωστόσο χαιρόταν, πιστεύω, που με έβλεπε. Δίχως καν μια λέξη, αλλά με ένα καλοσυνάτο βλέμμα, μου έδειξε μια πολυθρόνα, μου πέταξε τη θήκη με τα πούρα του, και μου υπέδειξε ένα κουτί με ποτά κι ένα γκαζοζέν στη γωνία. Έπειτα στάθηκε μπροστά στη φωτιά και με κοίταξε με το μοναδικό του στοχαστικό τρόπο.
«Τα δεσμά του γάμου σου πάνε,» σχολίασε. «Έχω την εντύπωση, Γουώτσον, πως πήρες κάπου τρία με τρεισήμισι κιλά από τότε που σε είδα.»
«Τρία!» απάντησα.
«Αλήθεια, θα σκεφτόμουν πως είναι κάτι παραπάνω. Μια ιδέα παραπάνω, έχω την εντύπωση, Γουώτσον. Και ασκείς το επάγγελμα και πάλι, παρατηρώ. Δε μου είπες πως σκόπευες να γυρίσεις στη δουλειά.»
«Τότε, πως το γνωρίζεις;»
«Βλέπω, επαγάγω. Πως ξέρω ότι βράχηκες υπερβολικά προσφάτως, και πως έχεις μια ιδιαιτέρως αδέξια κι απρόσεκτη υπηρέτρια;"
«Αγαπητέ μου Χολμς,» είπα, «αυτό πάει πολύ. Σίγουρα θα είχες καεί, αν είχες ζήσει μερικούς αιώνες νωρίτερα. Αληθεύει πως έκανα έναν περίπατο στην εξοχή την Τετάρτη κι επέστρεψα σπίτι σε άσχημη κατάσταση, αλλά αφού άλλαξα ρούχα αδυνατώ να διανοηθώ πως το συμπέρανες. Όσο για τη Μαίρη Τζέιν, είναι αδιόρθωτη, κι η σύζυγος της έδωσε διορία, αλλά ορίστε, πάλι. Αδυνατώ να δω πως το αντιλήφθηκες.»
Γέλασε μόνος του και έτριψε τα μακριά, νευρώδη χέρια του.
«Πρόκειται για το άκρον άωτον της απλότητας,» είπε· «τα μάτια μου αναφέρουν πως στο εσωτερικό του αριστερού σου παπουτσιού, εκεί ακριβώς που πέφτει το φως της φωτιάς, το δέρμα χαράσσεται από έξι σχεδόν παράλληλα κοψίματα. Προφανώς προκλήθηκαν από κάποιον που ιδιαίτερα απρόσεκτα έξυσε την άκρη της σόλας για να απομακρύνει πηγμένη λάσπη από πάνω του. Επομένως, βλέπεις, το διπλό μου συμπέρασμα πως ήσουν έξω με κακό καιρό και πως επέλεξες ένα ιδιαιτέρως επιζήμιο δείγμα καταστροφέα παπουτσιών μέσα από τις υπηρετριούλες του Λονδίνου. Όσο για την άσκηση σου, αν ένας κύριος μπει στο δωμάτιο μου μυρίζοντας ιώδιο, με ένα σκούρο σημάδι νιτρικού αργύρου επί του δεξιού του δείκτη, κι ένα φούσκωμα στο ψηλό καπέλο του να φανερώνει που έκρυψε το στηθοσκόπιο του, θα πρέπει να είμαι αμβλύνους, αν δεν αποφανθώ πως αποτελεί ενεργό μέλος του ιατρικού επαγγέλματος.»
Δε μπόρεσα να μη γελάσω με την άνεση κατά την οποία εξήγησε την διαδικασία της επαγωγής του. «Όταν σε ακούω να απαριθμείς τους συλλογισμούς σου,» σχολίασα, «το θέμα πάντοτε μου φαίνεται όντως τόσο ανόητα απλό ώστε να το σκεφτόμουν άνετα μόνος μου, μολονότι σε κάθε διαδοχική παράθεση του συλλογισμού σου προβληματίζομαι έως ότου εξηγήσεις τη διαδικασία σου. Κι ωστόσο θεωρώ πως τα μάτια μου είναι εξίσου καλά με τα δικά σου.»
«Έτσι είναι,» απάντησε, ανάβοντας ένα τσιγάρο, και πέφτοντας πίσω στην πολυθρόνα. «Βλέπεις, εντούτοις δεν παρατηρείς. Ο διαχωρισμός είναι σαφής. Επί παραδείγματι, συχνά έχεις δει τα σκαλοπάτια που οδηγούν από την είσοδο σε αυτό το δωμάτιο.»
«Συχνά.»
«Πόσο συχνά;»
«Βασικά, μερικές εκατοντάδες φορές.»
«Τότε πόσα είναι;»
«Πόσα; Δεν ξέρω.»
«Όπως τα ‘λεγα! Δεν παρατήρησες. Κι ωστόσο είδες. Αυτό είναι το θέμα μου. Λοιπόν, γνωρίζω πως είναι δεκαεπτά σκαλοπάτια, επειδή και τα έχω δει και τα έχω παρατηρήσει. Επί τη ευκαιρία, αφού ενδιαφέρεσαι για αυτά τα προβληματάκια, κι αφού ήσουν αρκετά καλός να καταγράψεις κάνα δυο εκ των ασήμαντων εμπειριών μου, ίσως να ενδιαφέρεσαι για αυτό.» Μου πέταξε ένα φύλο από παχύ, ροζ-απόχρωσης φύλο σημειωματάριου το οποίο βρισκόταν πάνω στο τραπέζι. «Ήρθε με το τελευταίο ταχυδρομείο,» είπε. «Διάβασε το δυνατά.»
Το σημείωμα δεν είχε ημερομηνία, μήτε υπογραφή ή διεύθυνση.
«Θα σας επισκεφθεί απόψε, στις οχτώ παρά τέταρτο,» έλεγε, «ένα κύριος ο οποίος επιθυμεί να σας συμβουλευθεί επί ενός ζητήματος της πλέον υψίστης σημασίας. Οι πρόσφατες υπηρεσίες σας για έναν εκ των βασιλικών οίκων της Ευρώπης έδειξαν πως είστε κάποιος ο οποίος είναι άξιος εμπιστοσύνης σε ζητήματα τα οποία έχουν τέτοια σημασία ώστε δεν υπάρχει περίπτωση υπερβολής. Ταύτη περιγραφή από όλους τους κύκλους λάβαμε. Να βρίσκεστε στο γραφείο σας λοιπόν τη συγκεκριμένη ώρα, και μη το εκλάβετε αρνητικά αν ο επισκέπτης σας φορά μάσκα.»
«Όντως αποτελεί μυστήριο,» σχολίασα. «Τι νομίζεις πως σημαίνει;»
«Δε διαθέτω καθόλου στοιχεία ακόμη. Αποτελεί καίριο ατόπημα να προβαίνεις σε θεωρίες προτού να διαθέτεις στοιχεία. Ασυναίσθητα αρχίζεις να διαστρεβλώνεις τα γεγονότα για να εφαρμόσουν σε θεωρίες, αντί οι θεωρίες να εφαρμόσουν στα γεγονότα. Όμως το σημείωμα το ίδιο. Τι επαγάγεις από αυτό;»
Προσεκτικά εξέτασα τη γραφή, και το χαρτί επί του οποίου είχε γραφτεί.
«Ο άντρας ο οποίος το έγραψε είναι προφανώς ευκατάστατος,» σχολίασα, επιχειρώντας να μιμηθώ τις διαδικασίες του συντρόφου μου. «Τέτοιο χαρτί είναι αδύνατον να αγορασθεί κάτω της μισής κορώνας, το πακέτο. Είναι ασυνήθιστα σκληρό κι άκαμπτο.»
«Ασυνήθιστο —αυτή ακριβώς είναι η λέξη,» είπε ο Χολμς. «Δεν είναι καν Αγγλικό χαρτί. Κράτησε το στο φως.»
Το έκανα, και είδα ένα μεγάλο «Ε» με ένα μικρό «g,» ένα «P,» και ένα μεγάλο «G” με ένα μικρό «t» πλεγμένο στην υφή του χαρτιού.
«Τι συμπεραίνεις από αυτό;» ρώτησε ο Χολμς.
«Το όνομα του κατασκευαστή, δίχως αμφιβολία· ή το μονόγραμμα του, μάλλον.»
«Ουδεμία σχέση. Το «G” με το μικρό ‘t' αποτελεί τη συντόμευση του ‘Gessellschaft', στη Γερμανική για την ‘Εταιρεία.' Πρόκειται περί τυποποιημένης σύντμησης όπως το δικό μας ‘Co.' Το ‘P' φυσικά για το ‘Papier.' Τώρα για το Eg.' ‘ Ας ρίξουμε μια ματιά στον Ηπειρωτικό Άτλαντα.» Κατέβασε έναν βαρύ καφετί τόμο από τα ράφια του. «Eglow, Eglonitz— εδώ είμαστε, Egria. Είναι μια Γερμανόφωνη χώρα —στη Βοημία, όχι μακριά από το Carlsbad. ‘Αξιοσημείωτη ως σκηνικό του θανάτου του Wallenstein, και για τα αναρίθμητα εργοστάσια Υαλικών και τις χαρτοποιίες της.' Χα, χα, αγόρι μου, τι συμπεραίνεις από αυτό;» Τα μάτια του έλαμψαν, και άφησε ένα μεγάλο θριαμβευτικό σύννεφο καπνού από το τσιγάρο του.
«Το χαρτί κατασκευάστηκε στη Βοημία,» είπα.
«Ακριβώς. Και ο άνθρωπος που έγραψε το σημείωμα είναι Γερμανός. Προσέχεις την ασυνήθιστη σύνταξη της πρότασης —«Ταύτη περιγραφή από όλους τους κύκλους λάβαμε.' Ένας Γάλλος ή ένας Ρώσος δε θα το είχαν γράψει έτσι. Ο Γερμανός είναι εκείνος που δείχνει τέτοια έλλειψη ευγένειας προς τα ρήματα του. Παραμένει μονάχα, επομένως, να ανακαλύψουμε το ζητούμενο από αυτόν το Γερμανό ο οποίος γράφει σε χαρτί Βοημίας και επιλέγει να φορά μάσκα αντί να δείξει το πρόσωπο του. Και να που έρχεται, αν δε σφάλλω, για να επιλύσει όλες μας τις απορίες.»
Καθώς μιλούσε ακούστηκε ο κοφτός ήχος οπλών αλόγων και το σύρσιμο των τροχών πάνω στο κράσπεδο, ακολουθούμενος από ένα απότομο τράβηγμα του κουδουνιού. Ο Χολμς σφύριξε.
«Ζευγάρι, από τον ήχο,» είπε. «Ναι,» συνέχισε, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο. «Μια όμορφη μικρή τετράτροχη κι ένα υπέροχο ζευγάρι. Εκατόν πενήντα γκινέες το κομμάτι. Υπάρχει χρήμα σε αυτή την υπόθεση, αν μη τι άλλο.»
«Νομίζω πως καλύτερα να φύγω, Χολμς.»
«Διόλου, Γιατρέ. Μείνε όπως είσαι. Είμαι χαμένος δίχως το χρονικογράφο μου. Επιπλέον υπόσχεται να αποδειχθεί ενδιαφέρον. Θα ήταν κρίμα να το χάσεις.»
«Μα ο πελάτης σου—»
«Μη σε νοιάζει αυτός. Ίσως να χρειαστώ τη βοήθεια σου, το ίδιο κι εκείνος. Να που έρχεται. Κάθισε κάτω σε εκείνη την πολυθρόνα, γιατρέ, και αφιέρωσε μας την αμέριστη προσοχή σου.»
Ένα αργό και βαρύ βήμα, το οποίο είχε ακουστεί στις σκάλες και το διάδρομο, στάθηκε ξαφνικά έξω από την πόρτα. Κατόπιν ακούστηκε ένα δυνατό και επιτακτικό χτύπημα.
«Περάστε!» είπε ο Χολμς.
Ένας άντρας εισήλθε ο οποίος δύσκολα θα ήταν λιγότερο από δυο μέτρα σε ύψος, με το στήθος και τα άκρα ενός Ηρακλή. Το ντύσιμο του ήταν πλούσιο κατά έναν πλούτο που, στην Αγγλία, θα εκλαμβανόταν ως συναφές του κακού γούστου. Βαριές λωρίδες από αστρακάν διέτρεχαν τα μανίκια και το εμπρόσθιο του δίπετου πανωφοριού του, ενώ ένας βαθυγάλαζος μανδύας ο οποίος ήταν ριγμένος στους ώμους του ήταν φοδραρισμένος με μετάξι στο χρώμα της φλόγας και δεμένος στο λαιμό του με μια καρφίτσα η οποία αποτελούταν από ένα πορφυρό σμαράγδι. Μπότες που εκτείνονταν ως τη μέση των κνημών του, και οι οποίες ήταν διακοσμημένες στο άνω μέρος τους με πλούσια καφετιά γούνα, συμπλήρωναν την εντύπωση της βαρβαρικής χλιδής η οποία προτεινόταν εκ της όλης εμφάνισης του. Κρατούσε ένα πλατύγυρο καπέλο στο ένα του χέρι, ενώ φορούσε στο πάνω μέρος του προσώπου του, φτάνοντας χαμηλότερα των ζυγωματικών του, μια μαύρη μάσκα, την οποία είχε προφανώς τοποθετήσει εκείνη ακριβώς τη στιγμή, διότι το χέρι του ήταν ακόμη σηκωμένο καθώς έμπαινε. Από το κάτω μέρος του προσώπου του εμφανιζόταν να πρόκειται περί άνθρωπου δυναμικού χαρακτήρα, με παχύ, κρεμαστό χείλος, και μακρύ, ίσιο σαγόνι χαρακτηριστικό αποφασιστικότητας στα όρια της ισχυρογνωμοσύνης.
«Λάβατε το σημείωμα μου;» ρώτησε με βαθιά τραχιά φωνή και μια εντόνως τονισμένη Γερμανική προφορά. «Σας ανέφερα ότι θα σας επισκεπτόμουν.» Μας κοίταξε περνώντας από τον ένα στον άλλο, σα να ήταν αβέβαιος σε ποιόν να απευθυνθεί.
«Παρακαλώ καθίστε,» είπε ο Χολμς. «Από εδώ ο φίλος και συνεργάτης μου, Δρ. Γουώτσον, ο οποίος περιστασιακά έχει την καλοσύνη να με βοηθά στις υποθέσεις μου. Σε ποιόν έχω την τιμή να απευθύνομαι;»
«Μπορείτε να με αποκαλείτε Κόμη Βον Κραμ, ευγενή της Βοημίας. Αντιλαμβάνομαι πως ο κύριος, ο φίλος σας, είναι άντρας με τιμή και διακριτικότητα, τον οποίο μπορώ να εμπιστευτώ με ένα ζήτημα το οποίο είναι της πλέον υψίστης σημασίας. Αν όχι, θα προτιμούσα να επικοινωνήσω μαζί σας κατ' ιδίαν.»
Σηκώθηκα να φύγω, όμως ο Χολμς με έπιασε από τον καρπό και με έσπρωξε πίσω στην καρέκλα μου. «Είτε και οι δυο, ή κανένας,» είπε. «Μπορείτε να πείτε ενώπιον του κυρίου ότι σας επιτρέπεται να πείτε σε εμένα.»
Ο Κόμης ανασήκωσε τους φαρδιούς του ώμους. «Τότε οφείλω να αρχίσω,» είπε, «δεσμεύοντας σας σε απόλυτη εχεμύθεια για δυο έτη· στη λήξη της συγκεκριμένης περιόδου το ζήτημα δε θα έχει ουδεμία σημασία. Επί του παρόντος δεν είναι υπερβολή να πω ότι έχει τέτοια βαρύτητα η οποία δύναται να επηρεάσει το μέλλον της Ευρωπαϊκής ιστορίας.»
«Υπόσχομαι,» είπε ο Χολμς.
«Και εγώ.»
«Θα συγχωρήσετε τη μάσκα,» συνέχισε ο ξένος επισκέπτης μας. «Το αξιοσέβαστο πρόσωπο που με απασχολεί επιθυμεί ο πράκτορας του να είναι άγνωστος σε εσάς, και μου επιτρέπεται να ομολογήσω άμεσα πως ο τίτλος τον οποίο μόλις ανακοίνωσα δεν είναι ακριβώς δικός μου.»
«Έχω επίγνωση αυτού,» είπε ο Χολμς ξερά.
«Οι περιστάσεις είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητες, και κάθε πρόληψη οφείλεται να ληφθεί στην κατάσβεση ό,τι ενδεχομένως αν κορυφωθεί να αποτελέσει ένα ασύλληπτο σκάνδαλο και να δυσφημίσει μια από τις άρχουσες οικογένειες της Ευρώπης. Για να το θέσω απλά, το ζήτημα εμπλέκει τον σπουδαίο Οίκο των Ορμστάϊν, κληρονομικών βασιλέων της Βοημίας.»
«Είχα επίσης επίγνωση του θέματος,» μουρμούρισε ο Χολμς, καθώς κάθισε σε μια πολυθρόνα κλείνοντας τα μάτια του.
Ο επισκέπτης μας κοίταξε στιγμιαία με κάποια πρόδηλη έκπληξη την άτονη, νωχελική φιγούρα του ανθρώπου που δίχως αμφιβολία του είχε παρουσιασθεί ως ο πλέον διεισδυτικός αναλυτής και ο πλέον δραστήριος πράκτορας στην Ευρώπη. Ο Χολμς αργά άνοιξε και πάλι τα μάτια και κοίταξε ανυπόμονα τον γιγάντιο πελάτη του.
«Αν η Μεγαλειότητα σας καταδεχτεί να δηλώσει το πρόβλημα του,» σχολίασε, «θα ήμουν σε καλύτερη θέση για να σας συμβουλεύσω.»
Ο άντρας τινάχτηκε από την θέση του και βημάτισε πάνω και κάτω στο δωμάτιο με ανεξέλεγκτο εκνευρισμό. Τότε, με μια χειρονομία απελπισίας, τράβηξε τη μάσκα από το πρόσωπο του και την εκσφενδόνισε στο πάτωμα. «Έχετε δίκιο,» φώναξε· «Είμαι ο Βασιλιάς. Γιατί να επιχειρήσω να το κρύψω;»
«Όντως, γιατί;» μουρμούρισε ο Χολμς. «Η Μεγαλειότητα σας δεν είχε καν μιλήσει πριν συνειδητοποιήσω πως απευθυνόμουν στον Βίλχελμ Γκοττράιχ Σιγκμουντ βον Ορμστάιν, Μέγα Δούκα του Κάσελ-Φέλστάιν, και κληρονομικό Βασιλέα της Βοημίας.
«Όμως αντιλαμβάνεστε,» είπε ο αλλοδαπός επισκέπτης μας, καθώς ξανακάθισε και πέρασε το χέρι του πάνω από το πλατύ ωχρό του μέτωπο, «δεν είμαι συνηθισμένος στο να κάνω τέτοιες δουλειές προσωπικά. Εντούτοις το θέμα ήταν τόσο ευαίσθητο που δε μπορούσα να το εμπιστευθώ σε κάποιο πράκτορα δίχως να τεθώ υπό την εξουσία του. Ήρθα incognito από την Πράγα με σκοπό να σας συμβουλευθώ.»
«Τότε, παρακαλώ, συμβουλευτείτε με,» είπε ο Χολμς, κλείνοντας τα μάτια του για μια ακόμη φορά.
«Τα γεγονότα είναι εν συντομία αυτά: Κάπου προ πενταετίας, κατά τη διάρκεια μιας μακράς επίσκεψης στη Βαρσοβία, γνώρισα την ξακουστή τυχοδιώκτρια, Αϊρίν Άντλερ. Το όνομα σας είναι αναμφίβολα γνωστό.»
«Αν έχεις την καλοσύνη εντόπισε τη στο ευρετήριο μου, Γιατρέ,» μουρμούρισε ο Χολμς δίχως να ανοίξει τα μάτια του. Εδώ και πολλά χρόνια είχε υιοθετήσει ένα σύστημα να ταξινομεί όλες τις παραγράφους που αφορούσαν πρόσωπα και πράγματα, έτσι ώστε ήταν δύσκολο να κατονομάσεις κάποιο θέμα ή πρόσωπο για το οποίο να μη μπορούσε αμέσως να παράσχει πληροφορίες. Στην προκειμένη περίπτωση βρήκα τη βιογραφία της χωμένη μεταξύ της αναφοράς ενός Εβραίου Ραβίνου και εκείνης ενός επιτελικού διοικητή ο οποίος είχε συγγράψει μια μονογραφία για τα ψάρια του βυθού.
«Δώσε μου να δω:» είπε ο Χολμς. «Αχά! Γεννηθείσα στο Νιού Τζέρσι το έτος 1858. Κοντράλτο —χμ! La Scala, χμ! Πριμαντόνα της Αυτοκρατορικής Όπερας της Βαρσοβίας— μάλιστα! Αποσύρθηκε από την μουσική σκηνή. Ζει στο Λονδίνο —αλήθεια! Η Μεγαλειότητας σας, όπως αντιλαμβάνομαι, ενεπλάκη με τη συγκεκριμένη νεαρή, της έγραψε ορισμένες ενοχοποιητικές επιστολές, και πλέον επιθυμεί να πάρει πίσω τις συγκεκριμένες επιστολές.»
«Ακριβώς έτσι. Μα πως—»
«Υπήρξε κάποιος μυστικός γάμος;»
«Ουδείς.»
«Καθόλου νομικά έγγραφα ή πιστοποιητικά;»
«Κανένα.»
«Τότε αδυνατώ να παρακολουθήσω τη Μεγαλειότητα σας. Αν η προκειμένη νεαρή εμφάνιζε τις επιστολές της για εκβιασμό ή άλλους σκοπούς, πως θα αποδείκνυε την αυθεντικότητα τους;»
«Υπάρχει η γραφή.»
«Τσκ. Τσκ! Πλαστογραφία.»
«Το προσωπικό μου χαρτί αλληλογραφίας.»
«Κλάπηκε.»
«Η σφραγίδα μου.»
«Απομίμηση.»
«Η φωτογραφία μου.»
«Αγοράστηκε.»
«Ήμασταν και οι δυο στη φωτογραφία.»
«Ω, Θεέ μου! Αυτό είναι πολύ άσχημο! Η Μεγαλειότητα σας όντως διέπραξε αδιακρισία.»
«Ήμουν τρελός—παράφρων.»
«Θέσατε τον εαυτό σας σε ιδιαίτερα δυσχερή θέση.»
«Είχα μόλις στεφθεί πρίγκιπας τότε. Ήμουν νέος. Μόλις έγινα τριάντα.»
«Επιβάλλεται να ανακτηθεί.»
«Προσπαθήσαμε και αποτύχαμε.»
«Η Μεγαλειότητα σας πρέπει να πληρώσει. Πρέπει να αγοραστεί.»
«Δε θέλει να πουλήσει.»
«Να κλαπεί, τότε.»
«Πέντε απόπειρες επιχειρήθηκαν. Δυο φορές διαρρήκτες υπό την πληρωμή μου έψαξαν παντού στο σπίτι της. Σε μια περίπτωση εκτρέψαμε τις αποσκευές της ενώ ταξίδευε. Δυο φορές της στήθηκε ενέδρα. Δεν υπήρξε κανένα αποτέλεσμα.»
«Ούτε ίχνος της;»
«Απολύτως κανένα.»
Ο Χολμς γέλασε. «Πρόκειται για ένα αρκετά ωραίο προβληματάκι,» είπε.
«Ωστόσο ιδιαιτέρως σοβαρού για μένα,» αντιγύρισε ο βασιλιάς επιτιμητικά.
«Εξαιρετικά, όντως. Και τι προτίθεται να κάνει με τη φωτογραφία;»
«Να με καταστρέψει.»
«Μα πως;»
«Πρόκειται να παντρευτώ.»
«Έτσι άκουσα.»
«Με την Κλότιλντ Λόθμαν βον Σάξε-Μένινγκεν, δεύτερη κόρη του Βασιλέα της Σκανδιναβίας. Πιθανόν να γνωρίζετε τις αυστηρές αρχές της οικογένειας της. Αποτελεί η ίδια το άκρον άωτον της λεπτότητας. Η σκιά μιας αμφιβολίας αναφορικά με τη διαγωγή μου θα έδινε τέλος στο ζήτημα.»
«Και η Αϊρίν Άντλερ;»
«Απειλεί να τους στείλει τη φωτογραφία. Και θα το κάνει. Το ξέρω πως θα το κάνει. Δεν τη γνωρίζετε, όμως έχει ψυχή από ατσάλι. Έχει το πρόσωπο της ομορφότερης των γυναικών, και το μυαλό των πλέον αποφασιστικών αντρών. Από το να παντρευτώ μια άλλη γυναίκα, δεν υπάρχουν όρια στο που θα μπορούσε να φτάσει—κανένα.»
«Είστε βέβαιος πως δεν την έστειλε ήδη;»
«Είμαι βέβαιος.»
«Και γιατί;»
«Επειδή είπε πως θα την έστελνε την ημέρα που ο αρραβώνας θα ανακοινωνόταν δημοσίως. Το οποίο θα πραγματοποιηθεί την επόμενη Δευτέρα.»
«Α, τότε έχουμε ακόμη τρεις μέρες,» είπε ο Χολμς με ένα χασμουρητό. «Είναι ιδιαιτέρως ευτυχές, καθώς έχω ένα δυο σημαντικά ζητήματα να φροντίσω επί του παρόντος. Η Μεγαλειότητα σας, φυσικά, θα μείνει στο Λονδίνο επί του παρόντος;»
«Φυσικά. Θα με βρείτε στο Λάνγκχαμ υπό το όνομα Κόμης Βον Κράμ.»
Τότε θα σας γράψω δυο λόγια για να ενημερωθείτε για την πρόοδο μας.»
«Παρακαλώ κάντε το. Θα προσμένω εναγωνίως.»
«Λοιπόν, όσον αφορά τα χρήματα;»
«Εν λευκώ.»
«Απολύτως;»
«Σας το λέω πως θα έδινα μια από τις επαρχίες του βασιλείου μου για να αποκτήσω αυτήν τη φωτογραφία.»
«Και για τις τρέχουσες δαπάνες;»
Ο Βασιλιάς έβγαλε μια βαριά, δέρματος σαμουά, τσάντα από το μανδύα του και την απέθεσε στο τραπέζι.»
«Υπάρχουν τριακόσιες λίρες σε χρυσό και εφτακόσιες σε χαρτονομίσματα,» είπε.
Ο Χολμς έγραψε μια απόδειξη επί ενός φύλλου του σημειωματάριου του και του την παρέδωσε.
«Η διεύθυνση της δεσποινίδος;» ρώτησε.
«Είναι Οικία Μπριόνη, Λεωφόρος Σέρπεντιν, στο άλσος του Αγίου Ιωάννη.»
Ο Χολμς τη σημείωσε. «Μια ακόμη ερώτηση,» είπε. «Ήταν φωτογραφία κορνίζας;»
«Ήταν.»
«Τότε, καλή σας νύχτα, Μεγαλειότατε, και ευελπιστώ πως σύντομα θα έχουμε καλά νέα για εσάς. Και καληνύχτα, Γουώτσον,» πρόσθεσε, καθώς οι ρόδες της βασιλικής άμαξας κύλησαν στο δρόμο. «Αν έχεις την καλοσύνη να με επισκεφθείς αύριο στις τρεις θα ήθελα να συζητήσω το ζητηματάκι αυτό μαζί σου.»