10. Η Περιπέτεια του Ευγενή Εργένη (2)
«Εξαιρετική καλοσύνη εκ μέρους του Λόρδου Σαιντ Σάιμον να τιμήσει το κεφάλι μου τοποθετώντας στο ίδιο επίπεδο με το δικό του,» είπε ο Χολμς, γελώντας. «Πιστεύω πως θα έχω ένα ουίσκυ με σόδα και ένα πούρο έπειτα από όλη αυτή την αντεξέταση. Σχημάτισα τα συμπεράσματα μου όσον αφορά την υπόθεση προτού ο πελάτης μας εισέλθει στο δωμάτιο.»
«Αγαπητέ μου Χολμς!»
«Έχω σημειώσεις επί αρκετών παρόμοιων περιπτώσεων, μολονότι καμίας, όπως σχολίασα προηγουμένως, η οποία να ήταν τόσο άμεση. Η όλη μου εξέταση εξυπηρέτησε στο να μετατρέψει την εικασία σε βεβαιότητα. Τα συμπαρομαρτούντα στοιχεία είναι κατά περίπτωση εξαιρετικά πειστικά, όπως όταν βρεις μια πέστροφα στο γάλα, για να αναφερθώ στο παράδειγμα του Θορώ .
«Μα άκουσα όλα όσα άκουσες.»
«Δίχως, ωστόσο, τη γνώση των προϋπαρχόντων υποθέσεων οι οποίες με υπηρετούν τόσο καλά. Υπήρξε μια παράλληλη περίπτωση στην Αμπερντην πριν μερικά χρόνια, και κάτι με πολύ παρόμοιο στο Μόναχο την χρονιά του Γαλλοπρωσικού πολέμου. Είναι μια εξ αυτών των υποθέσεων—μα, όπα, να ο Λεστρέιντ! Καλησπέρα, Λεστρέιντ! Θα βρεις ένα έξτρα ποτήρι απάνω στο μπουφέ, και υπάρχουν πούρα στο κουτί.»
Ο υπηρεσιακός επιθεωρητής ήταν ντυμένος με μια πατατούκα και ένα κασκόλ, τα οποία του προσέδιδαν μια αλάθητα ναυτική εμφάνιση, και κουβαλούσε μια μαύρη χαρτονένια τσάντα στο χέρι του. Με ένα σύντομο χαιρετισμό κάθισε και άναψε το πούρο που του είχε προσφερθεί.
«Πως πάει, λοιπόν;» ρώτησε ο Χολμς με μια αναλαμπή στη ματιά του. «Δείχνεις δυσαρεστημένος.»
«Και νοιώθω δυσαρεστημένος. Πρόκειται για αυτή τη διαβολική υπόθεση του γάμου του Σαιντ Σάιμον. Δε βγάζω άκρη με αυτή την ιστορία.»
«Αλήθεια! Με εκπλήσσεις.»
«Ποιος άκουσε ποτέ για μια τόσο ανακατεμένη κατάσταση; Κάθε στοιχείο δείχνει να ξεγλιστρά μέσα από τα δάκτυλα μου. Δούλευα πάνω της όλη μέρα.»
«Και από ότι φαίνεται μούσκεμα σε έχει κάνει,» είπε ο Χολμς ακουμπώντας το χέρι πάνω στο μπράτσο της πατατούκας.
«Ναι, χτένιζα την Σέρπεντιν.»
«Για όνομα του θεού, για ποιο λόγο;»
«Ερευνώντας για το σώμα της Λαίδης Σαιντ Σάιμον.»
Ο Σέρλοκ Χολμς έγειρε πίσω στην καρέκλα του και γέλασε με την καρδιά του.
«Χτένισες την γούρνα του σιντριβανιού της πλατείας Τραφάλγκαρ;» ρώτησε.
«Πως; Τι εννοείς;»
«Επειδή έχεις εξίσου τις ίδιες πιθανότητες να βρεις την κυρία σε αυτό όσο και στο άλλο.»
Ο Λεστρέιντ έριξε μια θυμωμένη ματιά στο σύντροφο μου. «Υποθέτω πως τα γνωρίζεις όλα σχετικά,» γάβγισε.
«Βασικά, έμαθα απλώς μόλις τώρα τα γεγονότα, αλλά αποφάνθηκα ήδη.»
«Ω, αλήθεια! Τότε θεωρείς πως η Σέρπεντιν δεν παίζει κάποιο ρόλο στο ζήτημα;»
«Το θεωρώ πολύ απίθανο.»
«Τότε ίσως θα είχες την ευγένεια να μου εξηγήσεις τι είναι αυτό που βρήκαμε μέσα της;» Άνοιξε την τσάντα καθώς μίλησε, και άδειασε στο πάτωμα ένα νυφικό από μετάξι με ανταύγειες , ένα ζευγάρι λευκά σατέν παπούτσια και ένα νυφικό πέπλο, όλα ξεθωριασμένα και μουλιασμένο στο νερό. «Ορίστε,» είπε, τοποθετώντας μια βέρα στην κορυφή του σωρού. «Να το καρυδάκι που θα πρέπει να σπάσεις, Αφέντη Χολμς.»
«Ω, αλήθεια!» είπε ο φίλος μου, φυσώντας γαλαζωπά δακτυλίδια καπνού στον αέρα. «Τα έσυρες εδώ από τη Σερπεντιν;»
«Όχι. Βρέθηκαν να επιπλέουν κοντά στην άκρη από ένα φύλακα του πάρκου. Αναγνωρίσθηκαν ως τα ρούχα της, και έχω την εντύπωση πως αφού τα ρούχα ήταν εκεί το σώμα δε θα απέχει και πολύ.»
«Υπό την ίδια πνευματώδη συλλογιστική, το σώμα καθενός θα βρεθεί στην ίδια γειτονιά με τη γκαρνταρόμπα του. Και παρακαλώ που έλπιζες να καταλήξεις μέσω αυτού;»
«Σε κάποιο στοιχείο το οποίο να εμπλέκει την Φλόρα Μίλλαρ στην εξαφάνιση.»
«Φοβάμαι πως θα το βρεις δύσκολο.»
«Φοβάσαι, αλήθεια, δηλαδή;» φώναξε ο Λεστρέιντ με κάποια πικρία. «Φοβάμαι, Χολμς, πως δεν είσαι πολύ πρακτικός με τα συμπεράσματα και τις εικοτολογίες σου. Έκανες δυο γκάφες μέσα σε δυο λεπτά. Το φόρεμα όντως εμπλέκει την Δεσποινίδα Φλόρα Μίλλαρ.»
«Και πως;»
«Στο φόρεμα υπάρχει μια τσέπη. Στην τσέπη υπάρχει μια θήκη για κάρτες. Στη θήκη υπάρχει ένα σημείωμα. Και ορίστε το ίδιο το σημείωμα.» Το κοπάνησε κάτω στο τραπέζι εμπρός του. «Άκουσε αυτό : ‘Θα με συναντήσεις όταν όλα θα είναι έτοιμα. Έλα αμέσως. Φ.Χ.Μ.' Λοιπόν η θεωρία μου από την αρχή υπήρξε πως η Λαίδη Σαιντ Σάιμον παρασύρθηκε από την Φλόρα Μίλλαρ, και πως αυτή, με συνεργούς, αναμφίβολα, υπήρξε υπεύθυνη για την εξαφάνιση της. Εδώ, υπογεγραμμένο με τα αρχικά της, είναι το ίδιο σημείωμα το οποίο δίχως αμφιβολία διακριτικά σπρώχθηκε στο χέρι της στην πόρτα και το οποίο την έριξε στα χέρια τους.»
«Πολύ καλά, Λεστρέιντ,» είπε ο Χολμς, γελώντας. «Είσαι όντως εξαιρετικά ωραίος αλήθεια. Δώσε να το δω.» Πήρε το χαρτί με απαθή τρόπο, όμως η προσοχή του στη στιγμή καθηλώθηκε, και έβγαλε μια μικρή κραυγή ικανοποίησης. «Είναι όντως σημαντικό,» είπε.
«Αχα! Έτσι πιστεύεις;»
«Υπερβολικά. Σε συγχαίρω θερμά.»
Ο Λεστρέιντ σηκώθηκε στο θρίαμβο του και έγειρε το κεφάλι του για να δει. «Μα,» στρίγκλισε, «το κοιτάζεις από την ανάποδη!»
«Αντιθέτως, αυτή είναι η σωστή πλευρά.»
«Η σωστή πλευρά; Είσαι τρελός! Εδώ είναι το σημείωμα γραμμένο με μολύβι εδώ.»
«Και εδώ υπάρχει ότι παρουσιάζεται να αποτελεί απόκομμα ενός ξενοδοχειακού λογαριασμού, το οποίο κινεί το ενδιαφέρον μου βαθύτατα.»
«Δεν υπάρχει τίποτα σε αυτό. Το κοίταξα νωρίτερα,» είπε ο Λεστρέιντ. «'Οκτ. 4η, δωμάτια 8σ., πρωινό 2σ. 6δ., κοκτέιλ 1σ., γεύμα 2σ. 6δ. ποτήρι σέρρι 8δ.' Δε βρίσκω τίποτα σε αυτό.»
«Πιθανότατα όχι. Είναι πλέον σημαντικό, εξίσου. Όσο για το σημείωμα, είναι σημαντικό επίσης, ή τουλάχιστον τα αρχικά είναι, έτσι σε συγχαίρω και πάλι.»
«Ξόδεψα αρκετό χρόνο,» είπε ο Λεστρέιντ, καθώς σηκωνόταν. «Πιστεύω στη σκληρή δουλειά και όχι στο να κάθομαι πλάι στη φωτιά και να πλάθω ωραίες θεωρίες. Καλημέρα, Κύριε Χολμς, οπότε θα δούμε ποιος θα φτάσει στον πάτο του ζητήματος πρώτος.» Μάζεψε τα ρούχα, τα έριξε μέσα στην τσάντα, και έκανε για την πόρτα.
«Μόνο μια συμβουλή για σένα, Λεστρέιντ,» είπα αργά ο Χολμς, προτού ο ανταγωνιστής του εξαφανισθεί· «Θα σου πω την αληθινή λύση του ζητήματος. Η Λαίδη Σαιντ Σάιμον αποτελεί μύθο. Δεν υπάρχει, και ποτέ δεν υπήρξε, κάποιο τέτοιο πρόσωπο.»
Ο Λεστρέιντ κοίταξε θλιμμένα το σύντροφο μου. Κατόπιν στράφηκε σε μένα, χτύπησε το μέτωπο του τρεις φορές κούνησε το κεφάλι του βαριά, και έφυγε βιαστικά.
Μόλις είχε κλείσει την πόρτα πίσω του όταν ο Χολμς σηκώθηκε να βάλει το πανωφόρι του. «Υπάρχει κάτι σε αυτό που λέει ο τύπος σχετικά με την εξωτερική εργασία,» σχολίασε, «έτσι, πιστεύω, Γουώτσον, πως πρέπει να σε αφήσω με τις εφημερίδες σου για λίγο.»
Ήταν περασμένες πέντε όταν ο Σέρλοκ Χολμς με άφησε, όμως δεν πρόλαβα να νοιώσω μοναξιά, γιατί εντός μιας ώρας ήρθε ο άνθρωπος ενός ζαχαροπλάστη με ένα μεγάλο πλατύ επίπεδο κουτί. Το άνοιξε με την βοήθεια ενός νεαρού τον οποίον είχε φέρει μαζί του, και στη στιγμή, προς αφάνταστη έκπληξη μου, ένα εκλεκτό γευματάκι είχε στρωθεί επί του ταπεινού τραπεζιού του διαμερίσματος μας. Υπήρχαν κάνα δυο μπεκάτσες, ένας φασιανός, ένα pate de foie gra παρέα με παλαιά και αραχνιασμένα μπουκάλια. Έχοντας αποθέσει όλες αυτές τις πολυτελείς λιχουδιές, οι δυο επισκέπτες μου εξαφανίσθηκαν, σαν τα τζίνι των Αραβικών Νυχτών, δίχως κάποια εξήγηση εκτός του ότι τα πάντα ήταν πληρωμένα και είχαν παραγγελθεί για την παρούσα διεύθυνση.
Λίγο πριν τις εννέα ο Σέρλοκ Χολμς μπήκε φουριόζος στο δωμάτιο. Τα χαρακτηριστικά ήταν τραβηγμένα, εντούτοις υπήρχε μια λάμψη στο μάτι του η οποία μου έδωσε να καταλάβω πως δεν είχε απογοητευθεί στα συμπεράσματα του.
«Έστρωσαν το γεύμα, λοιπόν,» είπε, τρίβοντας τα χέρια του.
«Φαίνεται πως περιμένεις παρέα. Έστρωσαν για πέντε.»
«Ναι, φαντάζομαι πως ίσως να έχουμε λίγη περαστική παρέα,» είπε. «Ξαφνιάζομαι που ο Λόρδος Σαιντ Σάιμον δεν έχει έρθει ήδη. Αχα! Νομίζω πως ακούω τα βήματα του στις σκάλες.»
Ήταν όντως ο απογευματινός μας επισκέπτης εκείνος που μπήκε ορμητικά μέσα, ταλαντεύοντας τα γυαλιά του εντονότερα από ποτέ, και με μια ιδιαιτέρως προβληματισμένη έκφραση επί των αριστοκρατικών χαρακτηριστικών του.
«Ο αγγελιοφόρος μου σας βρήκε, λοιπόν;» ρώτησε ο Χολμς.
«Μάλιστα, και ομολογώ πως τα περιεχόμενα με αιφνιδίασαν υπέρμετρα. Έχετε έγκυρες πηγές για όσα δηλώνετε;»
«Τις καλύτερες δυνατές.»
Ο Λόρδος Σαιντ Σάιμον βυθίστηκε σε μια πολυθρόνα και πέρασε το χέρι του πάνω από το μέτωπο του.
«Τι θα πει ο Δούκας,» μουρμούρισε, «όταν ακούσει πως κάποιος εκ της οικογενείας του υπεβλήθη σε έναν τέτοιο εξευτελισμό;»
«Πρόκειται περί ενός απλούστατου τυχαίου γεγονότος. Δε θα επιτρέψω να υπάρξει ουδείς εξευτελισμός.»
«Αχ, βλέπετε τα ζητήματα από διαφορετική οπτική γωνία.»
«Αποτυγχάνω να δω γιατί κάποιος πρέπει να κατηγορηθεί. Δυσκολεύομαι να αντιληφθώ πως η κυρία θα μπορούσε να έχει ενεργήσει διαφορετικά, αν και ο παράλογος τρόπος που το έπραξε ήταν αναμφίβολα απαράδεκτος. Δίχως μητέρα, δεν είχε κανέναν για να τη συμβουλεύσει σε μια τέτοια κρίση.»
«Ήταν προσβολή, κύριε, μια δημόσια προσβολή,» είπε ο Λόρδος Σαιντ Σάιμον, χτυπώντας τα δάκτυλα του επί του τραπεζιού.
«Θα πρέπει να δείξετε επιείκεια για αυτό το καημένο κορίτσι, που βρέθηκε σε μια τόσο πρωτόγνωρη θέση.»
«Δε θα δείξω διόλου επιείκεια. Είμαι εξαιρετικά θυμωμένος, ειλικρινά, και χρησιμοποιήθηκα επαίσχυντα.»
«Νομίζω πως άκουσε ένα κουδούνι,» είπε ο Χολμς. «Ναι, ακούγονται βήματα από τις κεφαλόσκαλο. Αν δεν μπορώ να σας πείσω να λάβετε μια επιεική θέση επί του ζητήματος, Λόρδε Σαιντ Σάιμον, έφερα μια συνήγορο εδώ που ενδεχομένως να είναι περισσότερο επιτυχής.» Άνοιξε την πόρτα και άφησε να περάσουν μια κυρία και ένας κύριος. «Λόρδε Σαιντ Σάιμον,» είπε, «επιτρέψτε μου να σας συστήσω στον Κύριο και την Κυρία Φράνσις Χέϊ Μώλτον. Την κυρία, πιστεύω , πως την έχετε ήδη συναντήσει.»
Στη θέα των νεοφερμένων ο πελάτης μας είχε τιναχτεί από τη θέση και στεκόταν σφιγμένος, με τα μάτια χαμηλωμένα και το χέρι του στο στήθος της ρεντιγκότας του, η προσωποποίηση της θιγμένης αξιοπρέπειας. Η κυρία είχε κάνει ένα βιαστικό βήμα εμπρός και είχε απλώσει το χέρι της προς το μέρος του, αλλά ακόμη εκείνος αρνιόταν να σηκώσει τα μάτια του. Επρόκειτο περί της απόφασης του, ίσως, γιατί στο παρακλητικό της πρόσωπο ήταν δύσκολο να αντισταθείς.
«Είσαι θυμωμένος, Ρόμπερτ,» είπε. «Λοιπόν, φαντάζομαι πως έχεις κάθε λόγο να είσαι.»
«Παρακαλώ μην μου απολογείσαι,» είπε ο Λόρδος Σαιντ Σάιμον πικρά.
«Ω, ναι, γνωρίζω πως σου φέρθηκα πολύ άσχημα και πως θα έπρεπε να σου έχω μιλήσει πριν φύγω· όμως ήμουν κάπως τρομαγμένη, και από την ώρα που είδα τον Φρανκ εδώ ξανά απλά δεν ήξερα τι έκανα είτε τι έλεγα. Απορώ μονάχα πως δε λιποθύμησα εκεί μπροστά από το ιερό.»
«Μήπως, Κυρία Μώλτον, θα θέλατε εγώ κι ο φίλος μου να αφήσουμε το δωμάτιο καθόσον θα εξηγείτε το ζήτημα;»
«Αν επιτρέπεται να προσφέρω κάποια γνώμη,» σχολίασε ο ξένος κύριος, «είχαμε λίγο παραπάνω μυστικότητα σχετικά με την ιστορία αυτή ήδη. Εκ μέρους μου, θα ήθελα όλη η Ευρώπη και η Αμερική να μάθει τα καθέκαστα της. Ήταν ένας μικρόσωμος, νευρώδης, ηλιοκαμένος άντρας, καλοξυρισμένος, με έξυπνο πρόσωπο και δραστήρια συμπεριφορά.
«Τότε θα σας πω την ιστορία μας αμέσως,» είπε η κυρία. «Ο Φρανκ από εδώ και εγώ συναντηθήκαμε το '84 στον καταυλισμό του ΜακΚουάιρ, κοντά στα Βραχώδη, όπου ο μπαμπάς δούλευε ένα μερίδιο. Αρραβωνιαστήκαμε, ο Φρανκ και εγώ· όμως τότε μια μέρα ο πατέρας χτύπησε μια πλούσια φλέβα και έβγαλε ένα σωρό, ενώ ο κακομοίρης ο Φρανκ από εδώ είχε ένα μερίδιο που ξεθύμανε και δεν έβγαλε τίποτα. Όσο πλουσιότερος γινόταν ο μπαμπάς τόσο φτωχότερος γινόταν ο Φρανκ· έτσι τελικά ο μπαμπάς δεν ήθελε να ακούσει τίποτα για τη συνέχεια του αρραβώνα μας, και με πήρε μακριά στο ‘Σίσκο. Ο Φρανκ δε σήκωσε τα χέρια, όμως· έτσι με ακολούθησε εκεί, και με συνάντησε δίχως ο μπαμπάς να γνωρίζει τίποτα σχετικά. Μονάχα θα τον εκνεύριζε αν ήξερε, έτσι τα κανονίσαμε από μόνοι μας. Ο Φρανκ είπε πως θα έφευγε και θα έβγαζε λεφτά κι αυτός, και ποτέ δε θα γύριζε πίσω για να με ζητήσει αν δεν είχε τόσο πολλά όσο ο μπαμπάς. Έτσι τότε υποσχέθηκα να τον περιμένω ως το τέλος του χρόνου και υποσχέθηκα να μην παντρευτώ κανέναν για όσο ζούσε. ‘Γιατί να μην παντρευτούμε εδώ και τώρα, τότε,' λέει εκείνος, ‘και έπειτα να νοιώθω σίγουρος για σένα· και να μην πω ότι είμαι άντρας σου μέχρι να γυρίσω πίσω;' Λοιπόν, το κουβεντιάσαμε, και τα κανονίσαμε όλα τόσο ωραία, με έναν ιερωμένο ήδη εν αναμονή, ώστε το κάναμε επιτόπου· και έπειτα ο Φρανκ έφυγε για να αναζητήσει την τύχη του, και εγώ πήγα πίσω στον μπαμπά.»
«Την επόμενη φορά που άκουσα για τον Φρανκ ήταν πως βρισκόταν στην Μοντάνα, και έπειτα πως πήγε να ψάξει για μετάλλευμα στην Αριζόνα, και μετά άκουσα από εκείνον από το Νιου Μέξικο. Κατόπιν αυτού ήρθε μια μεγάλη ιστορία στην εφημερίδα σχετικά με το πώς ένας καταυλισμός μεταλλωρύχων είχε δεχθεί επίθεση από τους Ινδιάνους Απάτσι, και εκεί βρισκόταν το όνομα του Φρανκ μου μεταξύ των σκοτωμένων. Λιποθύμησα αμέσως, και ήμουν άρρωστη για μήνες μετά. Ο μπαμπάς σκέφτηκα πως είχα φθίση και με πήγε στους μισούς γιατρούς του ‘Σίσκο. Ούτε λέξη μαντάτων δεν ήρθε για χρόνο και πάνω, έτσι ώστε στιγμή δεν αμφέβαλα πως ήταν πραγματικά νεκρός. Τότε ο Λόρδος Σαιντ Σάιμον ήρθε στο ‘Σίσκο, και ήρθαμε στο Λονδίνο, και ένας γάμος κανονίστηκε, και ο μπαμπάς ήταν πολύ ικανοποιημένος, όμως ένοιωθα όλη την ώρα πως κανείς άντρας σε ετούτη τη γη δε θα ‘παιρνε τη θέση στην καρδιά μου που είχε δοθεί στον καημένο τον Φρανκ μου.»
«Ωστόσο, αν είχα παντρευτεί το Λόρδο Σαιντ Σάιμον, φυσικά θα είχα πράξει το καθήκον μου στο πλάι του. Δε μπορούμε να προστάξουμε την αγάπη μας, αλλά τις πράξεις μας μπορούμε. Πήγα στο ιερό μαζί του με την πρόθεση να γίνω η καλύτερη σύζυγος που θα γινόταν. Μα φανταστείτε τι ένοιωσα όταν, μόλις έφτασα στα κάγκελα του ιερού, κοίταξα πίσω και είδα τον Φρανκ να στέκεται και να με κοιτάζει από το πρώτο στασίδι. Σκέφτηκα αρχικά πως ήταν το φάντασμα του· όμως όταν κοίταξα ξανά εκεί βρισκόταν ακόμη, με κάποιου είδους απορίας στα μάτια του, σα να με ρωτούσαν αν χαιρόμουν ή λυπόμουν που τον έβλεπα. Απορώ πως δεν έπεσα. Ξέρω πως τα πάντα στριφογύριζαν, και τα λόγια του ιερωμένου έμοιαζαν με το βούισμα μιας μέλισσας στ αυτί μου. Δεν ήξερα τι να κάνω. Να σταματήσω την τελετή και να κάνω σκηνή μες την εκκλησία; Τον κοίταξα και πάλι, και φάνηκε να γνωρίζει τι σκεπτόμουν, γιατί σήκωσε ένα δάκτυλο στα χείλη του για να μου πει να μείνω ακίνητη. Τότε τον είδα να γράφει κάτι σε ένα κομμάτι χαρτιού, και ήξερα πως μου έγραφε ένα σημείωμα. Καθώς πέρασα από το στασίδι του έριξα το μπουκέτο μου προς το μέρος του, και εκείνος γλίστρησε το σημείωμα στο χέρι μου όταν μου επέστρεψε τα λουλούδια. Ήταν μόνο μια αράδα που μου ζητούσε να πάω κοντά του όταν μου έκανε σινιάλο. Φυσικά ποτέ δεν αμφέβαλα για μια στιγμή πως το πρώτο καθήκον μου πλέον ήταν προς εκείνον, και αποφάσισα να κάνω απλά ότι πρόσταζε.»
«Όταν γύρισα πίσω είπα στην υπηρέτρια μου, η οποία τον ήξερε στην Καλιφόρνια, και υπήρξε πάντοτε φίλη του. Την διέταξα να μη πει τίποτα, μα να ετοιμάσει μερικά πράγματα και το παλτό μου. Γνωρίζω πως θα έπρεπε να έχω μιλήσει στο Λόρδο Σαιντ Σάιμον, όμως ήταν τρομερά δύσκολο μπροστά στη μητέρα του, και όλους εκείνους τους σπουδαίους ανθρώπους. Απλά αποφάσισα να φύγω και να δώσω εξηγήσεις αργότερα. Δεν είχα κάτσει στο τραπέζι για δέκα λεπτά προτού δω τον Φρανκ έξω από το παράθυρο στην άλλη μεριά του δρόμου. Μου έκανε νόημα και έπειτα άρχισε να περπατά στο πάρκο. Ξεγλίστρησα, έβαλα τα ρούχα μου, και τον ακολούθησα, Κάποια γυναίκα ήρθε λέγοντας κάτι σχετικά με το Λόρδο Σαιντ Σάιμον σε μένα—όμως κατάφερα να της ξεφύγω και σύντομα πρόφτασα τον Φρανκ. Μπήκαμε σε μια άμαξα παρέα, και φύγαμε σε κάποιο διαμέρισμα που είχε κλείσει Γκόρντον Σκουέρ, και αυτός ήταν ο πραγματικός μου γάμος έπειτα από όλα αυτά τα χρόνιας αναμονής. Ο Φρανκ ήταν αιχμάλωτος ανάμεσα στους Απάτσι, είχε ξεφύγει, έρθει στο ‘Σίσκο, βρει πως τον είχα εγκαταλείψει για νεκρό και είχα φύγει στην Αγγλία, με ακολούθησε, και με είχε προφτάσει τελικά εκείνο το πρωινό του δεύτερου γάμου μου.»
«Το είδα σε μια εφημερίδα,» εξήγησε ο Αμερικάνος. «Ανέφερε το όνομα και την εκκλησία αλλά όχι το που έμενε η κυρία.»
«Τότε είχαμε μια κουβέντα σχετικά με το τι έπρεπε να κάνουμε, και ο Φρανκ ήταν αναφανδόν υπέρ της ειλικρίνειας, όμως ντρεπόμουν τόσο για όλα αυτά που ένοιωθα σα να ‘πρεπε να χαθώ και ποτέ να μη ξαναδώ κανέναν τους—απλά να ‘στελνα μια αράδα στο μπαμπά, ίσως, για να του φανερώσω πως ήμουν ζωντανή. Μου ήταν φριχτό να σκέφτομαι όλους εκείνους τους Λόρδους και τις Λαίδες να κάθονται γύρω από το γαμήλιο τραπέζι και να με περιμένουν να επιστρέψω. Έτσι ο Φρανκ πήρε τα νυφικά μου ρούχα και συμπράγκαλα και τα έκανε ένα δέμα, έτσι ώστε να μην μπορούν να εντοπισθούν, και τα πέταξε κάπου όπου κανείς δε θα τα έβρισκε. Πιθανότατα να είχαμε φύγει για το Παρίσι αύριο, μα αυτός ο καλός κύριος, ο Κύριος Χολμς, ήρθε από εμάς το απόγευμα, μολονότι πως μας βρήκε δεν μπορώ να το σκεφθώ, και μας έδειξε σαφέστατα και ευγενικά πως έκανα λάθος και πως ο Φρανκ είχε δίκιο, και πως θα θέταμε εαυτούς εν αδίκω αν ήμασταν τόσο κρυφοί. Κατόπιν προσφέρθηκε να μας δώσει μια ευκαιρία να μιλήσουμε στο Λόρδο Σαιντ Σάιμον μόνο του, και έτσι ήρθαμε ευθύς αμέσως στο διαμέρισμα του. Τώρα, Ρόμπερτ, τα έμαθες όλα, και λυπάμαι πολύ που σου έδωσα τόσο πόνο, και ελπίζω πως δεν με βλέπεις πολύ κακοπροαίρετα.»
Ο Λόρδος Σαιντ Σάιμον ουδόλως είχε χαλαρώσει την άκαμπτη στάση του, όμως είχε ακούσει με συνοφρυωμένο μέτωπο και με σφιγμένα χείλη τη μακριά αυτή αφήγηση.
«Με συγχωρείς,» είπε, «όμως δε συνηθίζω να συζητώ τις πλέον προσωπικές μου υποθέσεις δημοσίως.»
«Τότε δε θα με συγχωρήσεις; Δε θα σφίξουμε τα χέρια πριν να φύγω;»
«Ω, βεβαίως, αν θα σου προσέφερε κάποια χαρά.» Άπλωσε το χέρι του και ψυχρά έσφιξε εκείνο το οποίο του πρότεινε.
«Ήλπιζα,» πρότεινε ο Χολμς, «πως θα μας κάνατε παρέα σε ένα φιλικό γεύμα.»
«Πιστεύω πως με αυτό ζητάτε κάτι παραπάνω,» αποκρίθηκε η ευγένεια του. «Μπορεί να υποχρεώνομαι να ενδώσω στις πρόσφατες αυτές εξελίξεις, όμως είναι αδύνατον να αναμένεται πως θα διασκεδάσω σχετικά. Πιστεύω πως με την άδεια σας θα ευχηθώ σε όλους σας μια καληνύχτα.» Μας συμπεριέλαβε όλους σε μια σαρωτική υπόκλιση και αποχώρησε περήφανα από το δωμάτιο.
«Τότε ευελπιστώ πως εσείς τουλάχιστον θα με τιμήσετε με τη συντροφιά σας,» είπε ο Σέρλοκ Χολμς. «Αποτελεί πάντοτε χαρά μου να συναντώ έναν Αμερικάνο, Κύριε Μώλτον, γιατί είμαι ένας από εκείνους που πιστεύει πως η τρέλα μιας μοναρχίας και η αδεξιότητα ενός υπουργού σε περασμένους χρόνους δε θα αποτρέψει στα παιδιά μας από να αποτελέσουν κάποια ημέρα πολίτες της ίδια παγκόσμιας χώρας κάτω από μια σημαία η οποία θα αποτελείται εν μέρει εκ της Βρετανικής και της Αμερικανικής σημαίας.»
«Η υπόθεση υπήρξε ενδιαφέρουσα,» σχολίασε ο Χολμς, όταν οι επισκέπτες μας είχαν αποχωρήσει, «επειδή εξυπηρετεί στο να δείξει πολύ ξεκάθαρα πόσο απλή μια εξήγηση δύναται να είναι για μια υπόθεση η οποία εκ πρώτης όψης δείχνει πως είναι σχεδόν ανεξήγητη. Τίποτα δεν ήταν περισσότερο φυσικό από την ακολουθία των γεγονότων όπως περιγράφηκαν εκ της κυρίας, και τίποτα παραδοξότερο από την έκβαση όταν παρατηρηθεί, επί παραδείγματι από τον κ. Λεστρέιντ, της Σκότλαντ Γιαρντ.»
«Δεν έσφαλες διόλου, δηλαδή;»
«Εκ των αρχικών, δυο γεγονότα υπήρξαν ιδιαιτέρως εμφανή για μένα, το ένα πως η κυρία ήταν απολύτως πρόθυμη να υποβληθεί στην γαμήλια τελετή, το άλλο πως το είχε μετανιώσει εντός μερικών λεπτών εκ της επιστροφής της στο σπίτι. Προφανώς κάτι είχε προκύψει κατά τη διάρκεια του πρωινού, λοιπόν, για να την κάνει να αλλάξει γνώμη. Ποιο θα μπορούσε να είναι αυτό; Δε μπορεί να είχε μιλήσει σε κάποιον όταν βρισκόταν έξω, γιατί ήταν παρέα με το γαμπρό. Να είχε δει κάποιον, τότε; Αν είχε δει, θα έπρεπε να είναι κάποιος από την Αμερική επειδή είχε περάσει ένα τόσο σύντομο διάστημα σε ετούτη τη χώρα ώστε ήταν αδύνατον να έχει επιτρέψει σε κάποιον να αποκτήσει μια τόσο βαθιά επιρροή πάνω της ώστε η απλή θέα του να την έπειθε να αλλάξει τα σχέδια τόσο απόλυτα. Βλέπεις έχουμε ήδη φτάσει, από μια διαδικασία απόρριψης, στην ιδέα πως ίσως να είχε δει έναν Αμερικάνο. Τότε ποιος θα μπορούσε να είναι ο Αμερικάνος αυτός, και γιατί θα είχε μια τόσο μεγάλη επιρροή πάνω της; Ίσως να ήταν εραστής· ίσως να ήταν σύζυγος. Η νεότητα της, είχε, όπως γνώριζα, περάσει σε τραχιά μέρη και υπό ασυνήθιστες καταστάσεις. Μέχρι εκεί είχα φτάσει πριν ακόμη ακούσω την αφήγηση του Λόρδου Σαιντ Σάιμον. Όταν μας μίλησε για ένα άντρα σε ένα στασίδι, για την αλλαγή της συμπεριφοράς της νύφης, για ένα τόσο διάφανο τέχνασμα απόκτησης ενός σημειώματος όπως το ρίξιμο του μπουκέτου της, της προσφυγής της στην έμπιστη υπηρέτρια της, και της ιδιαιτέρως σημαντικής αναφοράς της στο ξεπέρασμα του εμποδίου —η οποία στη φρασεολογία των μεταλλωρύχων σημαίνει την απόκτηση κατοχής εκείνου που κάποιο άλλο άτομο είχε προηγουμένως δικαίωμα διεκδίκησης—η όλη κατάσταση κατέστην απολύτως σαφής. Το είχε σκάσει με έναν άντρα, και ο άντρας ήταν είτε εραστής είτε ένας προηγούμενος σύζυγος—οι πιθανότητες συνηγορούσαν υπέρ του τελευταίου.»
«Και πως στο καλό τους βρήκες;»
«Ίσως να ήταν δύσκολο, όμως ο φίλος Λεστρέιντ κρατούσε πληροφορία στα χέρια του την αξία της οποίας ούτε ο ίδιος δε γνώριζε. Τα αρχικά ήταν, φυσικά, υψίστης σημασίας, όμως ακόμη πιο πολύτιμο ήταν το να γνωρίζω πως εντός της εβδομάδος είχε διευθετήσει έναν λογαριασμό σε ένα εκ των πλέον εκλεκτών ξενοδοχείων του Λονδίνου.»
«Όμως πως επήγαγες το εκλεκτό;»
«Από τις εκλεκτές τιμές. Οχτώ σελήνια για ένα κρεβάτι και οχτώ πένες για ένα ποτήρι σέρι υπέδειξαν προς ένα εκ των πλέον ακριβών ξενοδοχείων. Δεν υπάρχουν πολλά στο Λονδίνο τα οποία να χρεώνουν αυτές τις τιμές. Στο δεύτερο το οποίο επισκέφθηκα στη λεωφόρο Νορθάμπερλαντ, έμαθα από εξέταση του βιβλίου πως ο Φράνσις Χ. Μώλτον, ένας Αμερικάνος κύριος, είχε φύγει μόλις την προηγούμενη ημέρα, και επιθεωρώντας τις αναφορές προς αυτόν, έπεσα στα ίδια ακριβώς αντικείμενα τα οποία είχα δει στο απόκομμα του λογαριασμού. Τα γράμματα του έπρεπε να προωθούνται στο 226 της Γκόρντον Σκουερ· έτσι κατά κει ταξίδεψα, και όντας αρκετά τυχερός ώστε να βρω το αγαπημένο ζευγάρι σπίτι, επιχείρησα να τους δώσω μια πατρική συμβουλή και να τους υποδείξω πως θα ήταν καλύτερα από κάθε άποψη να ξεκαθαρίσουν την θέση τους περισσότερο τόσο προς το ευρύ κοινό αλλά και συγκεκριμένα στο Λόρδο Σαίντ Σάιμον. Τους προσκάλεσα να τον συναντήσουν εδώ, και, όπως είδες, τον έκανα να τηρήσει το ραντεβού του.»
«Όμως δίχως κάποιο ιδιαιτέρως καλό αποτέλεσμα,» σχολίασα. «Η συμπεριφορά του ασφαλώς δεν ήταν ιδιαίτερα ευγενική.
«Α, Γουώτσον,» είπε ο Χολμς, χαμογελώντας, «ίσως ούτε κι εσύ να ήσουν τόσο ευγενικός, αν, έπειτα από όλους τους μπελάδες κόρτε και γάμου, βρισκόσουν στερημένος σε μια στιγμή από γυναίκα και περιουσία. Πιστεύω πως επιτρέπεται να κρίνουμε το Λόρδο Σαιντ Σάιμον εξαιρετικά σπλαχνικά και να ευχαριστήσουμε την τύχη μας που ποτέ δε θα υπάρξει περίπτωση να βρεθούμε στην ίδια θέση. Τράβα την καρέκλα σου και δώσε μου το βιολί μου, γιατί το μόνο πρόβλημα που απομένει να λύσουμε είναι πώς να περάσουμε αυτές τις μουντές φθινοπωρινές βραδιές.»