11. Η Περιπέτεια του Σμαραγδένιου Στέμματος (1)
Η Περιπέτεια του Σμαραγδένιου* Στέμματος
* (Σ. τ. Μ.) Beryl (Βήρυλλος) – Ελεύθερη απόδοση [Αναφορά Wikipedia]
«Χολμς,» είπα καθώς στεκόμουν κάποιο πρωινό στον εξώστη μας που έβλεπε στο δρόμο, «κοίτα έναν τρελό που έρχεται. Φαντάζει κάπως θλιβερό το γεγονός οι συγγενείς του να του επιτρέπουν να κυκλοφορεί έξω μόνος.»
Ο φίλος μου σηκώθηκε νωχελικά από την πολυθρόνα του και στάθηκε με τα χέρια στις τσέπες της ρόμπας του, κοιτώντας πάνω από τον ώμο μου. Ήταν ένα λαμπρό, ψυχρούτσικο Φλεβαριάτικο πρωινό, και το χιόνι της προηγούμενης ημέρας βρισκόταν ακόμη πυκνό στο έδαφος, λαμπυρίζοντας έντονα στο χειμωνιάτικο ήλιο. Από κάτω το κέντρο της οδού Μπέϊκερ είχε οργωθεί σε μια καφετιά ρίγα από την κίνηση, όμως σε κάθε μεριά και στις σωριασμένες άκρες των πεζοδρομίων παρέμενε ακόμη τόσο λευκό όπως όταν έπεσε. Το γκρίζο κράσπεδο είχε καθαριστεί και ξυστεί, ωστόσο ήταν ακόμη επικίνδυνα ολισθηρό, έτσι ώστε υπήρχαν λιγότεροι περαστικοί από ότι συνήθως. Πράγματι, από την κατεύθυνση του σταθμού Μετροπόλιταν κανείς δεν ερχόταν παρεκτός του μοναδικού κυρίου του οποίου η εκκεντρική συμπεριφορά είχε προσελκύσει την προσοχή μου.
Επρόκειτο περί ενός άντρα περί τα πενήντα, ψηλού, εύσωμου, και μεγαλοπρεπή, με ένα γεμάτο, εντόνως σημαδεμένο πρόσωπο και μια επιβλητική μορφή. Ήταν ντυμένος με σκουρόχρωμο εντούτοις πλούσιο στυλ, με μαύρη ρεντιγκότα, γυαλιστερό καπέλο, φίνες καφετιές γκέτες, και καλοραμμένο γκρίζο παντελόνι. Ωστόσο οι ενέργειες του έρχονταν σε παράλογη αντίθεση προς την αξιοπρέπεια του ντυσίματος και των χαρακτηριστικών του, διότι έτρεχε γοργά, με περιστασιακά πηδηματάκια, όπως κάνει ένας αποκαμωμένος άνθρωπος ο οποίος είναι ελάχιστα συνηθισμένος να υποβάλει σε δοκιμασία τα πόδια του. Καθώς έτρεχε τίναζε τα χέρια του πάνω κάτω, ταλαντεύοντας το κεφάλι του, και με το πρόσωπο του να μορφάζει στις πλέον ιδιόρρυθμες συσπάσεις.
«Τι στο καλό τρέχει μαζί του;» ρώτησα. «Κοιτάζει τα νούμερα των σπιτιών.»
«Πιστεύω πως έρχεται εδώ,» είπε ο Χολμς, τρίβοντας τα χέρια του.
«Εδώ;»
«Ναι· Θα έλεγα πως έρχεται να με συμβουλευθεί επαγγελματικά. Πιστεύω πως αναγνωρίζω τα συμπτώματα. Αχά. Δεν στα ‘λεγα εγώ;» Καθώς τελείωσε τα λόγια του, ο άντρας, φουσκώνοντας και ξεφυσώντας, όρμησε στην πόρτα μας και τράβηξε το κουδούνι ώσπου ολόκληρο το σπίτι αντηχούσε από τον ήχο.
Μερικές στιγμές αργότερα βρισκόταν στο δωμάτιο μας, ακόμη φουσκώνοντας, ακόμη χειρονομώντας, αλλά με ένα τόσο σταθερό βλέμμα θλίψης κι απόγνωσης στα μάτια του που τα χαμόγελα μας μετατράπηκαν στη στιγμή σε τρόμο και οίκτο. Για λίγο δε μπορούσε να αρθρώσει λέξη, αλλά ταλάντευε το σώμα του, και τράβαγε τα μαλλιά του σα κάποιος που είχε οδηγηθεί στα απόλυτα όρια της λογικής του. Τότε, ξάφνου, τινάχτηκε όρθιος και χτύπησε το κεφάλι του στον τοίχο με τέτοια δύναμη που και οι δυο μας πέσαμε πάνω του και τον τραβήξαμε στο κέντρο του δωματίου. Ο Σέρλοκ Χολμς τον έσπρωξε πίσω στην πολυθρόνα και, καθήμενος πλάι του, του χτύπησε φιλικά το χέρι και κουβέντιασε μαζί του με τον άνετο, καθησυχαστικό τόνο τον οποίο γνώριζε πολύ καλά πώς να αξιοποιεί.
«Ήρθατε να μου πείτε την ιστορία, για αυτό δεν ήρθατε;» είπε. «Είστε εξουθενωμένος από τη βιάση σας. Παρακαλώ σταθείτε λίγο μέχρι να συνέλθετε, και κατόπιν θα χαρώ ιδιαιτέρως να εξετάσω το πρόβλημα το οποίο θα μου θέσετε.»
Ο άντρας κάθισε για μια στιγμή ή και περισσότερο βαριανασαίνοντας, μαχόμενος ενάντια στην υπερένταση του. Κατόπιν σφούγγισε το μαντίλι του πάνω στο μέτωπο του, έσφιξε τα χείλη του, και έστρεψε το πρόσωπο του προς το μέρος μας.
«Δίχως αμφιβολία με θεωρείτε τρελό;» είπε.
«Αντιλαμβάνομαι πως αντιμετωπίζετε κάποιο σημαντικό πρόβλημα,» αποκρίθηκε ο Χολμς.
«Ένας θεός μόνο ξέρει πόσο σημαντικό! —ένα πρόβλημα το οποίο αρκεί για να μου αποστερήσει τη λογική μου, τόσο αναπάντεχο και τόσο τρομερό είναι. Το δημόσιο εξευτελισμό θα τον αντιμετώπιζα, παρότι είμαι άνθρωπος του οποίου ο χαρακτήρας ποτέ δεν έφερε ούτε ένα σπίλο. Η προσωπική δοκιμασία επίσης αποτελεί πεπρωμένο κάθε ανθρώπου· όμως και τα δυο συνάμα, και σε μια τόσο τρομερή μορφή, υπήρξαν αρκετά για να ταράξουν συθέμελα την ίδια μου την ψυχή. Επιπλέον, δεν είμαι εγώ μονάχα. Οι σπουδαιότεροι των ευγενών της χώρας πιθανόν να υποφέρουν εκτός αν κάποιος τρόπος βρεθεί έξω από αυτή τη φριχτή υπόθεση.»
«Παρακαλώ συγκρατηθείτε, κύριε,» είπε ο Χολμς, «και δώστε μου μια πλήρη αναφορά του ποιος είστε και του τι είναι αυτό που σας βρήκε.»
«Το όνομα μου,» απάντησε ο επισκέπτης μας, «είναι πιθανόν γνώριμο στα αυτιά σας. Είμαι ο Αλεξάντερ Χολντερ, της τραπεζικής φίρμας των Χολντερ και Στήβενσον, επί της οδού Θρεντνήντλ.»
Το όνομα μας ήταν όντως ακουστό καθώς άνηκε στον αρχαιότερο συνεταίρο του δεύτερου μεγαλύτερου ιδιωτικού τραπεζικού οίκου της πόλης του Λονδίνου. Τι να είχε συμβεί, λοιπόν, που να φέρει έναν εκ των επιφανέστερων πολιτών του Λονδίνου σε αυτή την πλέον αξιοθρήνητη κρίση; Περιμέναμε, όλο περιέργεια, ωσότου με άλλη μια προσπάθεια συνήρθε για να μας πει την ιστορία του.
«Θεωρώ πως ο χρόνος είναι πολύτιμος,» είπε· «κι αυτός είναι ο λόγος για τον όποιο έσπευσα εδώ όταν ο αστυνομικός επιθεωρητής πρότεινε να εξασφαλίσω την συνεργασία σας. Ήρθα στην οδό Μπέϊκερ με τον Υπόγειο και έσπευσα από εκεί πεζός, γιατί οι άμαξες πάνε αργά μέσα στο χιόνι αυτό. Για αυτό και ήμουν λαχανιασμένος, διότι είμαι άνθρωπος που ασκείται ελάχιστα. Νοιώθω καλύτερα πλέον, και θα παραθέσω τα γεγονότα ενώπιον σας όσο σύντομα κι εντούτοις όσο σαφέστερα δύναμαι. «Σας είναι, φυσικά, γνωστό πως σε μια επιτυχημένη τραπεζική επιχείρηση πολλά εξαρτώνται επί της ικανότητας μας να ανακαλύπτουμε αποδοτικές επενδύσεις για τα κεφάλαια μας καθώς και επί της αύξησης των γνωριμιών μας και του αριθμού των καταθετών μας. Μια εκ των πλέον προσοδοφόρων μορφών εκταμίευσης χρημάτων έρχεται υπό τη μορφή των δανείων, όπου η ασφάλεια είναι άμεμπτη. Πετύχαμε αρκετά προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση κατά τη διάρκεια των τελευταίων λίγων χρόνων, και υπάρχουν πολλές οικογένειες ευγενών στις οποίες έχουμε προκαταβάλει μεγάλα ποσά υπό την εγγύηση πινάκων, βιβλιοθηκών, ή ασημικών.»
«Χθες το πρωί καθόμουν στο γραφείο μου στην τράπεζα όταν μια κάρτα ήρθε σε μένα από έναν εκ των υπαλλήλων. Ξαφνιάστηκα όταν αντίκρισα το όνομα, διότι δεν επρόκειτο για κανέναν άλλο παρά—λοιπόν, ίσως ακόμη και σε εσάς καλύτερα να μη πω περισσότερα από ότι ήταν ένα όνομα το οποίο είναι πασίγνωστο σε ολόκληρη τη γη—ενός εκ των ανώτερων, ευγενέστερων, πλέον υψηλόβαθμων ονομάτων στην Αγγλία. Συγκλονίστηκα από την τιμή και επιχείρησα, όταν μπήκε, να το πω, όμως βούτηξε αμέσως στη δουλειά με τον αέρα ανθρώπου που επιθυμεί να τελειώσει συντόμως μια δυσάρεστη δουλειά.»
«'Κύριε Χόλντερ,' είπε, ‘πληροφορήθηκα πως συνηθίζετε να προκαταβάλετε χρήματα. '»
«'Η φίρμα το πράττει όταν η εγγύηση είναι επαρκής.' Απάντησα.»
«Μου είναι απολύτως σημαντικό,' είπε εκείνος, ‘να βρω 50,000 λίρες αμέσως. Θα μπορούσα, φυσικά, να δανειστώ ένα τόσο ασήμαντο πόσο στο δεκαπλάσιο από τους φίλους μου, όμως προτιμώ περισσότερο να το κάνω ένα επαγγελματικό θέμα και να φέρω εις πέρας την υπόθεση προσωπικά. Στην θέση μου κατανοείτε αμέσως πως είναι άκριτο να θέσω εαυτών υπό υποχρεώσεις. '»
«'Για πόσο καιρό, αν επιτρέπεται, θέλετε το ποσό;' Ρώτησα.»
«Την επόμενη Δευτέρα περιμένω ένα μεγάλο πόσο το οποίο μου οφείλεται, και σχεδόν βέβαια θα ξεπληρώσω όσα μου προκαταβάλετε, με οποιοδήποτε επιτόκιο θεωρείτε σωστό να χρεώσετε. Εντούτοις έχει μεγάλη σημασία για μένα τα χρήματα να πληρωθούν αμέσως. '»
«'Θα χαιρόμουν να το προκαταλάβω δίχως περαιτέρω διαπραγματεύσεις από την ίδια μου την τσέπη,' είπα, ‘αν το μέγεθος δεν ήταν μεγαλύτερο από όσο μπορεί να αντέξει. Αν, αφ' ετέρου, δεν το πράξω στο όνομα της φίρμας, τότε χάριν δικαιοσύνης προς το συνεταίρο μου οφείλω να επιμείνω, ακόμη και στην περίπτωση σας, πως κάθε επαγγελματική προφύλαξη πρέπει να ληφθεί. '»
«Θα προτιμούσα αφάνταστα να γίνει καθαυτό τον τρόπο,» είπε, σηκώνοντας την τετράγωνη μαύρη μαροκινή βαλίτσα την οποία είχε ακουμπήσει πλάι στην καρέκλα του. ‘Αναμφίβολα θα έχετε ακούσει για το Σμαραγδένιο Στέμμα;'»
«'Ένα εκ των πλέων ανεκτίμητων δημόσιων αποκτημάτων της αυτοκρατορίας,' είπα.»
«'Ακριβώς.' Άνοιξε τη βαλίτσα, και εκεί, τοποθετημένο σε απαλό, στο χρώμα της σάρκας, βελούδο, αναπαυόταν το θεσπέσιο κόσμημα το οποίο είχε κατονομάσει. «Υπάρχουν τριάντα εννέα σμαράγδια,' είπε, ‘και η τιμή του πλαισιώματος είναι ανυπολόγιστη. Η χαμηλότερη εκτίμηση θα έθετε την αξία του στέμματος στο διπλάσιο του ποσού το οποίο σας ζήτησα. Είμαι προετοιμασμένος να σας το αφήσω ως την εγγύηση μου. '»
«Πήρα την πολύτιμη βαλίτσα στα χέρια μου και κοίταξα με κάποια αμηχανία προς τον διαπρεπή πελάτη μου.»
«'Αμφιβάλετε για την αξία του;' Ρώτησε εκείνος.»
«'Καθόλου. Αμφιβάλω μονάχα—'»
«'Αν είναι πρέπων να το αφήσω. Μείνετε ήσυχος σχετικά. Ούτε που θα διανοούμουν να το πράξω αν δεν ήταν απολύτως βέβαιο πως θα ήμουν σε θέση εντός τεσσάρων ημερών να το επανακτήσω. Αποτελεί ένα απλό ζήτημα εθιμοτυπίας. Είναι η εγγύηση επαρκής;'»
«'Επαρκέστατη. '»
«Θα κατανοείτε, Κύριε Χόλντερ, πως σας δίνω μια ισχυρή απόδειξη της εμπιστοσύνης της όποιας σας έχω, θεμελιωμένης επί όλων όσων άκουσα για εσάς. Βασίζομαι πάνω σας ότι όχι μόνον θα φανείτε διακριτικός και θα αποφύγετε κάθε κουτσομπολιό επί του ζητήματος αλλά, υπεράνω όλων, θα ασφαλίσετε το στέμμα αυτό με κάθε δυνατή προφύλαξη επειδή δεν κρίνεται αναγκαίο να αναφέρω πως ένα ασύγκριτο δημόσιο σκάνδαλο θα προκαλείτο αν κάποιο κακό το έβρισκε. Κάθε ζημιά του θα ήταν σχεδόν εξίσου σοβαρή όσο και η πλήρη απώλεια του, γιατί δεν υπάρχουν σμαράγδια στον κόσμο ίδια για να ταιριάξουν μαζί τους, και θα ήταν αδύνατον να αντικατασταθούν. Το αφήνω σε εσάς, ωστόσο, με κάθε βεβαιότητα, και θα σας επισκεφθώ προσωπικά για αυτό το πρωί της Δευτέρας. '»
«Βλέποντας πως ο πελάτης ανυπομονούσε να φύγει, δεν είπα τίποτα άλλο μα, καλώντας τον ταμία μου, του έδωσα εντολή να καταβάλει πενήντα χαρτονομίσματα των 1000 λιρών. Όταν βρέθηκα και πάλι μόνος, ωστόσο, με την πολύτιμη θήκη να αναπαύεται επί του γραφείου εμπρός μου, δεν μπορούσα παρά να σκέφτομαι με κάποιο φόβο την αφάνταστη ευθύνη την οποία μου είχε μεταβιβάσει. Δεν ετίθετο αμφιβολία πως, όπως επρόκειτο περί εθνικού κτήματος, ένα φρικτό σκάνδαλο θα επακολουθούσε αν κάποια κακοτυχία του συνέβαινε. Ήδη μετάνιωνα που είχα δώσει την συγκατάθεση μου να το αναλάβω. Εντούτοις, ήταν πολύ αργά για να αλλάξει το ζήτημα πλέον, έτσι το κλείδωσα στο προσωπικό μου χρηματοκιβώτιο και στράφηκα και πάλι στην εργασία μου.»
«Ερχόμενο το βράδυ αισθάνθηκα πως θα ήταν απερισκεψία να αφήσω ένα τόσο πολύτιμο αντικείμενο στο γραφείο πίσω μου. Χρηματοκιβώτια τραπεζιτών είχαν παραβιασθεί παλαιότερα, και γιατί όχι και το δικό μου; Αν γινόταν, πόσο τρομερή θα ήταν η θέση στην οποία θα βρισκόμουν! Αποφάσισα, επομένως, πως για τις επόμενες λίγες ημέρες θα μετέφερα πάντοτε την θήκη μπρος και πίσω μαζί μου, έτσι ώστε να μην βρεθεί ποτέ εκτός της θέας μου. Με την πρόθεση αυτή, κάλεσα μια άμαξα και πήγα στο σπίτι μου στο Στρήτχαμ, μεταφέροντας το κόσμημα μαζί μου. Δεν ανέπνεα άνετα μέχρι το είχα ανεβάσει πάνω και το είχα κλειδώσει το γραφείο του δωματίου μου.»
«Και τώρα δυο λόγια για το σπιτικό μου, Κύριε Χολμς, γιατί επιθυμώ να καταλάβετε απολύτως την κατάσταση. Ο σταβλίτης και ο πορτιέρης μου κοιμούνται έξω από το σπίτι, και μπορούν να αφεθούν εντελώς εκτός. Έχω τρεις υπηρέτριες που μένουν μαζί μου αρκετά χρόνια και των οποίων η φερεγγυότητα είναι απολύτως υπεράνω υποψίας. Μια ακόμη, η Λούση Παρ, η βοηθός τραπεζοκόμου, βρίσκεται στην υπηρεσία μου μόλις μερικούς μήνες. Ήρθε με εξαιρετικές συστάσεις, ωστόσο, και ανέκαθεν μου προσέφερε ικανοποίηση. Είναι πολύ όμορφο κορίτσι και έχει προσελκύσει θαυμαστές η οποία κατά καιρούς τριγυρίζουν εκεί κοντά. Αποτελεί το μόνο μειονέκτημα το οποίο της βρήκαμε, όμως θεωρούμε πως είναι απολύτως καλό κορίτσι από κάθε άποψη.»
«Αυτά με τους υπηρέτες. Η οικογένεια μου η ίδια είναι τόσο μικρή που δεν θα μου πάρει πολύ να την περιγράψω. Είμαι χήρος και έχω μοναχογιό, τον Άρθουρ. Υπήρξε η απογοήτευση μου, Κύριε Χολμς—μια θλιβερή απογοήτευση. Δεν έχω αμφιβολία πως υπαίτιος είμαι εγώ. Ο κόσμος μου λέει πως τον χάλασα. Πιθανότατα να το έκανα. Όταν η αγαπημένη μου σύζυγος πέθανε ένοιωσα πως ήταν ο μόνος που είχα να αγαπώ. Δεν άντεχα να βλέπω το χαμόγελο να σβήνει στιγμή από το πρόσωπο του. Ποτέ δεν του αρνήθηκα χατίρι. Ίσως να ήταν καλύτερα και για τους δυο μας αν ήμουν αυστηρότερος, όμως είχα τις καλύτερες προθέσεις.»
«Αποτελούσε φυσικά την πρόθεση μου να με διαδεχθεί στη δουλειά, ωστόσο δεν έτυχε επιχειρηματικής κλίσης. Ήταν ασυγκράτητος, άστατος, και, να πω την αλήθεια, δεν θα μπορούσα να τον εμπιστευθώ στην διαχείριση μεγάλων χρηματικών ποσών. Όταν ήταν νέος έγινε μέλος μιας αριστοκρατικής λέσχης, και εκεί, έχοντας γοητευτικούς τρόπους, σύντομα ήταν φίλος ενός αριθμού ατόμων με μεγάλα πορτοφόλια και ακριβές συνήθειες. Έμαθε να παίζει πολλά στα χαρτιά και να σπαταλά χρήματα στον ιππόδρομο, μέχρι που είχε έρθει ξανά και ξανά σε μένα και με είχε εκλιπαρήσει να του δώσω μια προκαταβολή από το επίδομα του, ώστε να μπορέσει να διευθετήσει τα χρέη τιμής του. Προσπάθησε αρκετές φορές να ξεκόψει από την επικίνδυνη παρέα που έκανε, όμως κάθε φορά η επιρροή του φίλου του, του Σερ Τζωρτζ Μπέρνγουελ, αρκούσε να τον παρασύρει πίσω.»
«Και, αλήθεια, δε θα απορούσα που ένας τέτοιος άντρας όπως ο Σερ Τζωρτζ Μπέρνγουελ απόκτησε επιρροή πάνω του, διότι συχνά τον έφερνε σπίτι μου, και έπιασα τον εαυτό μου μετά δυσκολίας να αντιστέκεται στη γοητεία των τρόπων του. Είναι μεγαλύτερος από τον Άρθουρ, κοσμοπολίτης ως τα νύχια, που έχει πάει παντού, δει τα πάντα, έξυπνος συνομιλητής, και άνθρωπος εξαιρετικού προσωπικού κάλλους. Ωστόσο όταν τον σκέφτομαι ψύχραιμα, μακριά από το θελκτικό της παρουσίας του, νοιώθω πεπεισμένος από τον κυνικό του λόγο και το βλέμμα το οποίο έπιασα στα μάτια του πως πρόκειται περί άτομου που οφείλεται να αντιμετωπίζεται με ιδιαίτερη καχυποψία. Ταύτη εντύπωση έχω, και την ίδια, επίσης, έχει και η μικρή μου Μαίρη, που έχει την ξύπνια γυναικεία αντίληψη για κάποιον χαρακτήρα.»
«Και τώρα απομένει μόνο εκείνη να περιγραφεί. Είναι ανιψιά μου· όμως όταν ο αδελφός μου πέθανε προς πενταετίας και την άφησε μόνη στον κόσμο την υιοθέτησα, και την θεωρώ έκτοτε ως την κόρη μου. Αποτελεί την ηλιαχτίδα του σπιτικού μου—γλυκιά, στοργική, όμορφη, μια υπέροχη διαχειρίστρια και οικονόμος, και ωστόσο τόσο τρυφερή και μετρημένη και ευγενική όσο μια γυναίκα θα μπορούσε να είναι. Είναι το δεξί μου χέρι. Δεν ξέρω τι θα έκανα δίχως αυτήν. Σε ένα μόνο ζήτημα πήγε ενάντια στις επιθυμίες μου. Δυο φορές το αγόρι μου της ζήτησε να τον παντρευτεί, γιατί την αγαπά ένθερμα, όμως και τις δυο του αρνήθηκε. Πιστεύω πως αν κάποιος θα μπορούσε να τον τραβήξει στον σωστό δρόμο θα ήταν εκείνη, και πως ο γάμος του ίσως να του άλλαζε όλη του την ζωή· όμως πλέον, αλίμονο! Είναι πολύ αργά—πάρα πολύ αργά!»
«Τώρα, κ. Χολμς, γνωρίζετε τους ανθρώπους που ζουν κάτω από τη στέγη μου, και θα συνεχίσω με την θλιβερή μου ιστορία.»
«Όταν παίρναμε τον καφέ μας στο καθιστικό εκείνο το βράδυ έπειτα από το δείπνο, είπα στον Άρθουρ και τη Μαίρη την εμπειρία μου, και για τον πολύτιμο θησαυρό που είχαμε κάτω από τη στέγη μας, αποκρύπτοντας μόνον το όνομα του πελάτη μου. Η Λούση Παρ, που είχε φέρει τον καφέ, είχε, είμαι βέβαιος, φύγει από το δωμάτιο · όμως δεν θα έπαιρνα όρκο πως η πόρτα ήταν κλειστή. Η Μαίρη και ο Άρθουρ ενδιαφέρθηκαν αφάνταστα και θέλησαν να δουν το ξακουστό στέμμα, όμως σκέφτηκα πως ήταν καλύτερο να μην το πειράξω.»
«'Που το έβαλες;' ρώτησε ο Άρθουρ.»
«'Στο γραφείο μου,'» απάντησα.
«'Μάλιστα, ελπίζω ειλικρινά να μην ληστέψουν το σπίτι κατά τη διάρκεια της νύχτας.' Είπε εκείνος.
«'Είναι κλειδωμένο,' απάντησα.»
«'Ω, κάθε παλιό κλειδί θα ταιριάξει στο γραφείο. Όταν ήμουν μικρός το είχα ανοίξει ο ίδιος με το κλειδί της ντουλάπας. '»
«Συχνά είχε έναν αψήφιστο τρόπο να μιλάει, ώστε ελάχιστα συλλογίσθηκα αυτό που είπε. Με ακολούθησε στο δωμάτιο μου, ωστόσο, εκείνη τη νύχτα με μια εξαιρετικά σοβαρή έκφραση.»
«'Κοίτα, μπαμπά,' είπε με τα μάτια του χαμηλωμένα, ‘μπορείς να μου δώσεις 200 λίρες;'»
«'Όχι, δε μπορώ!' απάντησα κοφτά. ‘Υπήρξα υπερβολικά γενναιόδωρος μαζί σου από πλευράς χρημάτων. '»
«'Ήσουν πολύ ευγενικός,' είπε εκείνος, ‘όμως είναι να ανάγκη να βρω αυτά τα χρήματα, ειδάλλως ποτέ ξανά δεν θα μπορέσω να παρουσιαστώ στη λέσχη. '»
«'Και πολύ καλά θα κάνεις, μάλιστα!' κραύγασα.»
«'Ναι, μα δεν θα ήθελες να φύγω σαν ατιμασμένος,' είπε εκείνος. ‘Δεν θα άντεχα τον εξευτελισμό. Πρέπει να βρω τα χρήματα με κάποιο τρόπο, και αν δεν μου τα δώσεις, τότε θα πρέπει να βρω άλλο τρόπο. '»
«Ήμουν υπερβολικά θυμωμένος, γιατί επρόκειτο για την τρίτη του απαίτηση εντός του μήνα. ‘Δεν θα πάρεις ούτε φαρδίνι από μένα,»‘ φώναξα, στο οποίο υποκλίθηκε και βγήκε από το δωμάτιο δίχως άλλη λέξη.»
«Όταν είχε φύγει ξεκλείδωσα το γραφείο μου, βεβαιώθηκα πως ο θησαυρός μου ήταν ασφαλής, και το κλείδωσα και πάλι. Έπειτα έκανα το γύρο του σπιτιού για να δω πως όλα ήταν ασφαλισμένα—μια δουλειά την οποία αφήνω συνήθως στη Μαίρη αλλά την οποία συλλογίστηκα πως επίσης έπρεπε να εκτελέσω ο ίδιος το βράδυ εκείνο. Καθώς κατέβηκα τις σκάλες είδα την ίδια τη Μαίρη στο πλαϊνό παράθυρο της εισόδου, το οποίο έκλεισε και αμπάρωσε, καθώς πλησίασα.»
«'Πες μου, μπαμπά,' είπε, δείχνοντας, όπως σκέφθηκα, κάπως αναστατωμένη, ‘έδωσες άδεια στη Λούση, την υπηρέτρια, να βγει έξω απόψε;'»
«'Βεβαίως όχι. '»
«'Μόλις μπήκε μέσα από την πίσω πόρτα. Δεν έχω καμία αμφιβολία πως είχε πάει μόνο μέχρι την πλαϊνή πόρτα για να δει κάποιον, όμως πιστεύω πως δεν είναι καθόλου ασφαλές και πρέπει να σταματήσει. '»
«'Θα πρέπει να της μιλήσεις το πρωί, ή θα το κάνω εγώ αν προτιμάς. Είσαι σίγουρη πως τα πάντα είναι αμπαρωμένα;»
«'Απολύτως σίγουρη, μπαμπά. '»
«'Τότε, καληνύχτα.' Την φίλησα και πήγα στην κρεβατοκάμαρα μου και πάλι, όπου σύντομα είχα αποκοιμηθεί.»
«Προσπαθώ να σας πω όλα, κ. Χολμς, όσα ενδεχομένως να έχουν κάποια σχέση με την υπόθεση, όμως παρακαλώ πολύ να με ρωτήσετε επί όποιου σημείου δεν γίνομαι σαφής.»
«Αντιθέτως, η κατάθεση σας είναι εξαιρετικά σαφής.»
«Φθάνω σε ένα μέρος της ιστορίας μου τώρα στο οποίο θα ήθελα να ήμουν ιδιαιτέρως σαφής. Δεν κοιμάμαι υπερβολικά βαριά, και η έγνοια στο μυαλό μου έτεινε, αναμφίβολα, να με κάνει να κοιμηθώ πιο ελαφριά από ότι συνήθως. Περί τις δυο το πρωί, λοιπόν, ξύπνησα από κάποιο ήχο εντός του σπιτιού. Είχε διακοπεί προτού ξυπνήσω εντελώς, όμως είχε αφήσει με την εντύπωση πίσω του σαν ένα παράθυρο να είχε κλείσει απαλά κάπου. Έμεινα να αφουγκράζομαι με τα αυτιά μου τεντωμένα. Ξαφνικά, προς τρόμο μου, ακούστηκε ένα ευδιάκριτος ήχος από πατήματα που κινούνταν απαλά στο άλλο δωμάτιο. Σηκώθηκα από το κρεβάτι μου, με την καρδιά να πάλλεται από φόβο, και κοίταξα τον επισκέπτη του γραφείο μου.»
«'Άρθουρ!' ξεφώνησα, ‘κακούργε! Κλέφτη! Πως τολμάς να αγγίζεις το στέμμα;'»
«Το γκάζι ήταν μισαναμένο, και το δύστυχο αγόρι μου, ντυμένο μόνο με το πουκάμισο και το παντελόνι του, στεκόταν πλάι στο φως, κρατώντας το στέμμα στα χέρια του. Εμφανιζόταν να το τραβά με δύναμη, ή να το λυγίζει με όλη του τη δύναμη. Στην κραυγή του έπεσε από τα χέρια και χλόμιασε θανάσιμα. Το άρπαξα σηκώνοντας το και το εξέτασα. Μια από τις χρυσές άκρες, με τρία από τα σμαράγδια, έλειπαν.
«'Παλιάνθρωπε!' φώναξα, εκτός εαυτού από οργή. ‘Το κατέστρεψες! Με ατίμασες παντοτινά! Που είναι τα πετράδια που έκλεψες;'»
«'Έκλεψα;' Αναφώνησε.»
«'Ναι, κλέφτη!' Μούγκρισα, τραντάζοντας τον από τον ώμο.»
«'Δεν λείπει κανένα. Δε μπορεί να λείπουν,' είπε εκείνος.»
«Λείπουν τρία. Και ξέρεις που βρίσκονται. Θα πρέπει να σε αποκαλέσω και ψεύτη μαζί με το ληστή; Μήπως δε σε είδα να προσπαθείς να κόψεις κι άλλο κομμάτι;'»
«Αρκετά με τα όσα μου φόρτωσες σε χαρακτηρισμούς,' είπε εκείνος, ‘δε θα το υπομείνω άλλο πια. Δε θα πω ούτε λέξη για αυτό το θέμα, αφού επέλεξες να με προσβάλεις. Θα εγκαταλείψω το σπίτι το πρωί και θα τα βγάλω πέρα μόνος μου στον κόσμο. '»
«'Θα φύγεις στα χέρια της αστυνομίας!' φώναξα μισότρελος από θλίψη και οργή. ‘Θα βάλω να ερευνηθεί το ζήτημα μέχρι τέλους. '»
«'Δε θα μάθεις τίποτα από μένα,» είπε εκείνος με ένα πάθος τέτοιο όπως δε θα φανταζόμουν πως ήταν της ιδιοσυγκρασίας του. ‘Αν επιλέξεις να καλέσεις την αστυνομία, ας βρει η αστυνομία ότι θέλει. '»
«Την ώρα εκείνη ολόκληρο το σπίτι ήταν στο πόδι, γιατί είχα βάλεις τις φωνές στο θυμό μου . Η Μαίρη ήταν η πρώτη που έτρεξε στο δωμάτιο, και, στη θέα του στέμματος και του προσώπου του Άρθουρ, κατάλαβε πως είχε όλη η ιστορία και, με μια κραυγή, έπεσε κάτω αναίσθητη στο πάτωμα. Έστειλα την υπηρέτρια για να φέρει την αστυνομία και άφησα την έρευνα στα χέρια τους αμέσως. Όταν ο επιθεωρητής και ένα ένας αστυνόμος μπήκαν στο σπίτι, ο Άρθουρ, ο οποίος είχε σταθεί βλοσυρά με τα χέρια σταυρωμένα, με ρώτησα αν είχα σκοπό να τον κατηγορήσω για την κλοπή. Απάντησα πως είχε πάψει να αποτελεί προσωπικό θέμα, μα είχε καταστεί δημόσιο, αφού το κατεστραμμένο στέμμα αποτελούσε εθνική περιουσία. Ήμουν αποφασισμένος να γίνουν τα πάντα νόμιμα από κάθε άποψη.»
«'Τουλάχιστον,' είπε εκείνος, ‘δεν θα βάλεις να με συλλάβουν αμέσως. Θα ήταν προς όφελος σου όπως και δικό μου αν έφευγα από το σπίτι για πέντε λεπτά. '»
«'Έτσι ώστε να ξεφύγεις, ή ίσως να μπορέσεις να αποκρύψεις ότι έκλεψες,' είπα εγώ. Και τότε, συνειδητοποιώντας την τρομερή θέση στην οποία είχα έρθει, τον παρακάλεσα να συλλογισθεί πως όχι μόνο η τιμή μου αλλά και εκείνη ενός κατά πολύ σπουδαιότερου από εμένα διακυβευόταν· και πως απειλούσε να ξεσηκώσει ένα σκάνδαλο το οποίο θα συγκλόνιζε το έθνος. Θα μπορούσε να αποτρέψει όλα αν μου έλεγε τι είχε κάνει με τους τρεις λίθους που έλειπαν.»
«'Μπορείς εξίσου να αντιμετωπίσεις το ζήτημα,' είπα εγώ· ‘πως συνελήφθης έπ' αυτοφώρω, και καμία ομολογία δεν θα έκανε την ενοχή σου πιότερο ειδεχθή. Αν μόνο προβείς σε μια τέτοια αποκατάσταση εντός των δυνατοτήτων σου, λέγοντας μας που βρίσκονται τα σμαράγδια, όλα θα συγχωρεθούν και θα ξεχαστούν. '»
«'Κράτα τη συγχώρεση για εκείνους που τη ζητάνε,' απάντησε, στρεφόμενος μακριά μου με ένα μορφασμό περιφρόνησης. Είδα πως είχε (hardened) πολύ για να καταφέρουν τα όποια λόγια μου να τον επηρεάσουν. Δεν απέμενε παρά ένας και μόνο τρόπος. Κάλεσα τον επιθεωρητή και τον ανέθεσα στην προσωρινή τους κράτηση. Μια έρευνα διεξήχθη αμέσως όχι μόνο πάνω του αλλά τόσο στο δωμάτιο του όσο και σε κάθε άλλο μέρος του σπιτιού όπου θα μπορούσε να είχε κρύψει τα πετράδια· ωστόσο ούτε ίχνος τους δε βρέθηκε, ούτε το άθλιο παιδί άνοιξε το στόμα του παρόλες τις υποσχέσεις ή τις απειλές μας. Σήμερα το πρωί μεταφέρθηκε σε ένα κελί, και εγώ, έχοντας περάσει μέσα από όλες τις αστυνομικές τυπικότητες, έσπευσα από εδώ για να ικετεύσω να χρησιμοποιήσετε το ταλέντο σας στην επίλυση του ζητήματος. Η αστυνομία ομολόγησε ανοικτά πως επί του παρόντος δεν δύνανται να κάνουν το παραμικρό. Είστε ελεύθερος να προβείτε σε οποιαδήποτε έξοδα τα οποία θεωρείτε αναγκαία. Έχω ήδη προσφέρει μια αμοιβή 1000 λιρών. Θεέ μου, τι θα κάνω! Έχασα την τιμή μου, τα πετράδια μου, και το γιο μου σε μια νύχτα. Ω, τι θα κάνω!»
Έφερε το χέρι του στο πλάι του κεφαλιού του και κουνήθηκε μπρος πίσω, παρασυρμένος στον εαυτό του σα παιδί του οποίου η θλίψη δεν μπορεί να μπει σε λόγια.
Ο Σέρλοκ Χολμς απέμεινε σιωπηλός για μερικά λεπτά, με τα φρύδια του πλεγμένα και τα μάτια του καρφωμένα στη φωτιά.
«Δέχεστε αρκετό κόσμο;» ρώτησε.
«Κανέναν εκτός του συνεργάτη μου και της οικογένειας του και περιστασιακά κάποιου φίλου του Άρθουρ. Ο Σερ Τζωρτζ Μπέρνγουελ έχει έρθει αρκετές φορές τελευταίως. Κανείς άλλος, πιστεύω.»
«Βγαίνετε αρκετά στον κόσμο;»
«Ο Άρθουρ βγαίνει. Η Μαίρη και εγώ μένουμε σπίτι. Κανείς δεν νοιάζεται ιδιαίτερα.»
«Είναι ασυνήθιστο για ένα νεαρό κορίτσι.»
«Έχει συνεσταλμένο χαρακτήρα. Επιπλέον, δεν είναι τόσο πολύ νεαρή. Είναι είκοσι-τεσσάρων.»
«Το παρόν ζήτημα, από ότι μας λέτε, δείχνει να αποτέλεσε πλήγμα και για εκείνη επίσης.»
«Τρομερό! Έχει επηρεαστεί περισσότερο κι από μένα.»
«Δεν έχει κανείς εκ των δυο σας κάποια αμφιβολία όσον αφορά την ενοχή του γιου σας;»
«Πώς να έχουμε όταν τον αντίκρισα με τα ίδια μου τα μάτια με το στέμμα στα χέρια του.»
«Ελάχιστα το θεωρώ ως αποφασιστική απόδειξη. Υπήρχαν ζημιές στο εναπομείναν στέμμα;»
«Μάλιστα, ήταν στρεβλωμένο.»
«Δεν θεωρείτε, πως ίσως να προσπαθούσε να το ισιώσει;»
«Ο Θεός να σας ευλογεί! Κάνετε ότι μπορείτε για εκείνον και για εμένα. Όμως είναι βαρύ το φορτίο. Τι ήθελε εκεί σε τελική ανάλυση; Αν ο σκοπός του ήταν αθώος, γιατί δεν το είπε;»
«Ακριβώς. Και αν ήταν ένοχος, γιατί δεν επινόησε κάποιο ψέμα; Η σιωπή μου δίνει την εντύπωση πως αποτελεί ένα δίκοπο μαχαίρι. Υπάρχουν αρκετά ιδιάζοντα σημεία σχετικά με την υπόθεση. Τι σκέφτηκε η αστυνομία για τον θόρυβο που σας ξύπνησε από τον ύπνο σας;»
«Θεώρησαν πως ίσως να προκλήθηκε από τον Άρθουρ καθώς έκλεισε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας του.»
«Πιθανή ιστορία! Λες και ένας άνθρωπος που έχει βάλει σκοπό για έγκλημα θα κοπανούσε την πόρτα του ώστε να ξυπνήσει το σπίτι. Τι είπαν, τότε, σχετικά με την εξαφάνιση των πετραδιών;»
«Εξετάζουν ακόμη τα σανίδια και ελέγχουν τα έπιπλα με την ελπίδα να τα βρουν.»
«Σκέφτηκαν να κοιτάξουν έξω από το σπίτι;»
«Μάλιστα, επέδειξαν εξαιρετική ενεργητικότητα. Ολόκληρος ο κήπος έχει ήδη εξονυχιστικά εξετασθεί.»
«Τώρα, αγαπητέ μου κύριε,» είπε ο Χολμς, «δεν σας είναι εμφανές πλέον πως το εν προκειμένω ζήτημα έχει κάποια βαθύτερη εξήγηση από όσο ούτε εσείς αλλά ούτε η αστυνομία ήσασταν προδιατεθειμένοι εξαρχής να σκεφθείτε; Σας φάνηκε να αποτελεί μια απλή υπόθεση· σε μένα δείχνει υπέρμετρα σύνθετη. Λάβετε υπόψη σας τι εμπλέκεται εκ της θεώρησης σας. Υποθέτετε πως ο γιος σας βγήκε από το κρεβάτι του, πήγε, με μεγάλο ρίσκο, στο γραφείο σας, άνοιξε το έπιπλο, πήρε έξω το στέμμα, έσπασε με πολύ δύναμη ένα μικρό τμήμα του, πήγε σε κάποιο άλλο μέρος, έκρυψε τρία πετράδια από τα τριάντα-εννέα, με τέτοια δεξιοτεχνία ώστε κανείς να μην τα βρίσκει, και κατόπιν επέστρεψε με τα άλλα τριάντα-έξι στο δωμάτιο στο οποίο εξέθεσε εαυτών στον αφάνταστο κίνδυνο να ανακαλυφθεί. Σας ρωτώ τώρα, είναι μια τέτοια θεώρηση εύλογη;»
«Όμως τι άλλο υπάρχει;» φώναξε ο τραπεζίτης με μια χειρονομία απελπισίας. «Αν τα κίνητρα του ήταν αθώα, τότε γιατί δεν τα εξηγεί;»
«Αποτελεί καθήκον μας να το ανακαλύψουμε,» αποκρίθηκε ο Χολμς· «έτσι τώρα, αν μπορείτε, κ. Χόλντερ, θα ξεκινήσουμε για το Στρήτχαμ παρέα, και θα αφιερώσουμε μια ώρα στην κάπως προσεκτικότερη παρατήρηση των λεπτομερειών.»