11. Η Περιπέτεια του Σμαραγδένιου Στέμματος (2)
Ο φίλος μου επέμεινε να τους συνοδεύσω στην εξόρμηση τους, το όποιο ήμουν αρκετά πρόθυμος να κάνω, γιατί η περιέργεια μου και η συμπόνια μου είχαν βαθύτατα αναστατωθεί από την ιστορία την οποία είχαμε ακούσει. Ομολογώ πως η ενοχή του γιου του τραπεζίτη μου φαινόταν τόσο προφανής όσο και στον δύστυχο πατέρα του, μολονότι ακόμη είχα τέτοια πίστη στην κρίση του Χολμς που ένοιωθα πως πρέπει να υπάρχουν κάποια εδάφη για ελπίδα εφόσον δεν ήταν ικανοποιημένος με την παραδεκτή εξήγηση. Ελάχιστα μίλησε καθ' όλη τη διαδρομή προς το νότιο προάστιο, μα κάθισε με το σαγόνι του γερμένο στο στήθος του και το καπέλο του τραβηγμένο πάνω από τα μάτια του, βυθισμένος στις βαθύτερες των σκέψεων. Ο πελάτης μας φαινόταν να έχει αναθαρρήσει στην μικρή αναλαμπή ελπίδας η οποία του παρουσιαζόταν, και μάλιστα ξεκίνησε μια ψιλοκουβέντα μαζί μου σχετικά με τις επαγγελματικές του υποθέσεις. Ένα μικρό ταξίδι με το σιδηρόδρομο και ένα σύντομο περπάτημα μας έφεραν στο Φαίρμπανκ, την σεμνή κατοικία του μεγάλου επιχειρηματία.
Το Φαίρμπανκ αποτελούσε μια ευμεγέθη τετράγωνη οικία από λευκή πέτρα, που στεκόταν λιγάκι μακρύτερα από το δρόμο. Ένα διπλό ημικύκλιο για άμαξες, με μια χιονοσκέπαστη αυλή, εκτεινόταν μπροστά από τις δυο μεγάλες σιδερένιες πύλες που έκλειναν την είσοδο. Στη δεξιά πλευρά βρισκόταν ένα μικρό αλσύλλιο, το οποίο οδηγούσε σε ένα στενό μονοπάτι μεταξύ δυο κουρεμένων βατουλιών που εκτείνονταν από το δρόμο ως την πόρτα της κουζίνας, και σχημάτιζαν την είσοδο των εμπόρων. Στα αριστερά απλωνόταν ένα δρομάκι που οδηγούσε στους στάβλους, και δεν αποτελούσαν οι ίδιοι μέρος της έκτασης, αποτελώντας μέρος μιας δημόσιας, αν και ελάχιστα χρησιμοποιούμενης, λεωφόρου. Ο Χολμς μας άφησε να στεκόμαστε στην πόρτα και προχώρησε αργά τριγύρω από το σπίτι, διέσχισε την εμπρόσθια πλευρά, κατηφόρισε το μονοπάτι των εμπόρων, και έτσι κάνοντας το γύρο του κήπου πίσω από το δρόμο των στάβλων. Έλειψε για τόση ώρα ώστε ο κ. Χόλντερ κι εγώ πήγαμε στην τραπεζαρία και περιμέναμε πλάι στη φωτιά μέχρι να επιστρέψει. Καθόμασταν εκεί σιωπηλοί όταν η πόρτα άνοιξε και μια νεαρή κυρία μπήκε μέσα. Ήταν μάλλον άνω του μετρίου σε ύψος, λεπτή, με σκούρα μαλλιά και μάτια, τα οποία έδειχναν πιο σκούρα ενάντια στη απόλυτη χλομάδα του δέρματος της. Δεν πιστεύω πως είχα ποτέ μου δει μια τόσο θανατερή ωχρότητα στο πρόσωπο κάποιας γυναίκας. Τα χείλη της, επίσης, ήταν άχρωμα, όμως τα μάτια της ήταν φουσκωμένα από το κλάμα. Καθώς κινήθηκε αθόρυβα εντός του δωματίου μου έδωσε την εντύπωση μιας μεγαλύτερης αίσθησης θλίψης εκείνης που είχε επιδείξει ο τραπεζίτης το πρωί, και ήταν εντονότερη πάνω της καθώς ήταν προφανές πως επρόκειτο περί γυναίκας με ισχυρό χαρακτήρα, με εξαιρετική ικανότητα αυτοσυγκράτησης. Αγνοώντας την παρουσία μου, πήγε ευθύς στο θείο της και πέρασε το χέρι της πάνω από το κεφάλι με ένα γλυκό γυναικείο χάδι.
«Έδωσες οδηγίες να αφεθεί ελεύθερος ο Άρθουρ, έτσι δεν είναι, μπαμπά;» ρώτησε.
«Όχι, όχι, κορίτσι μου, το ζήτημα οφείλεται να ερευνηθεί μέχρι τέλους.»
«Μα είμαι τόσο βέβαιη πως είναι αθώος. Ξέρεις πως είναι τα γυναικεία ένστικτα. Ξέρω πως δεν έκανε κακό κανένα και πως θα μετανιώσεις που ενήργησες τόσο αυστηρά.»
«Γιατί μένει σιωπηλός, αφού είναι αθώος;»
«Ποιος ξέρει; Ίσως επειδή θύμωσε τόσο που τον υποπτεύθηκες.»
«Πώς να μην τον υποπτευόμουν, όταν στην πραγματικότητα τον είδα με το στέμμα στο χέρι του;»
«Όχου, μα το είχε μόνο πάρει για να το κοιτάξει. Ω, σε παρακαλώ, παρακαλώ, δέξου το λόγο μου πως είναι αθώος. Άσε το ζήτημα να περάσει και μη λες περισσότερα. Είναι τόσο τρομερό να συλλογιέμαι τον αγαπημένο μας Άρθουρ στην φυλακή!»
«Δεν θα το αφήσω να περάσει ωσότου τα πετράδια βρεθούν—ποτέ, Μαίρη! Η στοργή σου για τον Άρθουρ σε τυφλώνει στις τρομερές συνέπειες που έχει σε μένα. Αντί να αποσιωπήσω το ζήτημα, έφερα ένα κύριο από το Λονδίνο για να το ερευνήσει βαθύτερα.»
«Αυτός ο κύριος;» ρώτησε, γυρίζοντας να με κοιτάξει.
«Όχι, το φίλο του. Ήθελε να τον αφήσουμε μόνο. Κάνει τον γύρο του δρόμου των στάβλων τώρα.»
«Του δρόμου των στάβλων;» Ανασήκωσε τα σκούρα ματόκλαδα της. «Τι ελπίζει να βρει εκεί; Α! Υποθέτω, πως αυτός είναι. Ευελπιστώ, κύριε, να επιτύχετε να αποδείξετε, αυτό που είμαι βέβαιη πως είναι η αλήθεια, πως ο ξάδελφος μου ο Άρθουρ είναι αθώος από αυτό το έγκλημα.»
«Μοιράζομαι πλήρως τη γνώμη σας, και ελπίζω, μαζί σας, πως ίσως να το αποδείξουμε,» αντιγύρισε ο Χολμς, επιστρέφοντας στο χαλάκι για να βγάλει το χιόνι από τα παπούτσια του. «Πιστεύω πως έχω την τιμή να απευθύνομαι στην δεσποινίδα Μαίρη Χόλντερ. Θα μπορούσα να σας κάνω μια δυο ερωτήσεις;»
«Παρακαλώ κάντε, κύριε, αν είναι να βοηθήσει να ξεκαθαρίσει αυτή η φρικτή ιστορία.»
«Ακούσατε κάτι η ίδια την προηγούμενη νύχτα;»
«Τίποτα, ώσπου ο θείος μου άρχισε να μιλά δυνατά. Το άκουσα, και κατέβηκα.»
«Αμπαρώσατε τα παράθυρα και τις πόρτες την προηγούμενη νύχτα. Κλειδώσατε όλα τα παράθυρα;»
«Μάλιστα.»
«Ήταν όλα τους κλειδωμένα σήμερα το πρωί;»
«Μάλιστα.»
«Έχετε μια υπηρέτρια που έχει αγαπητικό; Πιστεύω πως αναφέρατε στον θείο σας την περασμένη βραδιά πως είχε βγει έξω για να τον δει;»
«Μάλιστα, και ήταν το κορίτσι που μας σερβίρισε στο καθιστικό, και η οποία πιθανόν να άκουσε τα σχόλια του θείου σχετικά με το στέμμα.»
«Καταλαβαίνω. Συμπεραίνετε πως ίσως να βγήκε έξω να το πει στο αίσθημα της, και πως οι δυο τους ενδεχομένως να σχεδίασαν την ληστεία.»
«Μα ποιο το όφελος όλων αυτών των ασαφών θεωριών,» φώναξε ο τραπεζίτης ανυπόμονα, «αφού σας είπα πως είδα τον Άρθουρ με το στέμμα στα χέρια του;»
«Σταθείτε λίγο, κ. Χόλντερ. Θα επανέρθουμε σε αυτό. Σχετικά με το κορίτσι, δεσποινίς Χόλντερ. Την είδατε να επιστρέφει από την πόρτα της κουζίνας, υποθέτω;»
«Μάλιστα· όταν πήγα να δω αν η πόρτα ήταν κλειδωμένη για τη νύχτα τη συνάντησα να ξεγλιστρά μέσα. Είδα και τον άντρα, επίσης, στο μισοσκόταδο.»
«Τον γνωρίζετε;»
«Ω, ναι! Είναι ο μανάβης που μας φέρνει τα λαχανικά. Το όνομα του είναι Φράνσις Πρόσπερ.»
«Στεκόταν,» είπε ο Χολμς, «στα αριστερά της πόρτας— δηλαδή, μακρύτερα στο μονοπάτι από όσο χρειάζεται για να φτάσεις την πόρτα;»
«Μάλιστα, εκεί ήταν.»
«Και πρόκειται περί ανθρώπου με ξύλινο πόδι;»
«Κάτι σα φόβος ξεπήδησε στα εκφραστικά μαύρα μάτια της νεαρής κοπέλας. «Μα, μοιάζετε σα κάποιος μάγος,» είπε. «Πως το ξέρατε αυτό;» Χαμογέλασε, όμως δεν υπήρξε κάποιο χαμόγελο προς απάντηση του δικού της, στο λεπτό, έντονο πρόσωπο του Χολμς.
«Θα χαιρόμουν πολύ αν μου επιτρέπατε να ανέβω πάνω,» είπε εκείνος. «Πιθανόν να θελήσω να βγω και πάλι έξω από το σπίτι. Ίσως καλύτερα να ρίξω μια ματιά στα κάτω παράθυρα προτού ανέβω πάνω.»
Έκανε το γύρο βιαστικά από το ένα στο άλλο, κάνοντας μονάχα μια στάση στο μεγάλο το οποίο έβλεπε από την είσοδο προς το δρόμο των στάβλων. Το οποίο άνοιξε και προέβη σε μια εξαιρετικά προσεκτική εξέταση του πρεβαζιού με το ισχυρό μεγεθυντικό φακό του. «Τώρα θα ανέβουμε πάνω,» είπε τελικά.
Το γραφείο του τραπεζίτη ήταν ένα λιτά επιπλωμένο δωμάτιο, με ένα γκρίζο χαλί, ένα μεγάλο έπιπλο γραφείο, και έναν μακρύ καθρέπτη. Ο Χολμς πήγε στο γραφείο πρώτα και εξέτασε επισταμένα την κλειδαριά.
«Ποιο κλειδί χρησιμοποιήθηκε για να ανοιχθεί;» ρώτησε.
«Εκείνο το οποίο ο γιος μου ο ίδιος υπέδειξε—εκείνο της ντουλάπας της αποθήκης.»
«Το έχετε εδώ;»
«Αυτό είναι πάνω στο τραπέζι.»
Ο Σέρλοκ Χολμς το πήρε και άνοιξε το γραφείο.
«Πρόκειται περί αθόρυβης κλειδαριάς,» είπε εκείνος. «Δεν είναι να απορεί κανείς που δε σας ξύπνησε. Η θήκη αυτή, υποθέτω, περιέχει το στέμμα. Θα πρέπει να το δούμε.» Άνοιξε την θήκη, και βγάζοντας έξω το διάδημα το απόθεσε επί του τραπεζιού. Επρόκειτο περί ενός θεσπέσιου δείγματος της κοσμηματοποιίας, και οι τριάντα-έξι λίθοι ήταν οι τελειότεροι που είχα δει ποτέ μου. Στην μια μεριά του στέμματος υπήρχε μια σπασμένη άκρη, όπου μια γωνιά που κρατούσε τρία πετράδια είχε αποσχιστεί.
«Τώρα, κ. Χόλντερ,» είπε ο Χολμς, «ορίστε η γωνία η οποία αντιστοιχεί σε εκείνη η οποία τόσο ατυχώς χάθηκε. Θα μπορούσα να σας ζητήσω να την σπάσετε;»
Ο τραπεζίτης οπισθοχώρησε με τρόμο. «Ούτε που θα διανοούμουν να το δοκιμάσω,» είπε.
«Τότε θα το κάνω εγώ.» Ο Χολμς ξαφνικά εφάρμοσε όλη του τη δύναμη πάνω του, ωστόσο δίχως αποτέλεσμα. «Το νοιώθω να ενδίδει λιγάκι,» είπε· «όμως, αν και είμαι εξαιρετικά δυνατός στα δάκτυλα, θα μου έπαιρνε πολύ ώρα να το σπάσω. Ένας συνηθισμένος άνθρωπος δεν θα μπορούσε να το κάνει. Τώρα, τι νομίζετε πως θα συνέβαινε αν όντως το έσπαζα, κ. Χόλντερ; Θα ακουγόταν ένας ήχος σαν πυροβολισμός. Μου λέτε πως όλα αυτά συνέβησαν σε απόσταση λίγων μέτρων από το κρεβάτι σας και δεν ακούσατε τίποτα;»
«Δεν ξέρω τι να σκεφθώ. Είμαι σε μαύρο σκοτάδι.»
«Όμως ίσως να γίνει κάπως πιο φωτεινό καθώς θα προχωράμε. Τι πιστεύετε, δεσποινίς Χόλντερ;»
«Ομολογώ πως ακόμη μοιράζομαι την αμηχανία του θείου μου.»
«Ο γιος δε φορούσε παπούτσια ή παντόφλες όταν τον είδατε;»
«Δεν φορούσε τίποτα άλλο παρεκτός του πουκάμισου και του παντελονιού του.»
«Σας ευχαριστώ. Είναι βέβαιο πως ευνοηθήκαμε με εξαιρετική τύχη κατά τη διάρκεια της έρευνας αυτής, και θα αποτελέσει προσωπικό μας λάθος αν δεν επιτύχουμε να ξεδιαλύνουμε το ζήτημα. Με την άδεια σας, κ. Χόλντερ, θα συνεχίσω τώρα την έρευνα μου έξω.»
Έφυγε μόνος, σε δική του παράκληση, γιατί εξήγησε πως κάθε άσκοπη πατημασιά ίσως να καθιστούσε το έργο του δυσκολότερο. Για μια ώρα ή και περισσότερο εργαζόταν, επιστρέφοντας τελικά με τα πόδια του βαριά από χιόνι και τα χαρακτηριστικά του τόσο αινιγματικά παρά ποτέ.
«Πιστεύω πως είδα πλέον όλα όσα υπάρχουν για να δω, κ. Χόλντερ.» είπε· «Θα σας υπηρετήσω καλύτερα επιστρέφοντας στα διαμερίσματα μου.»
«Μα τα πετράδια, κ. Χολμς. Που βρίσκονται;»
«Δεν μπορώ να γνωρίζω.»
Ο τραπεζίτης έσμιξε τα χέρια του. «Δεν θα τα ξαναδώ ποτέ!» φώναξε. «Και ο γιος μου; Μου προσφέρετε ελπίδες;»
«Η γνώμη δεν έχει αλλάξει από καμία άποψη.»
«Τότε, για όνομα του θεού, τι σκοτεινή δουλειά ήταν αυτή που διενεργήθηκε στο σπίτι μου χθες βράδυ;»
«Αν μπορείτε να με επισκεφθείτε στα διαμερίσματα μου επί της οδού Μπέϊκερ αύριο πρωί μεταξύ εννέα και δέκα θα χαρώ να κάνω ότι μπορώ για να το καταστήσω σαφέστερο. Όπως κατανοώ μου δίνεται το εν λευκώ να ενεργήσω εκ μέρους σας, υπό τον μόνο όρο να πάρω πίσω τα πετράδια, και πως δεν θέτετε κάποιο όριο στο ποσό το οποίο μπορώ να τραβήξω.»
«Θα έδινα και την περιουσία μου για να τα έχω πίσω.»
«Πολύ καλά. Θα επιληφθώ του ζητήματος από τώρα και έως τη στιγμή εκείνη. Αντίο· υπάρχει ένα ενδεχόμενο πως ίσως να περάσω από εδώ και πάλι πριν το βράδυ.»
Μου ήταν εμφανές πως η γνώμη του συντρόφου είχε σχηματιστεί όσον αφορά την υπόθεση, μολονότι ποια ήταν τα συμπεράσματα ήταν κάτι περισσότερο από ότι μπορούσα έστω κι αμυδρά να φανταστώ. Αρκετές φορές κατά την διάρκεια του ταξιδιού της επιστροφής προς το σπίτι αποπειράθηκα να τον βολιδοσκοπήσω επί του θέματος, όμως πάντοτε ξεγλιστρούσε σε κάποιο άλλο ζήτημα, μέχρι που τελικά τα παράτησα απελπισμένος. Δεν ήταν ακόμη τρεις όταν βρεθήκαμε και πάλι στα διαμερίσματα μας. Έσπευσε στο δωμάτιο του και είχε κατέβει σε λίγα λεπτά ντυμένος σαν κοινός χασομέρης. Με το γιακά του ανασηκωμένο, το φθαρμένο, φτωχικό παλτό του, το κόκκινο κασκόλ του, και τις ταλαιπωρημένες μπότες, αποτελούσε ένα τέλειο δείγμα της τάξης.
«Νομίζω πως είναι επαρκές,» είπε, κοιτώντας στον καθρέπτη πάνω από το τζάκι. «Μακάρι μονάχα να μπορούσες να έρθεις μαζί μου, Γουώτσον, όμως φοβάμαι πως δε γίνεται. Μπορεί να είμαι στο μονοπάτι του ζητήματος αυτού, είτε μπορεί να ακολουθώ χίμαιρες, ωστόσο σύντομα θα γνωρίζω τι από τα δυο. Ελπίζω πως ίσως να είμαι πίσω σε λίγες ώρες.» Έκοψε μια φέτα βοδινό από το κότσι πάνω στο μπουφέ, το έκλεισε μέσα σε δυο φέτες ψωμιού, και ρίχνοντας το πρόχειρο γεύμα στην τσέπη του ξεκίνησε την εξόρμηση του.
Είχα μόλις τελειώσει το τσάι μου όταν επέστρεψε, εμφανώς σε μεγάλα κέφια, στριφογυρνώντας μια παλιά μπότα, με ελαστικές επιστρώσεις στα πλαϊνά, στο χέρι του. Την έριξε σε μια γωνιά και έβαλε μια κούπα τσάι.
«Είπα να έρθω μια βόλτα όπως πέρναγα,» είπε. «Θα φύγω αμέσως.»
«Για πού;»
«Ω, για την άλλη μεριά της Δυτικής πλευράς. Ίσως να περάσει αρκετή ώρα προτού επιστρέψω. Μην με περιμένεις σε περίπτωση που αργήσω.»
«Πως τα πας;»
«Ω, έτσι και έτσι. Κανένα παράπονο. Είχα πάει στο Στρήτχαμ από τότε που σε είδα τελευταία, όμως δεν επισκέφθηκα το σπίτι. Πρόκειται για ένα πολύ γλυκό προβληματάκι, και δεν θα το ‘χανα σχεδόν για τίποτα. Ωστόσο, δεν πρέπει να κάθομαι εδώ κουτσομπολεύοντας, αλλά πρέπει να βγάλω αυτά τα επαίσχυντα ρούχα από πάνω και να επιστρέψω στον καθωσπρέπει εαυτό μου.»
Έβλεπα από τη συμπεριφορά του πως είχε πιο ισχυρούς λόγους ικανοποίησης από όσο τα ίδια του τα λόγια υπονοούσαν. Τα μάτια του έλαμπαν, και υπήρχε ακόμη και μια ιδέα χρώματος στα χλωμά του μάγουλα. Βιαστικά ανέβηκε πάνω, και μερικές στιγμές αργότερα άκουσα το χτύπημα της εξώπορτας, το οποίο μου είπε πως είχε φύγει για μια ακόμη φορά στο ευχάριστο κυνήγι του.
Περίμενα ως τα μεσάνυχτα, όμως δεν υπήρχε ίχνος επιστροφής του, έτσι αποσύρθηκα στο δωμάτιο μου. Δεν ήταν ασύνηθες για εκείνο να λείπει για μέρες και νύχτες απανωτά όταν βρισκόταν στο κατόπι κάποιου ίχνους, έτσι ώστε αυτή του η αργοπορία δεν μου προξένησε καμία έκπληξη. Δεν γνωρίζω ποια ώρα ήρθε, όμως όταν κατέβηκα για πρόγευμα το πρωί, ήταν εκεί με μια κούπα καφέ στο ένα χέρι και την εφημερίδα στο άλλο, τόσο φρέσκος και ξεκούραστος όσο γινόταν.
«Να με συγχωρείς που άρχισα χωρίς εσένα, Γουώτσον,» είπε, «όμως θα θυμάσαι πως ο πελάτης μας έχει μάλλον ένα πρωινό ραντεβού σήμερα το πρωί.»
«Μα, είναι περασμένες εννέα,» απάντησα. «Δεν θα εκπλησσόμουν αν ήταν αυτός. Νομίζω πως άκουσα ένα κουδούνισμα.»
Ήταν όντως, ο φίλος μας ο επιχειρηματίας.
Κλονίστηκα από την αλλαγή που είχε επέλθει πάνω του, γιατί το πρόσωπο του το οποίο ήταν εκ φύσεως από πλατύ και συμπαγές καλούπι, ήταν πλέον στενεμένο και μαζεμένο, ενώ τα μαλλιά του μου φάνηκαν τουλάχιστον μια ιδέα πιο λευκά. Μπήκε με μια κόπωση και νωχελικότητα η οποία ήταν ακόμη πιο επώδυνη από την βιαιότητα του προηγούμενο πρωινού, και έπεσε βαριά σε μια πολυθρόνα την οποία έσπρωξα για εκείνον.
«Δεν ξέρω τι έκανα για δοκιμάζομαι τόσο αυστηρά,» είπε. «Μόλις δυο μέρες πριν ήμουν ένας ευτυχισμένος και επιτυχημένος άνθρωπος, δίχως μια έγνοια στον κόσμο. Τώρα απόμεινα σε ένα μοναχικό κι ατιμασμένο γήρας. Η μια θλίψη έρχεται στο κατόπι της άλλης. Η ανιψιά μου, η Μαίρη, με εγκατέλειψε.»
«Σας εγκατέλειψε;»
«Μάλιστα. Το κρεβάτι σήμερα το πρωί δεν είχε χρησιμοποιηθεί, το δωμάτιο της ήταν άδειο, και ένα σημείο προς εμένα βρισκόταν στο τραπέζι της εισόδου. Της είχα πει το περασμένο βράδυ, από θλίψη κι όχι από θυμό, πως αν είχε παντρευτεί το αγόρι μου μπορεί όλα να ήταν καλά για εκείνον. Ίσως να ήταν απερισκεψία εκ μέρους να το πω. Στο σχόλιο αυτό αναφέρεται στο σημείωμα της:
«'ΠΟΛΥΑΓΑΠΗΜΕΝΕ ΜΟΥ ΘΕΙΕ:— Νοιώθω πως σου φόρτωσα προβλήματα, και πως αν είχα πράξει διαφορετικά η τρομερή αυτή κακοτυχία ίσως να μην είχε ποτέ συμβεί. Δεν μπορώ, με τη σκέψη αυτή στο μυαλό μου, ποτέ ξανά να είμαι ευτυχισμένη κάτω από τη στέγη σου, και νοιώθω πως πρέπει να σε αφήσω για πάντα. Μην ανησυχείς για το μέλλον μου, γιατί όλα έχουν προνοηθεί· και, πάνω από όλα, μην ψάξεις για μένα, γιατί θα αποτελέσει ένα άκαρπο έργο και μια (ill-service) προς εμένα. Στη ζωή ή στο θάνατο, είμαι παντοτινά η αγαπημένη σου Μαίρη. '»
«Τι θα μπορούσε να εννοεί με αυτό το μήνυμα, κ. Χολμς; Νομίζετε πως υπονοεί την αυτοκτονία;»
«Όχι, όχι, τίποτα τέτοιο. Πρόκειται ίσως για την απλούστερη λύση. Πιστεύω, κ. Χόλντερ, πως πλησιάζετε στο τέλος των προβλημάτων σας.»
«Αχα! Λέτε! Κάτι ακούσατε, κ. Χολμς· κάτι μάθατε! Που είναι τα πετράδια;»
«Δε θα θεωρούσατε πως 1000 λίρες το κομμάτι ένα υπερβολικό ποσό για αυτά;»
«Θα πλήρωνα δέκα.»
«Δεν θα ήταν αναγκαίο. Τρεις χιλιάδες θα καλύψουν το ζήτημα. Και υπάρχει και μια μικρή αμοιβή, φαντάζομαι. Έχετε το καρνέ επιταγών σας; Ορίστε μια μένα. Καλύτερα γράψτε την για 4000 λίρες.»
Με μια σαστισμένη έκφραση ο τραπεζίτης συμπλήρωσε την απαιτούμενη επιταγή. Ο Χολμς προχώρησε ως το γραφείο του, έβγαλε ένα μικρό τριγωνικό κομμάτι χρυσού με τρία πετράδια πάνω του, και το έριξε πάνω στο τραπέζι.
Με μια κραυγή χαράς ο πελάτης μας το άρπαξε σηκώνοντας το.
«Το έχετε!» είπε με κομμένη ανάσα. «Σώθηκα! Σώθηκα!»
Η αντίδραση της χαράς ήταν τόσο θερμή όσο ήταν η θλίψη του, και αγκάλιασε τα ανακτημένα πετράδια στο στήθος του.
«Υπάρχει ακόμη ένα πράγμα το οποίο οφείλετε, κ. Χόλντερ,» είπε ο Σέρλοκ Χολμς κάπως αυστηρά.
«Οφείλω!» Ανασήκωσε μια πένα. «Κατονομάστε το ποσό, και εγώ θα το πληρώσω.»
«Όχι, το χρέος δεν είναι προς εμένα. Οφείλετε μια ταπεινή συγνώμη σε εκείνο το ευγενικό παλικάρι, το γιο σας, ο οποίος έφερε εις πέρας το ζήτημα όπως θα ήμουν περήφανος να δω το γιο μου να κάνει, αν ποτέ έχω την τύχη να αποκτήσω.»
«Τότε δεν ήταν ο Άρθουρ εκείνος που τα πήρε;»
«Σας είπα χθες, και το επαναλαμβάνω σήμερα, πως δεν ήταν.»
«Είστε βέβαιος για αυτό! Τότε ας σπεύσουμε κοντά του αμέσως να του πούμε πως η αλήθεια έγινε γνωστή.»
«Το γνωρίζει ήδη! Όταν τα είχα ξεκαθαρίσει όλα είχα μια κουβέντα μαζί του, και βρίσκοντας πως δεν ήθελε να μου πει την ιστορία, του την είπα, και αναγκάστηκε να ομολογήσει πως είχα δίκιο και να προσθέσει τις ελάχιστες λεπτομέρειες οι οποίες δεν μου είχαν ακόμη κατασταθεί σαφείς. Τα πρωινά μαντάτα σας, εντούτοις, ίσως να ανοίξουν τα χείλη του.»
«Για όνομα του θεού, πείτε μου, ποιο είναι το εξαιρετικό αυτό μυστήριο!»
«Θα το πράξω, και θα σας παρουσιάσω τα βήματα υπό τα οποία κατέληξα εκεί. Και να σας πω, αρχικά, αυτό το οποίο είναι δυσκολότερο για μένα να πω και για εσάς να ακούσετε: υπήρχε μια ιδιαίτερη σχέση μεταξύ του Σερ Τζωρτζ Μπερνγουέλ και της Μαίρης, της ανιψιάς σας. Το έσκασαν μαζί.»
«Η Μαίρη μου; Αδύνατον!»
«Είναι δυστυχώς περισσότερο από πιθανό· είναι βέβαιο. Ούτε εσείς ούτε ο γιος σας γνώριζε τον πραγματικό χαρακτήρα αυτού του ανθρώπου όταν τον δεχτήκατε στους κόλπους της οικογενείας σας. Πρόκειται για έναν εκ των πλέον επικίνδυνων ανθρώπων στην Αγγλία—έναν κατεστραμμένο χαρτοπαίκτη, ένα εντελώς απελπισμένο κακοποιό, έναν άντρα δίχως καρδιά και συνείδηση. Η ανιψιά σας δε γνώριζε τίποτα για αυτούς τους ανθρώπους. Όταν της ψιθύρισε τους όρκους του προς εκείνη, όπως είχε κάνει και σε εκατοντάδες άλλες πριν από αυτήν, ένοιωσε κολακευμένη πως εκείνη μονάχα είχε αγγίξει την καρδιά του. Ο διάβολος γνωρίζει καλύτερα τι είπε, παρά ταύτα μετατράπηκε σε όργανο του και συνήθιζε να τον βλέπει σχεδόν κάθε βράδυ.»
«Δε μπορώ, και δεν πρόκειται να το πιστέψω!» φώναξε ο τραπεζίτης με ένα πρόσωπο που είχε γίνει σταχτί.
«Θα σας αναφέρω, τότε, τι συνέβη στο σπίτι σας την περασμένη νύχτα. Η ανιψιά σας, όταν, όπως φανταζόταν, είχατε πάει στο δωμάτιο σας, κατέβηκε κάτω και μίλησε με τον εραστή της μέσω του παραθύρου που βλέπει στο δρόμο των στάβλων. Οι πατημασιές είχε πατηθεί καλά μέσα στο χιόνι, τόσο που είχε σταθεί εκεί. Του μίλησε για το στέμμα. Η μοχθηρή του λαγνεία για χρυσάφι αναζωπυρώθηκε στα νέα, και την υπέταξε στη θέληση του. Δεν αμφιβάλλω πως σας αγαπούσε, όμως υπάρχουν γυναίκες στις οποίες η αγάπη του εραστή σβήνει κάθε άλλη αγάπη, και πιστεύω πως θα πρέπει να άνηκε σε αυτές. Είχε μόλις ακούσει τις οδηγίες του όταν σας είδε να κατεβαίνετε τις σκάλες, στο οποίο και έγκλεισε βιαστικά το παράθυρο και σας μίλησε για την αποκοτιά μιας εκ των υπηρετριών με τον ξυλοπόδαρο αγαπημένο της, το οποίο ήταν απολύτως αληθινό.»
«Το αγόρι σας, ο Άρθουρ, πήγε για ύπνο κατόπιν της συζήτησης σας όμως έκανε άσχημο ύπνο εξαιτίας της ανησυχίας του για τα χρέη της λέσχης. Μέσα στη νύχτα άκουσε ένα απαλό πάτημα να προσπερνά την πόρτα του, έτσι σηκώθηκε και, κοιτώντας έξω, ξαφνιάστηκε βλέποντας την εξαδέλφη του να περπατά πατητά διασχίζοντας το διάδρομο ώσπου χάθηκε μέσα στο γραφείο σας. Κοκάλωσε από κατάπληξη. Σύντομα βγήκε από το δωμάτιο και πάλι, και στο φως της λάμπας του διαδρόμου ο γιος σας είδε πως μετέφερε το πολύτιμο στέμμα στα χέρια της. Κατέβηκε τις σκάλες, και εκείνος, αναστατωμένο από τρόμο, ακολούθησε τρέχοντας και γλίστρησε πίσω από την κουρτίνα κοντά στην πόρτα, από όπου έβλεπε τι εξελισσόταν στην είσοδο από κάτω. Την είδε να ανοίγει αθόρυβα το παράθυρο, να δίνει το στέμμα σε κάποιον στο μισοσκόταδο, και κατόπιν κλείνοντας και πάλι να σπεύδει πίσω στο δωμάτιο της, περνώντας πολύ κοντά στο σημείο που στεκόταν πίσω από την κουρτίνα.»
«Καθόσον βρισκόταν στο σκηνικό δεν μπορούσε να προβεί σε καμία ενέργεια δίχως μια φρικτή έκθεση της γυναίκας την οποία αγαπούσε. Όμως τη στιγμή που εκείνη είχε φύγει συνειδητοποίησε πόσο συντριπτική δυστυχία θα αποτελούσε για εσάς, και πόσο σημαντικό έναντι όλων ήταν να το διορθώσει. Έτρεξε κάτω, όπως ήταν, με τα ξυπόλυτα πόδια του, άνοιξε το παράθυρο, πήδηξε στο χιόνι, και κατηφόρισε τρέχοντας στο δρόμο, όπου διέκρινε μια σκοτεινή φιγούρα στο φεγγαρόφωτο. Ο Σερ Τζωρτζ Μπέρνγουελ προσπάθησε να ξεφύγει, όμως ο Άρθουρ τον έπιασε, και υπήρξε μια πάλη μεταξύ τους, το παλικάρι σας να τραβά από την μια μεριά του στέμματος, και ο αντίπαλος του από την άλλη. Στη συμπλοκή, ο γιος σας χτύπησε τον Σερ Τζωρτζ και τον έκοψε πάνω από το μάτι. Τότε κάτι ξαφνικά έσπασε, και ο γιος σας, ανακαλύπτοντας πως είχε το στέμμα στα χέρια του, έτρεξε πίσω, έκλεισε το παράθυρο, ανέβηκε στο δωμάτιο σας, και είχε μόλις παρατηρήσει πως το στέμμα είχε στραβώσει στην πάλη και επιχειρούσε να το ισιώσει όταν εσείς εμφανιστήκατε επί της σκηνής.»
«Είναι δυνατόν;» είπε ξέπνοα ο τραπεζίτης.
«Εσείς τότε εγείρατε τον θυμό του εξυβρίζοντας τον την στιγμή που ένοιωθε πως άξιζε τις θερμές ευχαριστίες σας. Δεν μπορούσε να εξηγήσει την πραγματική κατάσταση των πραγμάτων δίχως να προδώσει εκείνη που ασφαλώς άξιζε ελάχιστη ευαισθησία στα χέρια του. Έλαβε την πλέον ιπποτική θεώρηση, ωστόσο, και διαφύλαξε το μυστικό της.»
«Και για αυτό ξεφώνησε όταν είδε το στέμμα,» αναφώνησε ο κ. Χόλντερ. «Ω, Θεέ μου! Πόσο ανόητα τυφλός υπήρξα! Και που ζήτησε να του επιτραπεί να φύγει για πέντε λεπτά! Το καλό μου ήθελε να δει αν το κομμάτι που έλειπε βρισκόταν στο σημείο της πάλης. Πόσο απάνθρωπα τον έκρινα!»
«Όταν έφθασα στο σπίτι σας,» συνέχισε ο Σέρλοκ Χολμς, «αμέσως έκανα πολύ προσεκτικά τον γύρο του ώστε να παρατηρήσω αν υπήρχαν κάποια ίχνη στο χιόνι τα οποία ενδεχομένως να με βοηθούσαν. Γνώριζα πως δεν είχε χιονίζει καθόλου από το προηγούμενο βράδυ, και επίσης πως έκανε δυνατή παγωνιά για να διατηρήσει τα αποτυπώματα. Πέρασα διασχίζοντας το δρόμο των εμπόρων, μα βρήκα τα πάντα ποδοπατημένα και δυσδιάκριτα. Μόλις πάρα πέρα, ωστόσο, στην άλλη μεριά της πόρτα της κουζίνας, μια γυναίκα είχε σταθεί και μιλήσει με έναν άντρα, του οποίου τα στρογγυλά αποτυπώματα από τη μια πλευρά φανέρωναν πως είχε ξύλινο πόδι. Μπορούσα ακόμη να διακρίνω πως είχαν αναστατωθεί, γιατί η γυναίκα είχε τρέξει βιαστικά για την πόρτα, όπως φαινόταν από τα βαθιά σημάδια που είχαν αφήσει τα δάκτυλα και τα ρηχά που είχαν αφήσει οι φτέρνες, ενώ ο ξυλοπόδαρος στάθηκε για λίγο και κατόπιν αποχώρησε. Σκέφτηκα τότε πως ίσως να επρόκειτο περί της υπηρέτριας και του αισθήματος της, για τον οποίο μου είχατε ήδη μιλήσει, και η εξέταση έδειξε πως έτσι ήταν. Έκανα το γύρο του κήπου δίχως να δω κάτι περισσότερο από τυχαία ίχνη, τα οποία θεώρησα πως ήταν των αστυνομικών· όμως όταν έφτασα στο δρόμο για τους στάβλους μια πολύ μακριά και σύνθετη ιστορία ήταν γραμμένη στο χιόνι εμπρός μου.»
«Υπήρχε μια διπλή σειρά από ίχνη ενός άντρας με μπότες, και μια δεύτερη διπλή σειρά τα οποία όπως είδα με κάποια ικανοποίηση άνηκαν σε έναν ξυπόλητο άντρα. Αμέσως πείστηκα από όσα μου είχατε αναφέρει πως τα τελευταία άνηκαν στον γιο σας. Τα πρώτα είχαν διαβεί και προς τις δυο κατευθύνσεις, μα τα δεύτερα είχαν τρέξει βιαστικά, και καθώς το πάτημα του περνούσε κατά τόπους πάνω από το αποτύπωμα της μπότας, ήταν προφανές πως είχε περάσει κατόπιν του άλλου. Τα ακολούθησα και ανακάλυψα πως οδηγούσαν στο παράθυρο της εισόδου, όπου ο Μποτάκιας είχε διώξει το χιόνι καθώς περίμενε. Κατόπιν περπάτησα στο άλλο άκρο, το οποίο βρισκόταν κάπου εκατό μέτρα ή περισσότερο παρακάτω στο δρομάκι. Είδα που ο Μποτάκιας είχε στραφεί πίσω, εκεί που το χιόνι ήταν τσαλαπατημένο σα να είχε γίνει συμπλοκή, και, τέλος, εκεί που λίγες σταγόνες αίμα είχαν πέσει, για να μου δείξουν πως δεν έσφαλα. Ο Μποτάκιας είχε τότε κατηφορίσει τρέχοντας το δρομάκι , και άλλος ένας μικρός λεκές αίματος μου φανέρωσε πως επρόκειτο για εκείνον που είχε κοπεί. Όταν έφτασε στον κεντρικό δρόμο στην άλλη άκρη, ανακάλυψα πως το πεζοδρόμιο είχε καθαριστεί, έτσι εκεί έλαβε τέλος το συγκεκριμένο στοιχείο.»
«Εισερχόμενος στο σπίτι, ωστόσο, εξέτασα, όπως θυμάστε, το πρεβάζι και την κάσα του παραθύρου της εισόδου με το φακό μου, και διέκρινα αμέσως πως κάποιος είχε βγει από εκεί. Κατάφερα να διακρίνω το περίγραμμα ενός πέλματος όπου το βρεγμένο πόδι είχε ακουμπήσει ερχόμενο μέσα. Τότε άρχιζα να είμαι σε θέση να σχηματίζω άποψη όσον αφορά το τι είχε συμβεί. Ένας άντρας περίμενε έξω από το παράθυρο· κάποιος είχε φέρει τα πετράδια· η πράξη είχε παρατηρηθεί από τον γιο σας· εκείνος είχε καταδιώξει τον κλέφτη· είχε παλέψει μαζί του· είχαν και οι δυο τους τραβήξει το στέμμα, με τη συνδυασμένη τους δύναμη να έχει προξενήσει ζημιές που κανείς μόνος του δεν θα ‘χε κατορθώσει. Είχε επιστρέψει με το τρόπαιο, όμως είχε αφήσει ένα κομμάτι στα χέρια του αντιπάλου. Ως εδώ ήμουν σίγουρος. Το ερώτημα ήταν πλέον, ποιος ήταν ο άντρας και ποιος ήταν που του έφερε το στέμμα;»
«Αποτελεί παλιό μου κανόνα πως όταν έχεις αποκλείσει το αδύνατο, ότι απομένει, όσο απίθανο, οφείλει να είναι η αλήθεια. Τώρα, ήξερα πως δεν ήσασταν εσείς που το είχατε κατεβάσει, έτσι παρέμεναν μόνο η ανιψιά σας και οι υπηρέτριες. Όμως αν επρόκειτο για τις υπηρέτριες, γιατί ο γιος θα επέτρεπε να κατηγορηθεί αντί για αυτές; Δεν υπήρχε κάποιος βάσιμος λόγος. Καθώς αγαπούσε την εξαδέλφη του, ωστόσο, υπήρχε μια έξοχη εξήγηση γιατί έπρεπε να φυλάξει το μυστικό του—ακόμη περισσότερο μιας και το μυστικό ήταν ατιμωτικό. Όταν θυμήθηκα πως την είχατε δει στο παράθυρο, και πως είχε λιποθυμήσει βλέποντας το στέμμα και πάλι, το συμπέρασμα μου μεταβλήθηκε σε βεβαιότητα.»
«Και ποιος θα μπορούσε να είναι ο συνεργός της; Ένας εραστής εμφανώς, γιατί ποιος άλλος θα μπορούσε να υπερβεί την αγάπη και την ευγνωμοσύνη την οποία έπρεπε να νοιώθει προς εσάς ; Γνώριζα πως βγαίνατε ελάχιστα, και πως ο φιλικός σας κύκλος ήταν εξαιρετικά περιορισμένος. Όμως ανάμεσα τους βρισκόταν ο Σερ Τζωρτζ Μπέρνγουελ. Είχα ακούσει για εκείνον στο παρελθόν ως άνθρωπος με κακή φήμη μεταξύ των γυναικών. Θα έπρεπε να είναι εκείνος που φορούσε αυτές τις μπότες και είχε στην κατοχή του τα αγνοούμενα πετράδια. Μολονότι γνώριζε πως ο Άρθουρ τον είχε ανακαλύψει, θα μπορούσε ακόμη να θεωρεί χάριν ματαιοδοξίας πως ήταν ασφαλής, γιατί το παλικάρι δεν μπορούσε να πει λέξη δίχως να ενοχοποιήσει την ίδια του την οικογένεια.»
«Λοιπόν, η ίδια σας η λογική θα εισηγηθεί ποια μέτρα έλαβα κατόπιν. Πήγα υπό την αμφίεση κάπου χασομέρη στο σπίτι του Σερ Τζωρτζ, κατάφερα να πιάσω γνωριμία με το βαλέ του, έμαθα πως το αφεντικό του είχε κόψει το κεφάλι του την προηγούμενη βραδιά, και, τέλος, με κόστος έξι σεληνίων, σιγουρεύτηκα εντελώς αγοράζοντας ένα ζευγάρι των πεταμένων παπουτσιών του. Με αυτά ταξίδεψα κάτω στο Στρήτχαμ και είδα πως εφάρμοζαν ακριβώς στα ίχνη.»
«Είδα έναν κακοντυμένο μπαγαπόντη στο δρομάκι χθες το απόγευμα,» είπε ο κ. Χόλντερ.
«Ακριβώς. Επρόκειτο για μένα. Ανακάλυψα πως είχα τον άνθρωπο μου, έτσι ήρθα σπίτι και άλλαξα ρούχα. Είχα να παίξω ένα πολύ λεπτό ρόλο τότε, γιατί κατάλαβα πως μια δίωξη έπρεπε να αποφευχθεί για να αποτραπεί το σκάνδαλο, και ήξερα πως ένας τόσο δαιμόνιος κακοποιός θα κανόνιζε να μας δέσει τα χέρια επί του ζητήματος. Πήγα και τον συνάντησα. Αρχικά, φυσικά, τα αρνήθηκε όλα. Όμως όταν του ανέφερα κάθε λεπτομέρεια που είχε συμβεί, επιχείρησε λεονταρισμούς και κατέβασε ένα ρόπαλο από τον τοίχο. Ήξερα τον άνθρωπο μου, ωστόσο, και κόλλησα ένα πιστόλι στο κεφάλι του προτού προλάβει να χτυπήσει. Κατόπιν έγινε κάπως πιο λογικός. Του είπα πως θα του προσφέραμε ένα τίμημα για τα πετράδια που κρατούσε 1000 λίρες το κομμάτι. Αυτό φανέρωσε τα πρώτα σημάδια στεναχώριας που είχε αφήσει να φανούν. ‘Μπα, που να τα πάρει!' είπε εκείνος, ‘Τα άφησα να φύγουν για εξακόσιες και τα τρία!' Σύντομα κατόρθωσα να πάρω τη διεύθυνση του αποδέκτη που τα είχε, υποσχόμενος του πως δε θα διωκόταν. Έβαλα πλώρη για εκείνον, και κατόπιν αρκετού παζαρέματος πήρα τα πετράδια προς 1000 λίρες έκαστο. Κατόπιν επισκέφθηκα βιαστικά το γιο σας, του είπα πως όλα είχαν καλώς, και εν τέλει έπεσα για ύπνο περί τις δυο η ώρα, έπειτα από ό,τι μου επιτρέπεται να αποκαλέσω μια πραγματικά γεμάτη ημέρα.»
«Μια ημέρα η οποία έσωσε την Αγγλία από ένα μεγάλο δημόσιο σκάνδαλο,» είπε ο τραπεζίτης, καθώς σηκώθηκε. «Κύριε, δε βρίσκω λόγια να σας ευχαριστήσω, όμως δε θα με βρείτε αγνώμονα για όσα κάνατε. Το ταλέντο σας όντως υπερβαίνει όλα όσα έχω ακούσει. Και τώρα πρέπει να βιαστώ στο αγαπημένο μου παιδί να του ζητήσω συγγνώμη για το κακό που του έκανα. Όσο για αυτά που λέτε για την καημένη τη Μαίρη, με πιάνει η καρδιά μου. Ούτε και το ταλέντο σας δε μπορεί να με ενημερώσει για το που βρίσκεται τώρα.»
«Πιστεύω πως μετά βεβαιότητας μπορούμε να πούμε,» αντιγύρισε ο Χολμς, «πως βρίσκεται όπου και ο Σερ Τζωρτζ Μπέρνγουελ. Είναι εξίσου βέβαιο, επίσης, πως όποιες κι αν είναι οι αμαρτίες της, σύντομα θα λάβουν μια κάπως πιότερο ικανοποιητική τιμωρία.»