12. Η Περιπέτεια των Χάλκινων Οξιών (1)
«Προς τον άνθρωπο που αγαπά την τέχνη ως αυτοσκοπό,» σχολίασε ο Σέρλοκ Χολμς, ρίχνοντας στο πλάι το φύλλο αγγελιών της Daily Telegraph, «συχνά, εκ των πλέον ασήμαντων και ποταπών εκδηλώσεων της, είναι που η εντονότερη ευχαρίστηση δύναται να εξαχθεί. Μου είναι ευχάριστο να παρατηρώ, Γουώτσον, πως έχεις ως στιγμής αντιληφθεί την αλήθεια πως με αυτές τις μικρές καταγραφές των υποθέσεων μας τις οποίες υπήρξες αρκετά καλός στο να συντάξεις, και, είμαι αναγκασμένος να πω, περιστασιακά να εξωραΐσεις, προσέφερες ανάδειξη όχι τόσο πολύ στις αναρίθμητες (causes celebres) και τις εντυπωσιακές δοκιμασίες στις οποίες πρωτοστάτησα αλλά περισσότερο σε εκείνα τα περιστατικά που ενδεχομένως υπήρξαν επουσιώδη καθαυτά, αλλά τα οποία προσέφεραν προοπτικές στις ικανότητες της επαγωγής και της λογικής σύνθεσης τις οποίες κατέστησα ως δικαιωματικό κτήμα μου.»
«Κι εντούτοις,» είπα, χαμογελώντας, «δεν απαλλάσσομαι εντελώς εκ της κατηγορίας του εντυπωσιασμού η οποία καταλογίζεται ενάντια στις καταγραφές μου.»
«Έχεις σφάλει, ίσως,» σχολίασε, παίρνοντας ένα αναμμένο κάρβουνο με την τσιμπίδα και ανάβοντας με αυτό τη μακριά κερασένια πίπα του η οποία έτεινε να αντικαθιστά την πήλινη όταν βρισκόταν σε εριστική περισσότερο παρά σε διαλογική διάθεση—«έχεις σφάλει ίσως στην προσπάθεια να δώσεις χρώμα και ζωντάνια σε καθεμία εκ των καταθέσεων σου αντί να περιοριστείς στο έργο της καταγραφής της αυστηρής συλλογιστικής εκ του αίτιου στο αιτιατό το οποίο είναι πραγματικά το μόνο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό αναφορικά με το ζήτημα.»
«Έχω την εντύπωση πως είμαι απολύτως δίκαιος μαζί σου επί του ζητήματος,» σχολίασα με την ίδια ψυχρότητα, γιατί είχα απωθηθεί από τον εγωισμό τον οποίο είχα αρκετές φορές παρατηρήσει να αποτελεί ισχυρό παράγοντα στην ιδιάζουσα ιδιοσυγκρασία του φίλου μου.
«Όχι, δεν πρόκειται περί ιδιοτέλειας είτε έπαρσης,» είπε, απαντώντας, όπως το συνήθιζε, περισσότερο στις σκέψεις μου παρά στα λόγια μου. «Αν αξιώνω πλήρη δικαίωση προς την τέχνη μου, είναι επειδή πρόκειται για απρόσωπο αντικείμενο —κάτι υπεράνω εμού. Το έγκλημα είναι κοινό. Η λογική είναι σπάνια. Επομένως στη λογική πιότερο παρά στο έγκλημα θα έπρεπε να παραμένεις. Έχεις υποβιβάσει ότι θα έπρεπε να αποτελεί μια σειρά διαλέξεων σε μια σειρά διηγημάτων.»
Ήταν ένα κρύο πρωινό της πρώιμης άνοιξης, και καθόμασταν μετά από το πρόγευμα ένθεν και ένθεν μιας ζωηρής φωτιάς στο παλιό δωμάτιο της οδού Μπέϊκερ. Μια πυκνή ομίχλη ξετυλιγόταν μεταξύ των αράδων από καφετιά σπίτια, και τα αντικρινά παράθυρα ξεπρόβαλαν σα σκοτεινά, άμορφα σχήματα μέσα από τα βαριά κιτρινωπά σπειρώματα. Το αέριο ήταν αναμμένο και έλαμπε πάνω στο λευκό ύφασμα και σελάγιζε σε πορσελάνες και μέταλλα, γιατί το τραπέζι δεν είχε καθαρισθεί ακόμη. Ο Σέρλοκ Χολμς ήταν σιωπηλός όλο το πρωί, βουτώντας διαρκώς στη στήλη των αγγελιών σε μια αλληλουχία από εφημερίδες ώσπου εντέλει, έχοντας προφανώς παραιτηθεί της έρευνας του, είχε ξεπροβάλει όχι και σε ιδιαίτερα όμορφη διάθεση να μου κάνει κήρυγμα επί των λογοτεχνικών μου ελλείψεων.
«Συγχρόνως,» σχολίασε κατόπιν μιας παύσης, κατά τη διάρκεια της οποίας είχε καθίσει ρουφώντας τη μακριά του πίπα κι ατενίζοντας μες στη φωτιά, «ούτε καν είσαι αποδέκτης κάποιας κατηγορίας εντυπωσιασμού, διότι από όλες αυτές τις υποθέσεις στις οποίες υπήρξες τόσο ευγενικός να ασχοληθείς προσωπικά, ένα δίκαιο μερίδιο δε διαπραγματεύεται με το έγκλημα, κατά τη νομική του υπόσταση, διόλου. Το ζητηματάκι στο οποίο επιχείρησα να βοηθήσω το Βασιλιά της Βοημίας, η ιδιάζουσα εμπειρία της δεσποινίδας Μαίρη Σάδερλαντ, το πρόβλημα που συνδεόταν με τον άντρα με το στραβό χείλος, και το περιστατικό του εργένη ευγενή, αποτελούσαν όλα τους ζητήματα τα οποία είναι εκτός των ορίων του νόμου. Όμως αποφεύγοντας το εντυπωσιακό, φοβούμαι ό,τι ενδεχομένως να έφτασες στην πλευρά του επουσιώδους.»
«Η κατάληξη ίσως να είχε έτσι,» απάντησα, «ωστόσο οι μέθοδοι θεωρώ πως υπήρξαν πρωτότυπες και ενδιαφέρουσες.»
«Σιγά το πράγμα, αγαπητέ μου φίλε, και πόσο το κοινό, το σπουδαίο ακριτοεπές κοινό, το οποίο ούτε καν δύναται να διακρίνει έναν υφαντή από το δόντι του ή ένα συνθέτη από τον αριστερό του αντίχειρα, θα νοιαζόταν σχετικά με τις φίνες αποχρώσεις της ανάλυσης και της επαγωγής! Ωστόσο, ειλικρινά, αν γίνεσαι κοινότοπος, δεν σε κατηγορώ, επειδή οι μέρες των σπουδαίων υποθέσεων έχουν παρέλθει. Ο άνθρωπος, ή τουλάχιστον ο εγκληματικά σκεπτόμενος άνθρωπος, έχει χάσει κάθε κίνητρο και πρωτοτυπία. Όσο για τη μικρή μου επαγγελματική άσκηση, δείχνει να υποβαθμίζεται σε πρακτορείο ανάκτησης χαμένων μολυβιών και συμβουλών σε νεαρές κυρίες του οικοτροφείου. Έχω την εντύπωση πως έπιασα τελικά πάτο, εντούτοις. Το σημείωμα αυτό που έλαβα σήμερα το πρωί υποδηλώνει το σημείο μηδέν για μένα, φαντάζομαι. Διάβασε το!»
Πέταξε ένα τσαλακωμένο γράμμα προς το μέρος μου. Σημαινόταν εκ της τοποθεσίας Μοντάγκ επί του προηγουμένου απογεύματος, και είχε ως εξής:
«ΑΓΑΠΗΤΕ Κ. ΧΟΛΜΣ: —Ανυπομονώ να σας συμβουλευθώ σχετικά με το αν θα έπρεπε ή όχι να αποδεχθώ μια θέση η οποία μου προσφέρθηκε ως γκουβερνάντα. Θα σας επισκεφθώ στις δέκα και μισή αύριο αν δε σας ενοχλώ. Ειλικρινά δική σας. ΒΑΙΟΛΕΤ ΧΑΝΤΕΡ.»
«Γνωρίζεις τη νεαρή;» ρώτησα.
«Όχι εγώ.»
«Είναι δέκα και μισή ήδη.»
«Ναι, και δεν έχω αμφιβολία πως είναι το κουδούνισμα της.»
«Ίσως να αποδειχθεί περισσότερο ενδιαφέρον από όσο φαντάζεσαι. Θυμάσαι πως η ιστορία του γαλάζιου γρανάτη, η οποία εμφανίστηκε ως ένα απλό καπρίτσιο αρχικά, εξελίχθηκε σε μια σοβαρή έρευνα. Ίσως να ισχύει σε ετούτη την υπόθεση, επίσης.»
«Καλώς, ας το ελπίσουμε. Όμως οι αμφιβολίες μας πολύ σύντομα θα λυθούν, γιατί ορίστε, εκτός κι αν σφάλλω, το υπό συζήτηση πρόσωπο.»
Καθώς μίλησε η πόρτα άνοιξε και μια νεαρή κοπέλα εισήλθε στο δωμάτιο. Ήταν απλά μα τακτικά ντυμένη, με όμορφο, έξυπνο πρόσωπο, γεμάτο φακίδες σαν αυγό χαραδριού, και με τον πεταχτό τρόπο γυναίκας που τα βγάζει πέρα μόνη της.
«Να με συγχωρείτε που σας ενοχλώ, ασφαλώς,» είπε, καθώς ο σύντροφος μου σηκώθηκε για να την υποδεχτεί, «όμως είχα μιας ιδιαιτέρως περίεργη εμπειρία, και καθώς δεν έχω γονείς ούτε καθόλου γνωστούς τους οποίους να συμβουλευθώ, σκέφθηκα πως θα είχατε την καλοσύνη να μου πείτε τι να κάνω.»
«Παρακαλώ καθίστε, δεσποινίς Χάντερ. Θα χαρώ να κάνω οτιδήποτε μπορώ για να σας εξυπηρετήσω.»
Έβλεπα πως ο Χολμς είχε εντυπωσιαστεί ευνοϊκά από την συμπεριφορά και τα λόγια της νέας του πελάτισσας. Την παρατήρησε από πάνω ως κάτω κατά τον εξεταστικό του τρόπο, και κατόπιν χαλάρωσε, με τα βλέφαρα του πεσμένα και τα ακροδάχτυλα του ενωμένα, για να ακούσει την ιστορία της.
«Ήμουν γκουβερνάντα για πέντε χρόνια,» είπε εκείνη, «στην οικογένεια του Συνταγματάρχη Σπενς Μονρό, όμως δυο μήνες πριν ο συνταγματάρχης έλαβε μετάθεση στο Χάλιφαξ, στη Νέα Σκοτία, και πήρε τα παιδιά του μαζί στην Αμερική, έτσι ώστε βρέθηκα δίχως θέση. Έβαλα αγγελία, και απάντησα σε αγγελίες, όμως δίχως επιτυχία. Τελικά τα λιγοστά χρήματα που είχα αποταμιεύσει άρχισε να στερεύουν, και τα είχα χαμένα όσον αφορά το τι να έκανα.»
«Υπάρχει μια πασίγνωστη υπηρεσία για γκουβερνάντες στο Γουέστ Εντ ονόματι Γουεστγουέη, και την επισκεπτόμουν περίπου μια φορά την εβδομάδα ώστε να μάθω αν κάτι είχε βρεθεί το οποίο ενδεχομένως να μου έκανε. Γουεστγουέη ήταν το όνομα του ιδρυτή της επιχείρησης, όμως στην πραγματικότητα τη διοικεί η δεσποινίδα Στόπερ. Κάθεται στο μικρό της γραφείο, και οι κυρίες που αναζητούν εργασία περιμένουν στον προθάλαμο, και κατόπιν οδηγούνται μέσα ή μια κατόπιν της άλλης, οπότε συμβουλεύεται τους φακέλους της και βλέπει αν έχει κάτι το οποίο να τους κάνει.»
«Λοιπόν, όταν πέρασα την περασμένη εβδομάδα με οδήγησαν στο μικρό γραφείο ως συνήθως, όμως ανακάλυψα πως η δεσποινίδα Στόπερ δεν ήταν μόνη. Ένας πελώριος γεροδεμένος άντρας με ένα εξαιρετικά χαμογελαστό πρόσωπο και ένα εξαιρετικά βαρύ προγούλι το οποίο έκανε δίπλα πάνω από το λαιμό του καθόταν στο πλάι της με ένα ζευγάρι γυαλιά στη μύτη του, κοιτάζοντας προσεκτικά τις κυρίες οι οποίες εισέρχονταν. Καθώς μπήκα μέσα σχεδόν πήδηξε από το κάθισμα του και στράφηκε βιαστικά στη δεσποινίδα Στόπερ.»
«Μας κάνει,» είπε· ‘δεν θα μπορούσα να ζητήσω τίποτα καλύτερο. Θαυμάσια! Θαυμάσια!' Φάνηκε αρκετά ενθουσιασμένος και έτριψε τα χέρια του κατά τον πλέον εγκάρδιο τρόπο. Έδειχνε τόσο παχουλός που ήταν απόλαυση να τον κοιτάς.»
«'Ψάχνετε για θέση, δεσποινίς;' Ρώτησε.»
«'Μάλιστα, κύριε. '»
«'Σα γκουβερνάντα;'»
«'Μάλιστα, κύριε. '»
«'Και τι μισθό ζητάτε;'»
«Είχα 4 λίρες το μήνα στην τελευταία θέση με το Συνταγματάρχη Σπενς Μονρό. '»
«'Ω, τσκ, τσκ! Πενιχρό—εντελώς πενιχρό! Φώναξε, τινάζοντας τα παχουλά του χέρια πάνω σαν να έβραζε μέσα του. ‘Πως γίνεται κάποιος να προσφέρει ένα τόσο οικτρό ποσό σε μια κυρία με τόσα προσόντα και γνώσεις;'»
«Οι γνώσεις μου, κύριε, ίσως να είναι λιγότερες από όσο φαντάζεστε,» είπα εγώ. ‘Λίγα Γαλλικά, λίγα Γερμανικά, μουσική, και ζωγραφική—'»
«' Τσκ, τσκ!' φώναξε. «Είναι εντελώς άλλο ζήτημα. Το θέμα είναι, έχετε ή δεν έχετε την ανατροφή και τους τρόπους μιας κυρίας; Αυτό είναι με δυο λόγια. Αν δεν τα έχετε, δεν είσαστε κομμένη και ραμμένη για την ανατροφή ενός παιδιού το οποίο ίσως κάποια ημέρα να διαδραματίσει κάποιο σημαντικό ρόλο στην ιστορία της χώρας. Όμως αν τα έχετε, τότε, πως μπορεί κάθε κύριος σας να σας ζητήσει να καταδεχτείτε οτιδήποτε κάτω από τριψήφιο; Ο μισθός σας μαζί μου, μαντάμ, θα ξεκινήσει στις 100 λίρες ετησίως. '»
«Φανταστείτε, κ. Χολμς, πως για μένα, τόσο στερημένη που ήμουν, μια τέτοια προσφορά μου φάνηκε υπερβολικά καλή για να είναι αληθινή. Ο κύριος, ωστόσο, βλέποντας πιθανόν το ύφος της δυσπιστίας επί του προσώπου μου, άνοιξε ένα πορτοφόλι και έβγαλε από μέσα ένα χαρτονόμισμα.»
«'Αποτελεί επίσης συνήθεια μου,' είπε, χαμογελώντας κατά τον πλέον ευχάριστο τρόπο μέχρι που τα μάτια του ήταν μόλις δυο λαμπερές χαραμάδες ανάμεσα στις λευκές ζάρες του προσώπου του, ‘να δίνω προκαταβολή στις νεαρές κυρίες μισό από το μισθό τους μπροστά, έτσι ώστε να μπορούν να καλύψουν κάθε μικροέξοδο του ταξιδιού τους και την γκαρνταρόμπα τους. '»
«Μου φάνηκε πως ποτέ δεν είχα συναντήσει έναν συναρπαστικό και τόσο προνοητικό άνθρωπο. Καθώς ήμουν ήδη χρεωμένη προς τους καταστηματάρχες μου, η προκαταβολή αποτελούσε μια σπουδαία εξυπηρέτηση, και όμως υπήρχε κάτι το αφύσικο σχετικά με την όλη συναλλαγή το οποίο με έκανε να επιθυμώ να μάθω κάτι περισσότερο πριν δεσμευθώ εντελώς.»
«'Επιτρέπεται να ρωτήσω που μένετε, κύριε;' Είπα.»
«Στο Χάμπσαϊρ. Ένα χαριτωμένο αγροτικό μέρος. Στις Χάλκινες(????) Οξιές, επτά χιλιόμετρα από την άλλη μεριά του Γουιντσέστερ. Είναι η πλέον αξιαγάπητη εξοχή, αγαπητή μου νεαρή, και το ομορφότερο παλιό εξοχικό. '»
«'Και τα καθήκοντα μου, κύριε; Θα χαιρόμουν να μάθω ποια θα ήταν. '»
«'Ένα παιδί—ένα μονάκριβος μικρούλης κατεργάρης μόλις έξι χρονών. Ω, να τον βλέπατε να σκοτώνει κατσαρίδες με μια παντόφλα! Σμακ! Σμακ! Σμακ! Τρεις φεύγουν προτού ανοιγοκλείσετε το μάτι!' Έγειρε πίσω στην πολυθρόνα του και γέλασε μέχρι που τα μάτια του χάθηκαν πάλι μέσα στο κεφάλι του.»
«Ξαφνιάστηκα κάπως με τη φύση της ψυχαγωγίας του παιδιού, όμως το γέλιο του πατέρα με έκανε να σκεφθώ πως ίσως να αστειευόταν.
«Τα αποκλειστικά μου καθήκοντα, λοιπόν,' ρώτησα, ‘είναι αναλάβω ένα μοναδικό παιδί;'»
«'Όχι, όχι, όχι τα αποκλειστικά, όχι τα αποκλειστικά, αγαπητή μου νεαρή,' φώναξε. ‘Το καθήκον σας θα είναι, όπως είμαι βέβαιος πως η λογική σας δηλώνει, να υπακούτε κάθε μικρή εντολή που ενδεχομένως να σας δώσει η γυναίκα μου, δεδομένου πάντοτε πως αποτελούν εντολές που μια κυρία με καθωσπρέπει συμπεριφορά θα υπακούσει. Δεν βρίσκεται κάποια δυσκολία, ε;'»
«'Θα χαρώ να φανώ χρήσιμη. '»
«'Ακριβώς. Στο ντύσιμο τώρα, για παράδειγμα. Είμαστε ιδιότροποι, ξέρετε —ιδιότροποι αλλά καλόκαρδοι. Αν σας ζητιόταν να φορέσετε κάθε φόρεμα το οποίο ίσως σας δώσουμε, δεν θα είχατε αντίρρηση στο μικρό μας καπρίτσιο. Ε;'»
«'Όχι,' είπα εγώ, ιδιαιτέρως έκπληκτη στα λόγια του.»
«'Είτε να καθίσετε εδώ, ή να καθίσετε εκεί, δεν θα σας ήταν προσβλητικό;'»
«'Ω, όχι. '»
«'Είτε να κόψετε τα μαλλιά σας πολύ κοντά πριν να έρθετε σε μας;'»
«Με δυσκολία πίστευα στα αυτιά μου. Όπως θα παρατηρείτε, κ. Χολμς, τα μαλλιά είναι κάπως πληθωρικά, και μιας μάλλον ιδιόρρυθμης απόχρωσης του καστανού. Θεωρούνται καλαίσθητα. Ούτε που θα διανοούμουν να τα θυσιάσω κατά τέτοιο απερίσκεπτο τρόπο.»
«'Φοβάμαι πως είναι απολύτως αδύνατον,' είπα. Με παρακολουθούσε προσεκτικά μέσα από τα μικρά του μάτια, και είδα μια σκιά να περνά από το πρόσωπο του καθώς μίλησα.»
«'Φοβάμαι πως είναι απολύτως σημαντικό,' είπε. ‘Αποτελεί μια μικρή επιθυμία της συζύγου μου, και οι γυναικείες επιθυμίες, ξέρετε, μαντάμ, οι επιθυμίες των κυριών πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Και λοιπόν δεν θα κόψετε τα μαλλιά σας;'»
«'Όχι, κύριε, ειλικρινά δεν θα μπορούσα,» απάντησα ανένδοτα.»
«Αχ, πολύ καλά· τότε έληξε το θέμα. Κρίμα, επειδή από άλλες απόψεις ειλικρινά μας κάνατε υπέροχα. Στην προκειμένη περίπτωση, δεσποινίς Στόπερ, καλύτερα να επιθεωρήσω μερικές από τις νεαρές σας. '»
«Η διευθύντρια είχε καθίσει όλο αυτό το διάστημα απασχολημένη με τα χαρτιά της δίχως λέξη προς κανέναν μας, όμως τώρα με κοίταξε με τόσο πολύ ενόχληση επί του προσώπου της ώστε δεν μπόρεσα να μην υποπτευθώ πως είχε χάσει κάποια γενναία προμήθεια μέσω της άρνησης μου.»
«'Επιθυμείτε το όνομα σας να παραμείνει στα βιβλία;' Ρώτησε.»
«Αν θέλετε, δεσποινίς Στόπερ. '»
«Καλώς, ειλικρινά, φαίνεται κάπως άσκοπο, αφού αρνείστε τις πλέον άριστες προσφορές καθαυτό τον τρόπο,' είπε κοφτά. ‘Μην περιμένετε ωστόσο από εμάς να πασχίσουμε να βρούμε άλλο τέτοιο άνοιγμα για εσάς. Καλή σας ημέρα, δεσποινίς Χάντερ.' Χτύπησε ένα γκονγκ επί του γραφείου, και οδηγήθηκα έξω από τον υπηρέτη.
«Λοιπόν, κ. Χολμς, όταν έφτασα στο διαμέρισμα μου και βρήκα ελάχιστα στο ντουλάπι, και δυο τρεις λογαριασμούς επί του τραπεζιού, άρχισα να αναρωτιέμαι αν είχα κάνει κάτι το εξαιρετικά ανόητο. Σε τελική ανάλυση, αν εκείνοι είχαν παράξενα καπρίτσια και ανέμεναν υπακοή στα πλέον ασυνήθιστα ζητήματα, ήταν τουλάχιστον έτοιμοι να πληρώσουν για την εκκεντρικότητα τους. Ελάχιστες γκουβερνάντες στην Αγγλία λαμβάνουν 100 λίρες ετησίως. Επιπλέον, τι θα μου χρησίμευαν τα μαλλιά; Πολύς κόσμος βελτιώνεται κόβοντας τα κοντά και ίσως να έπρεπε να έμπαινα στις τάξεις τους. Την επόμενη ημέρα έτεινα να σκέφτομαι πως είχα κάνει λάθος, και με την επομένη ήμουν βέβαιη για αυτό. Είχα σχεδόν ξεπεράσει την περηφάνια μου πλέον σε σημείο να επιστρέψω στην υπηρεσία και να ρωτήσω αν η θέση ήταν ακόμη ανοικτή όταν έλαβα αυτό το γράμμα από τον ίδιο τον κύριο. Το έχω εδώ και θα σας το διαβάσω:
«'Οι Χάλκινες Οξιές, πλησίον Γουιντσέστερ. '»
«'ΑΓΑΠΗΤΗ ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΧΑΝΤΕΡ:—
«Η δεσποινίς Στόπερ είχε την καλοσύνη να μου δώσει τη διεύθυνση σας, και σας γράφω από εδώ για να ρωτήσω αν ξανασκεφτήκατε την απόφαση σας. Η σύζυγος μου ανυπομονεί ιδιαιτέρως να έρθετε, γιατί τις έκανε εντύπωση μεγάλη η περιγραφή μου για εσάς. Ήμαστε πρόθυμοι να δώσουμε 30 λίρες το τρίμηνο, ή 120 λίρες ετησίως, έτσι ώστε να σας αποζημιώσουμε για κάθε μικρή αναστάτωση την οποία τα καπρίτσια μας ίσως να σας προκαλέσουν. Δεν είναι τόσο ακριβή, σε τελική ανάλυση. Η σύζυγος μου τρέφει ιδιαίτερη προτίμηση προς μια συγκεκριμένη απόχρωση του έντονου γαλάζιου και θα ήθελε να φοράτε ένα τέτοιο φόρεμα μέσα στο σπίτι τα πρωινά. Δε χρειάζεται, ωστόσο, να προβείτε σε έξοδα για την αγορά ενός, καθώς έχουμε ένα το οποίο άνηκε στην αγαπημένη μας κόρη την Άλις (πλέον στη Φιλαδέλφεια), το οποίο, θα έλεγα, πως σας κάνει περίφημα. Έπειτα, σχετικά με το να κάθεστε εδώ ή εκεί, ή να διασκεδάσετε κατά όποιον ενδεικνυόμενο τρόπο, δεν υπάρχει ανάγκη να σας αναστατώνει. Όσον αφορά τα μαλλιά σας, είναι αναμφίβολα κρίμα, ιδιαίτερα καθώς δεν μπόρεσα να σχολιάσω την ομορφιά τους κατά την σύντομη συζήτηση μας, όμως φοβάμαι πως θα πρέπει να παραμείνω ανένδοτος επί του θέματος, και ελπίζω μονάχα πως ο αυξημένος μισθός ίσως να σας αποζημιώσει για την απώλεια σας. Τα καθήκοντα σας, όσον αφορά το παιδί, είναι πολύ ελαφριά. Λοιπόν προσπαθήστε να έρθετε, και θα σας συναντήσω με το κάρο στο Γουιντσέστερ. Ενημερώστε με για το τραίνο σας.»
«Ειλικρινά δικός σας, ΤΖΕΦΡΟ ΡΟΚΑΣΤΛ. '»
«Αυτό είναι το γράμμα το οποίο μόλις έλαβα, κ. Χολμς, και έχω πάρει τη απόφαση μου να τη δεχθώ. Σκέφτηκα, ωστόσο, πως πριν προβώ στο τελικό βήμα έπρεπε να καταθέσω το όλο θέμα υπόψη σας.»
«Καλώς, δεσποινίς Χάντερ, αν πήρατε τη απόφαση σας, τότε έληξε το θέμα,» είπε ο Χολμς, χαμογελώντας.
«Μα δεν θα με συμβουλεύατε να αρνηθώ;»
«Ομολογώ πως δεν πρόκειται για τη θέση στην οποία θα ήθελα να δω και την αδελφή μου να απευθύνεται.»
«Ποιο το νόημα όλων αυτών, κ. Χολμς;»
«Αχ, δε διαθέτω καθόλου στοιχεία. Δε μπορώ να πω. Ίσως εσείς έχετε σχηματίσει κάποια άποψη;»
«Λοιπόν, μου φαίνεται να είναι μια μόνο πιθανή λύση. Ο κ. Ρόκαστλ φάνηκε να είναι ένας πολύ ευγενικός, καλοσυνάτος άνθρωπος. Δεν υπάρχει περίπτωση η γυναίκα του να είναι τρελή, πως επιθυμεί να αποσιωπήσει το ζήτημα από φόβο μήπως την μεταφέρουν σε κάποιο άσυλο, και πως τις πραγματοποιεί όλες τις φαντασιώσεις με κάθε τρόπο ώστε να αποτρέψει κάποιο ξέσπασμα;»
«Πρόκειται για μια πιθανή λύση—στην πραγματικότητα, όπως έχουν τα πράγματα, αποτελεί την πλέον πιθανή. Όμως εν πάση περιπτώσει δεν δείχνει να πρόκειται περί ενός όμορφου σπιτικού για μια νεαρή κυρία.»
«Μα τα χρήματα, κ. Χολμς τα χρήματα!»
«Λοιπόν, ναι, φυσικά η αμοιβή είναι καλή— υπερβολικά καλή. Αυτό είναι που με κάνει να ανησυχώ. Γιατί να σας δίνουν 120 λίρες το χρόνο, όταν θα μπορούσαν να έχουν ότι θέλουν για 40 λίρες; Θα πρέπει να υπάρχει κάποιος ισχυρός λόγος από πίσω.»
«Σκέφτηκα πως αν σας ανέφερα τις περιστάσεις θα κατανοούσατε κατόπιν αν χρειαζόμουν τη βοήθεια σας. Θα ένοιωθα τόσο πολύ δυνατότερη αν αισθανόμουν πως με στηρίζατε.»
«Ω, μπορείτε να πάρετε αυτή την αίσθηση μαζί μας. Σας διαβεβαιώνω πως το προβληματάκι σας υπόσχεται να είναι το πιο ενδιαφέρον το οποίο ήρθε στο δρόμο μου εδώ και μήνες. Υπάρχει κάτι ξεχωριστά πρωτότυπο σχετικά με μερικά από τα χαρακτηριστικά του. Αν βρεθείτε σε αμφιβολία ή κίνδυνο—»
«Κίνδυνο! Τι κίνδυνο προβλέπετε;»
Ο Χολμς κούνησε το κεφάλι του βλοσυρά. «Θα έπαυε να αποτελεί κίνδυνο αν μπορούσαμε το προσδιορίσουμε,» είπε. «Όμως οποιαδήποτε ώρα, μέρα ή νύχτα, ένα τηλεγράφημα θα με κατέβαζε ως εκεί κάτω προς βοήθεια σας.»
«Αυτό αρκεί,» Σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα της με την ανησυχία να έχει καθαρίσει από το πρόσωπο της. «Θα κατέβω στο Χάμπσαϊρ απολύτως ήσυχη πλέον. Θα γράψω στον κ. Ρόκαστλ αμέσως, θα θυσιάσω τα καημένα τα μαλλιά απόψε, και θα ξεκινήσω για το Γουιντσέστερ την επαύριον.» Με μερικά λόγια ευγνωμοσύνης προς τον Χολμς μας καληνύχτισε και τους δυο και έφυγε φουριόζα.
«Τουλάχιστον,» είπα εγώ καθώς ακούσαμε τα γοργά, σταθερά βήματα της να κατεβαίνουν τις σκάλες, «φαίνεται να είναι μια νεαρή που είναι αρκετά ικανή να φροντίσει τον εαυτό της.»
«Και θα έπρεπε να είναι,» είπε ο Χολμς σοβαρά. «Θα σφάλλω πολύ αν δεν ακούσουμε από εκείνη πριν περάσουν πολλές μέρες.»