12. Η Περιπέτεια των Χάλκινων Οξιών (2)
Δεν πέρασε πολύ προτού η πρόβλεψη του φίλου μου πραγματοποιηθεί. Ένα δεκαπενθήμερο πέρασε, κατά τη διάρκεια του οποίου συχνά έβρισκα τις σκέψεις μου να στρέφονται προς τη μεριά της και διερωτώμενος σε τι παράξενο σοκάκι της ανθρώπινης εμπειρίας η μοναχική αυτή γυναίκα είχε ξεστρατίσει. Ο ασυνήθιστος μισθός, οι περίεργοι όροι, τα ελαφριά καθήκοντα, όλα υποδείκνυαν προς κάτι αφύσικο, μολονότι αν ήταν ιδιοτροπία ή δολοπλοκία, είτε αν ο άντρας ήταν φιλάνθρωπος ή εγκληματίας, υπερέβαινε εντελώς τις δυνάμεις μου να το προσδιορίσω. Όσο για τον Χολμς, παρατήρησα πως καθόταν συχνά για μισάωρα απανωτά, με πλεγμένα φρύδια και με μια αφηρημένη συμπεριφορά, όμως έσπρωξε το θέμα στην άκρη με μια κίνηση του χεριού του όταν το ανέφερα. «Δεδομένα! Δεδομένα! Δεδομένα!» φώναξε ανυπόμονα. «Δεν μπορώ να φτιάξω τούβλα δίχως πηλό.» Και όμως κατέληγε διαρκώς να μουρμουράει πως καμιά αδελφή του δεν είχε δεχθεί ποτέ μια τέτοια θέση.
Το τηλεγράφημα το οποίο τελικά λάβαμε ήρθε αργά ένα βράδυ πάνω που σκεφτόμουν να αποσυρθώ και ο Χολμς ετοιμαζόταν για μια από εκείνες τις ολονύχτιες χημικές μελέτες στις οποίες συχνά ενέδιδε, όταν θα τον άφηνα σκυμμένο πάνω από ένα αποστακτήρα και ένα δοκιμαστικό σωλήνα το βράδυ και θα τον έβρισκα στην ίδια θέση όταν θα κατέβαινα για πρόγευμα το πρωί. Άνοιξε τον κίτρινο φάκελο και κατόπιν, ρίχνοντας μια ματιά στο μήνυμα, μου το πέταξε.
«Κοίταξε τα τραίνα στον οδηγό δρομολογίων,» είπε, και στράφηκε πίσω στις χημικές του μελέτες.
Η πρόσκληση ήταν σύντομη και επείγουσα.
«Παρακαλώ να είστε στο ξενοδοχείο Μαύρος Κύκνος στο Γουιντσέστερ το μεσημέρι αύριο,» είπε. «Ελάτε! Τα έχω χαμένα. ΧΑΝΤΕΡ.»
«Θα έρθεις μαζί μου;» ρώτησε ο Χολμς, κοιτάζοντας πάνω.
«Θα το ήθελα.»
«Μόνο κοίταξε το, τότε.»
«Υπάρχει τραίνο στις εννέα και μισή,» είπα, κοιτάζοντας τον οδηγό μου. «Άφιξη στο Γουιντσέστερ στις 11:30.»
«Μας κάνει περίφημα. Τότε καλύτερα να αναβάλω την ανάλυση μου στις ακετόνες, καθώς θα πρέπει να είμαστε όσο το δυνατόν καλύτερα το πρωί.»
Στις έντεκα η ώρα της επομένης ήμασταν για τα καλά καθοδόν προς την παλαιά Αγγλική πρωτεύουσα. Ο Χολμς ήταν θαμμένος στις πρωινές εφημερίδες ως τα μπούνια, όμως όταν είχαμε περάσει τα όρια του Χάμπσαϊρ τις πέταξε όλες κάτω και άρχισε να θαυμάζει το τοπίο. Ήταν μια ειδυλλιακή ανοιξιάτικη ημέρα, με καταγάλανος ουρανό, διάστικτο με μικρά φουντωτά σύννεφα που παρασύρονταν από την ανατολή προς τη δύση. Ο ήλιος έλαμπε πολύ έντονα, κι όμως υπήρχε μια αναζωογονητική παγωνιά στην ατμόσφαιρα, η οποία έδινε ένα πλεονέκτημα στη ζωντάνια κάποιου. Σε ολόκληρη την περιοχή, ως τους απαλούς λόφους γύρω από το Άλντερσοτ, οι μικρές κοκκινόγκριζες στέγες των αγροκτημάτων ξεπετάγονταν καταμεσής του ανοικτού πράσινου του φρέσκου φυλλώματος.
«Δεν είναι τόσο αναζωογονητικά κι όμορφα;» αναφώνησα με όλο τον ενθουσιασμό κάποιου που μόλις είχε αφήσει τις ομίχλες της οδού Μπέϊκερ.
Όμως ο Χολμς κούνησε βαρύθυμα το κεφάλι του.
«Γνωρίζεις, Γουώτσον,» είπε, «πως μια από τις κατάρες ενός μυαλού με κλίση σαν του δικού μου είναι πως πρέπει να παρατηρώ τα πάντα αναφορικά στο ιδιαίτερο αντικείμενο του. Βλέπεις αυτά τα σκόρπια σπίτια, και εντυπωσιάζεσαι από την ομορφιά τους. Τα κοιτάζω, και η μόνη σκέψη που μου έρχεται είναι ένα αίσθημα της απομόνωσης τους και της ατιμωρησίας με την οποία το έγκλημα ενδέχεται να διαπραχθεί εκεί.»
«Μα το Θεό!» φώναξα. «Ποιος θα συσχέτιζε το έγκλημα με αυτά τα αξιολάτρευτα παλιά υποστατικά;»
«Πάντοτε με γεμίζουν με τρόμο. Αποτελεί πεποίθηση μου, Γουώτσον, εδραιωμένη επί της εμπειρίας μου, πως τα ταπεινότερα και αθλιότερα σοκάκια του Λονδίνου δεν παρουσιάζουν μια λιγότερη τρομερή καταγραφή της αμαρτίας από όσο η χαμογελαστή και όμορφη εξοχή.»
«Μου προξενείς φρίκη!»
«Ωστόσο ο λόγος είναι ιδιαιτέρως προφανής. Η πίεση της κοινής γνώμης μπορεί να κατορθώσει στην πόλη ότι ο νόμος δεν μπορεί να επιτύχει. Δεν υπάρχει δρόμος τόσο άθλιος που η κραυγή ενός βασανισμένου παιδιού, ή του χτυπήματος ενός μεθύστακα, να μην γεννά συμπάθια και αγανάκτηση μεταξύ των γειτόνων , και τότε ολόκληρος ο μηχανισμός της δικαιοσύνης είναι πάντοτε σε απόσταση που μια διαμαρτυρία τον βάζει μπρος, και δεν υπάρχει παρά ένα βήμα μεταξύ του εγκλήματος και του εδωλίου. Μα κοίτα αυτά τα μοναχικά σπίτια, καθένα στα χωράφια του, γεμάτη ως επί το πλείστον με φτωχούς, αδαείς ανθρώπους που ελάχιστα γνωρίζουν περί νόμου. Συλλογίσου τις πράξεις διαβολικής απανθρωπιάς, την κρυμμένη κακία που μπορεί να συνεχίζεται, χρόνος μέσα, χρόνος έξω, σε τέτοια μέρη, και κανείς δεν έχει ιδέα. Αν η κοπέλα που αιτήθηκε σε μας για βοήθεια είχε πάει να ζήσει στο Γουιντσέστερ, δεν θα είχα τον παραμικρό φόβο για εκείνη. Είναι τα επτά χιλιόμετρα της υπαίθρου που συνιστούν τον κίνδυνο. Εντούτοις, είναι σαφές πως δεν απειλείται προσωπικά.»
«Όχι. Αν μπορεί να έρθει στο Γουιντσέστερ να μας συναντήσει τότε μπορεί να ξεφύγει.»
«Ακριβώς. Έχει την ελευθερία της.»
«Ποιο ΜΠΟΡΕΙ να είναι το ζήτημα, τότε; Δεν μπορείς να προτείνεις κάποια εξήγηση;»
«Επινόησα επτά διαφορετικές εξηγήσεις, καθεμία εκ των οποίων θα κάλυπτε τα στοιχεία όπως τα γνωρίζουμε. Όμως ποια εξ αυτών είναι σωστή μπορεί μονάχα να καθορισθεί από τις καινούργιες πληροφορίες τις οποίες αναμφίβολα θα βρούμε να μας περιμένουν. Λοιπόν, να ο πύργος του καθεδρικού, και σύντομα θα ξέρουμε όλα όσα η δεσποινίδα Χάντερ έχει να μας πει.»
Ο Μαύρος Κύκνος είναι ένα φημισμένο πανδοχείο στην οδό Χάι, σε ελάχιστη απόσταση από το σταθμό, και εκεί βρήκαμε τη νεαρή κυρία να μας περιμένει. Είχε κλείσει ένα καθιστικό, και το γεύμα μας περίμενε στο τραπέζι.
«Χαίρομαι τόσο που ήρθατε,» είπε ενθουσιασμένα. «Είναι τόσο ευγενικό εκ μέρους σας· μα ειλικρινά δεν ήξερα τι να κάνω. Η συμβουλή σας θα αποβεί για μένα εντελώς πολύτιμη.»
«Παρακαλώ πείτε μας τι σας συνέβη.»
«Θα το κάνω, και πρέπει να είμαι σύντομη, γιατί υποσχέθηκα στον κ. Ρόκαστλ να είμαι πίσω πριν τις τρεις. Πήρα την άδεια του για να έρθω στην πόλη σήμερα το πρωί, μολονότι ελάχιστα γνώριζε για ποιο σκοπό.»
«Πείτε τα μας τα πάντα με την απαιτούμενη σειρά.» Ο Χολμς άπλωσε τα μακριά λεπτά πόδια του προς τη φωτιά και χαλάρωσε για να ακούσει.
«Καταρχήν, μπορώ να πω ότι δε συνάντησα, συνολικά, καθόλου κακομεταχείριση εκ του κ. και της κ. Ρόκαστλ. Είναι δίκαιο για αυτούς να το πω. Όμως δεν τους καταλαβαίνω, και δε νοιώθω καθόλου άνετα μαζί τους.»
«Τι δεν καταλαβαίνετε;»
«Τους λόγους για την συμπεριφορά τους. Όμως θα τα ακούσετε όλα όπως ακριβώς συνέβησαν. Όταν κατέβηκα, ο κ. Ρόκαστλ με συνάντησε εδώ και με πήγε με το κάρο του στις Χάλκινες Οξιές. Βρίσκεται, όπως είπε, σε πολύ όμορφο μέρος, όμως δεν είναι όμορφο καθαυτό, επειδή είναι ένα μεγάλο τετράγωνο πράγμα, ασπρισμένο, αλλά κηλιδωμένο και χαρακωμένο από υγρασία και κακοκαιρία. Υπάρχουν κτήματα γύρω του, δάση από τις τρεις μεριές, και στην τέταρτη ένα λιβάδι που κατηφορίζει προς τη δημοσιά του Σαουθάμπτον, που περνάει κάπου εκατό μέτρα από τη μπροστινή πόρτα. Το χωράφι εμπρός ανήκει στο σπίτι, όμως τα δάση τριγύρω αποτελούν μέρος του καταφυγίου του Λόρδου Σάουθερτον. Μια συστάδα από καφετιές οξιές μόλις μπροστά από την είσοδο δίνουν στο μέρος το όνομα του.»
«Οδηγήθηκα εκεί από τον εργοδότη μου, ο οποίος υπήρξε τόσο ευγενικός όπως πάντα, και παρουσιάστηκα από εκείνον το ίδιο απόγευμα στη σύζυγο και το παιδί του. Δεν υπάρχει καμιά αλήθεια, κ. Χολμς, στην εικασία η οποία μας φάνηκε τόσο πιθανή στο διαμέρισμα σας στην οδό Μπέϊκερ. Η κ. Ρόκαστλ δεν είναι τρελή. Τη βρήκα να είναι μια σιωπηλή, χλωμή γυναίκα, πολύ νεώτερη από το σύζυγο της, όχι μεγαλύτερη από τριάντα, θα έλεγα, ενώ εκείνος είναι αδύνατον να είναι λιγότερο από σαράντα-πέντε. Από την κουβέντα τους κατάλαβα πως είναι παντρεμένοι κάπου επτά χρόνια, πως εκείνος ήταν χήρος, και πως το μοναχοπαίδι του από την πρώτη του σύζυγο ήταν η κόρη που έχει πάει στη Φιλαδέλφεια. Ο κ. Ρόκαστλ μου είπε κατ' ιδίαν πως ο λόγος πους τους είχε αφήσει ήταν πως είχε μια παράλογη αποστροφή για τη μητριά της. Καθώς η κόρη δε θα μπορούσε να είναι μικρότερη από είκοσι, μπορώ απολύτως να φαντασθώ πως η θέση της θα πρέπει να ήταν δύσκολη με τη νεαρή σύζυγο του πατέρα της.»
«Η κ. Ρόκαστλ μου φάνηκε να είναι άτονη και στο μυαλό εξίσου με τα χαρακτηριστικά της. Δεν μου έκανε ούτε θετική ούτε αρνητική εντύπωση. Ήταν ανύπαρκτη. Ήταν εύκολο να καταλάβεις πως ήταν αφοσιωμένη με πάθος τόσο στον άντρα της όσο και στο μικρό της γιο. Τα ανοικτά γκρίζα μάτια της ταξίδευαν διαρκώς από τον ένα στον άλλο, προσέχοντας κάθε μικρό θέλω και προλαμβάνοντας το όποτε ήταν δυνατόν. Ήταν και ο ίδιος ευγενικός προς εκείνη με τον ντόμπρο, ζωηρό τρόπο του, και συνολικά έδειχναν να αποτελούν ένα ευτυχισμένο ζευγάρι. Και όμως εκείνη είχε κάποια κρυφή στεναχώρια, αυτή η γυναίκα. Συχνά θα χανόταν βαθιά σε σκέψη, με το πλέον θλιμμένο βλέμμα στο πρόσωπο της. Αρκετές φορές την έπιασα να κλαίει. Σκέφτηκα κάποιες στιγμές πως ήταν η ιδιοσυγκρασία του παιδιού της που ζύγιζε βαριά στο νου της, γιατί ποτέ μου δε συνάντησα ένα τόσο εντελώς κακομαθημένο και τόσο κακότροπο μικρό πλάσμα. Είναι μικρόσωμος για την ηλικία του, με ένα κεφάλι που είναι δυσανάλογα μεγάλο. Όλη του η ζωή μοιάζει να περνά σε μια εναλλαγή μεταξύ αγριεμένων κρίσεων ενθουσιασμού και καταθλιπτικών διαστημάτων κατήφειας. Το να πονά κάθε άλλο πλάσμα πιο αδύναμο από εκείνον φαίνεται να αποτελεί την ιδέα του περί διασκέδασης, και επιδεικνύει αξιόλογο ταλέντο στο σχεδιασμό της παγίδευσης ποντικών, μικρών πουλιών, και εντόμων. Όμως θα προτιμούσα να μη μιλήσω για το πλάσμα, κ. Χολμς, και, ειλικρινά, έχει ελάχιστα να κάνει με την ιστορία μου.»
«Χαίρομαι για όλες αυτές τις λεπτομέρειες,» σχολίασε ο φίλος μου, «ασχέτως του αν σας φαίνονται ως σχετικές ή όχι.»
«Θα προσπαθήσω να μην παραλείψω τίποτα σημαντικό. Το μοναδικό δυσάρεστο πράγμα σχετικά με το σπίτι, το οποίο μου ήρθε αμέσως, ήταν η εμφάνιση και η συμπεριφορά των υπηρετών. Είναι μόνο δυο, ένας άντρας και η σύζυγος του. Ο Τόλλερ, γιατί αυτό είναι το όνομα του, είναι ένας τραχύς, άξεστος άνθρωπος, με γκριζαρισμένα μαλλιά και φαβορίτες, και μια διαρκή μυρωδιά πιοτού. Δυο φορές από τότε που είμαι μαζί τους υπήρξε εντελώς μεθυσμένος, και εντούτοις ο κ. Ρόκαστλ φαίνεται να μη δίνει σημασία. Η σύζυγος του είναι μια ιδιαιτέρως ψηλή και δυνατή γυναίκα με χολωμένο πρόσωπο, τόσο σιωπηλή όσο η κ. Ρόκαστλ και πολύ λιγότερο φιλική. Πρόκειται το πλέον δυσάρεστο ζευγάρι, αλλά ευτυχώς περνώ τον περισσότερο από τον χρόνο μου στο παιδικό δωμάτιο και το δικό μου, τα οποία είναι πλάι το ένα στο άλλο στην μια πλευρά του κτιρίου.»
«Για δυο ημέρες κατόπιν της άφιξης μου στις Χάλκινες Οξιές η ζωή μου υπήρξε ιδιαίτερα ήρεμη· την τρίτη, η κ. Ρόκαστλ κατέβηκε κατόπιν του προγεύματος και ψιθύρισε κάτι στο σύζυγο της.»
«'Ω , ναι,' είπε εκείνος, στρεφόμενος σε μένα, ‘ σας είμαστε πολύ υποχρεωμένοι, δεσποινίς Χάντερ, που συνταχθήκατε προς τις ιδιομορφίες μας μέχρι και να κόψετε τα μαλλιά σας. Σας διαβεβαιώνω πως δεν μείωσε ούτε στο παραμικρό την εμφάνιση σας. Θα δούμε τώρα πως σας πάει το ζωντανό γαλάζιο φόρεμα. Θα το βρείτε ακουμπισμένο στο κρεβάτι του δωματίου σας, και αν θα είχατε την καλοσύνη να το φορέσετε θα σας ήμασταν και οι δυο υποχρεωμένοι. '»
«Το φόρεμα το οποίο βρήκα να με περιμένει ήταν μιας ιδιαίτερης απόχρωσης του γαλάζιου. Επρόκειτο περί έξοχου υλικού, κάποιου είδους μάλλινο, όμως έφερε ολοφάνερα ίχνη πως είχε φορεθεί στο παρελθόν. Δεν θα είχε καλύτερη εφαρμογή ακόμη και αν μου είχαν πάρει τα μέτρα. Τόσο ο κ. όσο και η κ. Ρόκαστλ εξέφρασαν ικανοποίηση βλέποντας το, η οποία φάνηκε εντελώς ακραία στην σφοδρότητα της. Με περίμεναν στο καθιστικό, το οποίο είναι ένα πολύ μεγάλο δωμάτιο, που εκτείνεται κατά μήκους του μπροστινού μέρους του σπιτιού, με τρία μεγάλα παράθυρα που φτάνουν ως το πάτωμα. Μια καρέκλα είχε τοποθετηθεί κοντά στο κεντρικό παράθυρο, με την πλάτη στραμμένη προς αυτό. Σε αυτή μου ζητήθηκε να καθίσω, και κατόπιν ο κ. Ρόκαστλ, περπατώντας πάνω κάτω στην άλλη πλευρά του δωματίου, άρχισε να μου λέει τις αστειότερες ιστορίες που είχα ακούσει ποτέ μου. Δεν φαντάζεστε πόσο κωμικός ήταν, και γέλασα ώσπου ένοιωθα εντελώς εξαντλημένη. Η κ. Ρόκαστλ, εντούτοις, η οποία προφανώς δεν έχει αίσθηση του χιούμορ, ούτε στιγμή δε χαμογέλασε, μα κάθισε με τα χέρια στην ποδιά της, και ένα θλιμμένο, ανήσυχο βλέμμα επί του προσώπου της. Κατόπιν μιας ώρας ή κάπου τόσο, ο κ. Ρόκαστλ σχολίασε πως ήταν ώρα να αναλάβω τα ημερήσια καθήκοντα, και πως έπρεπε να αλλάξω το φόρεμα μου και να πάω στο μικρό Έντουαρντ στο παιδικό δωμάτιο.»
«Δυο ημέρες αργότερα η ίδια παράσταση έλαβε χώρα υπό τις ίδιες ακριβώς συνθήκες. Και πάλι άλλαξα το φόρεμα μου, και πάλι κάθισα στο παράθυρο, και πάλι γέλασα με όλη μου την καρδιά στις αστείες ιστορίες εκ των οποίων ο εργοδότης μου είχε ένα αχανές ρεπερτόριο, και τις οποίες έλεγε κατά αμίμητο τρόπο. Κατόπιν μου έδωσε μια φθηνή νουβέλα, και μετακινώντας την καρέκλα λιγάκι στο πλάι, ώστε η σκιά μου να μην πέφτει στη σελίδα, με παρακάλεσε να του διαβάσω δυνατά. Διάβασα για περίπου δέκα λεπτά, αρχίζοντας από την καρδιά του κεφαλαίου, και τότε ξαφνικά, στο μέσον μιας πρότασης, με πρόσταξε να πάψω και να αλλάξω το φόρεμα μου.»
«Ευκόλως θα φαντάζεστε, κ. Χολμς, πόσο περίεργη ήμουν όσον αφορά το ποιο το νόημα της ιδιάζουσας παράστασης θα μπορούσε να είναι. Ήταν πάντοτε εξαιρετικά προσεκτικοί, παρατήρησα, να κρατούν το πρόσωπο μου μακριά από το παράθυρο, έτσι που καταλήφθηκα από την επιθυμία να δω τι συνέβαινε πίσω από την πλάτη μου. Αρχικά φαινόταν αδύνατον, όμως σύντομα μηχανεύθηκα ένα σχέδιο. Ο καθρέπτης χειρός μου είχε σπάσει, έτσι μια ευτυχής σκέψη με κατέλαβε, και έκρυψα ένα κομμάτι του γυαλιού στο μαντίλι μου. Στην επόμενη φορά, μέσα στα γέλια μου, έφερα το μαντήλι στα μάτια μου και κατάφερα με λίγη διαχείριση να δω ότι βρισκόταν πίσω μου. Ομολογώ πως απογοητεύτηκα. Δεν υπήρχε τίποτα. Τουλάχιστον αυτή ήταν η αρχική μου εντύπωση. Στη δεύτερη ματιά, ωστόσο, αντιλήφθηκα πως υπήρχε ένας άντρας ο οποίος στεκόταν στο δρόμο του Σαουθάμπτον, ένας μικρόσωμος γενειοφόρος άνθρωπος με γκρίζο κουστούμι, ο οποίος έμοιαζε να κοιτάζει προς την μεριά μου. Ο δρόμος αποτελεί μιας σημαντική λεωφόρο, και συνήθως υπάρχει κόσμος εκεί. Ο άνθρωπος αυτός, ωστόσο, ακουμπούσε πάνω σε ένα από τα κιγκλιδώματα που συνόρευαν με το χωράφι μας και κοιτούσε με ζέση. Χαμήλωσα το μαντήλι μου και κοίταξα προς την κ. Ρόκαστλ βρίσκοντας πως τα μάτια της ήταν καρφωμένα πάνω μου με ένα πλέον εξεταστικό βλέμμα. Δεν είπε τίποτα, όμως είμαι πεπεισμένη πως είχε μαντέψει ότι είχα έναν καθρέφτη στο χέρι μου και είχα δει τι υπήρχε πίσω μου. Σηκώθηκε αμέσως.»
«'Τζέφρο,' είπε, ‘υπάρχει ένας αγενής τύπος στο δρόμο ο οποίος κοιτάζει την δεσποινίδα Χάντερ. '»
«'Κάποιος φίλος σας, δεσποινίς Χάντερ;' Ρώτησε εκείνος.»
«'Όχι, δε γνωρίζω κανέναν σε αυτά τα μέρη. '»
«'Τρομάρα μου! Πόσο αφάνταστα αγενές! Αν έχετε την καλοσύνη γυρίστε και κάντε του νόημα να φύγει. '»
«'Σίγουρα θα ήταν καλύτερα να μην δώσουμε σημασία. '»
«'Όχι, όχι, θα τον έχουμε να γυροφέρνει συνέχεια. Αν έχετε την καλοσύνη γυρίστε και κουνήστε το χέρι σας έτσι. '»
«'Έκανα όπως μου ειπώθηκε, και την ίδια εκείνη στιγμή η κ. Ρόκαστλ κατέβασε την κουρτίνα. Αυτό έγινε προ μιας εβδομάδος, και από εκείνη την μέρα δεν έχω ξανακαθίσει στο παράθυρο, ούτε έχω φορέσει το γαλάζιο φόρεμα, ούτε δει τον άντρα στο δρόμο.»
«Παρακαλώ συνεχίστε,» είπε ο Χολμς. «Η αφήγηση σας υπόσχεται να είναι η πλέον ενδιαφέρουσα.»
«Θα το βρείτε κάπως ασύνδετο, φοβούμαι, και ίσως αποδειχθεί να έχει ελάχιστη σχέση μεταξύ των διαφόρων περιστατικών για τα οποία μιλάω. Την πρώτη πρώτη μέρα που βρέθηκα στις Χάλκινες Οξιές, ο κ. Ρόκαστλ με πήρε σε ένα μικρό παράσπιτο το οποίο βρίσκεται κοντά στην πόρτα της κουζίνας. Καθώς το πλησιάζαμε, άκουσα το απότομο τράβηγμα μιας αλυσίδας, και τον ήχο ενός μεγάλου ζώου να κινείται.»
«'Δείτε εδώ!' είπε ο κ. Ρόκαστλ, δείχνοντας μου μια χαραμάδα μεταξύ δυο σανίδων. ‘ Δεν είναι κούκλος;'»
«Κοίταξα μέσα και αντιλήφθηκα δυο λαμπερά μάτια, και ένα ακαθόριστο περίγραμμα μαζεμένο μέσα στο σκοτάδι.»
«'Μη φοβάστε,' είπε ο εργοδότης μου, γελώντας με το ξάφνιασμα το οποίο με είχε τραντάξει. ‘Είναι μόνο ο Κάρλο, το μαστιφ μου. Τον αποκαλώ δικό μου, όμως στην πραγματικότητα, ο γέρο-Τόλλερ, ο υπηρέτης μου, είναι ο μόνος άνθρωπος που μπορεί να τον πλησιάσει. Τον ταΐζουμε μια φορά την ημέρα, και όχι και πολύ, έτσι ώστε είναι πάντοτε τόσο αγριεμένος. Ο Τόλλερ τον αμολάει κάθε βράδυ, και ο Θεός να βοηθήσει τον καταπατητή τον οποίο θα πιάσει στα σαγόνια του. Το καλό που σας θέλω ποτέ υπό καμία πρόφαση μη πατήσετε πόδι έξω από το κατώφλι το βράδυ, γιατί μέχρι εκεί αξίζει η ζωή σας. '»
«Η προειδοποίηση δεν ήταν άσκοπη, γιατί δυο βράδια αργότερα έτυχε να κοιτάξω έξω από το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας μου περί τις δυο το πρωί. Ήταν μια πανέμορφη φεγγαρόφωτη νύχτα, και ο κήπος μπροστά από το σπίτι ήταν ασημένιος και σχεδόν τόσο λαμπερός σαν να ήταν μέρα. Στεκόμουν, συνεπαρμένη από την γαλήνια ομορφιά του σκηνικού, όταν αντιλήφθηκα πως κάτι κινιόταν κάτω από τη σκιά των χάλκινων οξιών. Καθώς ξεπρόβαλε στο φεγγαρόφωτο είδα τι ήταν. Επρόκειτο για ένα πελώριο σκυλί, μεγάλο σα μοσχάρι, καστανόξανθης απόχρωσης, με κρεμασμένο σαγόνι, μαύρη μουσούδα, και τεράστιο σκελετό. Διέσχισε αργά τον κήπο και χάθηκε στη σκιά της άλλης μεριάς. Ο τρομακτικός αυτός φύλακας έστειλε ένα ρίγος στην καρδιά μου πράγμα που δεν πιστεύω πως κάποιος διαρρήκτης θα είχε καταφέρει.»
«Και τώρα έχω μια ιδιαιτέρως περίεργη εμπειρία να σας αναφέρω. Είχα, όπως γνωρίζετε, κόψει τα μαλλιά μου στο Λονδίνο, και είχα αφήσει μια μεγάλη πλεξούδα στο κάτω μέρος του μπαούλου μου. Ένα βράδυ, όταν το παιδί ήταν στο κρεβάτι, άρχισα να ασχολούμαι με την εξέταση της επίπλωσης του δωματίου μου και με την τοποθέτηση των δικών μου πραγμάτων. Υπήρχε μια μικρή σιφονιέρα στο δωμάτιο, με τα δυο πάνω συρτάρια άδεια και ανοικτά, και το χαμηλότερο κλειδωμένο. Είχα γεμίσει τα πρώτα δυο με τα ασπρόρουχα μου, και καθώς είχα πολλά ακόμη να ξεπακετάρω ήταν φυσικό το ότι ενοχλήθηκα που δεν είχα την χρήση του τρίτου συρταριού. Μου ήρθε η ιδέα πως ίσως να είχε κλειδωθεί από απλή απροσεξία, έτσι έβγαλα τα κλειδιά μου και προσπάθησα να το ανοίξω. Το πρώτο κλειδί ταίριαξε τέλεια, και τράβηξα το συρτάρι ανοίγοντας το. Υπήρχε μόνο ένα πράγμα μέσα, όμως είμαι βέβαιη πως ποτέ δε θα μαντεύατε τι ήταν. Ήταν η πλεξούδα των μαλλιών μου.»
«Τη σήκωσα και την εξέτασα. Ήταν της ίδιας ξεχωριστής απόχρωσης, και του ίδιου πάχους. Όμως τόσο το ανέφικτο της κατάστασης απρόθυμα επιβλήθηκε πάνω μου. Πως ήταν δυνατόν τα μαλλιά μου να είναι κλειδωμένα στο συρτάρι; Με τρεμάμενα χέρια έλυσα το μπαούλο μου, έβγαλα τα περιεχόμενα του, και τράβηξα από το κάτω μέρος τα δικά μου μαλλιά. Ακούμπησα τις δυο πλεξούδες πλάι πλάι, και σας διαβεβαιώνω πως ήταν πανομοιότυπες. Δεν ήταν ιδιαιτέρως ασύνηθες; Προβληματισμένη όσο γινόταν, δεν μπορούσα να σκεφθώ τίποτα σχετικά με το τι σήμαινε. Επέστρεψα τα ξένα μαλλιά στο συρτάρι, και δεν ανέφερα τίποτα επί του ζητήματος στους Ρόκαστλ καθώς ένοιωσα πως είχα κάνει λάθος ανοίγοντας το συρτάρι το οποίο είχαν κλειδωμένο.»
«Είμαι εκ φύσεως παρατηρητική, όπως ενδεχομένως να έχετε προσέξει, κ. Χολμς, και σύντομα είχα ένα αρκετά καλό σχέδιο ολόκληρου του σπιτιού στο μυαλό μου. Υπήρχε μια πτέρυγα, εντούτοις, η οποία εμφανιζόταν να μην κατοικείται καθόλου. Μια πόρτα η οποία έβλεπε εκείνη που οδηγούσε στα διαμερίσματα των Τόλλερ έβγαζε στον συγκεκριμένο χώρο, όμως ήταν μονίμως κλειδωμένη. Μια μέρα, ωστόσο, καθώς ανέβαινα τις σκάλες, συνάντησα τον κ. Ρόκαστλ να βγαίνει από την πόρτα, με τα κλειδιά στο χέρι του, και ένα βλέμμα στο πρόσωπο του το οποίο τον καθιστούσε ένα εξαιρετικά διαφορετικό από τον γεμάτο, εύθυμο άντρα στον οποίο ήμουν συνηθισμένη. Τα μάγουλα του ήταν κόκκινα, το μέτωπο του ήταν ρυτιδωμένο από θυμό, και οι φλέβες του προεξείχαν από τους κροτάφους του οργισμένα. Κλείδωσε την πόρτα και με προσπέρασε βιαστικά δίχως μια λέξη ή ένα βλέμμα.»
«Αυτό ξεσήκωσε την περιέργεια μου, έτσι όταν βγήκα για ένα περίπατο έξω από μόνη μου, έκανα το γύρο προς την πλευρά από την οποία έβλεπα τα παράθυρα αυτού του τμήματος του σπιτιού. Ήταν τέσσερα στην σειρά, τρία εκ των οποίων ήταν απλώς βρώμικα, ενώ το τέταρτο ήταν σφαλιστό. Ήταν προφανώς όλα ερημωμένα. Καθώς περπάτησα πάνω κάτω, κοιτάζοντας τα κατά διαστήματα, ο κ. Ρόκαστλ ήρθε κοντά μου, δείχνοντας τόσο εύθυμος και χαρούμενος όσο ποτέ.»
«'Α!' είπε, ‘μην με θεωρήσετε αγενή που σας προσπέρασα δίχως μια κουβέντα, αγαπητή μου νεαρή. Ήμουν απασχολημένος με επαγγελματικά θέματα. '»
«Τον διαβεβαίωσα πως δεν είχα προσβληθεί. ‘Επί τη ευκαιρία,' είπα, ‘φαίνεται πως έχετε αρκετά άδεια δωμάτια εκεί πάνω, και ένα από αυτά είναι σφαλισμένο. '»
«Έδειξε έκπληκτος και, όπως μου φάνηκε, λίγο ξαφνιασμένος στο σχόλιο μου.»
«'Η φωτογραφία είναι ένα από τα πάρεργα μου,' είπε εκείνος. ‘Έχω στήσει το σκοτεινό μου θάλαμο εκεί. Όμως, τρομάρα μου! Τι παρατηρητική νεαρή που μας βγήκατε. Ποιος θα το πίστευε; Ποιος ποτέ θα το πίστευε;' Μίλησε αστειευόμενος, όμως δεν υπάρχει κάτι το αστείο στα μάτια καθώς με κοίταξε. Διέκρινα καχυποψία εκεί και ενόχληση, αλλά διόλου αστειότητα.»
«Λοιπόν, κ. Χολμς, από τη στιγμή εκείνη, όταν κατάλαβα πως υπήρχε κάτι σε εκείνα τα δωμάτια το οποίο δεν έπρεπε να μάθω, άναψα ολόκληρη για να τα ψάξω. Δεν επρόκειτο για απλή περιέργεια, αν και έχω το μερτικό μου από αυτή. Ήταν περισσότερο ένα αίσθημα καθήκοντος—ένα αίσθημα πως κάτι καλό ίσως να έβγαινε από την εισβολή μου σε εκείνο το μέρος. Μιλάνε για το γυναικείο ένστικτο· ίσως να ήταν το γυναικείο ένστικτο που μου έδωσε αυτό το αίσθημα. Όπως και να είχε, ήταν εκεί, και ήμουν εντονότατα σε αναμονή της όποιας πιθανότητας να περάσω την απαγορευμένη πόρτα.»
«Μόνον χθες ήταν που η πιθανότητα ήρθε. Να σας πω πως, πέραν του κ. Ρόκαστλ, τόσο ο Τόλλερ και η σύζυγος του βρίσκουν κάτι να κάνουν σε εκείνα τα ερημωμένα δωμάτια, και σε μια περίσταση τον είδα να κουβαλά μια μεγάλη μαύρη λινή τσάντα μαζί του περνώντας μέσα. Πρόσφατα έπινε πολύ, και χθες το απόγευμα ήταν υπερβολικά μεθυσμένος· και όταν ανέβηκα τις σκάλες εκεί ήταν το κλειδί πάνω στην πόρτα. Δεν αμφιβάλλω διόλου πως το είχε αφήσει εκεί. Ο κ. και η κ. Ρόκαστλ ήταν και οι δυο κάτω, και το παιδί ήταν μαζί τους, έτσι είχα μια θαυμάσια ευκαιρία. Γύρισα το κλειδί απαλά στην κλειδαριά, άνοιξα την πόρτα, και γλίστρησα μέσα.»
«Υπήρχε ένας μικρός διάδρομος μπροστά μου, δίχως ταπετσαρία και χαλί, ο οποίος έκανε μια δεξιά γωνία στην άλλη άκρη. Από την γωνία αυτή υπήρχαν τρεις πόρτες στη σειρά, η και η τρίτη εκ των οποίων ήταν ανοικτές. Και οι δυο οδηγούσαν σε άδεια δωμάτια, σκονισμένα και άχαρα, με δυο παράθυρα στο ένα και ένα στο άλλο, τόσο σκονισμένα ώστε το απογευματινό φως αχνόφεγγε από μέσα τους. Η κεντρική πόρτα ήταν κλειστή, και στην εξωτερική της πλευρά είχε αμπαρωθεί με μια από τις φαρδιές μπάρες ενός σιδερένιου κρεβατιού, κλειδωμένη με λουκέτο σε ένα κρίκο στον τοίχο, και δεμένη από την άλλη με ένα γερό κορδόνι. Η πόρτα η ίδια ήταν επίσης κλειδωμένη, και το κλειδί δεν βρισκόταν εκεί.
Αυτή η φραγμένη πόρτα ανταποκρινόταν σαφώς προς το σφαλιστό παράθυρο απέξω, και εντούτοις διέκρινα από ένα λαμπύρισμα κάτω από την πόρτα πως δεν ήταν σκοτεινά. Εμφανώς υπήρχε ένας φεγγίτης που άφηνε το φως να μπει από πάνω. Καθώς στεκόμουν στο διάδρομο κοιτάζοντας την δυσοίωνη πόρτα και διερωτώμενη τι μυστικό ίσως να έκρυβε, ξάφνου άκουσα τον ήχο βημάτων μέσα στο δωμάτιο και είδα μια σκιά να περνά μπρος πίσω μέσα από την μικρή χαραμάδα αμυδρού φωτός που έλαμπε κάτω από την πόρτα. Ένας τρελός, παράλογος φόβος ξεχείλισε μέσα μου στη θέα, κ. Χολμς. Τα παρατεντωμένα μου νεύρα με εγκατέλειψαν ξαφνικά, και στράφηκα και έτρεξα— έτρεξα σαν κάποιο τρομερό χέρι πίσω μου να προσπαθούσα να πιάσει την άκρη του φορέματος μου. Διέσχισα ορμητικά το διάδρομο, την πόρτα, και έπεσα μέσα στα χέρια του κ. Ρόκαστλ, ο οποίος περίμενε απέξω.»
«'Ώστε,' είπε, χαμογελώντας, ‘εσύ ήσουν, λοιπόν. Σκέφτηκα πως έπρεπε όταν είδα την πόρτα ανοικτή. '»
«Ω, τρόμαξα τόσο!' είπα λαχανιασμένα.»
«Αγαπητή μου νεαρή! Αγαπητή μου νεαρή!' —ούτε που φαντάζεστε πόσο χαδιάρικος και καθησυχαστικός ήταν ο τρόπος του—‘και τι σας τρόμαξε, αγαπητή μου νεαρή;'»
«Μα η φωνή ήταν κάτι περισσότερο από γαλίφικη. Το παράκανε. Ήμουν σε έντονη επαγρύπνηση ενάντια του.»
«'Υπήρξα αρκετά ανόητη να πάω στην άδεια πτέρυγα,' απάντησα. ‘Όμως είναι τόσο μοναχικά και αέρινα σε αυτό το ημίφως ώστε τρομοκρατήθηκα και έτρεξα έξω. Ω, είναι τόσο τρομακτικά σιωπηλά εκεί μέσα! '»
«'Μόνο αυτό;' Είπε, κοιτάζοντας με επίμονα.»
«'Μα, τι νομίζατε;' Ρώτησα.
«'Γιατί νομίζετε πως κλείδωσα την πόρτα;'»
«'Είμαι σίγουρη πως δεν γνωρίζω. '»
«'Για να κρατήσω έξω ανθρώπους που δεν έχουν δουλειά εκεί. Βλέπετε;' Χαμογελούσε ακόμη με τον πλέον καλοσυνάτο τρόπο.»
«'Είμαι βέβαιη πως αν ήξερα—‘»
«'Καλώς, λοιπόν, ξέρετε πλέον. Και αν ποτέ βάλετε πόδι πέρα από αυτό το κατώφλι ξανά'—εδώ στη στιγμή το χαμόγελο του σκλήρυνε σε μια γκριμάτσα οργής, και με κοίταξε με το πρόσωπο ενός δαίμονα—‘θα σας ρίξω στο μαστιφ. '»