12. Η Περιπέτεια των Χάλκινων Οξιών (3)
«Ήμουν τόσο τρομοκρατημένη που δεν ξέρω τι έκανα. Υποθέτω πως πρέπει να όρμησα μακριά του μέσα στο δωμάτιο μου. Δεν θυμάμαι τίποτα μέχρι που βρέθηκα ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου τρέμοντας ολόκληρη. Τότε σκέφθηκα εσάς, κ. Χολμς. Δεν μπορούσα να ζήσω άλλο δίχως κάποια συμβουλή. Ήμουν τρομοκρατημένη από το σπίτι, τον άντρα, τη γυναίκα, τους υπηρέτες, ακόμη και το παιδί. Μου ήταν όλοι τους φρικτοί. Αν μονάχα μπορούσα να σας κατεβάσω όλα θα ήταν καλά. Φυσικά θα μπορούσα να το είχα σκάσει από το σπίτι, όμως η περιέργεια μου ήταν σχεδόν τόσο δυνατή όσο οι φόβοι μου. Σύντομα αποφάσισα. Θα σας έστελνα ένα τηλεγράφημα. Έβαλα το καπέλο και το παλτό μου, κατέβηκα στο ταχυδρομείο, το οποίο βρίσκεται περίπου επτακόσια μέτρα από το σπίτι, και κατόπιν επέστρεψα, νοιώθοντας πολύ καλύτερα. Μια φρικτή αμφιβολία ήρθε στο μυαλό μου καθώς πλησίασα την πόρτα μήπως και το σκυλί ήταν αμολημένο, όμως θυμήθηκα πως ο Τόλλερ είχε μεθύσει σε σημείο αναισθησίας εκείνο το απόγευμα, και ήξερα πως ήταν ο μόνος από το σπίτι που είχε κάποια επιρροή επί του άγριου ζώου, ή που θα επιχειρούσε να το αφήσει ελεύθερο. Γλίστρησα εντός με σιγουριά και έμεινα ξύπνια τη μισή νύχτα από την χαρά μου στη σκέψη πως θα σας έβλεπα. Δεν είχα καμία δυσκολία να πάρω άδεια για να έρθω στο Γουιντσέστερ σήμερα το πρωί, όμως πρέπει να είμαι πίσω πριν τις τρεις η ώρα, γιατί ο κ. και η κ. Ρόκαστλ θα πάνε σε επίσκεψη, και θα απουσιάζουν όλο το βράδυ, έτσι θα πρέπει να φροντίσω το παιδί. Τώρα σας είπα όλες μου τις περιπέτειες, κ. Χολμς, και θα χαιρόμουν αν μπορούσατε να μου πείτε τι σημαίνουν όλα αυτά, και, πάνω από όλα, τι να κάνω.»
Ο Χολμς και εγώ είχαμε ακούσει μαγεμένοι την εξαιρετική αυτή ιστορία. Ο φίλος μου τώρα σηκώθηκε και βημάτισε πάνω κάτω μέσα στο δωμάτιο, με τα χέρια του στις τσέπες, και μια έκφραση της πλέον πρωτοφανούς βαρύτητας επί του προσώπου του.
«Είναι ο Τόλλερ ακόμη μεθυσμένος;» ρώτησε.
«Μάλιστα. Άκουσα τη γυναίκα του να λέει στην κ. Ρόκαστλ πως δεν μπορούσε να του κάνει τίποτα.»
«Καλό αυτό. Και οι Ρόκαστλ θα απουσιάζουν απόψε;»
«Μάλιστα.»
«Υπάρχει κάποιο υπόγειο με μια γερή κλειδαριά;»
«Μάλιστα, ένα κελάρι κρασιού.»
«Μου δίνετε την εντύπωση πως συμπεριφερθήκατε καθ' όλη τη διάρκεια της υπόθεσης ως ένα πολύ γενναίο και λογικό κορίτσι, δεσποινίς Χάντερ. Πιστεύετε πως θα μπορούσατε να εκτελέσετε ένα ακόμη κατόρθωμα; Δεν θα σας το ζητούσα αν δεν σας θεωρούσα μια απολύτως εξαιρετική γυναίκα.»
«Θα προσπαθήσω. Περί τίνος πρόκειται;»
«Θα βρισκόμαστε στις Χάλκινες Οξιές στις επτά η ώρα, ο φίλος μου και εγώ. Οι Ρόκαστλ θα έχουμε φύγει μέχρι εκείνη την ώρα, και ο Τόλλερ θα είναι, ελπίζουμε, ανήμπορος. Παραμένει μονάχα η κ. Τόλλερ, η οποία ίσως να σημάνει συναγερμό. Αν μπορέσετε να τη στείλετε στο κελάρι για κάποια δουλειά, και έπειτα να γυρίσετε το κλειδί στην κλειδαριά, θα διευκολύνατε τα πράγματα αφάνταστα.»
«Θα το κάνω.»
«Έξοχα! Θα εξετάσουμε τότε ενδελεχώς το ζήτημα. Φυσικά υπάρχει μόνο μια ικανοποιητική εξήγηση. Σας έφεραν για να υποδυθείτε κάποιον, και το αληθινό πρόσωπο είναι φυλακισμένο σε εκείνο το δωμάτιο. Αυτό είναι εμφανές. Όσο για το ποια είναι η κρατούμενη, δεν έχω αμφιβολία πως είναι η κόρη, η δεσποινίς Άλις Ρόκαστλ, αν θυμάμαι σωστά, η οποία ειπώθηκε πως έφυγε στην Αμερική. Επιλεχτήκατε, αναμφίβολα, καθώς τις μοιάζετε σε ύψος, σιλουέτα, και στο χρώμα των μαλλιών. Τα δικά της ήταν κομμένα, πιθανότατα από κάποια ασθένεια την οποία πέρασε, και έτσι, φυσικά, τα δικά σας έπρεπε να θυσιαστούν επίσης. Από παράδοξη τύχη πέσατε πάνω στην πλεξούδα. Ο άντρας στο δρόμο ήταν αναμφίβολα κάποιος φίλος της—πιθανόν ο αρραβωνιαστικός της— και δίχως αμφιβολία, καθώς φορούσατε το φόρεμα του κοριτσιού και ήσασταν τόσο ίδια με εκείνη, πείστηκε από το γέλιο σας, όποτε σας είδε, και κατόπιν από την χειρονομία σας, πως η δεσποινίς Ρόκαστλ είναι απολύτως ευτυχισμένη, και πως δεν επιθυμεί άλλο πλέον την προσοχή του. Το σκυλί αφήνεται ελεύθερο τη νύχτα για να τον αποτρέψει από το να επιχειρήσει να επικοινωνήσει μαζί της. Τόσα είναι ικανοποιητικά σαφή. Το πλέον σοβαρό ζήτημα στην υπόθεση είναι η συμπεριφορά του παιδιού.»
«Τι στο καλό έχει να κάνει με αυτό;» αναφώνησα.
«Αγαπητέ μου Γουώτσον, εσύ ως άνθρωπος της ιατρικής μονίμως αποκομίζεις κατανόηση όσον αφορά τις συνήθειες ενός παιδιού από την μελέτη των γονιών του. Δεν βλέπεις πως το αντίστροφο είναι εξίσου αιτιολογημένο. Συχνά αποκόμισα την αρχική πραγματική κατανόηση επί του χαρακτήρα των γονιών μελετώντας τα παιδιά τους. Η συνήθεια του παιδιού αυτού είναι αφύσικα σκληρή, απλά προς χάριν σκληρότητας, και το αν την λαμβάνει από τον χαμογελαστό πατέρα του, ή από την μητέρα του, προμηνύει κακό για το φτωχό κορίτσι που έχουν υπό την εξουσία τους.»
«Είμαι βέβαιη πως έχετε δίκιο, κ. Χολμς,» αναφώνησε η πελάτισσα μας. «Χιλιάδες πράγματα μου επανέρχονται τα οποία με βεβαιώνουν πως το πετύχατε. Ω, ας μη χάσουμε στιγμή να προσφέρουμε βοήθεια σε εκείνο το κακόμοιρο πλάσμα.»
«Οφείλουμε να είμαστε επιφυλακτικοί, γιατί έχουμε να κάνουμε με έναν εξαιρετικά πανούργο άνθρωπο. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα πριν τις επτά η ώρα. Τότε θα είμαστε μαζί σας, και δεν θα πάρει πολύ να λύσουμε το μυστήριο.»
Ήμασταν πιστοί στο λόγο μας, γιατί ήταν μόλις επτά όταν φτάσαμε στις Χάλκινες Οξιές, έχοντας αφήσει το κάρο μας σε ένα απόμερο πανδοχείο. Η συστάδα των δέντρων, με τα σκούρα φυλλώματα τους έλαμπαν σα γυαλισμένο μέταλλο στο φως του ήλιου που έδυε, αρκούσαν για να υποδείξουν το σπίτι ακόμη και δίχως να στέκεται η δεσποινίς Χάντερ χαμογελώντας στο κατώφλι.
«Το καταφέρατε;» ρώτησε ο Χολμς.
Ένας δυνατός ήχος χτυπήματος ήρθε κάτω από τις σκάλες. «Αυτή είναι η κ. Τόλλερ στο κελάρι,» είπε. «Ο σύζυγος της είναι ξαπλωμένος ροχαλίζοντας στο χαλί της κουζίνας. Ορίστε τα κλειδιά του, τα οποία είναι αντίγραφα αυτών του κ. Ρόκαστλ.»
«Τα πήγατε υπέροχα πράγματι!» φώναξε ο Χολμς με ενθουσιασμό. «Τώρα πηγαίνετε μπροστά, και σύντομα θα δούμε την κατάληξη της σκοτεινής αυτής δουλειάς.»
Ανεβήκαμε τη σκάλα, ξεκλειδώσαμε την πόρτα, ακολουθήσαμε ένα διάδρομο, και βρεθήκαμε μπροστά από την κλειδαμπαρωμένη πόρτα την οποία η δεσποινίς Χάντερ είχε περιγράψει. Ο Χολμς έκοψε το κορδόνι και απομάκρυνε την εγκάρσια ράβδο. Κατόπιν δοκίμασε τα διάφορα κλειδιά στην κλειδαριά, ωστόσο δίχως επιτυχία. Κανένας ήχος δεν ακούστηκε από μένα, και στη σιωπή το πρόσωπο του Χολμς συννέφιασε.
«Ελπίζω να μην φτάσαμε πολύ αργά,» είπε. «Πιστεύω, δεσποινίς Χάντερ, πως καλύτερα να πάμε μέσα δίχως εσάς. Τώρα, Γουώτσον, βάλε τον ώμο σου πάνω της, και ας δούμε αν μπορέσουμε να μπούμε μέσα.»
Επρόκειτο περί μιας παλαιάς ξεχαρβαλωμένης πόρτας και ενέδωσε αμέσως εμπρός στη συνδυασμένη μας δύναμη. Μαζί ορμήσαμε μέσα στο δωμάτιο. Ήταν άδειο. Δεν υπήρχε κανένα έπιπλο εκτός από ένα παλιό ξυλοκρέβατο, ένα μικρό τραπέζι, και ένα καλάθι ασπρόρουχα. Ο φεγγίτης από πάνω ήταν ανοικτός, και η κρατούμενη φευγάτη.
«Κάποια αχρειότητα έγινε εδώ,» είπε ο Χολμς· «αυτός ο μορφονιός μάντεψε τις προθέσεις της δεσποινίδας Χάντερ και απομάκρυνε το θύμα του.»
«Μα πως;»
«Μέσα από το φεγγίτη. Θα δούμε σύντομα πως το κατόρθωσε.» Κρεμάστηκε από την στέγη. «Αχ, ναι,» φώναξε, «ορίστε η άκρη μιας μακριάς ελαφριάς σκάλας πάνω στην μαρκίζα. Να πως το έκανε.»
«Μα είναι αδύνατον,» είπε η δεσποινίς Χάντερ· «η σκάλα δεν βρισκόταν εκεί όταν οι Ρόκαστλ έφυγαν.»
«Επέστρεψε πίσω και το έκανε. Σας το λέω πως είναι ένας έξυπνος και επικίνδυνος άνθρωπος. Δεν θα εκπλησσόμουν πολύ αν εκείνου ήταν τα βήματα που ακούω επί της σκάλας. Νομίζω, Γουώτσον, πως καλό θα ήταν να έχεις το πιστόλι σου έτοιμο.»
Τα λόγια είχαν μόλις προλάβει να βγουν από το στόμα του πριν ένας άντρας εμφανισθεί στην πόρτα του δωματίου, ένας εξαιρετικά παχύς και ψωμωμένος άντρας, με ένα βαρύ ραβδί στο χέρι του. Η δεσποινίς Χάντερ στρίγκλισε και τραβήχτηκε προς τον τοίχο στη θέα του, όμως ο Σέρλοκ Χολμς πήδηξε εμπρός και στάθηκε απέναντι του.
«Κακούργε!» είπε, «που είναι η κόρη σου;»
Ο χοντρός άντρας κοίταξε ολόγυρα, και έπειτα πάνω στον ανοικτό φεγγίτη.
«Εγώ θα έπρεπε να το ρωτήσω αυτό,» τσίριξε, «κλέφτες! Κατάσκοποι και κλέφτες! Σας έπιασα, έτσι; Είστε υπό την εξουσία μου. Θα σας δείξω!» Στράφηκε και κατέβηκε με θόρυβο τις σκάλες όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
«Πήγε για το σκυλί!» φώναξε η δεσποινίς Χάντερ.
«Έχω το περίστροφο μου,» είπα εγώ.
«Καλύτερα να κλείσουμε την μπροστινή πόρτα,» φώναξε ο Χολμς, και ορμήσαμε όλοι βιαστικά να κατέβουμε τις σκάλες. Είχαμε μόλις φτάσει στην είσοδο όταν ακούσαμε το αλύχτισμα ενός σκύλου, και κατόπιν μια κραυγή αγωνίας, με ένα φριχτό ανησυχητικό ήχος ο οποίος ήταν τρομαχτικός να τον ακούς. Ένας ηλικιωμένος άντρας με κόκκινο πρόσωπο και τρεμάμενα μέλη ήρθε παραπαίοντας από μια πλαϊνή πόρτα.
«Θεέ μου!» φώναξε. «Κάποιος αμόλησε το σκυλί. Δεν έχει ταϊστεί εδώ και δυο μέρες. Γρήγορα, γρήγορα, αλλιώς θα είναι πολύ αργά!»
Ο Χολμς και εγώ ορμήσαμε έξω και γύρω από την γωνία του σπιτιού, με τον Τόλλερ να σπεύδει πίσω μας. Εκεί βρισκόταν το πελώριο πεινασμένο κτήνος, η μαύρη του μουσούδα θαμμένη στο λαιμό του Ρόκαστλ, καθώς εκείνος σφάδαζε και στρίγκλιζε στο έδαφος. Τρέχοντας, του τίναξα τα μυαλά στον αέρα, και εκείνο έπεσε με τα κοφτερά λευκά δόντια του δαγκώνοντας ακόμη τις μεγάλες δίπλες του λαιμού του. Με πολύ κόπο τους χωρίσαμε και τον μεταφέραμε, ζωντανό μα φρικιαστικά κατακρεουργημένο, εντός του σπιτιού. Τον αποθέσαμε επί του καναπέ στο καθιστικό, και έχοντας στείλει τον ξεμέθυστο Τόλλερ να πάει τα μαντάτα στη γυναίκα του, έκανα ότι μπορούσα για να ανακουφίσω τον πόνο του. Ήμασταν όλοι μας μαζεμένοι γύρω του όταν η πόρτα άνοιξε, και μια ψηλή, ισχνή γυναίκα μπήκε στο δωμάτιο.
«Κυρία Τόλλερ!» φώναξε η δεσποινίς Χάντερ.
«Μάλιστα, δεσποινίς. Ο κ. Ρόκαστλ με άφησε έξω όταν επέστρεψε πριν ανέβει πάνω για εσάς. Αχ, δεσποινίς, είναι κρίμα, που δεν με ενημερώσατε σχετικά με το τι σκοπεύατε να κάνετε, γιατί θα σας είχα πει ότι οι κόποι σας ήταν μάταιοι.»
«Αχά!» είπε ο Χολμς, κοιτάζοντας την εξεταστικά. «Είναι σαφές πως η κ. Τόλλερ γνωρίζει περισσότερα από τον καθένα σχετικά με το ζήτημα.»
«Μάλιστα, κύριε, γνωρίζω, και είμαι έτοιμη επαρκώς να σας πω ότι γνωρίζω.»
«Τότε, παρακαλώ, καθίστε, και ας τα ακούσουμε γιατί υπάρχουν αρκετά σημεία επί των οποίων οφείλω να ομολογήσω πως βρίσκομαι ακόμη στο σκοτάδι.»
«Σύντομα θα σας τα έχω ξεκαθαρίσει,» είπε εκείνη· «και θα το είχα κάνει νωρίτερα αν είχα βγει έξω από το κελάρι. Αν υπάρχει κάποια ιστορία με το πταισματοδικείο σχετικά, θα θυμηθείτε πως ήμουν η μόνη που στάθηκε φίλη σας, και πως ήμουν και της δεσποινίδας Άλις φίλη επίσης.»
«Δεν ήταν ποτέ ευτυχισμένη στο σπίτι, η δεσποινίς Άλις δεν ήταν, από την ώρα που ο πατέρας της παντρεύτηκε ξανά. Αφέθηκε στην άκρη και δεν είχε λόγο σε τίποτα, όμως δεν ήταν ποτέ τόσο άσχημα για εκείνη έως ότου γνώρισε τον κ. Φόουλερ στο σπίτι ενός φίλου. Όσον καλά τα έμαθα, η δεσποινίς Άλις είχε δικά της δικαιώματα από διαθήκη, όμως ήταν τόσο σιωπηλή και υπομονετική, ήταν, που ποτέ δεν είπε λέξη σχετικά αλλά απλά άφησε τα πάντα στα χέρια του κ. Ρόκαστλ. Ήξερε πως ήταν ασφαλής μαζί του· όμως όταν υπήρξε περίπτωση να βγει μπρος ένας σύζυγος, ο οποίος θα ζητούσε όλα όσα ο νόμος θα του έδινε, τότε ο πατέρας της σκέφτηκε πως ήταν καιρός να βάλει ένα τέλος σε αυτό. Ήθελε από εκείνη να υπογράψει ένα χαρτί, έτσι ώστε είτε παντρευόταν είτε όχι, να μπορούσε να χρησιμοποιεί τα χρήματα της. Όταν εκείνη δε το έκανε, συνέχισε να την ενοχλεί μέχρι που εκείνη έπεσε με εγκεφαλικό πυρετό, και για έξι βδομάδες ήταν στα πρόθυρα του θανάτου. Κατόπιν έγινε καλύτερα τελικά, εντελώς τσακισμένη σε σκιά του εαυτού της, και με το όμορφα μαλλιά της κομμένα· όμως αυτό δεν έκανε καμία διαφορά για το νεαρό της άντρας, και εκείνος έμεινε κολλημένος κοντά της όσο ειλικρινά ένας άντρας θα μπορούσε.»
«Αχά,» είπε ο Χολμς, «πιστεύω πως όσα υπήρξατε αρκετά καλή να μας πείτε καθιστά το θέμα ικανοποιητικά σαφές, και πως μπορώ να επαγάγω όλα όσα απομένουν. Ο κ. Ρόκαστλ τότε, υποθέτω, ανέλαβε αυτό το σύστημα της φυλάκισης;»
«Μάλιστα, κύριε.»
«Και έφερε τη δεσποινίδα Χάντερ από το Λονδίνο ώστε να ξεφορτωθεί την ανεπιθύμητη επιμονή του κ. Φόουλερ.»
«Αυτό ήταν, κύριε.»
«Όμως, ο κ. Φόουλερ όντας καρτερικός άνθρωπος, όπως κάθε καλός θαλασσινός θα έπρεπε να είναι, απέκλεισε το σπίτι, και έχοντας σας συναντήσει επέτυχε με ορισμένα επιχειρήματα, μεταλλικά ή άλλα, να σας πείσει πως τα ενδιαφέροντα σας ήταν τα ίδια με τα δικά του.»
«Ο κ. Φόουλερ ήταν ένας εξαιρετικά καλομίλητος, ανοικτοχέρης κύριος,» είπε η κ. Τόλλερ γαλήνια.
«Και καθαυτό τον τρόπο κατάφερε ώστε στον καλό σας άντρας να μη λείψει το πιοτό, και πως μια σκάλα να είναι έτοιμη την στιγμή που ο αφέντης θα είχε φύγει.»
«Τα έχετε κύριε, όπως ακριβώς συνέβησαν.»
«Είμαι βέβαιος πως σας οφείλουμε μια συγγνώμη, κ. Τόλλερ,» είπε ο Χολμς, «γιατί ασφαλώς ξεκαθαρίσατε καθετί το οποίο μας προβλημάτιζε. Και να έρχεται ο επαρχιακός γιατρός και η κ. Ρόκαστλ, έτσι νομίζω, Γουώτσον, πως καλά θα κάνουμε να συνοδέψουμε τη δεσποινίδα Χάντερ πίσω στο Γουιντσέστερ, καθώς μου φαίνεται πως η δεδομένη κατάσταση είναι μάλλον αμφισβητήσιμη.»
Και έτσι λύθηκε το μυστήριο του δυσοίωνου σπιτιού με της χάλκινες οξιές εμπρός από την πόρτα του. Ο κ. Ρόκαστλ επέζησε, όμως έμεινε παντοτινά μισός άνθρωπος, συντηρούμενος στη ζωή αποκλειστικά εκ της φροντίδας της αφοσιωμένης του συζύγου. Ζουν ακόμη με τους γέρους υπηρέτες τους, οι οποίοι γνωρίζουν τόσο πολλά για την παρελθούσα ζωή των Ρόκαστλ ώστε δυσκολεύονται να τους αποχωριστούν. Ο κ. Φόουλερ και η δεσποινίς Ρόκαστλ παντρεύτηκαν, υπό ειδική αδεία, στο Σαουθάμπτον την επομένη της φυγής τους, και εκείνος αποτελεί πλέον κάτοχο μιας κυβερνητικής θέσης στη νήσο του Μαυρίκιου. Όσο για τη δεσποινίδα Βάϊολετ Χάντερ, ο φίλος μου Σέρλοκ Χολμς, μάλλον προς απογοήτευση μου, δεν εκδήλωσε περαιτέρω ενδιαφέρον προς εκείνη όταν έπαψε να αποτελεί το επίκεντρο ενός εκ των προβλημάτων του, και είναι πλέον επικεφαλής ενός ιδιωτικού σχολείου στο Βάλσαλ, όπου πιστεύω πως συνάντησε σημαντική επιτυχία.