5. Οι Πέντε Σπόροι Πορτοκαλιού (1)
Όποτε ξανακοιτάω τις σημειώσεις μου και τα αρχεία των υποθέσεων του Σέρλοκ Χολμς μεταξύ των ετών '82 και '90, έρχομαι αντιμέτωπος με τόσες πολλές οι οποίες παρουσιάζουν παράδοξα και ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά ώστε δε μου είναι εύκολο το ζήτημα μεταξύ ποιας να διαλέξω και ποιας να αφήσω. Ορισμένες, ωστόσο, έχουν ήδη αποκτήσει δημοσιότητα μέσω των εφημερίδων, και άλλες δεν προσέφεραν έδαφος για εκείνες τις εξαιρετικές ικανότητες τις οποίες ο σύντροφος μου κατέχει σε τόσο υψηλό βαθμό, και τις οποίες σκοπό έχουν να παρουσιάσουν τα κείμενα ετούτα. Μερικές, πάλι, έχουν προβληματίσει εξαιρετικά το αναλυτικό του ταλέντο, και θα αποτελούσαν, ως αφηγήσεις, αρχές δίχως τέλος, ενώ άλλες έχουν εν μέρει αποσαφηνισθεί, και έχουν τις εξηγήσεις τους εδραιωμένες επί εικασιών και υποθέσεων παρά στην απόλυτη λογική απόδειξη η οποία του είναι τόσο αγαπητή. Υπάρχει, εντούτοις, μια από αυτές τις τελευταίες η όποια είναι τόσο αξιοσημείωτη στις λεπτομέρειες της και τόσο εκπληκτική στα αποτελέσματα της ώστε μπαίνω στον πειρασμό να δώσω κάποια καταγραφή της παρά το γεγονός πως υπάρχουν στοιχεία σε σχέση με αυτή τα οποία ποτέ δεν αποσαφηνίστηκαν, κι ενδεχομένως ποτέ να μην διευκρινιστούν εντελώς.
Το έτος '87 μας προμήθευσε με μια εκτενή αλληλουχία υποθέσεων μείζονος ή ελάσσονος ενδιαφέροντος, των οποίων διατηρώ τα αρχεία. Μεταξύ των επικεφαλίδων κάτω από το δωδεκάμηνο εκείνο βρίσκω μια καταγραφή της περιπέτειας της Αίθουσας Paradol, της Ερασιτεχνικής Ένωσης Επαιτών, οι οποίοι διατηρούσαν μια πολυτελή λέσχη στο κατώτερο υπόγειο μιας αποθήκης επίπλων, και των γεγονότων που συνδέονται με την απώλεια του Βρετανικού μπάρκου Sophy Anderson, των αξιοσημείωτων περιπετειών του Grise Patersons στο νησί του Uffa, και τέλος της υπόθεσης δηλητηρίασης του Κάμπεργουέλ. Στην τελευταία, όπως ενδεχομένως ενθυμήστε, ο Σέρλοκ Χολμς κατόρθωσε, κουρδίζοντας το ρολόι του νεκρού, να αποδείξει πως είχε κουρδισθεί δυο ώρες νωρίτερα, και πως συνεπώς ο αποθανών είχε πέσει στο κρεβάτι εντός του συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος —ένας συλλογισμός ο οποίος διαδραμάτισε εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στη διαλεύκανση της υπόθεσης. Όλες αυτές πιθανόν να τις καταγράψω κάποια μελλοντική στιγμή, εντούτοις καμιά τους δεν παρουσιάζει τέτοια μοναδικά χαρακτηριστικά όπως ο παράδοξος ειρμός των συγκυριών τις οποίες μόλις τώρα έπιασα την πένα μου για να περιγράψω.
Επρόκειτο για τις τελευταίες ημέρες του Σεπτεμβρίου, και οι ισημέρειες θύελλες είχαν ξεκινήσει με εξαιρετική σφοδρότητα. Όλη τη μέρα ο άνεμος ούρλιαζε κι η βροχή χτυπούσε πάνω στα παράθυρα, έτσι ώστε ακόμη και εδώ στην καρδιά του μεγάλου, πρόχειρου Λονδίνου είχαμε εξαναγκασθεί να βγάλουμε το μυαλό μας προς στιγμής από την καθημερινή ρουτίνα της ζωής και να αναγνωρίσουμε την παρουσία εκείνων των σπουδαίων στοιχειακών δυνάμεων που στρίγκλιζαν προς την ανθρωπότητα πίσω από τα σίδερα του πολιτισμού της, σαν ανήμερα αγρίμια στο κλουβί. Καθώς έπεσε το βράδυ, η θύελλα δυνάμωσε, και ο άνεμος θρηνούσε και αγκομαχούσε σα παιδί στην καμινάδα. Ο Σέρλοκ Χολμς καθόταν βαριά σε μια πλευρά του τζακιού διασταυρώνοντας τα αρχεία του εγκλήματος, ενώ εγώ από την άλλη ήμουν βαθιά απορροφημένος σε μια από τις υπέροχες θαλασσινές ιστορίες του Κλάρκ Ράσσελ ώσπου το ουρλιαχτό της θύελλας απέξω φάνηκε να αναμιγνύεται με το κείμενο, και το κροτάλισμα της βροχής να δυναμώνει και να μεταβάλλεται στο μακρύ παφλασμό των θαλασσινών κυμάτων. Η γυναίκα μου ήταν σε επίσκεψη στη μητέρα της, και για μερικές ημέρες ήμουν και πάλι κάτοικος στο παλιό μας διαμέρισμα στην οδό Μπέϊκερ.
«Μπα,» είπα, ρίχνοντας μια ματιά στο σύντροφο μου, «ήταν σίγουρα το κουδούνι. Ποιος θα ερχόταν απόψε; Κάποιος φίλος σου μήπως;»
«Εκτός από σένα δεν έχω κανέναν,» απάντησε. «Δεν ενθαρρύνω τους επισκέπτες.»
«Ένας πελάτης, τότε;»
«Αν είναι έτσι, πρόκειται για σοβαρή υπόθεση. Τίποτα λιγότερο δε θα έφερνε κάποιον έξω μια τέτοια μέρα και μια τέτοια ώρα. Όμως νομίζω πως είναι πιθανότερο να πρόκειται για κάποιο φίλο της σπιτονοικοκυράς.»
Ο Σέρλοκ Χολμς έσφαλε στην εικασία του, ωστόσο, γιατί ένα βήμα ακούστηκε στο διάδρομο και ένα χτύπημα στην πόρτα. Άπλωσε το μακρύ του χέρι για να στρέψει τη λάμπα μακριά του και προς την άδεια καρέκλα επί της οποίας ο νεοφερμένος θα έπρεπε να καθίσει.
«Περάστε!» είπε.
Ο άντρας που μπήκε ήταν νέος, κάπου στα είκοσι-δύο εξωτερικά, φροντισμένος και ευπρεπώς ντυμένος, με κάτι που φανέρωνε εκλέπτυνση και λεπτότητα στη συμπεριφορά του. Η μουσκεμένη ομπρέλα την οποία κρατούσε στο χέρι, και το μακρύ γυαλιστερό του αδιάβροχο φανέρωναν την τρομερή κακοκαιρία από την οποία είχε έρθει. Κοίταξε τριγύρω του ανήσυχα στο άπλετο φως της λάμπας, και διέκρινα πως το πρόσωπο του ήταν χλωμό και τα μάτια του βαριά, όπως εκείνα ανθρώπου που φορτωμένου από μεγάλη στεναχώρια.
«Σας οφείλω μια συγγνώμη,» είπε, τοποθετώντας τα χρυσά πενς-νε στα μάτια του. «Ελπίζω να μη διακόπτω κάτι. Φοβάμαι πως έφερα μερικά ίχνη της καταιγίδας και της βροχής στο ζεστό σας δωμάτιο.»
«Δώστε μου το παλτό και την ομπρέλα σας,» είπε ο Χολμς. «Μπορούν να ακουμπήσουν εδώ στην κρεμάστρα και θα στεγνώσουν αμέσως. Ανεβήκατε από τα νοτιοδυτικά, βλέπω.»
«Μάλιστα, από το Χόρσαμ.»
«Το συγκεκριμένο μίγμα λάσπης και άσβεστη το οποίο διακρίνω επί των παπουτσιών σας είναι απολύτως ενδεικτικό.»
«Ήρθα για συμβουλή.»
«Αυτό είναι ευκόλως αντιληπτό.»
«Και βοήθεια.»
«Αυτό δεν είναι πάντοτε τόσο εύκολο.»
«Άκουσα για εσάς, Κ. Χολμς. Άκουσα από τον Δήμαρχο Πρέντεργκαστ πως τον σώσατε από το σκάνδαλο της Λέσχης Τάνκερβιλ.»
«Α, φυσικά. Εσφαλμένα κατηγορήθηκε πως έκλεβε στα χαρτιά.»
«Είπε πως μπορείτε να ξεδιαλύνετε τα πάντα.»
«Υπερέβαλε.»
«Πως ποτέ δεν αποτύχατε.»
«Έχω αποτύχει τέσσερις φορές—τρεις φορές από άντρες και μια από γυναίκα.»
«Μα πως συγκρίνεται με τον αριθμό των επιτυχιών σας;»
«Αληθεύει πως υπήρξα γενικώς επιτυχής.»
«Τότε ίσως να φανείτε και μαζί μου.»
«Παρακαλώ τραβήξτε την καρέκλα σας μέχρι τη φωτιά και κάντε μας τη χάρη να μας δώσετε μερικές λεπτομέρειες αναφορικά με την υπόθεση σας.»
«Δεν πρόκειται περί συνηθισμένης υπόθεσης.»
«Καμία από όσες φτάνουν σε μένα δεν είναι. Αποτελώ το στερνό εφετείο.»
«Κι όμως αναρωτιέμαι, κύριε, αν, με όλη σας την πείρα, έχετε ακούσει μια περισσότερο μυστηριώδη και ανεξήγητη αλληλουχία γεγονότων από όσα συνέβησαν στην ίδια μου την οικογένεια.»
«Με γεμίζετε ενδιαφέρον,» είπε ο Χολμς. «Παρακαλώ παραθέστε μας τα ουσιώδη στοιχεία από την αρχή, και κατόπιν σας ρωτώ σχετικά με τις λεπτομέρειες που θα μου φανούν ως οι πλέον σημαντικές.»
Ο νεαρός μετακόμισε την καρέκλα του και άπλωσε τα βρεγμένα του πόδια προς τη φλόγα.»
«Το όνομα μου,» είπε, «είναι Τζων Όπενσο, μα η υπόθεση μου έχει, από όσο αντιλαμβάνομαι, ελάχιστα σχέση με αυτή τη φρικτή ιστορία. Πρόκειται για κληρονομικό ζήτημα, έτσι ώστε για να σας δώσω μια ιδέα των γεγονότων, πρέπει να επιστρέψω στην έναρξη της υπόθεσης.»
«Θα πρέπει να ξέρετε πως ο παππούς μου είχε δυο γιους—το θείο μου, τον Ελάϊας και τον πατέρα μου, τον Τζόζεφ. Ο πατέρας μου είχε ένα μικρό εργοστάσιο στο Κόβεντρι, το οποίο επέκτεινε κατά την περίοδο της επινόησης της ποδηλασίας. Υπήρξε κάτοχος της ευρεσιτεχνίας των αδιάτρητων τροχών Όπενσο, και η επιχείρηση του είχε τέτοια επιτυχία που κατάφερε να την πουλήσει και να αποσυρθεί με ένα γενναίο εισόδημα που επέτρεπε άνετη διαβίωση.»
«Ο θείος μου, ο Ελάϊας μετανάστευσε στην Αμερική όταν ήταν νέος και έγινε ιδιοκτήτης φυτείας στη Φλόριντα, όπου έγινε γνωστό πως τα πήγε πολύ καλά. Την περίοδο του πολέμου πολέμησε στο στρατό του Τζάκσον, και κατόπιν υπό τον Χούντ όπου και προήχθη σε ταγματάρχη. Όταν ο Λή παρέδωσε τα όπλα ο θείος μου επέστρεψε στην φυτεία του, όπου και παρέμεινε για τρία ή τέσσερα χρόνια. Περί το 1869 ή το 1870 επέστρεψε στην Ευρώπη και αγόρασε μια μικρή έκταση στο Σάσεξ, κοντά στο Χόρσαμ. Δημιούργησε μια εξαιρετικά υπολογίσιμη περιουσία στις Πολιτείες, και ο λόγος για τον οποίο έφυγε ήταν η απέχθεια του για τους νέγρους, και η αντίθεση του προς την Ρεπουμπλικάνικη πολιτική στην επέκταση των προνομίων προς αυτούς. Επρόκειτο για έναν μοναδικό άνθρωπος, ασυγκράτητος και οξύθυμος, και αισχρός στην ομιλία όταν θύμωνε, και με μια πλέον απόμακρη ιδιοσυγκρασία. Κατά την διάρκεια όλων αυτών των χρόνων που έζησε στο Χόρσαμ, αμφιβάλω αν ποτέ έβγαλε το πόδι του έξω από την πόλη. Είχε έναν κήπο και δυο τρία χωράφια γύρω από το σπίτι, και εκεί θα πραγματοποιούσε την άσκηση του, μολονότι πολύ συχνά για βδομάδες ολόκληρες δεν άφηνε το δωμάτιο του. Έπινε πολύ μπράντυ και κάπνιζε υπερβολικά, όμως δεν ήθελε να δει κόσμο, και δεν ήθελε φίλους, ούτε ακόμη τον ίδιο του τον αδελφό.»
«Δεν έδειχνε να ενοχλείται από μένα· στην πραγματικότητα, φάνηκε να με συμπαθεί, γιατί την περίοδο που με πρωτόειδε ήμουν πιτσιρίκι στα δώδεκα ή κάπου εκεί. Θα πρέπει να ήταν το έτος 1878, όταν βρισκόταν κάπου οχτώ με εννέα χρόνια στην Αγγλία. Παρακάλεσε τον πατέρα μου να με αφήσει να ζήσω μαζί του και ήταν πολύ ευγενικός προς εμένα κατά τον τρόπο του. Όταν ήταν νηφάλιος συνήθιζε να του αρέσει να παίζει τάβλι και ντάμα μαζί μου, και με κατέστησε εκπρόσωπο του τόσο προς τους υπηρέτες όσο και προς τους εμπόρους, έτσι ώστε μέχρι την στιγμή που έγινα δεκαέξι ήμουν κύριος του σπιτιού. Κρατούσα όλα τα κλειδιά και μπορούσα να πάω όπου ήθελα και να κάνω ότι ήθελα, εφόσον δεν τον ενοχλούσα στην απομόνωση του. Υπήρχε μια μοναδική εξαίρεση, ωστόσο, γιατί είχε ένα μόνο δωμάτιο, μια αποθήκη άχρηστων επίπλων ανάμεσα στις σοφίτες, το οποίο μονίμως ήταν κλειδωμένο, και στο οποίο δεν επέτρεπε ούτε σε μένα ούτε σε κάποιον άλλο να μπει. Με την αγορίστικη περιέργεια κρυφοκοίταξα μέσα από την κλειδαρότρυπα, όμως ποτέ δεν κατόρθωσα να δω κάτι περισσότερο από μια συλλογή παλιών σεντουκιών και δεμάτων όπως κάποιος θα περίμενε να δει σε ένα τέτοιο δωμάτιο.
«Μια μέρα—ήταν το Μάρτιο του 1883—ένα γράμμα με γραμματόσημο εξωτερικού ήταν ακουμπισμένο στο τραπέζι μπροστά από το πιάτο του ταγματάρχη. Δεν ήταν συνηθισμένο πράγμα για εκείνον να λαμβάνει γράμματα, γιατί οι λογαριασμοί του πληρώνονταν με μετρητά, και δεν είχε καθόλου φίλους. ‘Από την Ινδία!' είπε καθώς το ανασήκωσε, ‘Ταχυδρομική σήμανση Πόντιτσέρι! Τι μπορεί να είναι;' Ανοίγοντας το βιαστικά, από μέσα του αναπήδησαν πέντε αποξηραμένοι σπόροι πορτοκαλιού, οι οποίοι σκορπίστηκαν πάνω στο πιάτο του. Άρχισα να γελάω με το ζήτημα, όμως το γέλιο πάγωσε στα χείλη μου στη θέα του προσώπου του. Τα χείλια του είχαν κρεμάσει, και τα μάτια του ήταν διάπλατα ανοικτά, το δέρμα του είχε το χρώμα του στόκου, και αγριοκοίταζε τον φάκελο τον οποίο κρατούσε ακόμη στο τρεμάμενο χέρι του, ‘Κ. Κ. Κ.!' Αναφώνησε, και κατόπιν, ‘Θεέ μου, Θεέ μου, οι αμαρτίες μου με πρόφτασαν! '»
«'Τι συμβαίνει, θείε;' Φώναξα.
«'Θάνατος,' είπε εκείνος, και σηκώθηκε από το τραπέζι κι αποσύρθηκε στο δωμάτιο του, αφήνοντας με να τρέμω από τρόμο. Σήκωσα τον φάκελο και είδε γραμμένο με κόκκινο μελάνι πάνω στο εσωτερικό κάλυμμα, μόλις πάνω από την κόλλα, το γράμμα Κ να επαναλαμβάνεται τρεις φορές. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο εκτός από τους πέντε αποξηραμένους σπόρους πορτοκαλιού. Ποιος θα μπορούσε να είναι ο λόγος για τον ακατάσχετο τρόμο του; Άφησα το τραπέζι του πρωινού και καθώς ανέβαινα τη σκάλα τον συνάντησα να κατεβαίνει με ένα παλιό σκουριασμένο κλειδί, το οποίο θα πρέπει να άνηκε στην σοφίτα, στο ένα χέρι, και ένα μικρό μπρούτζινο κουτί, σαν κουμπαρά, στο άλλο.
«'Ας κάνουν ότι θέλουν, μα εγώ θα τους τη φέρω ξανά,' είπε με μια βλαστήμια. ‘Πες στην Μαίρη πως θα ‘θελα να ανάψει τη φωτιά στο δωμάτιο μου σήμερα, και μήνυσε κάτω στον Φόρντχαμ, τον δικηγόρο του Χόρσαμ.'
«Έκανα όπως πρόσταξε, και όταν ο δικηγόρος έφτασε του ζήτησα να ανέβει πάνω στο δωμάτιο. Η φωτιά έκαιγε δυνατά, και στη σχάρα υπήρχε ένας σωρός από μαύρη, πυκνή στάχτη, σαν από καμένο χαρτί, ενώ το μπρούτζινο κουτί αναπαυόταν ανοικτό και άδειο πλάι της. Καθώς κοίταξα το κουτί παρατήρησα ξαφνιασμένα, πως πάνω στο καπάκι του βρισκόταν εντυπωμένο το τριπλό Κ το οποίο είχα διαβάσει το πρωί επί του φακέλου.
«'Επιθυμώ Τζων,' είπε ο θείος μου, ‘να παρασταθείς ως μάρτυρας στη διαθήκη μου. Αφήνω την περιουσία, με όλα τα πλεονεκτήματα ή τα μειονεκτήματα της, στον αδελφό μου, τον πατέρα σου, εκ του οποίου, δίχως αμφιβολία, θα περάσουν σε σένα. Αν μπορείς να τα απολαύσεις γαλήνια, καλά και ωραία! Αν δεις πως δε μπορείς, άκου τη συμβουλή μου, αγόρι μου, και άφησε τα στο χειρότερο εχθρό σου. Λυπάμαι που σου δίνω ένα τόσο ( two-edged thing ??? έκφραση? ), μα δε μπορώ να γνωρίζω ποια θα είναι η τροπή των πραγμάτων. Αν έχεις την καλοσύνη υπέγραψε το χαρτί εκεί που σου υποδεικνύει ο Κος Φόρντχαμ.'
«Υπέγραψα το χαρτί όπως πρόσταξε, και ο δικηγόρος έφυγε παίρνοντας το μαζί του. Το μοναδικό περιστατικό μου άφησε, όπως ενδεχομένως αντιλαμβάνεστε, την βαθύτερη εντύπωση, και το συλλογίστηκα και το γυρόφερα με κάθε τρόπο στο νου μου δίχως να κατορθώσω να φθάσω σε κάποια λύση. Εντούτοις αδυνατούσα να αποτινάξω το αμυδρό συναίσθημα φόβου το οποίο άφησε πίσω του, αν και η εντύπωση έγινε λιγότερο έντονη καθώς οι βδομάδες πέρασαν και τίποτα δε συνέβη το οποίο να αναστατώσει τη συνήθη ρουτίνα της ζωής μας. Διέκρινα μια αλλαγή στο θείο μου, ωστόσο. Έπινε περισσότερο από ποτέ, και ήταν λιγότερο προδιατεθειμένος για οποιοδήποτε είδους κοινωνικότητα. Τον περισσότερο χρόνο του θα τον περνούσε στο δωμάτιο του, με την πόρτα κλειδωμένη από μέσα, μα μερικές φορές θα ξεπρόβαλε σε κάποια μεθυσμένη φρενίτιδα και θα ξεχυνόταν έξω από το σπίτι τρέχοντας από δω κι από κει στον κήπο με ένα περίστροφο στο χέρι του, φωνάζοντας πως δεν φοβόταν κανέναν, και πως δεν επρόκειτο να μαντρωθεί, σαν πρόβατο στο μαντρί, από άνθρωπο ή διάβολο. Όταν αυτές οι εκρήξεις περνούσαν ωστόσο, θα ορμούσε στην πόρτα και θα την κλείδωνε και αμπάρωνε πίσω του, σαν άνθρωπος που δεν άντεχε περισσότερο τον τρόμο που κείτεται στα βάθη της ψυχής του. Τέτοιες στιγμές είχα δει το πρόσωπο του, ακόμη και μια παγωμένη μέρα, να γυαλίζει μουσκεμένο, λες κι είχε μόλις βγει από μια μπανιέρα.
«Λοιπόν, για να φθάσω στο τέλος του ζητήματος, Κε Χολμς, και να μη καταχραστώ την υπομονή σας, ήρθε μια νύχτα όταν βγήκε για μια από τις μεθυσμένες του εξορμήσεις και που δεν ξαναήρθε ποτέ πίσω. Τον βρήκαμε, όταν πήγαμε να τον ψάξουμε, μπρούμυτα σε μια μικρή πρασινωπή λιμνούλα, που βρισκόταν στην άκρη του κήπου. Δεν υπήρχε κανένα ίχνος βίας, και το νερό δεν ήταν παρά μικρό μέτρο βάθος, έτσι ώστε το δικαστήριο, έχοντας επίγνωση της γνωστής του εκκεντρικότητας, αποφάνθηκε με την ετυμηγορία της αυτοκτονίας. Όμως εγώ, που γνώριζα πόσο απεχθανόταν την ίδια τη σκέψη του θανάτου, έκανα τα πάντα για να πείσω τον εαυτό μου πως είχε τραβήξει το δρόμο για να τον συναντήσει. Το θέμα πέρασε, ωστόσο, και ο πατέρας μου απέκτησε την κατοχή της περιουσίας, και κάπου 14,000 λιρών, τις οποίες και πίστωσε στον τραπεζικό λογαριασμό του.»
«Μια στιγμή,» παρεμβλήθηκε ο Χολμς, «η κατάθεση σας είναι, όπως προβλέπω, μια από τις πλέον αξιοσημείωτες που άκουσα ποτέ. Δώστε μου την ημερομηνία της λήψης, από τον θείο σας, του γράμματος και της ημέρας της υποτιθέμενης αυτοκτονίας του.»
«Το γράμμα έφθασε στις 10 Μαρτίου, του 1883. Ο θάνατος ήρθε επτά εβδομάδες αργότερα, κατά τη νύχτα τις 2ης του Μαΐου.»
«Σας ευχαριστώ. Παρακαλώ συνεχίστε.»
«Όταν ο πατέρας μου ανέλαβε την ιδιοκτησία στο Χόρσαμ, ο ίδιος, κατόπιν αιτήματος μου, προέβη σε μια προσεκτική εξέταση της σοφίτας, η οποία ήταν πάντοτε κλειδωμένη. Βρήκαμε το μπρούτζινο κουτί εκεί, μολονότι τα περιεχόμενα του είχαν καταστραφεί. Στο εσωτερικό του καπακιού του υπήρχε μια χάρτινη ετικέτα, με τα αρχικά του Κ. Κ. Κ. να επαναλαμβάνονται πάνω της, και με ένα ‘Επιστολές, αναμνηστικά, αποδείξεις, και πράξεις' γραμμένο από κάτω. Αυτά, υποθέτουμε, ήσαν ενδεικτικά της φύσης των εγγράφων τα οποία είχαν καταστραφεί από τον Ταγματάρχη Όπενσο. Όσο για τα υπόλοιπα, δεν υπήρχε τίποτα ιδιαίτερης σημασίας στη σοφίτα παρεκτός πολλών σκορπισμένων εφημερίδων και λευκωμάτων που σχετίζονταν με τη ζωή του θείου μου στην Αμερική. Ορισμένα από αυτά ήταν από τον καιρό του πολέμου και έδειχναν πως είχε πράξει καλά το καθήκον του και είχε αποκτήσει την φήμη ενός γενναίου στρατιώτου. Άλλα προέρχονταν από μια χρονολογία κατά την διάρκεια της ανοικοδόμησης των Νότιων πολιτειών, και ως επί το πλείστον αφορούσαν την πολιτική, γιατί είχε εμφανώς παίξει μεγάλο ρόλο αντιτιθέμενος στους πολιτικάντηδες που είχαν εκδιωχθεί (?) από το Νότο.
«Λοιπόν, επρόκειτο για τις αρχές του '84 όταν ο πατέρας ήρθε να ζήσει στο Χόρσαμ, και όλα πήγαιναν όσο καλά γινόταν μαζί μας μέχρι τον Ιανουάριο του '85. Την τέταρτη μέσα μετά τον νέο χρόνο άκουσα τον πατέρα μου να βγάζει μια κοφτή κραυγή έκπληξης καθώς καθίσαμε παρέα στο τραπέζι του πρωινού. Εκεί βρισκόταν, καθισμένος με έναν μόλις ανοιγμένο φάκελο στο ένα χέρι και πέντε σπόρους πορτοκαλιού στην απλωμένη παλάμη του άλλου. Πάντοτε γελούσε σε ότι αποκαλούσε παραμύθι αναφορικά με τον ταγματάρχη, όπως έδειχνε πολύ τρομαγμένος και προβληματισμένος τώρα που το ίδιο πράγμα είχε συμβεί και σε εκείνον.
«'Μα, τι στο καλό σημαίνει, Τζων;' τραύλισε.»
«Η καρδιά μου είχε παγώσει, ‘Είναι το Κ.Κ.Κ.,' είπα.»
«Κοίταξε στο εσωτερικό του φακέλου. ‘Έτσι είναι,» αναφώνησε. ‘Εδώ είναι τα γράμματα τα ίδια. Όμως τι αυτό που είναι γραμμένο από πάνω τους;'»
«'Βάλε τα χαρτιά στο ηλιακό ρολόι,» διάβασα, κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο του.»
«'Ποια χαρτιά; Ποιο ηλιακό ρολόι;» ρώτησε εκείνος.»
«Το ηλιακό ρολόι στον κήπο. Δεν υπάρχει άλλο,' είπα εγώ· ‘μα τα χαρτιά πρέπει να είναι εκείνα που καταστράφηκαν. '»
«'Σιγά το πράμα!' Είπε εκείνος, ξεθαρρεύοντας. ‘Βρισκόμαστε σε μια πολιτισμένη χώρα, και δε θα δεχθούμε κανενός είδους ανόητης συμπεριφοράς. Από πού έρχεται αυτό το πράγμα;'»
«'Από το Νταντή,' απάντησα, ρίχνοντας μια ματιά στην ταχυδρομική σήμανση.»
«'Μια τόσο εξοργιστική φάρσα κι αυτή,' είπε. ‘Τι έχω εγώ να κάνω με ηλιακά ρολόγια και χαρτιά; Δεν θα δώσω σημασία σε τέτοιες ανοησίες. '»
«'Εγώ σίγουρα θα το ανέφερα στην αστυνομία,' είπα.»
«'Και να γίνω περίγελος για τους μπελάδες μου. Τίποτα τέτοιο δε θα γίνει. '»
«'Τότε με αφήνεις να το κάνω εγώ;'»
«‘Όχι, σου απαγορεύω. Δεν θα επιτρέψω να γίνει σούσουρο για μια τέτοια ανοησία. '»
«Ήταν μάταιο να διαφωνήσω μαζί του, γιατί ήταν ένας εξαιρετικά πεισματάρης άνθρωπος. Συνέχισα, ωστόσο, με καρδιά που ήταν πλημμυρισμένη από σκοτεινά προαισθήματα.»
«Την τρίτη ημέρα κατόπιν του άφιξης του γράμματος ο πατέρας μου έφυγε από το σπίτι για να επισκεφτεί έναν παλιό του φίλο, τον Λοχαγό Φρήμποντυ, ο οποίος τελούσε διοικητής ενός από τα στρατόπεδα επί του λόφου Πόρτσντάουν. Χάρηκα που έπρεπε να φύγει, γιατί είχα την εντύπωση πως βρισκόταν μακριά από κίνδυνο όταν απουσίαζε από το σπίτι. Σ' αυτό, ωστόσο, έσφαλλα. Την δεύτερη ημέρα της απουσίας του έλαβα ένα τηλεγράφημα από τον λοχαγό, στο οποίο με παρακαλούσε να πάω εκεί αμέσως. Ο πατέρας μου είχε πέσει σε ένα από το βαθιά ασβεστολιθικά ορύγματα τα οποία βρίσκονταν σε αφθονία στην περιοχή, και είχε μείνει αναίσθητος, με σπασμένο κρανίο. Πήγα βιαστικά κοντά του, όμως έσβησε δίχως να ανακτήσει ποτέ τις αισθήσεις του. Επέστρεφε, όπως εμφαίνεται, από το Φάρχαμ κατά το σούρουπο, και όπως η περιοχή του ήταν άγνωστη, και τα ασβεστολιθικά ορύγματα ήταν ακάλυπτα, έτσι το δικαστήριο δεν δίστασε να δώσει την ετυμηγορία του ‘θανάτου από ατύχημα.' Με όση προσοχή κι αν εξέτασα κάθε στοιχείο που συνδεόταν με τον θάνατο του, δεν κατόρθωσα να βρω κάτι το οποίο να προτείνει την ιδέα του φόνου. Δεν υπήρχαν ίχνη βίας, ούτε πατημασιές, ούτε ληστεία, ούτε καταγραφή αγνώστων να έχουν θεαθεί στους δρόμους. Κι όμως νοιώθω την ανάγκη να σας πω πως το μυαλό μου απείχε πολύ από το να γαληνεύσει, και πως ήμουν για τα καλά σίγουρος πως κάποια άσχημη πλεκτάνη του είχε στηθεί.»
«Εκείνη την σκοτεινή μέρα έγινα κάτοχος της κληρονομιάς μου. Θα με ρωτήσετε γιατί δεν την ξεφορτώθηκα; Θα απαντήσω, επειδή ήμουν καλά πεισμένος πως τα προβλήματα μου είχαν κατά κάποιο τρόπο σχέση με κάποιο περιστατικό στη ζωή του θείο μου, και πως ο κίνδυνος θα ήταν εξίσου πιεστικός τόσο σε ένα σπίτι όσο και σε κάποιο άλλο.»
«Επρόκειτο για τον Ιανουάριο του '85, όταν ο κακομοίρης ο πατέρας μου βρήκε το τέλος του, και δυο χρόνια και έξι μήνες έχουν περάσει από τότε. Κατά τον χρόνο αυτό έζησα ευτυχισμένα στο Χόρσαμ, και είχα αρχίσει να ελπίζω πως η κατάρα είχε αφήσει την οικογένεια, και πως είχε τελειώσει με την προηγούμενη γενιά. Βιάστηκα να νοιώσω άνετα, ωστόσο· χθες το πρωί το πλήγμα ήρθε όπως ακριβώς είχε έρθει και στον πατέρα μου.»
Ο νεαρός έβγαλε από το παλτό του έναν τσαλακωμένο φάκελο, και γυρίζοντας τον στο τραπέζι τίναξε έξω πέντε μικρούς αποξηραμένους σπόρους πορτοκαλιού.