8. Η Περιπέτεια του Πιτσιλωτού Κορδονιού (1)
(Πιτσιλωτού Κορδονιού:) (Σ.τ.Μ) Speckled band – πιτσιλωτό, κηλιδωμένο κορδόνι. Ωστόσο το band μπορεί να αναφερθεί σε λωρίδα, ρίγα, δακτύλιο ή και ομάδα ανθρώπων.
Ρίχνοντας μια ματιά επί των σημειώσεων μου των εβδομήντα και κάτι υποθέσεων στις οποίες είχα κατά την διάρκεια των τελευταίων οχτώ χρόνων μελετήσει τις μεθόδους του φίλου μου του Σέρλοκ Χολμς, βρίσκω πολλές τραγικές, ορισμένες κωμικές, ένα μεγάλο αριθμό απλά παράξενων, ωστόσο καμία κοινότοπη· διότι, εργαζόμενος όπως έκανε πιότερο από αγάπη προς την τέχνη του παρά από την επιδίωξη της απόκτησης πλούτου, αρνιόταν να σχετιστεί με κάθε έρευνα η οποία δεν έτεινε προς το ασύνηθες, ή ακόμη και το εξωπραγματικό. Από όλες αυτές τις ποικίλες υποθέσεις, ωστόσο, δεν ενθυμούμαι κάποια η οποία να παρουσίασε πλέον ιδιάζοντα χαρακτηριστικά από εκείνη η οποία σχετιζόταν με την πασίγνωστη οικογένεια του Σάρρεϋ, τους Ρόϋλοτς του Στόουκ Μοράν. Τα εν λόγω γεγονότα συνέβησαν τις πρώτες ημέρες της γνωριμίας μου με τον Χολμς, όταν ήμασταν συγκάτοικοι ως εργένηδες στην οδό Μπέϊκερ. Θα υπήρχε δυνατότητα να τα είχα καταγράψει παλαιότερα, ωστόσο μια υπόσχεση εχεμύθειας είχε δοθεί κατά την περίοδο εκείνη, εκ της οποίας ελευθερώθηκα κατά τη διάρκεια του περασμένου μήνα εκ του πρόωρου θανάτου της κυρίας στην οποία η υπόσχεση είχε δοθεί. Είναι ίσως εξίσου καλό πως τα γεγονότα θα έρθουν στο φως τώρα, διότι έχω λόγους να γνωρίζω πως υπάρχουν αρκετά ευρύτατα διαδεδομένες φήμες όσον αφορά το θάνατο του Δρ. Γκρίμσμπυ Ρόϋλοτ που τείνει να καταστήσει το ζήτημα ακόμη πιο τρομερό από όσο η αλήθεια.
Ήταν νωρίς τον Απρίλη του έτους '83 που ξύπνησα ένα πρωινό για να βρω τον Σέρλοκ Χολμς να στέκεται, πλήρως ντυμένος, στο πλάι του κρεβατιού μου. Ξυπνούσε αργά, κατά κανόνα, και καθώς το ρολόι στο γείσο του τζακιού μου φανέρωσε πως ήταν μόλις επτά παρά τέταρτο, ανοιγόκλεισα τα μάτια μου προς το μέρος του με κάποια έκπληξη, και ίσως μια μικρή αγανάκτηση, γιατί ήμουν κι ο ίδιος τακτικός στις συνήθειες μου.»
«Τι τρέχει, λοιπόν—έπιασε φωτιά;»
«Όχι· πελάτης. Φαίνεται πως μια νεαρή κυρία έφθασε σε μια εξαιρετική κατάσταση αναστάτωσης, η οποία επιμένει να με δει. Περιμένει αυτή τη στιγμή στο καθιστικό. Τώρα, όταν νεαρές κυρίες περιπλανιούνται στη Μητρόπολη μια τόσο πρωινή ώρα, και πετάνε κοιμισμένους ανθρώπους από τα κρεβάτια τους, θεωρώ πως είναι κάτι ιδιαιτέρως επείγον αυτό που επιθυμούν να αναφέρουν. Αν αποδεικνυόταν να πρόκειται περί μιας ενδιαφέρουσας υπόθεσης, θα ήθελες, είμαι βέβαιος, να την παρακολουθήσεις από το ξεκίνημα. Σκέφτηκα, όπως και να έχει, πως έπρεπε να σε επισκεφθώ και να σου δώσω την ευκαιρία.»
«Αγαπητέ μου φίλε, δε θα το έχανα για τίποτα.»
Δεν είχα καμία σπουδαιότερη απόλαυση από ότι να ακολουθώ τον Χολμς στις επαγγελματικές του έρευνες, και στο να θαυμάζω τα αστραπιαία συμπεράσματα του, τόσο γοργά όσο και τα προαισθήματα του, και εντούτοις πάντοτε εδραιωμένα επί μιας λογικής βάσης με την οποία ξεδιάλυνε τα προβλήματα τα οποία του παραθέτονταν. Σβέλτα φόρεσα τα ρούχα μου και ήμουν έτοιμος σε λίγα λεπτά να συνοδεύσω το φίλο μου κάτω στο καθιστικό. Μια κυρία ντυμένη με μαύρα και με βαριά πέπλα, η οποία καθόταν στο παράθυρο, σηκώθηκε καθώς μπήκαμε.
«Καλή σας ημέρα, κυρία μου,» είπε ο Χολμς, εύθυμα. «Το όνομα μου είναι Σέρλοκ Χολμς. Από εδώ ο στενός μου φίλος και συνεργάτης, Δρ. Γουώτσον, ενώπιον του οποίου μπορείτε να μιλήσετε τόσο ελεύθερα όσο και ενώπιον μου. Αχα! Χαίρομαι που βλέπω πως η Κυρία Χάντζον είχε την καλή ιδέα να ανάψει τη φωτιά. Παρακαλώ πλησιάστε κοντά της, και θα παραγγείλω μια κούπα ζεστό καφέ, γιατί παρατηρώ πως τρέμετε.»
«Δεν είναι το κρύο που με κάνει να τρέμω,» είπε η γυναίκα με χαμηλή φωνή, αλλάζοντας τη θέση της όπως της ζητήθηκε.
«Τότε, τι;»
«Είναι φόβος, Κύριε Χολμς. Είναι τρόμος.» Σήκωσε το πέπλο της καθώς μίλησε, και είδαμε πως βρισκόταν όντως σε μια αξιοθρήνητη κατάσταση εκνευρισμού, το πρόσωπο της τραβηγμένο κι ωχρό, με νευρικά τρομαγμένα μάτια, όπως εκείνα κάποιου κυνηγημένου ζώου. Τα χαρακτηριστικά και η φιγούρα της ήταν εκείνα μιας γυναίκας στα τριάντα, όμως τα μαλλιά της είχαν μικρές δόσεις από πρώιμο γκριζάρισμα, κι η έκφραση της ήταν κουρασμένη και καταβεβλημένη. Ο Σέρλοκ Χολμς την παρατήρησε με μια από τις γοργές, πλήρως αναλυτικές ματιές του.
«Δεν πρέπει να φοβάστε,» είπε καθησυχαστικά, γέρνοντας εμπρός και χτυπώντας απαλά το μπράτσο της. «Σύντομα θα έχουμε διευθετήσει την κατάσταση, δεν έχω αμφιβολία. Ήρθατε με το τραίνο σήμερα το πρωί, όπως αντιλαμβάνομαι.»
«Με γνωρίζετε, τότε;»
«Όχι, όμως παρατηρώ το απόκομμα του εισιτηρίου επιστροφής στην παλάμη του αριστερού γαντιού σας. Θα πρέπει να ξεκινήσατε νωρίς, και όμως είχατε μια καλή διαδρομή με ένα κάρο, κατά μήκους λασπωμένων δρόμων, πριν φτάσετε στο σταθμό.»
Η κυρία τινάχτηκε ξαφνιασμένη απότομα και κοίταξε σαστισμένη το σύντροφο μου.
«Δεν υπάρχει κανένα μυστήριο, αγαπητή μου κυρία,» είπε εκείνος, χαμογελώντας. «Το αριστερό μανίκι του πανωφοριού σας είναι πιτσιλισμένο με λάσπη σε όχι λιγότερα των επτά σημείων. Τα σημάδια είναι απολύτως φρέσκα. Δεν υπάρχει όχημα παρεκτός ενός κάρου το οποίο να εκτοξεύει λάσπη καθαυτό τον τρόπο, και τότε μόνο όταν κάθεσαι στην αριστερή μεριά του οδηγού.»
«Όποιοι κι αν είναι οι λόγοι σας, έχετε απόλυτο δίκιο,» είπε εκείνη. «Ξεκίνησα από το σπίτι πριν τις έξι, έφτασα στο Λέδερχεντ και είκοσι, και ήρθα μέσα με το πρώτο τραίνο στο Γουώτερλου. Κύριε, να αντέξω αυτό το βάρος δε μπορώ άλλο πλέον· θα τρελαθώ αν εξακολουθήσει. Δεν έχω κανέναν να στραφώ—κανέναν, εκτός μόνο έναν, ο οποίος νοιάζεται για μένα, και εκείνος, ο καημένος, ελάχιστα μπορεί να βοηθήσει. Έμαθα για εσάς, Κύριε Χολμς· έμαθα για εσάς από την Κυρία Φάριντος, την οποία συνδράματε την ώρα της μεγαλύτερης ανάγκης της. Από εκείνη ήταν που έμαθα την διεύθυνση σας. Ω, κύριε, δε νομίζετε πως θα μπορούσατε να με βοηθήσετε, κι εμένα, και τουλάχιστον να ρίξετε λίγο φως μες το πυκνό σκοτάδι το οποίο με περιβάλει; Επί της παρούσης είναι υπεράνω των δυνατοτήτων μου να σας ανταμείψω για τις υπηρεσίες σας, όμως σε ένα μήνα με έξι εβδομάδες θα είμαι παντρεμένη, με τον έλεγχο του δικού μου εισοδήματος, και τότε τουλάχιστον δεν θα με βρείτε αχάριστη.»
Ο Χολμς στράφηκε στο γραφείο του και, ξεκλειδώνοντας το, τράβηξε έξω ένα μικρό ευρετήριο, το οποίο και συμβουλεύτηκε.
«Φάριντος,» είπε. «Α ναι, θυμάμαι την υπόθεση· είχε να κάνει με μια τιάρα από οπάλια. Νομίζω πως ήταν πριν από σένα Γουώτσον. Μπορώ μόνο να πω, κυρία μου, πως θα χαρώ να αφιερώσω την ίδια φροντίδα στην υπόθεση σας όπως έκανα και στης φίλης σας. Όσον για την ανταμοιβή μου, το επάγγελμα μου είναι η ανταμοιβή μου· όπως έχετε το ελεύθερο να καλύψετε τα όποια έξοδα στα οποία θα υποχρεωθώ να προβώ, τη στιγμή που θα σας ταιριάζει καλύτερα. Και τώρα παρακαλώ να παραθέσετε ενώπιον μας καθετί που ίσως μας βοηθήσει να σχηματίσουμε μια γνώμη επί του ζητήματος.»
«Αλίμονο!» αποκρίθηκε η επισκέπτρια μας, «ο ίδιος ο τρόμος της κατάστασης έγκειται στο γεγονός πως οι φόβοι μου είναι τόσο ακαθόριστοι, και οι υποψίες μου εξαρτώνται τόσο αποκλειστικά επί μικρών πραγμάτων, τα οποία ενδεχομένως να φανούν ασήμαντα σε κάποιον άλλο, που ακόμη κι εκείνος από τον οποίο από όλους έχω το δικαίωμα να αναζητήσω βοήθεια και συμβουλή θεωρεί όλα όσα του αναφέρω σχετικά ως τις φαντασιώσεις μια νευρικής γυναίκας. Δεν το λέει έτσι, όμως μπορώ να το διακρίνω μέσα από τις καθησυχαστικές του απάντησες και τα αποστραμμένα του μάτια. Όμως άκουσα, Κύριε Χολμς, πως εσείς βλέπετε βαθύτερα μέσα στις πολυποίκιλες κακίες της ανθρώπινης καρδιάς. Μπορείτε να με συμβουλεύσετε πώς να κινηθώ καταμεσής των κινδύνων που με περικλείουν.»
«Η προσοχή μου είναι δική σας, κυρία μου.»
«Το όνομα μου είναι Χέλεν Στόουνερ, και ζω με τον πατριό μου, ο οποίος είναι ο μοναδικός επιζών μιας εκ των παλαιοτέρων Σαξονικών οικογενειών της Αγγλίας, των Ρόϋλλοτ του Στόουκ Μοράν, στο δυτικό όριο του Σάρρεϋ.»
Ο Χολμς κούνησε το κεφάλι του. «Το όνομα, μου είναι γνώριμο.» είπε.
«Η οικογένεια υπήρξε κάποτε μεταξύ των πλουσιοτέρων της Αγγλίας, και οι εκτάσεις εκτείνονταν πέρα από τα σύνορα μέσα στο Μπέρκσαιρ στα βόρεια, και το Χαμπσάιρ στα δυτικά. Τον προηγούμενο αιώνα, ωστόσο, τέσσερις διαδοχικοί κληρονόμοι υπήρξαν της πλέον αλόγιστης και σπάταλης ιδιοσυγκρασίας, και η οικογενειακή καταστροφή εντέλει συμπληρώθηκε από έναν χαρτοπαίκτη τον καιρό της Αντιβασιλείας. Τίποτα δεν απέμεινε παρεκτός μερικών στρεμμάτων γης, και της διακοσίων ετών οικίας, η οποία βαρύνεται κι η ίδια από βαρύτατη υποθήκη. Ο στερνός γαιοκτήμονας τελείωσε τη ζωή του εκεί, ζώντας τη φριχτή ζωή ενός άπορου αριστοκράτη· μα ο μονάκριβος γιος του, ο πατριός μου, βλέποντας πως έπρεπε να προσαρμοσθεί στις νέες συνθήκες, απόσπασε μια προκαταβολή από έναν συγγενή, η οποία του έδωσε τη δυνατότητα να λάβει ένα πτυχίο ιατρικής και έφυγε στην Καλκούτα, όπου, με τις επαγγελματικές του δεξιότητες και το σθένος του χαρακτήρα του, απέκτησε φήμη και πελατεία. Σε μια κρίση θυμού, ωστόσο, προκληθείσα από μερικές κλοπές οι οποίες είχαν διαπραχθεί στην οικία του, χτύπησε τον ντόπιο οικονόμο του μέχρι θανάτου και μόλις που διέφυγε μιας θανατικής καταδίκης. Όπως είχε, υπεβλήθη σε μια μακρά ποινή φυλάκισης και κατόπιν επέστρεψε στην Αγγλία ως κατηφής κι απογοητευμένος άνθρωπος.
«Όταν ο Δρ. Ρόϋλοτ βρισκόταν στην Ινδία παντρεύτηκε τη μητέρα μου, την Κυρία Στόουνερ, νεαρή χήρα του υποστράτηγου Στόουνερ, της Πυροβολαρχίας της Βεγγάλης. Η αδελφή μου η Τζούλια κι εγώ ήμασταν δίδυμες, και ήμασταν μόλις δυο χρονών κατά την περίοδο που η μητέρα παντρεύτηκε ξανά. Είχε ένα σημαντικό χρηματικό ποσό—όχι λιγότερο των 1000 λιρών ετησίως—και το οποίο κληροδότησε στο Δρ. Ρόϋλοτ αποκλειστικά καθόσον διέμενε μαζί του, με την πρόβλεψη πως συγκεκριμένο ετήσιο ποσό θα χορηγείτο στην καθεμία μας στο ενδεχόμενο του γάμου μας. Σύντομα κατόπιν της επιστροφής μας στην Αγγλία η μητέρα μου πέθανε—σκοτώθηκε οχτώ χρόνια πριν σε ένα σιδηροδρομικό ατύχημα πλησίον του Κριού (Crewe). Ο Δρ. Ρόϋλοτ τότε εγκατέλειψε το εγχείρημα του να εδραιωθεί επαγγελματικά στο Λονδίνο και μας πήρε για να ζήσουμε μαζί του στο παλαιό πατρικό στο Στόουκ Μοράν. Τα χρήματα τα οποία η μητέρα μου είχε αφήσει ήταν αρκετά για όλες μας τις ανάγκες, και δεν φαινόταν να υπάρχει κάποιο εμπόδιο στην ευτυχία μας.
«Όμως μια τρομερή αλλαγή επήλθε στον πατριό μας εκείνο τον καιρό. Αντί να κάνει φίλους και να ανταλλάσσει επισκέψεις με τους γείτονες μας, οι οποίοι αρχικά είχαν καταχαρεί βλέποντας έναν Ρόϋλοτ του Στρόουκ Μόρνα πίσω στην παλιά οικογενειακή έδρα, κλείστηκε σπίτι του και σπανίως βγήκε έξω παρεκτός για να επιδοθεί σε αγριεμένους καυγάδες με όποιον τύχαινε να διασταυρωθεί ο δρόμος του. Η βιαιότατη οξυθυμία η οποία προσέγγιζε τη μανία υπήρξε κληρονομική στους άντρες της οικογένειας, και στην περίπτωση του πατριού μου είχε, πιστεύω, ενταθεί εκ της μακράς παραμονής του στους τροπικούς. Μια σειρά από επονείδιστους καυγάδες έλαβε χώρα, δυο εκ των οποίων κατέληξαν στο πταισματοδικείο, ώσπου τελικά μεταβλήθηκε στο φόβο και τρόμο του χωριού, και ο κόσμος έφευγε με τον ερχομό του, γιατί είναι άνθρωπος με ασύλληπτη δύναμη, και εντελώς ανεξέλεγκτος στο θυμό του.
«Την περασμένη βδομάδα πέταξε τον ντόπιο σιδερά από ένα παραπέτο μέσα σε ένα ρυάκι, και μονάχα πληρώνοντας όσα λεφτά μπόρεσα να συγκεντρώσω κατάφερα να αποτρέψω άλλη μια δημόσια διαπόμπευση. Δεν είχε καθόλου φίλους παρεκτός των περιπλανώμενων τσιγγάνων, και έδινε σε εκείνους του μπαγαπόντηδες άδεια να κατασκηνώνουν επί των λιγοστών στρεμμάτων της σκεπασμένης από βατομουριές γης που αντιπροσώπευε την περιουσία της οικογένειας, και δεχόταν σε αντάλλαγμα την φιλοξενία των σκηνών τους, τριγυρνώντας μαζί τους για βδομάδες απανωτά. Έχει επίσης ένα πάθος για τα Ινδικά ζώα, τα οποία του αποστέλλονται από έναν επιστολογράφο του, και έχει την παρούσα στιγμή ένα γατόπαρδο και ένα μπαμπουΐνο, τα οποία περιφέρονται ελεύθερα στα κτήματα του και τρομοκρατούν του χωριανούς σχεδόν περισσότερο από τον αφέντη τους.
«Φαντάζεστε από ότι λέω πως η καημένη αδελφή μου, η Τζούλια, και εγώ δεν είχαμε και μεγάλες χαρές στη ζωή μας. Κανένας υπηρέτης δεν θα έμενε κοντά μας, και για πολύ καιρό κάναμε όντως όλες τις δουλειές του σπιτιού. Μόλις στα τριάντα της ήταν όταν πέθανε, και όμως τα μαλλιά της είχαν ήδη αρχίσει να ασπρίζουν, όπως και τα δικά μου.»
«Η αδελφή είναι νεκρή, τότε;»
«Πέθανε μόλις πριν δυο χρόνια, και για τον θάνατο της θέλω να σας μιλήσω. Αντιλαμβάνεστε πως, ζώντας την ζωή την οποία σας περιέγραψα, ελάχιστα μπορούσαμε να συναντήσουμε κάποιον της ηλικίας μας και της θέσης μας. Είχαμε, ωστόσο, μια θεία, την ανύπαντρη αδελφή της μητέρας μας, την Δεσποινίδα Ονόρια Γουέστφέηλ, η οποία ζει κοντά στο Χάροου, και μας επιτρεπόταν κατά καιρούς να την επισκεπτόμαστε για μικρά διαστήματα στην οικία της. Η Τζούλια πήγε εκεί τα Χριστούγεννα δυο χρόνια πριν, και συνάντησε εκεί έναν ταγματάρχη των πεζοναυτών σε διαθεσιμότητα, με τον οποίο και αρραβωνιάσθηκε. Ο πατριός μου έμαθε για τον αρραβώνα όταν η αδελφή μου επέστρεψε και δεν έφερε καμία αντίρρηση στο γάμο· όμως εντός δεκαπενθημέρου από την μέρα η οποία είχε ορισθεί για το γάμο, το τρομερό γεγονός συνέβη το οποίο μου στέρησε την μοναδική μου σύντροφο.»
Ο Σέρλοκ Χολμς ακουμπούσε πίσω στην πολυθρόνα του με τα μάτια κλειστά και το κεφάλι βυθισμένο σε ένα μαξιλαράκι, όμως μισάνοιξε τα βλέφαρα του και έριξε μια ματιά στην επισκέπτρια μας.
«Παρακαλώ όπως είστε ακριβής στις λεπτομέρειες.» είπε.
«Μου είναι εύκολο να είμαι, γιατί γεγονός εκείνης της τρομερής περιόδου έχει χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη μου. Το αρχοντικό είναι, όπως έχω ήδη πει, πολύ παλιό και μόνο μια πτέρυγα του κατοικείται πλέον. Τα υπνοδωμάτια σε αυτή την πτέρυγα βρίσκονται στο ισόγειο, τα καθιστικά στον κυρίως χώρο του κτιρίου. Από αυτά τα υπνοδωμάτια το πρώτο είναι του Δρ. Ρόϋλοτ, το δεύτερο της αδελφής μου, και το τρίτο το δικό μου. Δεν υπάρχει επικοινωνία μεταξύ τους, όμως ανοίγουν όλα τους στον ίδιο διάδρομο. Γίνομαι κατανοητή;»
«Απολύτως.»
«Τα παράθυρα των τριών δωματίων βλέπουν στην αυλή. Την μοιραία νύχτα ο Δρ. Ρόϋλοτ είχε πάει στο δωμάτιο του νωρίς, μολονότι γνωρίζαμε πως δεν είχε αποσυρθεί για να αναπαυθεί, γιατί η αδελφή μου είχε πρόβλημα από την μυρωδιά των δυνατών Ινδικών πούρων τα οποία ήταν συνήθειο του να καπνίζει. Άφησε το δωμάτιο της, συνεπώς, και ήρθε στο δικό μου, όπου κάθησε για κάποια ώρα, κουβεντιάζοντας για τον επερχόμενο γάμο της. Στις έντεκα η ώρα σηκώθηκε για να με αφήσει, όμως στάθηκε στην πόρτα και κοίταξε πίσω.
«'Πες μου, Χέλεν,'» είπε, «'άκουσες ποτέ κάποιον να σφυρίζει μέσα στη νύχτα;'»
«'Ποτέ,'» είπα εγώ.
«'Υποθέτω πως θα δεν θα ΄ταν δυνατόν να σφυρίζεις εσύ, στον ύπνο σου;'»
«'Βεβαίως όχι. Μα γιατί;'»
«Επειδή κατά τη διάρκεια των περασμένων λίγων βραδιών πάντα ακούω, κατά τις τρεις το πρωί, ένα χαμηλό, καθαρό σφύριγμα. Κοιμάμαι ελαφριά, και με ξυπνάει. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω από πού έρχεται ίσως από το άλλο δωμάτιο, ίσως από την αυλή. Σκέφτηκα να σε ρωτήσω μήπως και το είχες ακούσει.'
«'Όχι, δεν το άκουσα. Θα πρέπει να είναι εκείνοι οι άθλιοι τσιγγάνοι στη φυτεία.'
«Πολύ πιθανό. Και όμως αν ήταν στην αυλή, απορώ πως δεν το άκουσες κι εσύ.»
«Α, μα κοιμάμαι πιο βαριά από σένα.'
«'Καλώς, δεν έχει και κάποια μεγάλη σημασία, όπως και να ‘ναι.' Μου χαμογέλασε, έκλεισε την πόρτα μου, και μερικές στιγμές αργότερα άκουσα το κλειδί της να γυρίζει στην κλειδαριά.»
«Αλήθεια,» είπε ο Χολμς. «Συνηθίζατε να κλειδώνεστε την νύχτα;»
«Πάντοτε.»
«Και γιατί;»
«Πιστεύω πως σας ανέφερα ότι ο γιατρός κρατά ένα γατόπαρδο και ένα μπαμπουΐνο. Δεν νοιώθαμε καμία ασφάλεια εκτός κι αν οι πόρτες μας ήταν κλειδωμένες.»
«Ακριβώς έτσι. Παρακαλώ συνεχίστε την κατάθεση σας.»
«Δε μπορούσα να κοιμηθώ εκείνη τη νύχτα. Ένα απροσδιόριστο συναίσθημα επικείμενης συμφοράς με πλάκωνε. Η αδελφή μου και εγώ, θα θυμάστε, ήμασταν δίδυμες, και γνωρίζετε πόσο λεπτοί είναι οι δεσμοί οι οποίοι ενώνουν δυο ψυχές που είναι τόσο στενά συγγενείς. Επρόκειτο για μια άγρια νύχτα. Ο άνεμος στρίγκλιζε απέξω, και η βροχή χτυπούσε και ξεχυνόταν πάνω στα παράθυρα. Ξαφνικά, καταμεσής όλης της ταραχής της θύελλας, ήρθε να αντηχήσει η άγρια κραυγή μιας τρομοκρατημένης γυναίκας. Ήξερα πως ήταν η φωνή της αδελφής μου. Πετάχτηκα από το κρεβάτι μου, τύλιξα μια εσάρπα γύρω μου, και ξεχύθηκα στο διάδρομο. Καθώς άνοιξα την πόρτα μου φάνηκε να άκουσα ένα χαμηλό σφύριγμα, όπως ακριβώς είχε περιγράψει η αδελφή μου, και μερικές στιγμές αργότερα άκουσα έναν έντονο μεταλλικό ήχο, σαν έναν όγκος μετάλλου να είχε πέσει. Καθώς έτρεξα στο πέρασμα, η πόρτα της αδελφής μου ήταν ξεκλείδωτη, κι έγερνε αργά πάνω στους μεντεσέδες της. Την κοίταξα με φρίκη, μη γνωρίζοντας τι επρόκειτο να εξέλθει από μέσα της. Στο φως της λάμπας του διαδρόμου είδα την αδελφή μου να εμφανίζεται στο άνοιγμα, το πρόσωπο της πανιασμένο από τρόμο, τα χέρια της να ψάχνουν ψηλαφιστά για βοήθεια, όλη της η μορφή να παραπαίει μπρος και πίσω σα κάποιου μεθύστακα. Έτρεξα κοντά της κι έβαλα τα χέρια μου γύρω της, όμως εκείνη τη στιγμή τα γόνατα της φάνηκαν να ενδίδουν κι έπεσε στο πάτωμα. Σπαρτάρισε σα να βρισκόταν σε μεγάλη οδύνη, και τα άκρα της συσπάστηκαν φριχτά. Στην αρχή σκέφτηκα πως δεν με είχε αναγνωρίσει, όμως καθώς έγειρα πάνω της ξάφνου ούρλιαξε με φωνή που ποτέ μου δεν θα ξεχάσω, ‘Ω, Θεέ μου, Χέλεν! Ήταν το κορδόνι! Το πιτσιλωτό κορδόνι!' Υπήρξε κάτι άλλο το οποίο θα ένοιωθε υποχρεωμένη να πει, και πάσχισε με το δάκτυλο της στον αέρα προς τη μεριά του δωματίου του γιατρού, όμως μια καινούργια σύσπαση την έπιασε και έπνιξε τα λόγια της. Όρμησα έξω, φωνάζοντας δυνατά τον πατριό μου, και τον συνάντησα να έρχεται βιαστικά από το δωμάτιο του με την ρόμπα του. Όταν έφτασε στο πλευρό της αδελφής μου εκείνη ήταν αναίσθητη, και μολονότι της έριξε μπράντυ μέσα στο λαιμό και έστειλε για ιατρική βοήθεια από το χωριό, όλες οι προσπάθειες απέβησαν μάταιες, γιατί εκείνη έσβησε αργά και πέθανε δίχως να έχει ανακτήσει τις αισθήσεις της. Τέτοιο υπήρξε το φριχτό τέλος της αγαπημένης μου αδελφής.»
«Μια στιγμή,» είπε ο Χολμς, «είστε σίγουρη σχετικά με το σφύριγμα και τον μεταλλικό θόρυβο; Θα παίρνατε όρκο;»
«Αυτό ήταν που και ο ιατροδικαστής της περιοχής με ρώτησε κατά την ανάκριση. Έχω την έντονη εντύπωση πως το άκουσα, και όμως, καταμεσής του χαλασμού της θύελλας και των τριγμών του παλιού σπιτιού, ίσως ενδεχομένως να εξαπατήθηκα.»
«Ήταν η αδελφή σας ντυμένη;»
«Όχι, φορούσε τη νυχτικιά της. Στο δεξί της χέρια βρέθηκε το αποκαΐδι ενός σπίρτου, και στο αριστερό της ένα σπιρτόκουτο.»
«Φανερώνοντας πως είχε ανάψει ένα και κοίταξε γύρω της όταν ο πανικός έλαβε χώρα. Είναι σημαντικό. Και σε ποια συμπεράσματα κατέληξε ο ιατροδικαστής;»
«Εξέτασε την υπόθεση με εξαιρετική φροντίδα, γιατί η συμπεριφορά του Δρ. Ρόϋλοτ ήταν διαβόητη από καιρό στην περιοχή, όμως δεν ήταν σε θέση να βρει κάποια ικανοποιητική αιτία θανάτου. Η κατάθεση μου έδειξε πως η πόρτα ήταν αμπαρωμένη από την εσωτερική πλευρά, και πως τα παράθυρα ήταν κλεισμένα από παλιομοδίτικα παντζούρια με πλατιές μεταλλικές ράβδους, τα οποία στερεώνονταν κάθε βράδυ. Οι τοίχοι ελέγχθηκαν με προσοχή, και έδειξαν πως ήταν απολύτως συμπαγείς παντού, και το πάτωμα επίσης εξετάστηκε ενδελεχώς, με το ίδιο αποτέλεσμα. Η καμινάδα είναι φαρδιά, όμως είναι ασφαλισμένη από τέσσερα μεγάλα διπλόκαρφα. Είναι βέβαιο, επομένως, πως η αδελφή μου ήταν εντελώς μόνη όταν βρήκε το τέλος της. Επιπλέον, δεν υπήρχαν ίχνη βίας πάνω της.»
«Τι ειπώθηκε για δηλητήριο;»
«Οι γιατροί την εξέτασαν και για αυτό, όμως δίχως επιτυχία.»
«Από τι νομίζετε πως η ατυχής κυρία απεβίωσε, τότε;»
«Είμαι πεπεισμένη πως πέθανε από απόλυτο φόβο και νευρικό κλονισμό, μολονότι τι ήταν αυτό που την φόβισε αδυνατώ να το διανοηθώ.»
«Βρίσκονταν οι τσιγγάνοι στη φυτεία εκείνη την στιγμή;»
«Μάλιστα, είναι σχεδόν πάντοτε μερικοί εκεί.
«Α, και τι συμπεράνατε από εκείνη την αναφορά στο κορδόνι—ένα πιτσιλωτό κορδόνι;»
«Μερικές φορές συλλογίστηκα πως ήταν απλά τα αγριεμένα λόγια του παραληρήματος, μερικές άλλες πως ίσως να είχε αναφερθεί σε μια παρέα ανθρώπων, ίσως στους ίδιους τους τσιγγάνους στη φυτεία. Δεν γνωρίζω αν τα πιτσιλωτά μαντήλια τα οποία τόσοι πολλοί από εκείνους φορούν γύρω από τα κεφάλια τους ίσως να είχε εμπνεύσει το παράξενο επίθετο που χρησιμοποίησε.»
Ο Χολμς κούνησε το κεφάλι όπως κάποιος άνθρωπος που απέχει μακράν από το να ικανοποιηθεί.
«Πρόκειται για πολύ βαθιά νερά,» είπε· «παρακαλώ συνεχίστε με την αφήγηση σας.»
«Δυο χρόνια έχουν περάσει από τότε, και η ζωή μου υπήρξε μέχρι προσφάτως πιότερο μοναχική παρά ποτέ. Έναν μήνα πριν, ωστόσο, ένας αγαπημένος φίλος, τον οποίο γνωρίζω εδώ και πολλά χρόνια, μου έκανε την τιμή να ζητήσει το χέρι μου σε γάμο. Το όνομα του είναι Άρμιταζ—Πέρσυ Αρμιταζ—ο δεύτερος γιος του Κυρίου Άρμιταζ, του Κρέην Γουώτερ, κοντά στο Ρέντιγκ. Ο πατριός μου δεν προέβαλε καθόλου αντίθεση στο γάμο, και πρόκειται να παντρευτούμε κατά την διάρκεια της άνοιξης. Προ δυο ημερών ορισμένες επισκευές ξεκίνησαν στην δυτική πτέρυγα του κτιρίου, και ο τοίχος του υπνοδωματίου μου έχει τρυπηθεί, έτσι ώστε χρειάστηκε να μετακομίσω στο δωμάτιο στο οποίο πέθανε η αδελφή μου, και να κοιμηθώ στο ίδιο κρεβάτι στο οποίο κοιμόταν. Φανταστείτε, λοιπόν, την ένταση του τρόμου μου όταν χθες τη νύχτα, καθώς ήμουν ξαπλωμένη, σκεπτόμενη την τρομερή της μοίρα, άξαφνα άκουσα στην σιγαλιά της νύχτας το χαμηλό σφύριγμα που είχε αποτελέσει τον προάγγελο του θανάτου της. Τινάχτηκα πάνω κι άναψα την λάμπα, όμως τίποτα δεν φαινόταν στο δωμάτιο. Ήμουν υπερβολικά ταραγμένη για να πέσω και πάλι στο κρεβάτι, ωστόσο, έτσι ντύθηκα, και μόλις είχε ξημερώσει, κατηφόρισα, πήρα ένα κάρο από το πανδοχείο Στέμμα, το οποίο είναι απέναντι, και πήγα στο Λέδερχεντ, από όπου ήρθα σήμερα με μοναδικό αντικείμενο να σας συναντήσω και να ζητήσω την συμβουλή σας.»
«Πράξατε σοφά,» είπε ο φίλος μου. «Όμως μου τα είπατε όλα;»
«Μάλιστα, όλα.»
«Δεσποινίδα Ρόϋλοτ, δεν μου τα είπατε. Καλύπτετε τον πατριό σας.»
«Μα, τι εννοείτε;»
Προς απάντηση ο Χολμς έσπρωξε πίσω το φραμπαλά της μαύρης δαντέλας η οποία πλαισίωνε το χέρι που ακουμπούσε στο γόνατο της επισκέπτριας μας. Πέντε μικρά μπλαβιά σημάδια, τα αποτυπώματα τεσσάρων δακτύλων και ενός αντίχειρα, ήταν αποτυπωμένα επί του λευκού καρπού.
«Είχατε απάνθρωπη μεταχείριση,» είπε ο Χολμς.
Η κυρία κοκκίνισε βαθύτατα και κάλυψε τον τραυματισμένο καρπό της. «Είναι ένας σκληρός άνθρωπος,» είπε, «και ίσως μάλιστα να μην γνωρίζει την ίδια του τη δύναμη.»
Υπήρξε μια μακρά σιωπή, κατά την διάρκεια της οποίας ο Χολμς στήριξε το σαγόνι του στα γόνατα του και κοίταξε μέσα στην φωτιά του τριζοβολούσε.
«Πρόκειται για μια βαθιά υπόθεση,» είπε τελικά. «Υπάρχουν χίλιες λεπτομέρειες τις οποίες θα επιθυμούσα να μάθω πριν αποφανθώ επί της πορείας δράσης. Ωστόσο δεν έχουμε στιγμή για χάσιμο. Αν ερχόμασταν στο Στόουκ Μοράν σήμερα, θα υπήρχε περίπτωση να δούμε εκείνα τα δωμάτια δίχως να το γνωρίζει ο πατριός σας;»
«Όπως έχει, μίλησε πως θα ερχόταν στην πόλη σήμερα για μερικές πλέον σημαντικές υποθέσεις. Είναι πιθανόν πως θα απουσιάζει όλη μέρα, και πως δεν θα υπάρξει τίποτα που να σας ενοχλήσει. Έχουμε μια οικονόμο, όμως είναι γριά και ανόητη, και θα μπορούσα άνετα να την απομακρύνω.»
«Έξοχα. Δεν είσαι ενάντιος σε αυτό το ταξίδι, Γουώτσον;»
«Επουδενεί.»
«Τότε θα έρθουμε και οι δυο. Τι θα κάνετε εσείς;»
«Έχω ένα-δυο πράγματα τα οποία θα ήθελα να κάνω τώρα που είμαι στην πόλη. Όμως θα επιστρέψω με το τραίνο των δώδεκα, έτσι ώστε να είμαι εκεί εγκαίρως για τον ερχομό σας.»
«Και μπορείτε να μας αναμένετε νωρίς το απόγευμα. Έχω κι ο ίδιος κάποια επαγγελματικά ζητήματα να φροντίσω. Δεν θα περιμένετε να πάρετε και πρωινό;»
«Όχι, πρέπει να φύγω. Η καρδιά ελάφρυνε ήδη αφού σας εμπιστεύθηκα το πρόβλημα μου. Θα αναμείνω να σας δω ξανά το απόγευμα.» Έριξε το παχύ μαύρο βέλο της πάνω από το πρόσωπο της και άφησε το δωμάτιο.
«Και τι σκέφτεσαι με όλα αυτά, Γουώτσον;» ρώτησε ο Σέρλοκ Χολμς, γέρνοντας πίσω την πολυθρόνα του.
«Μου φαίνεται πως πρόκειται για μια πλέον σκοτεινή και δυσοίωνη ιστορία.»
«Σκοτεινή και δυσοίωνη αρκετά.»
«Ωστόσο αν η κυρία έχει δίκιο λέγοντας πως το πάτωμα και οι τοίχοι είναι συμπαγείς, και πως η πόρτα, το παράθυρο, και η καμινάδα είναι αδιαπέραστα, τότε η αδελφή της θα πρέπει να ήταν αναμφίβολα μόνη όταν βρήκε το μυστηριώδες τέλος της.»
«Τι γίνεται, τότε, με τα νυχτερινά σφυρίγματα, και με τα ιδιαιτέρως αλλόκοτα λόγια της ετοιμοθάνατης γυναίκας;»
«Δεν μπορώ να σκεφθώ.»
«Όταν συνδυάζεις τις ιδέες σφυριγμάτων την νύχτα, την παρουσία μιας ομάδας τσιγγάνων οι οποίοι διατηρούν στενές σχέσεις με τον γέρο γιατρό, το γεγονός πως έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε πως ο γιατρός έχει κάποιο ενδιαφέρον στο να αποτρέψει τον γάμο της προγονής του, την αναφορά της ετοιμοθάνατης σε ένα κορδόνι, και, τέλος, το γεγονός πως η Δεσποινίδα Χέλεν Στόουνερ άκουσε έναν μεταλλικό ήχο, ο οποίος θα μπορούσε να έχει προκληθεί από μια από τις μεταλλικές μπάρες που ασφάλιζαν τα παντζούρια καθώς έμπαινε στην θέση της, πιστεύω πως υπάρχει αρκετό έδαφος να σκεφθείς πως το μυστήριο ίσως να διασαφηνισθεί κατά μήκους αυτών των γραμμών.»
«Όμως τι, τότε, έκαναν οι τσιγγάνοι;»
«Αδυνατώ να φαντασθώ.»
«Βλέπω αρκετές ενστάσεις σε κάθε τέτοια θεωρία.»
«Το ίδιο και εγώ. Πρόκειται ακριβώς για το λόγο αυτό που θα πάμε στο Στόουκ Μοράν σήμερα. Θέλω να δω αν οι ενστάσεις είναι μοιραίες, είτε αν είναι δυνατόν να εξηγηθούν. Μα τι στο διάολο!»
Το επιφώνημα είχε ξεφύγει από το σύντροφο μου από το γεγονός πως η πόρτα μας είχε αιφνιδίως ανοίξει ορμητικά, και πως ένας πελώριος άντρας πλαισιωνόταν από την κάσα. Το κοστούμι του αποτελούσε ένα παράδοξο αποτέλεσμα του επαγγελματικού και του αγροτικού, έχοντας ένα μαύρο ψηλό καπέλο, μια μακριά ρεντιγκότα, και ένα ζευγάρι μακριές γκέτες, με ένα κυνηγετικό μαστίγιο να κρέμεται από το χέρι του. Τόσο ψηλός ήταν που το καπέλο στην πραγματικότητα έξυνε το δοκάρι της πόρτας, και η ευρύτητα του έμοιαζε να ανοίγει από άκρο σε άκρο. Ένα μεγάλο πρόσωπο, χαρακωμένο από χιλιάδες ρυτίδες, ηλιοκαμένο, και σημαδεμένο από κάθε μοχθηρία, στράφηκε από τον έναν μας στον άλλο, ενώ τα βαθιά, χολωμένα μάτια, και η ψηλή, λεπτή, ξερακιανή μύτη, του προσέδιδαν κάπως την ομοιότητα με ένα αγριεμένο γέρικο όρνεο.
«Ποιος από εσάς είναι ο Χολμς;» ρώτησε η εμφάνιση.
«Το όνομα μου, κύριε· όμως έχετε το πλεονέκτημα έναντι μου,» είπε ο σύντροφος μου ήρεμα.
«Είμαι ο Δρ. Γκρίμσμπυ Ρόϋλοτ, του Στόουκ Μοράν.»
«Αλήθεια, Γιατρέ,» είπε ο Χολμς, ψυχρά. «Παρακαλώ καθίστε.»
«Δεν θα κάνω τίποτα τέτοιο. Η προγονή μου ήταν εδώ. Την ακολούθησα. Τι σας έλεγε;»
«Κάνει λίγο κρύο αυτή την περίοδο του χρόνου,» είπε ο Χολμς.
«Τι σας έλεγε;» ούρλιαξε ο γέρος εξωφρενών.
«Όμως άκουσα πως οι κρόκοι υπόσχονται πως όλα θα πάνε καλά,» εξακολούθησε ο σύντροφος μου ατάραχα.
«Χα! Με αγνοείτε;» είπε ο νέος μας επισκέπτης, κάνοντας ένα βήμα μπροστά και κουνώντας το μαστίγιο του. «Σε γνωρίζω, παλιοτόμαρο! Έχω ακούσει για σένα παλιότερα. Είσαι ο Χολμς, ο ανακατωσούρης .» Ο φίλος μου χαμογέλασε. «Ο Χολμς, o αδιάκριτος!» To χαμόγελο πλάτυνε. «Ο Χολμς, ο μικρομανδαρίνος της Σκότλαντ Γιάρντ!»
Ο Χολμς γέλασε με την καρδιά του. «Ο διάλογος σας είναι πλέον διασκεδαστικός,» είπε. «Όταν βγείτε έξω κλείστε την πόρτα, γιατί κάνει ένα γενναίο ρεύμα.»
«Θα φύγω όταν πω αυτό που θέλω. Μην τολμήσεις να ανακατευτείς με τις υποθέσεις μου. Γνωρίζω πως η Δεσποινίδα Στόουνερ ήταν εδώ! Την ακολούθησα! Και είμαι ένας επικίνδυνος αντίπαλος για να τα βάλεις μαζί μου! Δες εδώ!» Περπάτησε βιαστικά μπροστά, άρπαξε το σκάλευθρο, και το λύγισε σε καμπύλη με τα πελώρια του ηλιοκαμένα χέρια.
«Φρόντισε να κρατηθείς μακριά από τα χέρια μου,» γρύλισε, και εκσφενδονίζοντας το σκάλευθρο μέσα στο τζάκι βγήκε με μεγάλες δρασκελιές από το δωμάτιο.
«Δείχνει ως ένα ιδιαιτέρως συμπαθές άτομο,» είπε ο Χολμς, γελώντας. «Δεν είμαι καν τόσο ογκώδης, όμως αν είχε παραμείνει ίσως να του είχα δείξει πως η λαβή μου δεν είναι πιο αδύναμη της δικής του.» Καθώς μίλησε σήκωσε το ατσαλένιο σκάλευθρο και, με μια απότομη προσπάθεια, το ίσιωσε και πάλι.
«Φαντάσου πως είχε την αναίδεια να με ανακατέψει με το επίσημο αστυνομικό σώμα! Το γεγονός αυτό δίνει γούστο στην έρευνα μας, ωστόσο, και ελπίζω μονάχα πως η μικρή μας φίλη δε θα υποφέρει από την απερισκεψία της να επιτρέψει σε αυτό το κτήνος να την ακολουθήσει. Και τώρα, Γουώτσον, θα παραγγείλουμε πρωινό, και κατόπιν θα κάνω ένα περίπατο στο Δημόσιο Ιατρείο, όπου ελπίζω να βρω μερικά στοιχεία τα οποία να μας βοηθήσουν στο ζήτημα αυτό.»