8. Η Περιπέτεια του Πιτσιλωτού Κορδονιού (2)
Ήταν σχεδόν μια όταν ο Σέρλοκ Χολμς επέστρεψε από την έξοδο του. Κρατούσε στο χέρι του ένα γαλάζιο χαρτί, γεμάτο σημειώσεις και αριθμούς.
«Είδα τη διαθήκη της αποθανούσας,» είπε. «Για να προσδιορίσω την ακριβή της σημασία υποχρεώθηκα να υπολογίσω τις τρέχουσες τιμές των επενδύσεων με τις οποίες απαρτίζεται. Το συνολικό εισόδημα, το οποίο την περίοδο του θανάτου της συζύγου ήταν κάτι λιγότερο από 1100 λίρες, είναι πλέον, κατόπιν της πτώσης των αγροτικών τιμών, όχι μεγαλύτερο των 750 λιρών. Κάθε κόρη μπορεί να προβάλει αξίωση για εισόδημα 250 λιρών, σε περίπτωση γάμου. Είναι πασιφανές, συνεπώς, πως αν και τα δυο κορίτσια είχαν παντρευτεί, ο μορφονιός θα είχε λίγες πενταροδεκάρες, ενώ ακόμη και μια τους θα τον χαντάκωνε σε σοβαρό βαθμό. Η πρωινή μου δουλειά δεν πήγε χαμένη, αφότου απέδειξε πως έχει τα ισχυρότερα κίνητρα για να σταθεί εμπόδιο σε καθετί συναφές. Και τώρα, Γουώτσον, είναι υπερβολικά σοβαρό για χασομέρια, ιδιαίτερα αφού ο γέρος έχει επίγνωση πως επιδεικνύουμε ενδιαφέρον για τις υποθέσεις του· έτσι αν είσαι έτοιμος, θα καλέσουμε ένα αμάξι και πάμε στο Γουώτερλου. Θα ήμουν εξαιρετικά υποχρεωμένος, αν έχωνες το περίστροφο στην τσέπη σου. Ένα Eley νούμερο 2 αποτελεί ένα έξοχο επιχείρημα για κυρίους που μπορούν να λυγίσουν ατσαλένια σκάλευθρα σε κόμπο. Αυτά και μια οδοντόβουρτσα είναι, πιστεύω, όλα όσα χρειαζόμαστε.»
Στο Γουώτερλου υπήρξαμε τυχεροί να προλάβουμε ένα τραίνο για το Λέδερχεντ, όπου νοικιάσαμε ένα κάρο στο πανδοχείο του σταθμού και ταξιδέψαμε για τέσσερα με πέντε μίλια μέσα από τους όμορφους εξοχικούς δρόμου του Σάρρεϋ. Επρόκειτο για μια τέλεια μέρα, με ένα λαμπερό ήλιο και μερικά φουντωτά σύννεφα στον ουρανό. Τα δέντρα και οι φράκτες στις άκρες των δρόμων πετούσαν τα πρώτα τους βλαστάρια, και ο αέρας ήταν πλημμυρισμένος από την απολαυστική ευωδιά της νωπής γης. Για μένα τουλάχιστον υπήρχε αυτή η περίεργη αντίθεση μεταξύ της γλυκιάς υπόσχεσης της άνοιξης και της δυσοίωνης αποστολής επί της οποίας είχαμε επιδοθεί. Ο σύντροφος μου καθόταν μπροστά στο κάρο, τα χέρια του σταυρωμένα, το καπέλο τραβηγμένο πάνω από το μάτια του, και το πηγούνι του βυθισμένο στο στήθος του, θαμμένος στην βαθύτατη σκέψη. Ξαφνικά, ωστόσο, τινάχτηκε, με χτύπησε στον ώμο, και έδειξε προς τα λιβάδια.
«Κοίτα εκεί!» είπε.
Ένα πυκνά δενδρόφυτο άλσος εκτεινόταν σε μια απαλή πλαγιά, πυκνώνοντας σε ένα δασύλλιο στο ψηλότερο σημείο του. Ανάμεσα από τα κλαδιά ξεπρόβαλλαν τα γκρίζα αετώματα και ο κολοφώνας ενός πολύ παλιού αρχοντικού.
«Το Στόουκ Μοράν;» είπε.
«Μάλιστα, κύριε, αυτό ‘ναι το σπίτι του Δρ. Γκρίμσμπυ Ρόϋλοτ,» σχολίασε ο οδηγός.
«Γίνονται κάποια χτισίματα εκεί πέρα,» είπε ο Χολμς· «εκεί είναι που πηγαίνουμε.»
«Ορίστε το χωριό,» είπε ο οδηγός, δείχνοντας σε μια συστάδα από στέγες σε κάποια απόσταση στα αριστερά· «όμως αν θέλετε να πάτε στο σπίτι, θα το βρείτε συντομότερα αν περάσετε αυτή την πλαγιά, και έτσι από το μονοπάτι μέσα από τα χωράφια. Ορίστε, εκεί που περπατάει η κυρία.»
«Και η κυρία, φαντάζομαι, είναι η Δεσποινίδα Στόουνερ,» παρατήρησε ο Χολμς, σκιάζοντας τα μάτια του. «Ναι, πιστεύω πως είναι καλύτερα να κάνουμε όπως προτείνετε.»
Κατεβήκαμε, πληρώσαμε τα κόμιστρα μας, και το κάρο επέστρεψε κροταλίζοντας πίσω στο δρόμο του για το Λέδερχεντ.
«Το σκέφτηκα κι αυτό,» είπε ο Χολμς καθώς σκαρφαλώσαμε την πλαγιά, «πως αυτός ο τύπος θα έπρεπε να νομίζει πως είχαμε έρθει εδώ ως αρχιτέκτονες, ή για κάποια συγκεκριμένη δουλειά. Ίσως να εμποδίσει το κουτσομπολιό του. Καλησπέρα, Δεσποινίδα Στόουνερ. Βλέπετε πως κρατήσαμε το λόγο μας.»
Η πρωινή μας πελάτισσα είχε τρέξει να μας προϋπαντήσει με ένα πρόσωπο που πρόδιδε τη χαρά της. «Σας περίμενα με τόση ανυπομονησία,» φώναξε, σφίγγοντας θερμά τα χέρια μας. «Όλα εξελίχθηκαν περίφημα. Ο Δρ. Ρόϋλοτ έχει πάει στην πόλη, και είναι απίθανο να είναι πίσω πριν το βράδυ.»
«Είχαμε την ευχαρίστηση να γνωριστούμε με τον γιατρό,» είπε ο Χολμς, και με λίγα λόγια της περιέγραψε τι είχε συμβεί. Η Δεσποινίδα Στόουνερ έγινε κάτασπρη ως τα χείλη μόλις τ' άκουσε.
«Μα τους ουρανούς!» φώναξε, «με είχε ακολουθήσει, λοιπόν.»
«Έτσι δείχνει.»
«Είναι τόσο πανούργος που ποτέ δεν γνωρίζω αν είμαι ασφαλής από εκείνον. Τι θα πει όταν γυρίσει;»
«Θα πρέπει να φυλαχτεί, γιατί ίσως βρει πως υπάρχει κάποιος πιο πανούργος από εκείνον στο κατόπι του. Πρέπει να κλειδωθείτε μέσα μακριά από εκείνον απόψε. Αν είναι βίαιος, θα σας απομακρύνουμε στην θεία σας στο Χάρροου. Τώρα, πρέπει να χρησιμοποιούμε όσο το δυνατόν καλύτερο το χρόνο μας, έτσι αν έχετε την καλοσύνη οδηγήστε μας αμέσως στα δωμάτια τα οποία πρέπει να εξετάσουμε.»
Το κτίριο ήταν από γκρίζα, διάστικτη από λειχήνες πέτρα, με ένα ψηλό κεντρικό τμήμα και δυο καμπύλες πτέρυγες, σα τις δαγκάνες ενός κάβουρα, να απλώνονται προς κάθε πλευρά. Σε μια από αυτές τις πτέρυγες τα παράθυρα ήταν σπασμένα και κλεισμένα με ξύλινες σανίδες, ενώ η στέγη είχε εν μέρει καταρρεύσει, μια εικόνα καταστροφής. Το κεντρικό τμήμα βρισκόταν σε λίγο καλύτερη κατάσταση συντήρησης, άλλα το δεξί συγκρότημα ήταν σχετικά σύγχρονο, και οι κουρτίνες στα παράθυρα, με το γαλάζιο καπνό να αναδύεται από τις καμινάδες, έδειχνε πως εκεί ήταν που η οικογένεια διέμενε. Μερικές σκαλωσιές είχαν στερεωθεί πάνω στον ακριανό τοίχο, και η πέτρα είχε τρυπηθεί, όμως δεν υπήρχαν ίχνη εργατών την στιγμή εκείνη της επίσκεψης μας. Ο Χολμς προχώρησε αργά πάνω και κάτω τον κακοκουρεμένο κήπο και εξέτασε με βαθύτατη προσοχή τα εξωτερικά των παραθύρων.
«Αυτό, όπως το εκλαμβάνω, ανήκει στο δωμάτιο το οποίο κοιμόσασταν, το κεντρικό στην αδελφή σας, και το επόμενο πλάι στο κυρίως κτίριο στο θάλαμο του Δρ. Ρόϋλοτ;»
«Ακριβώς. Όμως τώρα κοιμάμαι στο κεντρικό.»
«Για όσο εκκρεμούν οι τροποποιήσεις, όπως καταλαβαίνω. Επί τη ευκαιρία, δε φαίνεται να υπάρχει κάποια επείγουσα ανάγκη για επιδιορθώσεις σε εκείνο τον ακριανό τοίχο.»
«Δεν υπήρχε καμία. Πιστεύω πως ήταν δικαιολογία για να μετακινηθώ από το δωμάτιο μου.»
«Α! Αυτό είναι υποδηλωτικό. Τώρα, στην άλλη πλευρά αυτής της στενής πτέρυγας περνάει ο διάδρομος από τον οποίο προσεγγίζονται αυτά τα δωμάτια. Υπάρχουν παράθυρα σε αυτόν, φυσικά;»
«Μάλιστα, όμως πολύ μικρά. Υπερβολικά στενά για να περάσει ο οποιοσδήποτε.»
«Καθώς και οι δυο κλειδώσατε τις πόρτες σας εκείνη τη νύχτα, τα δωμάτια σας ήταν απροσπέλαστα από εκείνη την πλευρά. Τώρα, θα είχατε την καλοσύνη να πάτε στο δωμάτιο σας και να αμπαρώσετε τα παντζούρια;»
Η Δεσποινίδα Στόουνερ το έκανε, και ο Χολμς, κατόπιν μια προσεκτικής εξέτασης μέσα από το ανοικτό παράθυρο, επιχείρησε με κάθε τρόπο να παραβιάσει το παντζούρι, ωστόσο δίχως επιτυχία. Δεν υπήρχε κάποια δίοδο μέσω της οποίας ένα μαχαίρι να περνούσε ώστε να σηκώσει το σύρτη. Τότε με το φακό του εξέτασε τους μεντεσέδες, ωστόσο ήταν από ατόφιο σίδερο, στερεωμένοι γερά μέσα στη συμπαγή λιθοδομή. «Χμ!» είπε, ξύνοντας το σαγόνι του με κάποια απορία, «η θεωρία μου βεβαίως παρουσιάζει ορισμένες δυσκολίες. Κανείς δεν θα μπορούσε να περάσει αυτά τα παντζούρια αν ήταν ασφαλισμένα. Λοιπόν, θα δούμε αν το εσωτερικό ρίχνει κάποιο φως επί του ζητήματος.»
Μια μικρή πλευρική πόρτα οδηγούσε στον ασβεστωμένο διάδρομο από τον οποίο τα τρία υπνοδωμάτια άνοιγαν. Ο Χολμς αρνήθηκε να εξετάσει τον τρίτο θάλαμο, έτσι περάσαμε αμέσως στον δεύτερο, εκείνο στον οποίο η Δεσποινίδα Στόουνερ κοιμόταν πλέον, και στον οποίο η αδελφή της είχε συναντήσει τη μοίρα της. Επρόκειτο περί ενός ζεστού μικρού δωματίου, με χαμηλό ταβάνι και ένα φαρδιού τζακιού, όπως συνηθιζόταν στις παλαιές αγροικίες. Ένα καφέ κομό στεκόταν σε μια γωνία, ένα στενό κρεβάτι με λευκά καλύμματα στην άλλη, και μια τουαλέτα στα αριστερά του παραθύρου. Τα αντικείμενα αυτά, με δυο μικρές ψάθινες καρέκλες, αποτελούσαν την όλη επίπλωση του δωματίου παρεκτός ενός παχιού χαλιού (Wilton carpet) στο κέντρο. Οι σανίδες τριγύρω και οι επενδύσεις των τοίχων ήταν από καφετιά σαρακοφαγωμένη οξιά, τόσο παλιές και ξεθωριασμένες που ίσως να χρονολογούνταν από την αρχική κατασκευή του σπιτιού. Ο Χολμς έσυρε μια από τις καρέκλες σε μια γωνία και κάθισε σιωπηλός, ενώ τα μάτια του ταξίδεψαν γύρω γύρω και πάνω κάτω, αφομοιώνοντας κάθε λεπτομέρεια του διαμερίσματος.
«Με τι επικοινωνεί το κουδούνι εκείνο;» ρώτησε τελικά δείχνοντας σε ένα παχύ κορδόνι κλήσης το οποίο κρεμόταν πλάι στο κρεβάτι, η φούντα του στην πραγματικότητα ακουμπούσε επί του μαξιλαριού.
«Πηγαίνει στο δωμάτιο της οικονόμου.»
«Δείχνει νεώτερο από τα υπόλοιπα πράγματα;»
«Ναι, τοποθετήθηκε εκεί κάπου πριν δυο χρόνια.»
«Η αδελφή σας το ζήτησε, να υποθέσω;»
«Όχι, ποτέ δεν την άκουσα να το χρησιμοποιεί. Συνηθίζαμε να παίρνουμε ότι θέλαμε μόνες μας.»
«Αλήθεια, φάνηκε υπερβολικό να τοποθετηθεί ένα τόσο όμορφο κορδόνι εκεί. Θα με συγχωρήσετε για λίγες στιγμές για όσο θα ερευνήσω το πάτωμα.» Ρίχτηκε κάτω με τον φακό του στο χέρι και σύρθηκε γοργά μπρος και πίσω, εξετάζοντας λεπτομερώς τα χωρίσματα μεταξύ των σανίδων. Κατόπιν έκανε το ίδιο με την ξυλοκατασκευή με την οποία ήταν επενδυμένος ο θάλαμος. Τελικά προχώρησε ως το κρεβάτι και πέρασε λίγη ώρα κοιτώντας το και ανεβοκατεβαίνοντας με την ματιά τον τοίχο. Εντέλει πήρε το κορδόνι του κουδουνιού στο χέρι του και του έριξε ένα απότομο τράβηγμα.
«Μα, είναι ψεύτικο,» είπε.
«Δεν χτυπάει;»
«Όχι δεν είναι καν συνδεδεμένο με ένα σύρμα. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον. Μπορείς πλέον να δεις πως είναι δεμένο σε ένα καρφί μόλις πιο πάνω από το μικρό άνοιγμα του αεραγωγού.»
«Πόσο εξαιρετικά παράλογο! Ποτέ πριν δεν το πρόσεξα.»
«Πολύ παράξενο!» μουρμούρισε ο Χολμς, τραβώντας το σκοινί. «Υπάρχουν ένα δυο ιδιάζοντα στοιχεία όσον αφορά το παρόν δωμάτιο. Παραδείγματος χάριν, πόσο ανόητος θα πρέπει να είναι ένας χτίστης για να ανοίξει έναν αεραγωγό σε ένα άλλο δωμάτιο, όταν, με τον ίδιο ακριβώς κόπο, θα μπορούσε να επικοινωνεί με τον εξωτερικό αέρα!»
«Και αυτό είναι επίσης αρκετά σύγχρονο,» είπε η κυρία.
«Πραγματοποιημένο περίπου την ίδια χρονική περίοδο όπως και το κουδούνι;» παρατήρησε ο Χολμς.
«Μάλιστα, πραγματοποιήθηκαν αρκετές μικρές αλλαγές περίπου τότε.»
«Μοιάζουν να φέρουν ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον χαρακτηριστικό—ψεύτικα κουδούνια, και αεραγωγοί που δεν αερίζουν. Με την άδεια σας, Δεσποινίς Στόουνερ, θα μεταφέρουμε τις έρευνες μας στο εσωτερικό δωμάτιο.»
Ο θάλαμος του Δρ. Γκρίμσμπυ Ρόϋλοτ ήταν μεγαλύτερος από της προγονής του, ωστόσο ήταν εξίσου λιτά επιπλωμένος. Ένα ράντζο, ένα μικρό ξύλινο ράφι γεμάτο βιβλία, κυρίως τεχνικού χαρακτήρα, μια πολυθρόνα πλάι στο κρεβάτι, μια απλή ξύλινη καρέκλα πλάι στον τοίχο, ένα στρογγυλό τραπέζι, και ένα μεγάλο σιδερένιο χρηματοκιβώτιο αποτελούσαν τα κυρίαρχα σημεία στα οποία έπεφτε το μάτι. Ο Χολμς προχώρησε αργά τριγύρω και εξέτασε καθένα εξ αυτών με το εντονότερο ενδιαφέρον.
«Τι βρίσκεται εδώ;» ρώτησε, χτυπώντας το χρηματοκιβώτιο.
«Τα επαγγελματικά έγγραφα του πατριού μου.»
«Ω! Έχετε δει εντός του δηλαδή;'
«Μόνο μια φορά, μερικά χρόνια πριν. Θυμάμαι πως ήταν γεμάτο έγγραφα.»
«Δεν υπάρχει μια γάτα μέσα, παραδείγματος χάριν;»
«Όχι. Τι περίεργη ιδέα!»
«Λοιπόν, για δες!» Ανασήκωσε μια μικρή πιατέλα με γάλα η οποία ακουμπούσε πάνω του.
«Όχι· δεν έχουμε κάποια γάτα. Όμως υπάρχει ένας γατόπαρδος κι ένας μπαμπουϊνος.»
«Α, ναι, φυσικά! Λοιπόν, ένας γατόπαρδος είναι απλά μια μεγάλη γάτα, και όμως μια πιατέλα με γάλα δεν πάει και πολύ μακριά στο να ικανοποιήσει τις ανάγκες της, τολμώ να πω. Υπάρχει ένα σημείο το οποίο θα επιθυμούσα να προσδιορίσω.» Κάθισε ανακούρκουδα μπροστά στην ξύλινη καρέκλα και εξέτασε το κάθισμα με την μεγαλύτερη προσοχή.
«Σας ευχαριστώ. Κανονίστηκε απολύτως,» είπε, καθώς σηκώθηκε βάζοντας τον φακό στην τσέπη του. «Όπα! Ορίστε κάτι ενδιαφέρον!»
Το αντικείμενο που είχε τραβήξει το μάτι του ήταν μικρό μαστίγιο κρεμασμένο στην μια γωνιά του κρεβατιού. Το μαστίγιο, ωστόσο, ήταν τυλιγμένο γύρω από τον εαυτό του και δεμένο ώστε να δημιουργεί τον βρόγχο ενός (whipcord).
«Τι συμπεραίνεις εξ αυτού, Γουώτσον;»
«Πρόκειται για ένα αρκετά κοινό μαστίγιο. Όμως δεν γνωρίζω γιατί θα έπρεπε να δεθεί.»
«Δεν είναι ακριβώς τόσο κοινό, έτσι; Άχου μου! Είναι ένας κακός κόσμος, και όταν ένας έξυπνος άνθρωπος στρέψει το μυαλό του στο έγκλημα είναι ότι χειρότερο. Πιστεύω πως είδα αρκετά για την ώρα, Δεσποινίς Στόουνερ, και με την άδεια σας θα περπατήσουμε επί του κήπου σας.»
Ποτέ μου δεν είχα δει το πρόσωπο του φίλο μου τόσο βλοσυρό ή το μέτωπο του τόσο βαρύ όπως ήταν όταν στράφηκε μακριά από το σκηνικό της έρευνας του. Είχαμε περπατήσει αρκετές φορές πάνω και κάτω στον κήπο, δίχως ούτε η Δεσποινίδα Στόουνερ ούτε κι εγώ να θέλουμε να διακόψουμε τις σκέψεις του πριν αναδυθεί από τον ρεμβασμό του.
«Είναι ιδιαιτέρως ουσιώδες, Δεσποινίδα Στόουνερ,» είπε, «να ακολουθήσετε τη συμβουλή μου από κάθε άποψη.»
«Ασφαλώς θα το κάνω.»
«Το ζήτημα είναι υπερβολικά σοβαρό για τον όποιο δισταγμό. Η ζωή σας ίσως να εξαρτηθεί από την συμμόρφωση σας.»
«Σας διαβεβαιώνω πως έχω αφεθεί στα χέρια σας.»
«Καταρχήν, τόσο ο φίλος όσο κι εγώ θα πρέπει να περάσουμε την νύχτα στο δωμάτιο σας.»
Τόσο η Δεσποινίς Στόουνερ όσο κι εγώ τον κοιτάξαμε με κατάπληξη.
«Ναι, έτσι πρέπει να γίνει. Αφήστε με να εξηγήσω. Πιστεύω πως το πανδοχείο του χωριού βρίσκεται εκεί πέρα;»
«Μάλιστα, αυτό είναι το Στέμμα.»
«Πολύ καλά. Τα παράθυρα σας θα είναι ορατά από εκεί;»
«Βεβαίως.»
«Πρέπει να περιοριστείτε στο δωμάτιο σας, υπό την πρόφαση ενός πονοκεφάλου, όταν ο πατριός σας επιστρέψει. Κατόπιν όταν τον ακούσετε να αποσυρθεί για τη νύχτα, πρέπει να ανοίξετε τα παντζούρια του παραθύρου σας, να ανοίξετε το μάνταλο, να αφήσετε τη λάμπα σας εκεί σαν σινιάλο για εμάς, και κατόπιν να αποσυρθείτε ήσυχα με καθετί το οποίο πιθανόν να θέλετε στο δωμάτιο που διαμένατε. Δεν έχω αμφιβολία πως, παρά τις επισκευές, θα τα καταφέρετε εκεί για μια βραδιά.»
«Ω, μάλιστα, με ευκολία.»
«Τα υπόλοιπα θα τα αφήσετε στα χέρια μας.»
«Όμως τι θα κάνετε;»
«Θα περάσουμε τη νύχτα μας στο δωμάτιο σας, και θα ερευνήσουμε την αιτία του θορύβου η οποία σας ενόχλησε.»
«Πιστεύω, Κύριε Χολμς, πως έχετε ήδη καταλήξει σε κάτι,» είπε η Δεσποινίς Στόουνερ, αποθέτοντας το χέρι της στο μανίκι του συντρόφου μου.
«Ίσως να έχω.»
«Τότε, για όνομα του θεού, πείτε μου ποια υπήρξε η αιτία του θανάτου της αδελφής μου.»
«Θα προτιμούσα να έχω σαφέστερες αποδείξεις πριν μιλήσω.»
«Μπορείτε τουλάχιστον να μου πείτε αν η δική μου σκέψη είναι ορθή, και αν πέθανε από κάποιο αιφνίδιο φόβο.»
«Όχι, δεν το πιστεύω. Πιστεύω πως επρόκειτο πιθανότατα για μια περισσότερο απτή αιτία. Και τώρα, Δεσποινίδα Στόουνερ, θα πρέπει να σας αφήσουμε γιατί αν ο Δρ. Ρόϋλοτ επιστρέψει και μας δει το ταξίδι μας θα είναι μάταιο. Αντίο, και να είστε γενναία, γιατί αν κάνετε ότι σας είπα τότε μπορείτε να είστε βέβαιη πως σύντομα θα διώξουμε μακριά τους κινδύνους που σας απειλούν.»
Ο Σέρλοκ Χολμς και εγώ δεν συναντήσαμε δυσκολία στο να κλείσουμε ένα υπνοδωμάτιο και ένα καθιστικό στο πανδοχείο Στέμμα. Βρίσκονταν στο δεύτερο πάτωμα, και από το παράθυρο μας είχαμε μια καθαρή άποψη της πύλης, και της κατοικημένης πτέρυγας του αρχοντικού του Στόουκ Μοράν. Το χάραμα είδαμε τον Δρ. Γκρίμσμπι Ρόϋλοτ να περνά, η πελώρια του μορφή ορθωνόταν πάνω από την μικρή φιγούρα του παλικαριού που τον μετέφερε. Το αγόρι είχε κάποια ελαφρά δυσκολία να ανοίξει τις βαριές σιδερένιες πύλες, και ακούσαμε τον τραχύ βρυχηθμό της φωνής του γιατρού και είδαμε την οργή με την οποία τράνταξε τις σφιγμένες του γροθιές προς το μέρος του. Το κάρο συνέχισε, και μερικά λεπτά αργότερα είδα ένα ξαφνικό φως να ξεπετάγεται μέσα από τα δέντρα καθώς η λάμπα άναψε σε ένα από τα καθιστικά.
«Ξέρεις, Γουώτσον,» είπε ο Χολμς καθώς καθόμασταν παρέα στο σκοτάδι που έπεφτε, «Έχω πράγματι ορισμένους ενδοιασμούς σχετικά με το να σε πάρω μαζί μου απόψε. Υπάρχει ένα σαφές στοιχείο κινδύνου.»
«Μπορώ να προσφέρω;»
«Η παρουσία σου ίσως να αποβεί ανεκτίμητη.»
«Τότε ασφαλώς θα έρθω.»
«Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου.»
«Μιλάς περί κινδύνου. Έχεις προφανώς δει περισσότερα σε εκείνα τα δωμάτια από όσα ήταν ορατά σε μένα.»
«Όχι, όμως φαντάζομαι πως ενδεχομένως επήγαγα κάτι περισσότερο. Έχω την εντύπωση πως είδες όλα όσα είδα.»
«Δεν είδα τίποτα αξιοσημείωτο πέραν του κορδονιού, και ποιος ο σκοπός της ύπαρξης του ομολογώ πως υπερβαίνει της φαντασίας μου.
«Είδες και τον αεραγωγό, ωστόσο;»
«Ναι, όμως δεν νομίζω πως είναι ένα τόσο ασυνήθιστο πράγμα το να έχεις ένα μικρό άνοιγμα μεταξύ δυο δωματίων. Ήταν τόσο μικρός που ένα ποντίκι θα δυσκολευόταν να περάσει.»
«Ήξερα πως θα βρίσκαμε έναν αεραγωγό πριν ακόμη φτάσουμε στο Στόουκ Μοράν.»
«Αγαπητέ μου Χολμς!»
«Ω, ναι, το ήξερα. Θυμάσαι στην κατάθεση της πως είπε ότι η αδελφή της μύριζε το πούρο του Δρ. Ρόϋλοτ. Τώρα, φυσικά, αυτό πρότεινε αμέσως πως έπρεπε να υπάρχει κάποια επικοινωνία μεταξύ των δυο δωματίων. Θα ήταν μονάχα κάτι μικρό, ειδάλλως θα είχε αναφερθεί επί της ιατροδικαστικής εξέτασης. Επήγαγα έναν αεραγωγό.»
«Όμως τι κακό θα μπορούσε να υπάρχει σ' αυτό;»
«Λοιπόν, υπάρχει τουλάχιστον μια περίεργη σύμπτωση ημερομηνιών. Ένας αεραγωγός διανοίγεται, ένα κορδόνι κρεμιέται, και μια κυρία που κοιμάται στο κρεβάτι πεθαίνει. Δεν σου φαίνεται κάπως περίεργο;»
«Αδυνατώ ακόμη να δω κάποια σύνδεση.»
«Παρατήρησες κάτι πολύ περίεργο σχετικά με το κρεβάτι;»
«Όχι.»
«Ήταν στερεωμένο στο πάτωμα. Είδες ποτέ σου ένα καρφωμένο κρεβάτι στο παρελθόν;»
«Δεν μπορώ να πω ότι έχω δει.»
«Η κυρία δεν μπορούσε να μετακινήσει το κρεβάτι. Θα έπρεπε πάντοτε να βρίσκεται στην ίδια σχετική θέση προς τον αεραγωγό και σχοινί—ή έτσι μπορούμε να το αποκαλούμε, μιας και είναι σαφές πως ποτέ δεν προοριζόταν ως κορδόνι κλήσης.»
«Χολμς,» φώναξα, «έχω την εντύπωση πως βλέπω αμυδρά που το πας. Απέχουμε ελάχιστα για να αποτρέψουμε κάποιο δυσδιάκριτο και φριχτό έγκλημα.»
«Δυσδιάκριτο αρκετά και φρικτό αρκετά. Όταν ένας γιατρός παίρνει τον κακό δρόμο είναι ο πρώτος μεταξύ των εγκληματιών. Έχει το νεύρο και την γνώση. Οι Πάλμερ και Πρίτσαρντ βρίσκονταν μεταξύ των πρώτων του επαγγέλματος τους. Ο άνθρωπος αυτό χτυπάει ακόμη βαθύτερα, όμως πιστεύω, Γουώτσον, πως θα είμαστε σε θέση να χτυπήσουμε ακόμη βαθύτερα. Όμως θα έχουμε αρκετή φρίκη πριν η νύχτα περάσει· για το θεό ας καπνίσουμε μια ήρεμη πίπα κι ας στρέψουμε τα μυαλά για μερικές ώρες σε κάτι περισσότερο εύθυμο.»
Περί τις εννέα η ώρα το φως ανάμεσα στα δέντρα είχε σβήσει, και όλα ήταν σκοτεινά προς την μεριά του αρχοντικού. Δυο ώρες πέρασαν αργά, και τότε, άξαφνα, μόλις χτύπησε έντεκα, ένα μοναδικό λαμπερό φως έλαμψε ακριβώς εμπρός μας.
«Αυτό είναι το σινιάλο μας,» είπε ο Χολμς, καθώς τινάχτηκε όρθιος· «έρχεται από το μεσαίο παράθυρο.»
Καθώς περνούσαμε ανταλλάξαμε μερικές κουβέντες με τον πανδοχέα, εξηγώντας του πως πηγαίναμε μια αργοπορημένη επίσκεψη σε κάποιον γνωστό μας, και πως υπήρχε περίπτωση να περάσουμε την νύχτα μας εκεί. Μια στιγμή αργότερα είχαμε βγει έξω στο σκοτεινό δρόμο, με ένα κρύο άνεμο να φυσάει στα πρόσωπα μας, και ένα κίτρινο φως να τρεμοπαίζει μπροστά μας μέσα από το μισοσκόταδο να μας οδηγεί στην ζοφερή μας αποστολή.
Ελάχιστα δυσκολευτήκαμε να εισέλθουμε στα κτήματα, γιατί αμπάλωτα ανοίγματα έχασκαν στον παλιό τοίχο. Προχωρώντας μέσα στα δέντρα, φτάσαμε στον κήπο, τον διασχίσαμε, και ετοιμαζόμασταν να μπούμε μέσα από το παράθυρο όταν πίσω από μια συστάδα θάμνων δάφνης πετάχτηκε ότι έμοιαζε να πρόκειται για ένα αποτρόπαιο και παραμορφωμένο παιδί, που ρίχτηκε στο γρασίδι με κουλουριασμένα άκρα και κατόπιν έτρεξε γοργά διασχίζοντας τον κήπο μέσα στο σκοτάδι.
«Θεέ μου!» ψιθύρισα· «το είδες;»
Ο Χολμς ήταν προς στιγμής τόσο ξαφνιασμένος όσο κι εγώ. Το χέρι του έκλεισε σαν (vise ή vine) γύρω από τον καρπό μου στον εκνευρισμό του. Έπειτα έβαλε ένα χαμηλό γέλιο και έφερε τα χείλη του στο αυτί μου.
«Ωραία οικογένεια,» μουρμούρισε. «Αυτός είναι ο μπαμπουΐνος.»
Είχα ξεχάσει τα παράξενα κατοικίδια τα οποία ο γιατρός είχε στην κατοχή του. Υπήρχε ένας γατόπαρδος, επίσης· ίσως να τον βρίσκαμε επί των ώμων μας από στιγμή σε στιγμή. Ομολογώ πως ένοιωσα καλύτερα στο μυαλό μου όταν, έχοντας ακολουθήσει το παράδειγμα του Χολμς και βγάζοντας τα παπούτσια μου, βρέθηκα μέσα στο υπνοδωμάτιο. Ο σύντροφος μου αθόρυβα έκλεισε τα παντζούρια, μετακίνησε την λάμπα στο τραπέζι, και έριξε την ματιά ολόγυρα στο δωμάτιο. Όλα ήταν όπως ήσαν κατά την διάρκεια της ημέρας. Κατόπιν ακροπατώντας κοντά μου και κάνοντας τα χέρια του χοάνη, μου ψιθύρισε στο αυτί τόσο απαλά που μόλις μπορούσα να ξεχωρίσω τα λόγια του·
«Κι ο ελάχιστον ήχος θα ήταν μοιραίος για τα σχέδια μας.»
Ένευσα για να του δείξω πως είχα ακούσει.
«Θα πρέπει να καθίσουμε δίχως φως. Θα το δούμε μέσα από τον αεραγωγό.» Ένευσα και πάλι.
«Μην αποκοιμηθείς· ή ζωή σου η ίδια ίσως να εξαρτηθεί από αυτό. Έχετε το πιστόλι του έτοιμο σε περίπτωση που το χρειαστούμε. Θα καθίσω στο πλευρό του κρεβατιού, και εσύ σε εκείνη την καρέκλα.»
Πήρα το περίστροφο μου και το ακούμπησα στη γωνιά του τραπεζιού.
Ο Χολμς είχε εμφανίσει ένα μακρύ ραβδί, και το ακούμπησε επί του κρεβατιού σιμά του. Πλάι του απέθεσε ένα κουτί σπίρτων και το υπόλοιπο ενός κεριού. Κατόπιν χαμήλωσε τη λάμπα ώσπου απομείναμε στα σκοτεινά.
Πώς να ξεχάσω ποτέ αυτή την τρομαχτική αγρυπνία; Δεν άκουγα έναν ήχο, ούτε καν το τράβηγμα μιας ανάσας, και όμως ήξερα πως ο σύντροφος μου καθόταν με τα μάτια ανοικτά, εντός λίγων ποδιών από μένα, στην ίδια κατάσταση νευρικής έντασης στην οποία βρισκόμουν κι ο ίδιος. Τα παντζούρια απόκοπταν και τις λιγοστές ακτίνες φωτός, και εμείς περιμέναμε στο απόλυτο σκοτάδι.
Από έξω ακούστηκε η περιστασιακή κραυγή ενός νυχτοπουλιού, και αμέσως στο ίδιο μας το παράθυρο ένα μακρύ συρτό γατίσιο κλαψούρισμα, το οποίο μας φανέρωσε πως ο γατόπαρδος ήταν όντως ελεύθερος. Από πολύ μακριά ακούγαμε τους βαθιούς τόνους του ρολογιού της εκκλησίας, το οποίο βροντούσε κάθε τέταρτο της ώρας. Πόσο μακριά έμοιαζαν, εκείνα τα τέταρτα! Χτύπησε δώδεκα, και μια και δυο και τρεις, κι ακόμη περιμέναμε σιωπηλά για οτιδήποτε θα προέκυπτε.
Ξαφνικά υπήρξε μια στιγμιαία αναλαμπή φωτός στην κατεύθυνση του αεραγωγού, η οποία εξαφανίσθηκε αμέσως, αλλά ακολουθήθηκε από την έντονη οσμή πετρελαίου που καιγόταν και ζεσταμένου μετάλλου. Κάποιος στο πλαϊνό δωμάτιο είχε ανάψει ένα φανάρι. Άκουσα έναν απαλό ήχο κίνησης, και κατόπιν όλα σιώπησαν ξανά, μολονότι η οσμή δυνάμωσε. Για μισή ώρα κάθισα με τεντωμένα αυτιά. Τότε ξάφνου ένας άλλος ήχος έγινε αισθητός—ένας εξαιρετικά απαλός, συρτός ήχος, όπως εκείνος από ένα μικρό πίδακα ατμού που διαφεύγει διαρκώς από έναν βραστήρα. Την στιγμή που τον ακούσαμε, ο Χολμς τινάχτηκε από το κρεβάτι, άναψε ένα σπίρτο, και χτύπησε μανιασμένα με το ραβδί του το κορδώνι.
«Το βλέπεις, Γουώτσον;» φώναξε. «Το βλέπεις;»
Μα δεν είδα τίποτα. Την στιγμή που ο Χολμς άναψε το φως, άκουσα ένα χαμηλό, καθαρό σφύριγμα, όμως η απότομη λάμψη που έλαμψε στα κουρασμένα μου μάτια κατέστησε αδύνατο για μένα να διακρίνω τι ήταν εκείνο το οποίο ο φίλος μαστίγωσε τόσο βάναυσα. Μπορούσα, εντούτοις, να δω το πρόσωπο του θανάσιμα ωχρό και πλημμυρισμένο από τρόμο και απέχθεια. Είχε παύσει να χτυπά και κοιτούσε τον αεραγωγό όταν ξαφνικά ξέσπασε μέσα από την σιωπή η πλέον τρομερή κραυγή που είχα ποτέ ακούσει. Δυνάμωσε όλο και περισσότερο, μια τραχιά κραυγή πόνου και φόβου και θυμού όλα συνδυασμένα σε μια αποτρόπαια τσιρίδα. Λένε πως μακριά κάτω στο χωριό, και ακόμη και στο μακρινό πρεσβυτέριο, αυτή η κραυγή ξύπνησε τους κοιμισμένους από τα κρεβάτια τους. Έφερε ρίγη στις καρδιές μας, και εγώ στεκόμουν κοιτάζοντας τον Χολμς, και εκείνος εμένα, μέχρι που οι στερνές αντηχήσεις της έσβησαν στην σιωπή από την οποία υψώθηκαν.
«Τι να σημαίνει;» είπα με κομμένη ανάσα.
«Σημαίνει πως όλα τελείωσαν,» απάντησε ο Χολμς. «Και ίσως, τελικά, να είναι για το καλύτερο. Πάρε το πιστόλι του, και θα μπούμε στο δωμάτιο του Δρ. Ρόϋλοτ.»
Με βαρύθυμο πρόσωπο άναψε τη λάμπα κι οδήγησε στο διάδρομο. Δυο φορές χτύπησε στην πόρτα του θαλάμου δίχως κάποια απόκριση από μέσα. Κατόπιν έστρεψε το χερούλια και μπήκε, με εμένα στο κατόπι του, με το οπλισμένο πιστόλι στο χέρι μου.
Και ποια ιδιάζουσα θέα ήταν εκείνη που συνάντησε τα μάτια μας. Πάνω στο τραπέζι ακουμπούσε ένα φανάρι με το κάλυμμα του μισάνοιχτο, ρίχνοντας μια λαμπρή ακτίνα φωτός επί του σιδερένιου χρηματοκιβωτίου, η πόρτα του οποία ήταν μισάνοιχτη. Πλάι στο τραπέζι εκείνο, στην ξύλινη καρέκλα, καθόταν ο Δρ. Γκρίμσμπι Ρόϋλοτ ντυμένος με μια μακριά γκρίζα ρόμπα, με τους γυμνούς του αστράγαλους να προεξέχουν από κάτω, και τα πόδια του χωμένα σε ανοικτές Τούρκικες παντόφλες. Πάνω στην ποδιά του ακουμπούσε η κοντή λαβή του μακριού λουριού το οποίο είχαμε παρατηρήσει κατά την διάρκεια της ημέρας. Το σαγόνι του ήταν ανασηκωμένο και τα μάτια του ήταν καρφωμένα σε ένα τρομαχτικό, απλανές βλέμμα στην γωνία του ταβανιού. Γύρω από το μέτωπο του είχε ένα αλλόκοτο κίτρινο κορδόνι, με καφετιές πιτσιλιές, που έμοιαζε να είναι δεμένη γερά γύρω από το κεφάλι του. Καθώς μπήκαμε δεν έκανε ούτε ήχο ούτε κίνηση.
«Το κορδόνι! Το πιτσιλωτό κορδόνι!» ψιθύρισε ο Χολμς.
Έκανα ένα βήμα μπρος. Στην στιγμή το παράξενο αντικείμενο της κεφαλής άρχισε να κινείται, και τραβήχτηκε πίσω μέσα από τα μαλλιά του το πλατύ διαμαντόσχημο κεφάλι και ο πρησμένος λαιμός ενός απεχθούς ερπετού.
«Είναι μια οχιά των βάλτων!» φώναξε ο Χολμς· «το πιο θανατηφόρο φίδι στην Ινδία. Πέθανε εντός δέκα δευτερολέπτων από την στιγμή που τσιμπήθηκε. Η βία, ειλικρινά, ξεδιπλώνεται επί του βίαιου, και ο δολοπλόκος πέφτει στο λάκκο που σκάβει για έναν άλλο. Ας ρίξουμε αυτό το πλάσμα πίσω στη φωλιά του, και κατόπιν μπορούμε να απομακρύνουμε τη Δεσποινίδα Στόουνερ σε κάποιο ασφαλές μέρος και να ενημερώσουμε την τοπική αστυνομία πως κάτι συνέβη.»
Καθώς μίλησε τράβηξε το λουρί γοργά από την ποδιά του νεκρού, και ρίχνοντας την θηλιά γύρω από το λαιμό του ερπετού το τράβηξε από την φρικτή του κούρνια, και, μεταφέροντας το με τεντωμένο χέρι, το πέταξε μέσα στο σιδερένιο χρηματοκιβώτιο, το οποίο και έκλεισε πίσω του.
Αυτά είναι τα πραγματικά γεγονότα του θανάτου του Δρ. Γκρίμσμπι Ρόϋλοτ, του Στόουκ Μοράν. Δεν κρίνεται αναγκαίο να παρατείνω μια αφήγηση η οποία ήδη έχει εκταθεί σε τόσο μεγάλο μήκος λέγοντας πως είπαμε τα θλιβερά νέα στο τρομοκρατημένο κορίτσι, πως την μεταφέραμε με το πρωινό τραίνο στην φροντίδα της καλής της θείας στο Χάρροου, και πως η αργή πρόοδος της επίσημης έρευνας έφτασαν στο συμπέρασμα πως ο γιατρός είχε συναντήσει τη μοίρα του ενώ απρόσεκτα έπαιζε με ένα επικίνδυνο κατοικίδιο. Τα ελάχιστα τα οποία χρειάστηκε να μάθω ακόμη από την υπόθεση μου ειπώθηκαν από τον Σέρλοκ Χολμς καθώς επιστρέφαμε πίσω την επόμενη ημέρα.
«Είχα,» είπε, «φτάσει σε ένα εντελώς εσφαλμένο συμπέρασμα το οποίο φανερώνει, αγαπητέ μου Γουώτσον, πόσο επικίνδυνο είναι πάντοτε να συμπεραίνεις εξ ανεπαρκών στοιχείων. Η παρουσία των τσιγγάνων, και η χρήση της λέξης «κορδόνι,' η οποία χρησιμοποιήθηκε από το καημένο κορίτσι, αναμφίβολα για να περιγράψει την εμφάνιση την οποία είχε συλλάβει μια βιαστική ματιά από το φως του σπίρτου της, υπήρξαν αρκετά για να θέσουν επί μιας εντελώς λανθασμένης κατεύθυνσης. Μπορώ μονάχα να δικαιολογηθώ (claim the merit) πως στη στιγμή αναθεώρησα τη θέση μου, όταν, ωστόσο, μου καταστάθηκε σαφές πως όποιος κίνδυνος απειλούσε τη ζωή ενός ένοικου του δωματίου δεν θα προερχόταν ούτε από το παράθυρο ούτε την πόρτα. Η προσοχή μου αμέσως προσελκύσθηκε, όπως σου έχω ήδη σχολιάσει, σε εκείνο τον αεραγωγό, και εκείνο το κορδόνι κλήσης το οποίο κρεμόταν στο κρεβάτι. Η ανακάλυψη πως ήταν ψεύτικο, και πως το κρεβάτι ήταν στερεωμένο στο πάτωμα, στη στιγμή εγείρανε την υποψία πως το σκοινί βρισκόταν εκεί ως μια γέφυρα πως κάτι που περνούσε μέσα από την τρύπα και έφθανε στο κρεβάτι. Η ιδέα ενός φιδιού αμέσως μου προέκυψε, και όταν την συνδύασα με τη γνώση μου πως γιατρός ήταν εφοδιασμένος με προμήθεια ζώων από την Ινδία, αισθάνθηκα πως πιθανόν βρισκόταν επί του σωστού δρόμου. Η ιδέα της χρήσης ενός δηλητηρίου το οποίο δεν υπήρχε πιθανότητα να εντοπισθεί από κάποιο χημικό τεστ ήταν τέτοια που θα ερχόταν σε κάθε έξυπνο και αδίστακτο άνθρωπο που είχε Ανατολίτικη εμπειρία. Η ταχύτητα με την οποία ένα τέτοιο δηλητήριο θα επιδρούσε θα ήταν, εξ αυτής της οπτικής, ένα πλεονέκτημα. Θα ήταν πολύ ανοιχτομάτης ιατροδικαστής, αλήθεια, εκείνος που θα διέκρινε τα δυο μικρά σκουρόχρωμα τρυπήματα τα οποία θα έδειχναν που τα φαρμακερά δόντια θα είχαν κάνει τη δουλειά τους. Τότε σκέφτηκα το σφύριγμα. Φυσικά θα έπρεπε να ανακαλέσει το φίδι πριν το πρωινό φως το φανερώσει στο θύμα του. Το είχε εκπαιδεύσει, πιθανόν με την χρήση του γάλακτος το οποίο είδαμε, να επιστρέφει σε εκείνον όποτε το καλούσε. Θα το τοποθετούσε μέσω του αεραγωγού την ώρα που θεωρούσε καλύτερη, με την βεβαιότητα πως θα κατέβαινε το σχοινί και θα προσγειωνόταν στο κρεβάτι. Θα υπήρχε περίπτωση να τσιμπήσει ή να μην τσιμπήσει την ξαπλωμένη, ίσως να του ξέφευγε κάθε νύχτα για μια βδομάδα, όμως αργά ή γρήγορα θα έπεφτε θύμα του.
«Είχα καταλήξει στα συμπεράσματα αυτά πριν ακόμη μπω στο δωμάτιο. Μια επιθεώρηση της καρέκλας μου φανέρωσε πως συνήθισε να στέκεται πάνω της, το οποίο φυσικά θα ήταν αναγκαίο ώστε να μπορεί να φτάσει τον αεραγωγό. Η θέα του χρηματοκιβωτίου, της πιατέλας με το γάλα, και της θηλιάς του μαστιγίου ήταν αρκετές για να αποδιώξουν τελικά κάθε αμφιβολία ή οποία ενδεχομένως να παρέμενε. Ο μεταλλικός ήχος που είχε ακουστεί από την Δεσποινίδα Στόουνερ είχε προφανώς προκληθεί από τον πατριό της όταν έκλεισε βιαστικά την πόρτα του χρηματοκιβωτίου πίσω από τον τρομερό του ένοικο. Έχοντας αποφασίσει, γνωρίζεις τα βήματα στα οποία προέβηκα ώστε να επαληθεύσω το ζήτημα. Άκουσα το πλάσμα να συρίζει όπως δεν αμφιβάλλω πως άκουσες κι ο ίδιος, και αμέσως άναψα το φως και του επιτέθηκα.
«Με αποτέλεσμα να το οδηγήσεις πίσω στο αεραγωγό.»
«Και επίσης με το αποτέλεσμα να το αναγκάσω να στραφεί επί του αφέντη του στην άλλη μεριά. Μερικά από τα χτυπήματα του ραβδιού έπιασαν τόπο και εγείρανε την φιδίσια προδιάθεση, έτσι ώστε επιτέθηκε στο πρώτο πρόσωπο που είδε. Καθαυτό τον τρόπο δίχως αμφιβολία είμαι εμμέσως υπεύθυνος για τον θάνατο του Δρ. Γκρίμσμπι Ρόϋλοτ, και δεν μπορώ να πως υπάρχει περίπτωση να πέσει βαριά επί της συνείδησης μου.»