9. Η Περιπέτεια του Αντίχειρα του Μηχανικού (2)
«Ξεκινήσαμε λοιπόν, και ταξιδέψαμε για τουλάχιστον μια ώρα. Ο Συνταγματάρχης Λαϊσάντερ Στάρκ είχε πει πως ήταν μόνο επτά μίλια, όμως εγώ θα έλεγα, από τον ρυθμό με τον οποίο πηγαίναμε, και από την ώρα που χρειαστήκαμε, πως θα πρέπει ήταν πλησιέστερα στα δώδεκα. Καθόταν πλάι μου σιωπηλός όλη την ώρα, και είχα την αίσθηση, περισσότερες από μια φορές όταν κοίταξα προς τη μεριά του, πως με κοίταζε με την εξαιρετική σφοδρότητα. Οι αγροτικοί δρόμοι δεν φαίνονταν να είναι πολύ καλοί σε κείνο το μέρος, γιατί κλυδωνιζόμασταν και τιναζόμασταν τρομερά. Προσπάθησα να κοιτάξω έξω από τα παράθυρα για να δω κάτι σχετικά με το που βρισκόμασταν, όμως ήταν φτιαγμένα από ημιδιαφανές γυαλί, και δεν διέκρινα τίποτα παρεκτός κάποιας περιστασιακής θαμπάδας από κάποιο περαστικό φως. Που και που αποτόλμησα κάποιο σχόλιο για να σπάσω τη μονοτονία του ταξιδιού, όμως ο συνταγματάρχης απαντούσε μόνο μονολεκτικά, και η κουβέντα σύντομα ξεθύμανε. Τελικά, εντούτοις, το ταρακούνημα του δρόμου άλλαξε με την τριζάτη ομαλότητα ενός χαλικόστρωτου δρόμου, και η άμαξα σταμάτησε. Ο Συνταγματάρχης Λαϊσάντερ Στάρκ πήδηξε έξω, και, καθώς ακολούθησα πίσω του, με τράβηξε βιαστικά σε μια βεράντα η οποία έχασκε εμπρός μας. Βγήκαμε, όπως είχε, ακριβώς έξω από μια άμαξα και μέσα σε μια είσοδο, έτσι ώστε απέτυχα να δω έστω και μια φευγαλέα εικόνα της πρόσοψης του σπιτιού. Τη στιγμή που είχα διασχίσει το κατώφλι η πόρτα έκλεισε βαριά πίσω μας, και άκουσα αμυδρά το κροτάλισμα των τροχών καθώς η άμαξα απομακρυνόταν.
«Ήταν πίσσα σκοτάδι μέσα στο σπίτι, και ο συνταγματάρχης ψηλαφιστά έψαξε για σπίρτα μουρμουρίζοντας μασημένα. Ξαφνικά μια πόρτα άνοιξε στην άλλη άκρη του διαδρόμου, και μια μακριά, χρυσή ράβδος φωτός (δεν μου αρέσει???) ξεχύθηκε προς τη μεριά μας. Έγινε πλατύτερη, και μια γυναίκα εμφανίστηκε με μια λάμπα στο χέρι της, την οποία κράτησε πάνω από το κεφάλι της, προτείνοντας το πρόσωπο της εμπρός και κοιτάζοντας μας. Διέκρινα πως ήταν όμορφη, και από την αίγλη με την οποία έλαμπε το φως επί του σκουρόχρωμου φορέματος της ήξερα πως ήταν από ακριβό υλικό. Είπε μερικές λέξεις σε μια ξένη γλώσσα κατά τέτοιο τόνο σα να έκανε κάποια ερώτηση, και όταν ο σύντροφος μου της απάντησε με ένα τραχύ μονολεκτικό εκείνη ξαφνιάστηκε τόσο που λίγο έλειψε να της πέσει η λάμπα από το χέρι. Ο συνταγματάρχης Σταρκ πήγε κοντά της, ψιθύρισε κάτι στο αυτί της, και έπειτα, σπρώχνοντας την πίσω στο δωμάτιο από το οποίο είχε έρθει, προχώρησε προς το μέρος μου ξανά με τη λάμπα στο χέρι του.»
«Ίσως θα είχατε την καλοσύνη να περιμένετε σε αυτό το δωμάτιο για λίγη ώρα,' είπε, ανοίγοντας μια άλλη πόρτα. Επρόκειτο για ένα απλό, μικρό, λιτά επιπλωμένο δωμάτιο με μια ροτόντα στο κέντρο, επί της οποίας αρκετά Γερμανικά βιβλία ήταν σκορπισμένα. Ο συνταγματάρχης Σταρκ ακούμπησε τη λάμπα επί ενός αρμόνιου πλάι στην πόρτα. ‘Δεν θα σας αφήσω να περιμένετε μια στιγμή,' είπε, και χάθηκε στο σκοτάδι.»
«Έριξα μια ματιά στα βιβλία επί του τραπεζιού, και παρά την άγνοια μου στη Γερμανική ξεχώρισα πως δυο εξ αυτών αποτελούσαν επιστημονικές πραγματείες, ενώ τα υπόλοιπα ήταν τόμοι ποίησης. Κατόπιν διέσχισα το χώρο προς το παράθυρο, ελπίζοντας πως ίσως να μπορούσα να έχω μια φευγαλέα ματιά απέξω, όμως ένα δρύινο παντζούρι, βαριά αμπαρωμένο, το απέκλειε. Επρόκειτο για ένα εξαιρετικά σιωπηλό σπίτι. Υπήρχε ένα παλιό ρολόι που χτυπούσε δυνατά κάπου στο διάδρομο, αλλά κατά τα άλλα τα πάντα ήταν νεκρικά ήρεμα. Ένα ακαθόριστο συναίσθημα ανησυχία άρχισε να με καταλαμβάνει. Ποιοι ήταν αυτοί οι Γερμανοί, και τι έκαναν ζώντας σε αυτό το περίεργο, εκτός τόπου μέρος; Και που βρισκόταν αυτό το μέρος; Βρισκόμουν δέκα μίλια ή κάπου τόσο από το Εϊφορντ, αυτό ήταν όλο ότι ήξερα, αλλά αν ήταν νότια, βόρια, ανατολικά ή δυτικά δεν είχα ιδέα. Για το λόγο αυτόν, το Ρέντινγκ, ενδεχομένως άλλες μεγάλες πόλεις, βρίσκονταν εντός ακτίνας, έτσι το μέρος ίσως να μην ήταν τόσο απομονωμένο, τελικά. Ωστόσο ήταν απολύτως βέβαιο, από την ολοκληρωτική σιγή, πως βρισκόμασταν στην επαρχία. Βημάτισα πάνω κάτω μέσα στο δωμάτιο, σφυρίζοντας ένα μουρμουριστό σκοπό για να κρατήσω την ηρεμία μου και νοιώθοντας πως πέρα για πέρα κέρδιζα την αμοιβή μου, των πενήντα γκινέων.»
«Ξαφνικά, δίχως κάποιο προειδοποιητικό ήχο καταμεσής της απόλυτης σιωπής, η πόρτα του δωματίου μου άνοιξε αργά. Η γυναίκα στεκόταν στο στενό άνοιγμα, με το σκοτάδι της εισόδου να απλώνεται πίσω της, και το κίτρινο φως της λάμπας να χτυπάει πάνω στο πρόθυμο και όμορφο πρόσωπο της. Διέκρινα με μια ματιά πως ήταν κατατρομαγμένη, και η θέα έστειλε ένα ρίγος στην καρδιά μου. Ανασήκωσε ένα από τα τρεμάμενα δάκτυλα της για να με προειδοποιήσει να μείνω σιωπηλός, και μου είπε μερικές ψιθυριστές λέξεις σε σπαστά Αγγλικά, με τα μάτια της να ρίχνουν βιαστικές ματιές πίσω, όπως εκείνα ενός φοβισμένου αλόγου, μέσα στο σκοτάδι πίσω της.
«'Θα έφευγα,' είπε, καταβάλλοντας σκληρή προσπάθεια, όπως μου φάνηκε, να μιλήσει ήρεμα· ‘Θα έφευγα. Δεν θα έπρεπε να μείνω εδώ. Δεν υπάρχει κάτι καλό να κάνεις εσύ. '»
«'Μα κυρία μου,' είπα, ‘δεν έκανα ακόμη αυτό για το οποίο ήρθα. Δεν υπάρχει περίπτωση να φύγω μέχρι να έχω δει την μηχανή. '»
«'Δεν αξίζει την ώρα σου να περιμένεις,' συνέχισε εκείνη. ‘Μπορείς να φύγεις από την πόρτα· κανείς δεν εμποδίζει.' Και τότε, βλέποντας πως χαμογέλασα και κούνησα το κεφάλι μου, ξάφνου παράτησε την αυτοσυγκράτηση της και έκανε ένα βήμα εμπρός, με τα χέρια της πλεγμένα. ‘Για την αγάπη των Ουρανών!' ψιθύρισε, ‘φύγε από εδώ πριν να είναι πολύ αργά! '»
«Μα είμαι κάπως πεισματάρης εκ φύσεως, και περισσότερο έτοιμος να μπλεχτώ σε μια ιστορία όταν υπάρχει κάποιο εμπόδιο στη μέση. Σκέφτηκα την αμοιβή μου των πενήντα γκινέων, το κουραστικό ταξίδι μου, και την δυσάρεστη νύχτα που έδειχνε να βρίσκεται μπρος μου. Όλα αυτά για το τίποτα; Γιατί θα έπρεπε να ξεγλιστρήσω δίχως να έχω ολοκληρώσει τη δουλειά μου, και δίχως την πληρωμή που μου οφειλόταν; Εκείνη η γυναίκα ίσως να ήταν, όσο μπορούσα να ξέρω, μονομανής. Με ψυχωμένη συμπεριφορά, επομένως, αν και ο τρόπος της με είχε ταράξει περισσότερο από όσο θα ήθελα να ομολογήσω, κούνησα και πάλι το κεφάλι μου και δήλωσα την πρόθεση μου να παραμείνω εκεί που ήμουν. Ετοιμαζόταν να ανανεώσει τις παρακλήσεις της όταν μια πόρτα χτύπησε δυνατά από πάνω, και ο ήχος αρκετών βημάτων ακούστηκε από τις σκάλες. Αφουγκράστηκε για μια στιγμή, σήκωσε τα χέρια της σε μια απεγνωσμένη χειρονομία, και χάθηκε τόσο ξαφνικά και τόσο αθόρυβα όσο είχε έρθει.»
«Οι νεοφερμένοι ήταν ο Συνταγματάρχη Λαϊσάντερ Σταρκ και ένας κοντός παχύς άνθρωπος με μια γενειάδα (chinchilla beard) που φύτρωνε από τις ζάρες του προγουλιού του, ο οποίος μου παρουσιάστηκε ως Κύριος Φέργκιουσον.
«Από εδώ ο γραμματέας και διαχειριστής μου,' είπε ο συνταγματάρχης. ‘Επί τη ευκαιρία, είχα την εντύπωση πως άφησα την πόρτα κλειστή μόλις τώρα. Φοβάμαι πως νοιώσατε το ρεύμα. '»
«'Αντιθέτως,' απάντησα, ‘άνοιξα ο ίδιος την πόρτα επειδή ένοιωσα το δωμάτιο κάπως πνιγηρό. '»
«Μου έριξε ένα από τα καχύποπτα βλέμματα του. ‘Ίσως να ήταν καλύτερα να προχωρήσουμε την δουλειά μας, τότε,' είπε. ‘Ο Κύριος Φέργκιουσον θα σας πάει να δείτε τη μηχανή. '»
«'Καλύτερα να φορέσω το καπέλο μου τότε, υποθέτω. '»
«Ω, όχι, βρίσκεται στο σπίτι.'
«Πως, σκάβετε για χώμα fuller εντός του σπιτιού;»
«Όχι, όχι. Εδώ μόνο είναι που το συμπιέζουμε. Όμως μη σας νοιάζει αυτό. Το μόνο που θέλουμε να κάνετε είναι να εξετάσετε τη μηχανή και να μας πείτε ποιο είναι το πρόβλημα της. '»
«Ανεβήκαμε μαζί, ο συνταγματάρχης μπροστά με τη λάμπα, ο παχύς διαχειριστής και εγώ πίσω του. Λαβύρινθος σκέτος ήταν αντί για παλιό σπίτι, με διαδρόμους, περάσματα, στενές στρογγυλές σκάλες, και μικρές κοντές πόρτες, τα κατώφλια των οποίων ήταν κουφωμένα από τις γενιές που τα είχαν περάσει. Δεν υπήρχαν χαλιά και άλλα ίχνη επίπλωσης πέραν του ισογείου, ενώ ο σοβάς ξεφλούδιζε από τους τοίχους, και υγρασία ξεπρόβαλε σε πράσινα, ανθυγιεινά μπαλώματα. Προσπάθησα να αποπνέω έναν αέρα ξενοιασιάς όσο ήταν δυνατόν, όμως δεν είχε ξεχάσει τις προειδοποιήσεις της κυρίας, ακόμη κι αν της αψήφησα, και είχα το βλέμμα καρφωμένο πάνω στους δυο συντρόφους μου. Ο Φέργκιουσον έδειχνε να είναι ένας σκυθρωπός και σιωπηλός άνθρωπος, όμως αντιλαμβανόμουν από τα λίγα που είπε πως ήταν τουλάχιστον συμπατριώτης.»
«Ο Συνταγματάρχης Λαϊσάντερ Σταρκ στάθηκε τελικά μπροστά σε μια χαμηλή πόρτα, την οποία ξεκλείδωσε. Εντός βρισκόταν ένα μικρό, τετράγωνο δωμάτιο, στο οποίο οι τρεις μας δυσκολευόμασταν να κινηθούμε όλοι μαζί. Ο Φέργκιουσον παρέμεινε απέξω, και ο συνταγματάρχης με συνόδεψε μέσα.»
«'Βρισκόμαστε τώρα,' είπε, ‘στην πραγματικότητα εντός της υδραυλικής πρέσα, και θα αποτελούσε ένα ιδιαίτερα δυσάρεστο γεγονός για μας αν κάποιος την έβαζε μπροστά. Η οροφή του μικρού θαλάμου είναι στην πραγματικότητα το άκρο του καταδυόμενου πιστονιού, και κατεβαίνει με την δύναμη πολλών τόνων επί του μεταλλικού αυτού πατώματος. Υπάρχουν μικρές πλευρικές στήλες νερού απέξω που δέχονται την πίεση, και οι οποίες την μεταδίδουν και την πολλαπλασιάζουν κατά τον τρόπο που σας είναι γνώριμος. Η μηχανή ανάβει αμέσως, όμως υπάρχει κάποια ακαμψία στη λειτουργία της, και έχει χάσει λίγη από την ισχύ της. Ίσως θα είχατε την καλοσύνη να την κοιτάξετε και να μας δείξετε πως θα την διορθώσουμε. '»
«Του πήρα την λάμπα, και εξέτασα τη μηχανή με ιδιαίτερη προσοχή. Επρόκειτο όντως για μια γιγαντιαία, και ικανή να εξασκήσει τρομερή πίεση. Όταν βγήκα έξω, ωστόσο, και κατέβασα τους μοχλούς που την ήλεγχαν, κατάλαβα αμέσως από τον συριστικό ήχο πως υπήρχε μια ελαφριά διαρροή, η οποία επέτρεπε μια αναρροή νερού μέσω ενός από τους πλευρικούς κυλίνδρους. Μια εξέταση έδειξε πως μια από τις καουτσουκένιες σωλήνες η οποία έπιανε στην κεφαλή μιας ράβδου οδήγησης είχε συρρικνωθεί τόσο ώστε να μη γεμίζει εντελώς την εσοχή παράλληλα με την οποία λειτουργούσε. Επρόκειτο σαφώς για την αιτία της απώλειας ισχύος, και το υπέδειξα στους συντρόφους μου, οι οποίοι ακολούθησαν τις παρατηρήσεις μου ιδιαιτέρως προσεκτικά και ρώτησαν αρκετές πρακτικές ερωτήσεις σχετικά με το πώς θα το διόρθωναν. Όταν τους το είχα καταστήσει σαφές, επέστρεψα στον κυρίως θάλαμο της μηχανής και του έριξα μια καλή ματιά για να ικανοποιήσω την περιέργεια μου. Ήταν προφανές με μια ματιά πως η ιστορία με το χώμα fuller αποτελούσε το απλούστερο μύθευμα, γιατί θα ήταν παράλογο να υποθέσεις πως μια τόσο ισχυρή μηχανή μπορούσε να σχεδιασθεί για έναν τόσο υποδεέστερο σκοπό. Οι τοίχοι ήταν από ξύλο, όμως το πάτωμα αποτελούταν από μια μεγάλη σιδερένια σκάφη, και όταν την εξέτασα διέκρινα μια κρούστα μεταλλικού ορυκτού παντού. Είχα σκύψει και την έξυνα για να δω τι ακριβώς ήταν όταν άκουσα ένα ακατάληπτο μουρμουριστό επιφώνημα στα Γερμανικά και είδα το κατάχλομο πρόσωπο του συνταγματάρχη να με κοιτάζει.»
«'Τι κάνετε εκεί;' Ρώτησε.»
«Ένοιωθα θυμό που είχα εξαπατηθεί από μια τόσο περίτεχνη ιστορία όσο αυτή η οποία μου είχε ειπωθεί. ‘Θαύμαζα το χώμα fuller,' είπα· ‘Πιστεύω πως θα ήμουν σε θέση να σας συμβουλεύσω καλύτερα όσον αφορά τη μηχανή σας αν γνώριζα τον ακριβή σκοπό για τον οποίο τον χρησιμοποιήθηκε. '»
«Τη στιγμή που είχα προφέρει τις κουβέντες μετάνιωσα την απερισκεψία του λόγου μου. Το πρόσωπο του πάγωσε, και μια απειλητική λάμψη ξεπήδησε στα γκρίζα του μάτια.»
«'Πολύ καλά,' είπε, ‘θα τα μάθετε όλα σχετικά με την μηχανή.' Έκανε ένα βήμα πίσω, κοπάνησε την μικρή πόρτα, και γύρισε το κλειδί στην κλειδαριά. Όρμησα προς το μέρος της και τράβηξα το χερούλι, όμως ήταν εντελώς κλειδωμένη, και δεν ενέδιδα ούτε κατ' ιδέα στις κλωτσιές και τις σπρωξιές μου. ‘Ε!' φώναξα. ‘Ε! Συνταγματάρχη! Βγάλτε με έξω! '»
«Και τότε ξαφνικά μέσα στη σιωπή άκουσα έναν ήχο που πάγωσε την καρδιά μου. Ήταν ο μεταλλικός ήχος των μοχλών και το ξεφύσημα του κυλίνδρου με τη διαρροή. Είχε βάλει μπρος τη μηχανή. Η λάμπα βρισκόταν ακόμη στο πάτωμα όπου την είχα ακουμπήσει όταν εξέταζα τη σκάφη. Στο φως της είδα τη μαύρη οροφή να κατεβαίνει πάνω μου, αργά, με τραντάγματα, όμως, καθώς κανείς δεν ήξερε καλύτερα από μένα, με μια δύναμη η οποία εντός ενός λεπτού θα με συνέθλιβε σε έναν άμορφο σωρό. Ρίχτηκα, ουρλιάζοντας, πάνω στην πόρτα, και έγδαρα με τα νύχια μου την κλειδαριά. Εκλιπάρησα τον συνταγματάρχη να με αφήσει έξω, όμως το αδυσώπητο τρίξιμο των γραναζιών έπνιξε τις κραυγές μου. Η οροφή απείχε μόλις κάπου μισό μέτρο πάνω από το κεφάλι μου, και με το χέρι μου σηκωμένο ένοιωθα τη σκληρή τραχιά επιφάνεια της. Τότε πέρασε σαν αστραπή από το μυαλό μου πως ο πόνος του θανάτου μου θα εξαρτιόταν από τη στάση στην οποία θα τον συναντούσα. Αν ξάπλωνα μπρούμυτα το βάρος θα έπεφτε επί της σπονδυλικής μου στήλης, και ανατρίχιασα στη σκέψη του φριχτού ήχου. Ευκολότερα από την άλλη, ίσως· κι όμως, είχα το σθένος να ξαπλώσω και να κοιτάξω εκείνη τη θανάσιμη μαύρη σκιά που αιωρούταν από πάνω μου; Ήδη αδυνατούσα να σταθώ όρθιος, όταν το μάτι μου έπιασε κάτι το οποίο έφερα νέα ελπίδα να αναβλύσει πίσω στην καρδιά μου.»
«Ανέφερα πως μολονότι το πάτωμα και η οροφή ήταν από σίδερο, οι τοίχοι ήταν από ξύλο. Καθώς έριξα μια στερνή βιαστική ματιά ολόγυρα, είδα μια λεπτή χαραμάδα από κίτρινο φως ανάμεσα σε δυο από τις σανίδες, η οποία φάρδυνε καθώς ένα μικρό τμήμα σπρώχθηκε πίσω. Προς στιγμής δεν το πίστευα πως υπήρχε μια πόρτα η οποία οδηγούσε μακριά από το θάνατο. Την επόμενη στιγμή ρίχτηκα μέσα, και απέμεινα μισολιπόθυμος επί της άλλης πλευράς. Το τμήμα είχε κλείσει και πάλι πίσω μου, όμως η συντριβή της λάμπας, και μερικές στιγμές αργότερα ο ήχος των δυο μεταλλικών πλακών, που φανέρωσαν πως παρά τρίχα είχα ξεφύγει.»
«Συνήρθα από ένα αγριεμένο τράβηγμα στον καρπό μου, και βρέθηκα να κείτομαι επί του πέτρινου πατώματος ενός στενού διαδρόμου, ενώ μια γυναίκα έσκυβε από πάνω μου και με το τραβούσε με το αριστερό της χέρι ενώ κρατούσε ένα κερί στο δεξί της. Ήταν η ίδια καλή φίλη της οποίας την προειδοποίηση τόσο ανόητα είχα απορρίψει.»
«'Έλα! Έλα! Φώναξε λαχανιασμένα. ‘Θα είναι εδώ σε μια στιγμή. Θα δουν πως δεν είσαι εκεί. Ω, μην χαραμίζεις τον τόσο πολύτιμο χρόνο, μα έλα! '»
«Αυτή τη φορά, τουλάχιστον, δεν περιφρόνησα τη συμβουλή της. Στήθηκα παραπατώντας στα πόδια μου και έτρεξα μαζί της στο διάδρομο και κατεβήκαμε μια στρογγυλή σκάλα. Η τελευταία έβγαζε σε ένα άλλο φαρδύ πέρασμα, και καθώς το φτάσαμε ακούσαμε των ήχο ποδιών που έτρεχαν και τις φωνές δυο ατόμων, τη μια να απαντά στην άλλη από το πάτωμα στο οποίο βρισκόμασταν και από το αποκάτω. Η οδηγός μου σταμάτησε και κοίταξε γύρω της σαν να τα ‘χε χάσει. Κατόπιν άνοιξε μια πόρτα η οποία έβγαζε σε ένα υπνοδωμάτιο, μέσα από το παράθυρο του οποίου το φεγγάρι έφεγγε λαμπρά.»
«'Είναι η μόνη σου ευκαιρία,' είπε. ‘Είναι ψηλά, αλλά μπορείς ίσως να πηδήξεις. '»
«Καθώς το είπε ένα φως ξεπήδησε από την μακρύτερη άκρη του περάσματος, και είδα την λεπτή μορφή του συνταγματάρχη Λαϊσάντερ Σταρκ να ορμά με μια λάμπα στο ένα χέρι κι ένα όπλο σαν μπαλτά χασάπη στο άλλο. Διέσχισα γοργά το υπνοδωμάτιο, άνοιξα το παράθυρο, και κοίταξα έξω. Πόσο ήρεμος, γλυκός και γεμάτος έμοιαζε ο κήπος στο φεγγαρόφωτο, και δεν θα ήταν πάνω από 10 μέτρα ύψος.
Σκαρφάλωσα στο πρεβάζι, όμως δίστασα να πηδήξω ώσπου είχα ακούσει τι είχε ειπωθεί μεταξύ της σωτήρος μου και του καθάρματος που με κατεδίωκε. Αν την κακομεταχειριζόταν, τότε παρά τα όποια ρίσκα ήμουν αποφασισμένος να επιστρέψω και να την βοηθήσω. Η σκέψη είχε μόλις περάσει από το μυαλό προτού εκείνος βρεθεί στην πόρτα, σπρώχνοντας την για να περάσει· όμως εκείνη τύλιξε τα χέρια της γύρω του και προσπάθησε να τον κρατήσει.
«'Φριτζ! Φριτζ!' φώναξε στα Αγγλικά, ‘θυμήσου την υπόσχεση σου μετά την τελευταία φορά. Είπες πως δεν θα συμβεί ξανά. Θα είναι σιωπηλός. Ω, θα είναι σιωπηλός! '»
«'Είσαι τρελή, Ελίζα!' φώναξε, παλεύοντας να της ξεφύγει. ‘Θα είσαι η καταστροφή μας. Είδε πάρα πολλά. Άσε με να περάσω, σου λέω!' Την έριξε στο πλάι, και, ορμώντας στο παράθυρο, έκανε να με χτυπήσει με το μεγάλο του όπλο. Είχα αφεθεί να πέσω, και κρεμόμουν με τα χέρια από το πρεβάζι, όταν το χτύπημα ήρθε. Είχα επίγνωση ενός μουντού πόνου, το κράτημα μου χαλάρωσε, και έπεσα στον κήπο από κάτω.»
«Τραντάχτηκα αλλά δεν πληγώθηκα από την πτώση· έτσι σηκώθηκα και όρμησα μέσα σου θάμνους τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσα, γιατί κατάλαβα πως απείχα πολύ για να βρεθώ εκτός κινδύνου ακόμη. Ξαφνικά, ωστόσο, καθώς έτρεχα, μια έντονη ζαλάδα και αδιαθεσία με κατέλαβε. Κοίταξα το χέρι μου, το οποίο έστελνε κύματα πόνου, και τότε, για πρώτη φορά, είδα πως ο αντίχειρας μου είχε κοπεί και πως το αίμα κυλούσε από το τραύμα. Επιχείρησα να δέσω το μαντήλι μου γύρω του, όμως τότε ήρθε ένα αιφνίδιο βουητό στα αυτιά μου, και την επόμενη στιγμή βυθίστηκα σε μια λιποθυμία μέσα στις τριανταφυλλιές.»
«Πόσο παρέμεινα αναίσθητος δεν μπορώ να το ξέρω. Θα πρέπει να ήταν πολύ ώρα, γιατί η σελήνη είχε βυθιστεί, και ένα λαμπρό πρωινό είχα αρχίσει να χαράζει όταν συνήλθα. Τα ρούχα μου ήταν μουσκεμένα από τη δροσιά, και το μανίκι του παλτού μου ήταν ποτισμένο με αίμα από το πληγωμένο μου δάκτυλο. Το τσούξιμο του μου υπενθύμισε στη στιγμή όλες τις λεπτομέρειες της νυχτερινής μου περιπέτειας, και τινάχτηκα στα πόδια μου με το αίσθημα πως ίσως να μην είχα ξεφύγει ακόμη από τους διώκτες μου. Ωστόσο προς έκπληξη μου, όταν κοίταξα ολόγυρα μου, ούτε σπίτι ούτε κήπος υπήρχε. Κειτόμουν στη γωνία ενός φράκτη κοντά στην κεντρική οδό, και λίγο παρακάτω υπήρχε ένα μακρύ κτίριο, το οποίο αποδείχθηκε, κατά το πλησίασμα μου, να είναι ο ίδιος ο σταθμός στον οποίο είχα φτάσει την περασμένη νύχτα. Αν δεν υπήρχε το άσχημο τραύμα επί του χεριού μου, και όλα όσα είχαν συμβεί κατά την διάρκεια των φριχτών αυτών ωρών θα μπορούσε να πρόκειται για ένα άσχημο όνειρο.»
«Μισοζαλισμένος, πήγα στο σταθμό και ρώτησα για το πρωινό τραίνο. Θα υπήρχε ένα για το Ρέντινγκ σε λιγότερο της μιας ώρας. Ο ίδιος αχθοφόρος είχε βάρδια, όπως ανακάλυψα, όπως και όταν έφθασα. Τον ρώτησα αν είχε ποτέ ακούσει για κάποιον Συνταγματάρχη Λαϊσάντερ Σταρκ. Το όνομα του ήταν ξένο. Είχε παρατηρήσει κάποια άμαξα την προηγούμενη νύχτα να με περιμένει; Όχι, δεν είχε. Υπήρχε κάποιο αστυνομικό τμήμα κάπου κοντά; Υπήρχε ένα τρία μίλια μακρύτερα.»
«Ήταν πολύ μακριά για μένα να πάω, αδύναμος και άρρωστος καθώς ήμουν. Αποφάσισα να περιμένω μέχρι να βρεθώ πίσω στην πόλη πριν αναφέρω την ιστορία μου στην αστυνομία. Ήταν λίγο μετά τις έξι όταν έφθασα, έτσι πήγα πρώτα να μου δέσουν το τραύμα, και κατόπιν ο γιατρός ήταν αρκετά ευγενικός ώστε να με φέρει ως εδώ. Αφήνω την υπόθεση στα χέρια σας και θα κάνω ότι ακριβώς με συμβουλεύσετε.»
Καθίσαμε και οι δυο στη σιωπή για λίγη ώρα έχοντας ακούσει την εκπληκτική αυτή αφήγηση. Κατόπιν ο Σέρλοκ Χολμς τράβηξε από το ράφι ένα από τα βαριά ντοσιέ στα οποία τοποθετούσε τα αποκόμματα του.
«Ορίστε εδώ μια αγγελία η οποία θα σας ενδιαφέρει,» είπε. «Εμφανίστηκε σε όλες τις εφημερίδες πριν ένα χρόνο περίπου. Ακούστε αυτό: «Χάθηκε, την 9η (τρέχοντος), ο Κύριος Τζερεμάια Χέϊλινγκ, ηλικίας είκοσι-έξι, υδραυλικός μηχανολόγος. Άφησε το διαμέρισμα του στις δέκα η ώρα τη νύχτα, και δεν έχει ακουστεί κάτι έκτοτε. Ήταν ντυμένος με,' κ.λ.π., κ.λ.π. Αχα! Αυτό αντιπροσωπεύει την τελευταία φορά που ο συνταγματάρχης χρειάστηκε την επισκευή της μηχανής του, φαντάζομαι.»
«Μα τους ουρανούς!» αναφώνησε ο ασθενής μου. «Τότε αυτό εξηγεί τι είπε το κορίτσι.»
«Αναμφίβολα. Είναι απολύτως σαφές πως ο συνταγματάρχης ήταν ένας ψυχρός και απεγνωσμένος άνθρωπος, ο οποίος ήταν απολύτως αποφασισμένος πως τίποτα δεν στεκόταν στον δρόμο του μικρού του παιχνιδιού, όπως εκείνοι οι ως τα μπούνια πειρατές που δεν θα άφηναν κανέναν ζωντανό σε ένα κυριευμένο σκάφος. Λοιπόν, κάθε στιγμή πλέον είναι πολύτιμη, έτσι αν νοιώθετε ικανός θα κατέβουμε στη Σκότλαντ Γιάρντ αμέσως για αρχή προτού ξεκινήσουμε για το Εϊφορντ.»
Κάπου τρεις ώρες ή τόσο αργότερα βρισκόμασταν όλοι παρέα στο τραίνο, με προορισμό από το Ρέντινγκ στο μικρό χωριό του Μπέρκσαιρ. Ο Σέρλοκ Χολμς, ο υδραυλικός μηχανολόγος, ο επιθεωρητής Μπράντστρητ, της Σκότλαντ Γιάρντ, ένας άντρας με πολιτικά, και εγώ. Ο Μπράντστρητ είχε απλώσει έναν επίσημο χάρτη της επαρχίας επί της θέσης και ήταν απασχολημένος με τις πυξίδες του να σχεδιάζει έναν κύκλο με το Εϊφορντ ως το κέντρο του.
«Ορίστε,» είπε. «Ο κύκλος αυτός έχει σχεδιασθεί με ακτίνα δέκα μιλίων από το χωριό. Το μέρος που θέλουμε πρέπει να βρίσκεται κάπου κοντά στη γραμμή. Είπατε δέκα μίλια, πιστεύω, κύριε.»
«Ήταν διαδρομή μιας ώρας γεμάτη.»
«Και πιστεύεται πως σας έφεραν πίσω όλο αυτό το δρόμο ενώ ήσασταν αναίσθητος;»
«Θα πρέπει να το έκαναν. Έχω μια αμυδρή ανάμνηση, επίσης, πως σηκώθηκα και μεταφέρθηκα κάπου.»
«Αυτό που δεν καταλαβαίνω,» είπα εγώ, «είναι για ποιο λόγο σας άφησαν όταν σας βρήκαν να κείτεστε λιπόθυμος στον κήπο. Ίσως ο εγκληματίας να μαλάκωσε από τις παρακλήσεις της γυναίκας.»
«Δύσκολα θα το θεωρούσα πιθανό. Ποτέ δεν είδα περισσότερο ανένδοτο πρόσωπο στη ζωή μου.»
«Ω, σύντομα θα τα ξεδιαλύνουμε όλα,» είπε ο Μπράντστρητ. «Λοιπόν, σχεδίασα τον κύκλο μου, και επιθυμώ μόνο να μάθω σε ποιο σημείο πάνω του οι άνθρωποι τους οποίους αναζητούμε θα βρεθούν.»
«Πιστεύω πως θα μπορούσα να βάλω το δάκτυλο μου πάνω του,» είπε ο Χολμς ήρεμα.
«Αλήθεια, τώρα!» φώναξε ο επιθεωρητής, «σχημάτισες ήδη γνώμη! Έλα, τώρα, θα δούμε ποιος συμφωνεί μαζί σου. Λέω πως είναι νότια, γιατί η περιοχή είναι περισσότερο έρημη εκεί.
«Και εγώ λέω ανατολικά,» είπε ο ασθενής μου.
«Εγώ είμαι για δυτικά,» σχολίασε ο άντρας με τα πολιτικά. «Υπάρχουν αρκετά ήρεμα χωριουδάκια κατά κει.»
«Και εγώ είμαι για βορά,» είπα εγώ, «επειδή δεν υπάρχουν λόφοι εκεί, και ο φίλος μας λέει πως δεν πρόσεξε την άμαξα να ανηφορίζει.»
«Έλα,» φώναξε ο επιθεωρητής, γελώντας· «έχουμε μια πολύ καλή ποικιλία απόψεων. Έχουμε βάλει την πυξίδα στη μέση όλοι μας. Σε ποιόν θα δώσεις τη βαρύνουσα ψήφο σου;»
«Είστε όλοι λάθος.»
«Μα δε μπορεί όλοι να είμαστε.»
«Ω, ναι, μπορεί. Αυτό είναι το σημείο μου.» Τοποθέτησε το δάκτυλο του στο κέντρο του κύκλου. «Εδώ είναι που θα τους βρούμε.»
«Και η διαδρομή των δώδεκα μιλίων;» είπε χαμένα ο Χάθερλυ.
«Έξι έξω και έξι πίσω. Τίποτα απλούστερο. Λέτε κι ο ίδιος πως το άλογο ήταν φρέσκο και βουρτσισμένο όταν μπήκατε μέσα. Πως θα μπορούσε να είναι αν είχε κάνει δώδεκα μίλια μέσα από δύσκολους δρόμους;»
«Όντως, δείχνει σαν ένα αρκετά πιθανό τέχνασμα,» παρατήρησε ο Μπράντστρητ σκεπτικά. «Φυσικά δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία περί της φύσης της συμμορίας.»
«Ουδεμία,» είπε ο Χολμς. «Είναι παραχαράκτες σε μεγάλη κλίμακα, και χρησιμοποίησαν την μηχανή για να δημιουργήσουν το κράμα το οποίο έχει αντικαταστήσει το ασήμι.»
«Γνωρίζαμε εδώ και κάποιο καιρό πως μια έξυπνη συμμορία δρούσε,» είπε ο επιθεωρητής. «Έβγαζαν μισές κορώνες με τη χιλιάδα. Ακολουθήσαμε τα ίχνη τους ως και το Ρέντινγκ, όμως δεν μπορούμε να πάμε μακρύτερα, γιατί είχαν καλύψει τα ίχνη τους κατά τρόπο που φανέρωσε πως ήταν αρκετά παλιοί στη δουλειά. Ωστόσο τώρα, χάρη σε αυτή την τυχερή συγκυρία, πιστεύω πως τους έχουμε στο χέρι.»
Όμως ο επιθεωρητής έσφαλε, γιατί εκείνοι οι κακοποιοί δεν ήταν η μοίρα τους να πέσουν στα χέρια της δικαιοσύνης. Καθώς τσουλήσαμε στο σταθμό του Εϊφορντ είδαμε μια γιγάντια στήλη καπνού η οποία ξετυλιγόταν πίσω από μια συστάδα δέντρων στη γειτονιά και κρεμόταν σαν ένα πελώριο απειλητικό φτερό στρουθοκαμήλου πάνω από το τοπίο.
«Καίγεται κάποιο σπίτι;» ρώτησε ο Μπράντστρητ καθώς το τραίνο ξεκίνησε και πάλι το δρόμο μου.
«Μάλιστα κύριε!» είπε ο σταθμάρχης.
«Πότε ξέσπασε;»
«Μαθαίνω πως έγινε κατά τη διάρκεια της νύχτας, όμως χειροτέρεψε, και όλο το μέρος καίγεται.»
«Ποιανού το σπίτι είναι;»
«Του Δρ. Μπέκερ.»
«Πείτε μου,» διέκοψε ο μηχανολόγος, «είναι ο Δρ. Μπέκερ, Γερμανός, πολύ λεπτός, με μακριά, γαμψή μύτη;» Ο σταθμάρχης γέλασε εγκάρδια. «Όχι, κύριε, ο Δρ. Μπέκερ είναι Άγγλος, και δεν υπάρχει άνθρωπος στην ενορία που έχει πιο γεμάτο σακάκι. Όμως έχει ένα κύριο που μένει μαζί του, έναν ασθενή, από όσο καταλαβαίνω, ο οποίος είναι αλλοδαπός, και ο οποίος δείχνει πως λίγο βοδινό του Μπέρκσαιρ δε θα τον έβλαπτε.»
Ο σταθμάρχης δεν είχε τελειώσει τα λόγια του πριν όλοι μας σπεύσουμε προς την κατεύθυνση της φωτιάς. Ο δρόμος περνούσε ένα χαμηλό λόφο, και εκεί υπήρχε ένα μεγάλο απλωμένο ασβεστωμένο κτίριο μπροστά μας, βγάζοντας φλόγες από κάθε χαραμάδα και παράθυρο, ενώ στον κήπο μπροστά τρία πυροσβεστικά αγωνίζονταν μάταια να κατασβέσουν τις φλόγες.
«Αυτό είναι!» φώναξε ο Χάθερλυ, με έντονη συγκίνηση. «Να ο χαλικόστρωτος δρόμος, και να οι τριανταφυλλιές όπου έπεσα. Εκείνο το δεύτερο παράθυρο είναι αυτό από το οποίο πήδηξα.»
«Λοιπόν, τουλάχιστον,» είπε ο Χολμς, «είχατε την εκδίκηση σας εναντίον τους. Δεν τίθεται θέμα πως ήταν η λάμπα σας εκείνη η οποία, όταν συνετρίβει στην πρέσα, έβαλε φωτιά στους ξύλινους τοίχους, μολονότι αναμφίβολα ήταν υπερβολικά αναστατωμένη στην καταδίωξη σας για να το παρατηρήσουν εκείνη την ώρα. Τώρα κρατήστε τα μάτια σας ανοικτά σε αυτό το πλήθος για τους νυχτερινούς σας φίλους, αν και πολύ φοβούμαι πως θα βρίσκονται καμία γεμάτη εκατοστή μίλια μακριά πλέον.»
Και οι φόβοι του Χολμς πραγματοποιήθηκαν, γιατί από εκείνη τη μέρα ως και σήμερα ούτε λέξη δεν έχει ακουστεί είτε για την όμορφη γυναίκα, τον μοχθηρό Γερμανό, είτε για τον σκυθρωπό Άγγλο. Νωρίς εκείνο το πρωί ένας αγρότης είχε συναντήσει ένα κάρο που περιείχε αρκετά άτομα και μερικά εξαιρετικά ογκώδη κουτιά να τρέχει ταχύτητα προς τη μεριά του Ρέντινγκ, μα εκεί όλα τα ίχνη των φυγάδων εξαφανίζονταν, κι ακόμη και η επινοητικότητα του Χολμς απέτυχε καν να ανακαλύψει το παραμικρό στοιχείο σχετικά με τα κατατόπια τους.
Οι πυροσβέστες προβληματίστηκαν βαθύτατα στους περίεργους μηχανισμούς που είχαν βρει εντός, και ακόμη πιότερο ανακαλύπτοντας ένα προσφάτως κομμένο ανθρώπινο αντίχειρα επί του πρεβαζιού του παραθύρου του δευτέρου πατώματος. Περί τη δύση, ωστόσο, οι προσπάθειες τους απέβησαν τελικά επιτυχείς, και δάμασαν τις φλόγες, μα όχι προτού η στέγη να ενδώσει, και ολόκληρο το μέρος να έχει συρρικνωθεί σε ένα τέτοια απόλυτο ερείπιο που, εκτός μερικών στρεβλωμένων κυλίνδρων και σιδερένιων σωληνώσεων, ούτε ένα ίχνος δεν απέμενε από τη μηχανή που είχε κοστίσει στον ατυχή μας γνωστό τόσο ακριβά. Μεγάλες μάζες νικελίου και κασσίτερου ανακαλύφθηκαν αποθηκευμένες σε εξωτερικό κτίριο, αλλά καθόλου νομίσματα δεν εβρέθησαν, το οποίο ενδεχομένως εξηγούσε η παρουσία εκείνων των ογκωδών κουτιών που έχουν ήδη αναφερθεί.
Πως ο υδραυλικός μηχανολόγος μεταφέρθηκε από τον κήπο στο σημείο που ανέκτησε τις αισθήσεις του ίσως να είχε παραμείνει παντοτινά μυστήριο αν δεν υπήρχε το μαλακό μαυρόχωμα, το οποίο μας είπε μια πολύ απλή ιστορία. Είχε προφανώς κουβαληθεί από δυο άτομα, ένα εκ των οποίων είχε αξιοσημείωτα μικρά πόδια και άλλο ασυνήθιστα μεγάλα. Εν συνόλω, το πλέον πιθανότερο ήταν πως ο σιωπηλός Άγγλος, ως λιγότερο θρασύς ή λιγότερο δολοφονικός από το σύντροφο του, είχε βοηθήσει τη γυναίκα να μεταφέρει τον αναίσθητο άντρα εκτός κινδύνου.
«Λοιπόν,» είπε ο μηχανολόγος μελαγχολικά καθώς πήραμε τις θέσεις μας για να επιστρέψουμε και πάλι στο Λονδίνο, «αποτέλεσε καλή δουλειά για μένα! Έχασα τον αντίχειρα μου και έχασα μια αμοιβή πενήντα γκινέων, και τι κέρδισα;»
«Εμπειρία,» είπε ο Χολμς, γελώντας. «Εμμέσως ίσως να αποβεί πολύτιμη, ξέρετε· θα πρέπει απλά να το εκφράσετε με λόγια για να αποκτήσετε τη φήμης ως μια έξοχη παρέα για το υπόλοιπο της ύπαρξης σας.»