×

Używamy ciasteczek, aby ulepszyć LingQ. Odwiedzając stronę wyrażasz zgodę na nasze polityka Cookie.

image

Ντοστογιέφσκι - Το όνειρο ενός γελοίου, Το Όνειρο Ενός Γελοίου - Ντοστογιέφσκι (3)

Το Όνειρο Ενός Γελοίου - Ντοστογιέφσκι (3)

Είπα πως είχα αποκοιμηθεί χωρίς να το καταλάβω, τη στιγμή που εξακολουθούσα να σκέφτομαι τα ίδια πράγματα. Ξαφνικά, ονειρεύτηκα πως έπαιρνα το περίστροφο και πως, καθισμένος όπως ήμουνα, το πήγαινα ολόισια στην καρδιά μου — στην καρδιά και όχι στο κεφάλι. Κι όμως, είχα αποφασίσει να χώσω μια σφαίρα στο αριστερό μου μηνίγγι. Αφού λοιπόν το ακούμπησα στο στήθος μου, περίμενα ένα — δυο δευτερόλεπτα και το κερί μαζί με το τραπέζι και τον απέναντι τοίχο αρχίσανε ξαφνικά να κουνιούνται σα να τρικλίζανε. Πυροβόλησα βιαστικά.

Πολλές φορές τυχαίνει να βλέπεις στ' όνειρό σου πως πέφτεις από πολύ ψηλά, πως σε πληγώνουν ή πως σε δέρνουνε. Μα ποτές δεν νοιώθεις πόνο, εκτός πια αν τύχει να κτυπήσεις στο σίδερο του κρεβατιού, οπότε δεν μπορεί παρά να πονέσεις. Όμως εμένα μου φάνηκε πως ένοιωσα κάποιον κλονισμό απ' αυτήν την πιστολιά —και ξαφνικά όλα σβήσανε κι έμεινα βυθισμένος μέσα σε βαθύ σκοτάδι. Σαν να τυφλώθηκα και να βουβάθηκα. Ύστερα, είμαι ξαπλωμένος ανάσκελα κάτω από κάτι σκληρό, χωρίς να βλέπω τίποτα κι ούτε να μπορώ να κάνω την παραμικρή κίνηση. Γύρω μου περπατάνε, φωνάζουνε, ο λοχαγός ουρλιάζει, η σπιτονοικοκυρά ωρύεται. Και πάλι, γίνεται μια ξαφνική διακοπή και με μεταφέρουν ξέσκεπο μέσα σ' ένα φέρετρο. Νοιώθω το φέρετρο που σκαμπανεβαίνει, το συλλογιέμαι αυτό, και για πρώτη φορά μούρχεται στο νου μου η ιδέα πως είμαι πεθαμένος, πεθαμένος για τα καλά. Το ξέρω χωρίς καμιά αμφιβολία, αφού ούτε βλέπω ούτε κουνιέμαι, κι όμως αισθάνομαι και σκέφτομαι. Αλλά πολύ γρήγορα συνηθίζω, σύμφωνα με τη λογική των ονείρων παραδέχομαι ασυζητητεί την πραγματικότητα.

Και να που με κατεβάζουν μέσα στη γη. Όλοι φεύγουν, και 'γώ μένω μόνος, ολομόναχος. Δεν κουνάω ούτε ένα μέλος μου. Πριν, στα νυχτέρια μου, όταν συλλογιόμουν πως θα ήμουν μέσα στον τάφο, η μόνη ιδέα που μου ερχόταν ήτανε το αίσθημα της υγρασίας και του κρύου. Έτσι και τώρα, ένοιωθα πως κρύωνα πολύ, και προπαντός στην άκρη των δαχτύλων των ποδιών μου, μα δεν ένοιωθα τίποτε άλλο απ' αυτό.

Κειτόμουν, και, παράξενο πράγμα, δεν περίμενα τίποτα, και παραδεχόμουν χωρίς να το αμφισβητώ πως ένας πεθαμένος δεν πρέπει τίποτα να περιμένει. Μα είχε υγρασία. Δεν ξέρω πόσο έμεινα έτσι, μια ώρα, ίσως και μερικές μέρες, μπορεί και πολλές μέρες. Και να που ξαφνικά, πάνω στο κλειστό αριστερό μου μάτι, μέσ' από το σκέπασμα του φέρετρου, έπεσε μια σταγόνα νερό, κι ύστερα μια άλλη, κι έτσι συνέχεια, σε κάθε λεπτό της ώρας. Ένα βαθύ πείσμα μούκαψε την καρδιά, κι ένοιωσα ένα αίσθημα φυσικής αδιαθεσίας: «Είναι από την πληγή μου, σκέφτηκα — είναι η πιστολιά που τράβηξα, και η σφαίρα βρίσκεται αυτού». Κι οι σταγόνες μαζεύονταν μια κάθε λεπτό. Πέφτανε ολόισια πάνω στο κλειστό μου μάτι. Και τότε, ξαφνικά φώναξα, όχι βέβαια με τη φωνή μου αφού ήταν παράλυτη, μα με όλο μου το είναι, τον αυθέντη εκείνον που ήμουν παίγνιό του. «—Όποιος κι αν είσαι, αν παραδεχτώ ότι είσαι και πως υπάρχει κάτι το πιο λογικό απ' αυτό που είμαι παίγνιό του, ε! άφησε να γίνει εδώ αυτό. Αν μου επιβάλλεις αυτή τη γελοιοποίηση κι αυτή τη βλακώδη επιβίωση για να με εκδικηθείς για τη βλακώδη αυτοκτονία μου, ποτέ, όσο μεγάλο κι αν είναι το μαρτύριο που μπορεί να μου επιβληθεί, δεν θα φτάσει την σιωπηλή περιφρόνηση που θα νοιώσω, έστω κι αν βαστάξει χιλιάδες χρόνια αυτό το μαρτύριο!»

Έτσι είπα, και σώπασα. Πέρασα κοντά ένα λεπτό μέσα σε βαθειά σιωπή, και μάλιστα έπεσε άλλη μια σταγόνα, μα ήξερα, ήξερα και πίστευα με απόλυτη κι ακλόνητη βεβαιότητα πως όλα θ' αλλάζανε την ίδια στιγμή. Και να, που ξαφνικά άνοιξε ο τάφος μου. Δηλαδή, δεν ξέρω αν άνοιξε και άδειασε, μα με άρπαξε ένα σκοτεινό και άγνωστο ον και βρεθήκαμε μέσα στο διάστημα. Ξαφνικά, ξαναβρήκα το φως μου∙ η νύχτα ήτανε βαθειά και ποτέ, ποτέ μου δεν είχα ξαναδεί τέτοια σκοτάδια! Πηγαίναμε μέσα στο διάστημα κι είχαμε κιόλας ξεμακρύνει πολύ από τη γη. Δε ρώτησα τίποτε αυτόν που με μετέφερε. Περίμενα, κλεισμένος αλαζονικά μέσ' στη σιωπή μου∙ ήμουν βέβαιος πως δεν φοβόμουνα — κι αναγάλλιαζα από ενθουσιασμό με τη σκέψη πως δε φοβόμουν. Δε θυμάμαι, κι ούτε μπορώ να υπολογίσω πόσο καιρό πετούσαμε∙ όλ' αυτά γίνονταν όπως γίνεται πάντα στ' όνειρο όταν διασχίζουμε το χρόνο και το χώρο, παραβιάζοντας όλους τους νόμους του είναι και της λογικής, και δε στεκόμαστε παρά μόνο στα σημεία που ποθεί η καρδιά μας. Θυμάμαι, πως ξαφνικά είδα έν' αστεράκι μέσ' στα σκοτάδια.

— Είν' ο Σύριος; ρώτησα χωρίς να μπορώ να κρατηθώ, μ' όλο που τόθελα πολύ.

—«Όχι, είναι τ' αστέρι που είχες δει μέσ' απ' τα σύννεφα, σα γύριζες σπίτι σου», μου απάντησε το ον που με μετέφερε.

Ήξερα πως ήταν ανθρώπινης καταγωγής, μα περίεργο πράγμα, δεν το συμπαθούσα καθόλου αυτό το ον, και μάλιστα μου προκαλούσε βαθειά απέχθεια. Περίμενα πως θάβρισκα το απόλυτο μηδέν, και γι' αυτό έχωσα τη σφαίρα στην καρδιά μου. Και τώρα, να που βρισκόμουν στην αγκαλιά ενός όντος, όχι ανθρώπινου βέβαια, μα που ήταν και υπήρχε. «Ώστε υπάρχει λοιπόν πέραν του τάφου ζωή!» σκέφτηκα μ' εκείνη την παράξενη ζαλάδα του ονείρου, μα ωστόσο, η καρδιά μου διατηρούσε κατά βάθος την ουσιαστική αρετή της: «αφού θα ξαναϋπάρξω, έλεγα μέσα μου, και θα ξαναζήσω επειδή το θέλει μια αδυσώπητη βούληση, δε θέλω ούτε να νικηθώ ούτε να ταπεινωθώ!»— «Ξέρεις πως σε φοβάμαι και γι' αυτό με περιφρονείς», είπα ξαφνικά στο σύντροφό μου μη μπορώντας να συγκρατήσω την ταπείνωση αυτής της ερώτησης όπου διαφαινόταν μια ολόκληρη ομολογία, και νοιώθοντας πως αυτή η δειλία μου τριβέλιζε την καρδιά σα να με τσιμπούσε βελόνα. Εκείνος δεν απάντησε στην ερώτησή μου, μα ξαφνικά ένοιωσα πως δε με περιφρονούσε, πως δε με κορόιδευε κι ούτε καν με λυπόντανε, και πως το ταξίδι μας έτεινε σ' ένα μυστηριώδη κι άγνωστο σκοπό που μόνο εμένα αφορούσε. Ο τρόμος μεγάλωνε μέσα στην καρδιά μου. Η σιωπή του συντρόφου μου μεταδόθηκε και σε μένα και με διαπότιζε, όχι χωρίς πόνο, με την σιωπηλή παρουσία του. Πηγαίναμε μέσ' από αβυθομέτρητα σκοτάδια. Από καιρό, δεν έβλεπα πια τους γνωστούς μου αστερισμούς. Ήξερα πως στο βάθος τ' ουρανού υπάρχουν αστέρια που οι αχτίνες τους φτάνουνε στη γη μόνο ύστερα από χιλιάδες κι εκατομμύρια χρόνια. Ίσως νάχαμε περάσει κιόλας αυτά τα χρονικά διαστήματα. Περίμενα κάτι, γεμάτος από ένα νοσταλγικό πόνο που μου ράγιζε την καρδιά. Και ξαφνικά ένα πολύ γνωστό συναίσθημα που μούφερνε βαθιές αναμνήσεις με συγκλόνισε ολόκληρο. Ξανάβλεπα τον ήλιο μας! Ήξερα πως δεν μπορούσε να είναι ο ήλιος μας, εκείνος που γέννησε τη γη μας, και πως βρισκόμαστε σε άπειρη απόσταση από τον ήλιο μας, μα μέσα μου καταλάβαινα πως ήταν ένας ήλιος απόλυτα όμοιος με τον δικό μας, κάτι σαν αντίλαλος και σαν σωσίας του. Μια απέραντη, τρυφερότητα πλημμύρισε την ψυχή μου, φέρνοντάς της ενθουσιασμό: Το φως εκείνου που με δημιούργησε αντιλαλούσε μέσ' στην καρδιά μου και την ανάσταινε, κι ένοιωσα για πρώτη φορά από τότε που κατέβηκα στον τάφο το γυρισμό της ζωής, της παλιάς ζωής.

—Μ' αφού είναι ο ήλιος, ακριβώς ο ίδιος ήλιος με τον δικό μας, τότε που είναι η γη;— Κι ο σύντροφός μου μούδειξε έν' αστέρι σα σμαράγδι που αστραφτοκόπαγε μέσα στη νύχτα.

Πετούσαμε ολόισια καταπάνω του.

—Μα είναι δυνατόν να γίνονται τέτοιες επιστροφές μέσα στο σύμπαν, είναι δυνατό να είν' αυτός ο φυσικός νόμος; Κι αν είναι γης αυτό μπορεί νάναι η ίδια γης με τη δικιά μας;... Εντελώς όμοια, το ίδιο δύστυχη και το ίδιο φτωχιά, κι όμως αγαπητή, αιώνια αγαπημένη, μια γης που ξέρει ν' αγαπιέται ακόμα και απ' τα πιο αχάριστα παιδιά της;... Φώναξα αναρριγώντας από αβάσταγη, αγάπη γι' αυτή τη γης που γεννήθηκα και που λιποτάχτησα απ' αυτήν. Και εμπρός μου, σαν αστραπή, πέρασε η εικόνα του μικρού κοριτσιού που είχα προσβάλλει.

—Θα τα μάθεις όλα, μου απάντησε ο σύντροφός μου και στα λόγια του, διαφαινόταν ένας θλιμμένος τόνος.

Μα γρήγορα ζυγώναμε στον πλανήτη. Μεγάλωνε μπρος στα μάτια μου, κι άρχισα κιόλας να διακρίνω τον ωκεανό και τα περιγράμματα της Ευρώπης, όταν ξαφνικά ένα παράξενο αίσθημα ζήλειας — μία ευγενική και άγια ζήλεια — άναψε μεσ' στην καρδιά μου. Πώς μπορεί να γίνεται μια τέτοια επανάληψη, είπα μέσα μου, και για ποιο σκοπό; Αγαπώ, και μόνο αυτή τη γης που άφησα μπορώ ν' αγαπήσω, που πάνω της έμειναν οι στάλες απ' το αίμα μου, όταν, σαν αχάριστος γιος, έβαλα τέλος στη ζωή μου με μια πιστολιά πάνω στην καρδιά μου. Μα ποτέ, όχι, ποτέ δεν έπαψα να την αγαπώ αυτή τη γης, ακόμα και κείνη τη νύχτα που την αποχαιρέτησα. Να υπάρχει τάχα ο πόνος πάνω σ' αυτή την καινούργια γης; Εκεί ‐ πέρα, στη γης μας, μόνο με πόνο μπορούμε ν' αγαπήσουμε, και μόνο μέσ απ' τον πόνο. Δεν ξέρουμε ν' αγαπούμε διαφορετικά, κι ούτε ξέρουμε άλλη αγάπη. Ζητώ τον πόνο για να μπορέσω ν' αγαπήσω, ποθώ, διψώ ν' αγκαλιάσω κλαίγοντας αυτή τη μοναδική γης που παράτησα, και δε θέλω να ζήσω∙ αρνιέμαι να ζήσω σ' οποιανδήποτε άλλη!

Μα κιόλας, ο σύντροφός μου μ' είχε παρατήσει. Ξαφνικά, χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα σ' αυτή την άλλη γης, μέσα στο εκθαμβωτικό φως μιας ηλιόλουστης μέρας, όμορφης σαν τον παράδεισο. Μου φαινότανε σα να βρισκόμουν σ' ένα από κείνα τα νησάκια του ελληνικού αρχπελάγου της γης μας∙ ή κάπου αλλού στα ερείπια μιας ηπείρου κοντά στο αρχιπέλαγος. Σ' εκείνα τα μέρη, όλα ήτανε ακριβώς όπως και σε μας, κι όμως όλα αχτινοβολούσανε με μια σοβαρή κι επίσημη χαρά, που έφτανε ως το υπέροχο. Μια σμαραγδένια θάλασσα έσκαζε απαλά στην ακρογιαλιά, χαϊδεύοντάς την με φανερή, σαρκική και σχεδόν συνειδητή αγάπη. Δέντρα με θαυμαστά κλωνάρια ορθώνονταν μ' όλο τον οργιώδη χυμό τους και τ' αναρίθμητα φυλλαράκια τους, κι είμαι βέβαιος πως με χαιρετούσανε με το γλυκό τους θρόισμα και μοιάζανε σα να ψιθυρίζανε ερωτόλογα. Το λιβάδι αστραφτοκοπούσε με τη φλογερή και χυμώδη άνθησή του. Τα πουλιά σκίζανε σμήνη ‐ σμήνη τον αέρα, κι έρχονταν άφοβα ν' ακουμπήσουνε στους ώμους και στα χέρια μου με χαρούμενα φτεροκοπήματα.. Ύστερα, είδα επιτέλους και τους κατοίκους αυτής της μακάριας γης. Ήρθανε μόνοι τους κοντά μου, με περιτριγύρισαν και με φιλούσαν. Παιδιά του ήλιου, παιδιά του ήλιου τους — ω! τι ωραίοι που ήταν! Ποτές στη γης μας δεν είχα δει τόση ομορφιά στον άνθρωπο! Μόνο στα παιδιά μας, και μάλιστα στα πρώτα παιδικά τους χρόνια, μπορούσες να διακρίνεις κάτι σα μια μακρινή ανταύγεια, μα πολύ εξασθενημένη, αυτής της ομορφιάς. Τα μάτια αυτών των μακάρων λάμπανε ολοκάθαρα. Τα πρόσωπά τους ακτινοβολούσαν τη σοφία και τη συνείδηση, μια συνείδηση που είχε φτάσει στην υπέρτατη γαλήνη, όμως, αυτά τα πρόσωπα μένανε χαρούμενα και μια παιδιάστικη χαρά αντηχούσε μέσα στα λόγια και στη φωνή αυτών των όντων! Ω! τα είχα καταλάβει όλα, όλα, από την πρώτη ματιά! Εδώ ήταν η γης, προτού την μολύνει το προπατορικό αμάρτημα: οι κάτοικοί της, μια και δεν ξέρανε το κακό, ζούσανε στον ίδιο εκείνο παράδεισο όπου, σύμφωνα με τις παραδόσεις της ανθρωπότητας, είχανε ζήσει κι οι ένοχοι προπάτορές μας, με μόνη τη διαφορά πως εδώ η γης ήτανε παντού ένας και ο αυτός παράδεισος. Αυτοί οι άνθρωποι με το χαρούμενο χαμόγελο με περιτριγυρίζανε και μου χάριζαν άφθονα χάδια. Με πήγανε στα σπίτια τους και όλοι τους θέλανε να με ξεκουράσουν. Δε μου κάναν ερωτήσεις∙ φαίνονταν πως τα ξέρανε όλα, και μόνο ένα πράγμα θέλανε: να διώξουνε το γρηγορότερο αυτή την οδύνη που ήτανε χαραγμένη πάνω στα χαρακτηριστικά μου.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

Το Όνειρο Ενός Γελοίου - Ντοστογιέφσκι (3) Der Traum eines Narren - Dostojewski (3) Dream of a Jester - Dostoevsky (3) El sueño de un bufón - Dostoievski (3)

Είπα πως είχα αποκοιμηθεί χωρίς να το καταλάβω, τη στιγμή που εξακολουθούσα να σκέφτομαι τα ίδια πράγματα. I said I had fallen asleep without realizing it, while I was still thinking the same things. Ξαφνικά, ονειρεύτηκα πως έπαιρνα το περίστροφο και πως, καθισμένος όπως ήμουνα, το πήγαινα ολόισια στην καρδιά μου — στην καρδιά και όχι στο κεφάλι. Suddenly, I dreamed that I was taking the revolver and that, sitting as I was, I was taking it straight to my heart - to my heart and not to my head. Κι όμως, είχα αποφασίσει να χώσω μια σφαίρα στο αριστερό μου μηνίγγι. |||||put||||||brain And yet, I had decided to put a bullet in my left meninges. Ändå hade jag bestämt mig för att sätta en kula i min vänstra hjärnhinna. Αφού λοιπόν το ακούμπησα στο στήθος μου, περίμενα ένα — δυο δευτερόλεπτα και το κερί μαζί με το τραπέζι και τον απέναντι τοίχο αρχίσανε ξαφνικά να κουνιούνται σα να τρικλίζανε. ||||||||||||||||||||||||||||were staggering So after I put it to my chest, I waited a second or two and the candle, along with the table and the opposite wall, suddenly started to move as if staggering. Πυροβόλησα βιαστικά. I shot| I fired in a hurry.

Πολλές φορές τυχαίνει να βλέπεις στ' όνειρό σου πως πέφτεις από πολύ ψηλά, πως σε πληγώνουν ή πως σε δέρνουνε. |||||||||||||||they hurt||||they beat Many times you happen to see in your dream that you are falling from a very high height, that you are being hurt or beaten. Μα ποτές δεν νοιώθεις πόνο, εκτός πια αν τύχει να κτυπήσεις στο σίδερο του κρεβατιού, οπότε δεν μπορεί παρά να πονέσεις. |||feel|||||||hit||||||||||you will hurt But you don't feel pain when you drink, unless you happen to hit the iron of the bed, in which case you can't help but feel pain. Όμως εμένα μου φάνηκε πως ένοιωσα κάποιον κλονισμό απ' αυτήν την πιστολιά —και ξαφνικά όλα σβήσανε κι έμεινα βυθισμένος μέσα σε βαθύ σκοτάδι. |||||||tremor||||||||went out|||sunk|||| But it seemed to me that I felt some shock from that gunshot - and suddenly everything went out and I was plunged into deep darkness. Σαν να τυφλώθηκα και να βουβάθηκα. ||I was blinded|||I became mute As if I was blinded and dumbfounded. Ύστερα, είμαι ξαπλωμένος ανάσκελα κάτω από κάτι σκληρό, χωρίς να βλέπω τίποτα κι ούτε να μπορώ να κάνω την παραμικρή κίνηση. Then, I'm lying on my back under something hard, unable to see anything and unable to make the slightest movement. Γύρω μου περπατάνε, φωνάζουνε, ο λοχαγός ουρλιάζει, η σπιτονοικοκυρά ωρύεται. |||they shout|||is yelling|||is yelling Around me they walk, they shout, the captain screams, the landlady howls. Και πάλι, γίνεται μια ξαφνική διακοπή και με μεταφέρουν ξέσκεπο μέσα σ' ένα φέρετρο. |||||||||uncovered||||coffin Again, there's a sudden interruption and I'm carried uncovered in a coffin. Νοιώθω το φέρετρο που σκαμπανεβαίνει, το συλλογιέμαι αυτό, και για πρώτη φορά μούρχεται στο νου μου η ιδέα πως είμαι πεθαμένος, πεθαμένος για τα καλά. ||||rocks||||||||||||||||dead|dead||| I can feel the coffin being lifted, I contemplate this, and for the first time the idea that I am dead, dead for good, comes into my mind. Το ξέρω χωρίς καμιά αμφιβολία, αφού ούτε βλέπω ούτε κουνιέμαι, κι όμως αισθάνομαι και σκέφτομαι. I know this without a doubt, since I neither see nor move, and yet I feel and think. Αλλά πολύ γρήγορα συνηθίζω, σύμφωνα με τη λογική των ονείρων παραδέχομαι ασυζητητεί την πραγματικότητα. |||||||||||undisputedly|| But very quickly I get used to it, according to the logic of dreams I admit I admit unquestioning reality.

Και να που με κατεβάζουν μέσα στη γη. ||||they lower||| And here I am being lowered into the earth. Όλοι φεύγουν, και 'γώ μένω μόνος, ολομόναχος. ||||||all alone Everyone leaves, and I'm left alone, all alone. Δεν κουνάω ούτε ένα μέλος μου. |move|||| I don't move a single limb. Πριν, στα νυχτέρια μου, όταν συλλογιόμουν πως θα ήμουν μέσα στον τάφο, η μόνη ιδέα που μου ερχόταν ήτανε το αίσθημα της υγρασίας και του κρύου. ||nights|||I was thinking||||||grave|||||||||||humidity|||cold Before, in my nights, when I contemplated being in the grave, the only idea that came to me was the feeling of dampness and cold. Έτσι και τώρα, ένοιωθα πως κρύωνα πολύ, και προπαντός στην άκρη των δαχτύλων των ποδιών μου, μα δεν ένοιωθα τίποτε άλλο απ' αυτό. |||||I was cold||||||||||||||||| So now, I felt that I was very cold, especially at the tips of my toes, but I felt nothing else than that.

Κειτόμουν, και, παράξενο πράγμα, δεν περίμενα τίποτα, και παραδεχόμουν χωρίς να το αμφισβητώ πως ένας πεθαμένος δεν πρέπει τίποτα να περιμένει. I was lying||||||||I was admitting||||questioning|||||||| I stood, and, strange thing, I expected nothing, and I admitted without question that a dead man should expect nothing. Μα είχε υγρασία. But it was damp. Δεν ξέρω πόσο έμεινα έτσι, μια ώρα, ίσως και μερικές μέρες, μπορεί και πολλές μέρες. I don't know how long I stayed like that, an hour, maybe a few days, maybe many days. Και να που ξαφνικά, πάνω στο κλειστό αριστερό μου μάτι, μέσ' από το σκέπασμα του φέρετρου, έπεσε μια σταγόνα νερό, κι ύστερα μια άλλη, κι έτσι συνέχεια, σε κάθε λεπτό της ώρας. |||||||||||||||coffin|||||||||||||||| And suddenly, on my closed left eye, through the coffin cover, a drop of water fell, and then another, and so on and on, every minute of the hour. Ένα βαθύ πείσμα μούκαψε την καρδιά, κι ένοιωσα ένα αίσθημα φυσικής αδιαθεσίας: «Είναι από την πληγή μου, σκέφτηκα — είναι η πιστολιά που τράβηξα, και η σφαίρα βρίσκεται αυτού». |||moved||||||||illness|||||||||||||||| A deep stubbornness stirred the heart, and I felt a physical sickness: "It is from my wound, I thought - it is the pistol I drew, and the bullet lies of it." Κι οι σταγόνες μαζεύονταν μια κάθε λεπτό. ||||one|| And the drops were gathering one by one every minute. Πέφτανε ολόισια πάνω στο κλειστό μου μάτι. they were falling|||||| They fell squarely on my closed eye. Και τότε, ξαφνικά φώναξα, όχι βέβαια με τη φωνή μου αφού ήταν παράλυτη, μα με όλο μου το είναι, τον αυθέντη εκείνον που ήμουν παίγνιό του. ||||||||||||paralyzed||||||||master||||plaything| And then, suddenly I cried out, not with my voice since it was paralyzed, but with all my being, to the one who was his plaything. «—Όποιος κι αν είσαι, αν παραδεχτώ ότι είσαι και πως υπάρχει κάτι το πιο λογικό απ' αυτό που είμαι παίγνιό του, ε! "-Whoever you are, if I admit that you are, and that there is something more sensible than what I am playing at, eh! άφησε να γίνει εδώ αυτό. let this happen here. Αν μου επιβάλλεις αυτή τη γελοιοποίηση κι αυτή τη βλακώδη επιβίωση για να με εκδικηθείς για τη βλακώδη αυτοκτονία μου, ποτέ, όσο μεγάλο κι αν είναι το μαρτύριο που μπορεί να μου επιβληθεί, δεν θα φτάσει την σιωπηλή περιφρόνηση που θα νοιώσω, έστω κι αν βαστάξει χιλιάδες χρόνια αυτό το μαρτύριο!» ||you impose|||ridicule||||foolish|survival||||get revenge||the||||||big|||||||||||||||||||||||it will last||||| If you impose this ridicule and this stupid survival on me to avenge my stupid suicide, never, no matter how great the torment that can be imposed on me, will it reach the silent contempt I will feel, even if I bear this torment for thousands of years!"

Έτσι είπα, και σώπασα. |||I fell silent So I said, and I kept quiet. Πέρασα κοντά ένα λεπτό μέσα σε βαθειά σιωπή, και μάλιστα έπεσε άλλη μια σταγόνα, μα ήξερα, ήξερα και πίστευα με απόλυτη κι ακλόνητη βεβαιότητα πως όλα θ' αλλάζανε την ίδια στιγμή. ||||||deep||||||||||||||||unwavering|||||would change||| I spent close to a minute in deep silence, and even another drop fell, but I knew, I knew and I believed with absolute and unshakable certainty that everything would change at that moment. Και να, που ξαφνικά άνοιξε ο τάφος μου. And there, suddenly my tomb opened up. Δηλαδή, δεν ξέρω αν άνοιξε και άδειασε, μα με άρπαξε ένα σκοτεινό και άγνωστο ον και βρεθήκαμε μέσα στο διάστημα. ||||||emptied||||||||||||| I mean, I don't know if it opened and emptied, but I was grabbed by a dark and unknown being and we found ourselves in space. Ξαφνικά, ξαναβρήκα το φως μου∙ η νύχτα ήτανε βαθειά και ποτέ, ποτέ μου δεν είχα ξαναδεί τέτοια σκοτάδια! |||||||||||||||||darkness Suddenly, I found my light again; the night was deep and I had never, never seen such darkness before! Πηγαίναμε μέσα στο διάστημα κι είχαμε κιόλας ξεμακρύνει πολύ από τη γη. we were going|||||||drifted|||| We were going through space and we were already far away from the earth. Δε ρώτησα τίποτε αυτόν που με μετέφερε. I didn't ask anything of the person who transported me. Περίμενα, κλεισμένος αλαζονικά μέσ' στη σιωπή μου∙ ήμουν βέβαιος πως δεν φοβόμουνα — κι αναγάλλιαζα από ενθουσιασμό με τη σκέψη πως δε φοβόμουν. I waited|||||||||||I was afraid||I was rejoicing|||||||| I waited, huddled arrogantly in my silence; I was sure that I was not afraid - and I gasped with excitement at the thought that I was not afraid. Δε θυμάμαι, κι ούτε μπορώ να υπολογίσω πόσο καιρό πετούσαμε∙ όλ' αυτά γίνονταν όπως γίνεται πάντα στ' όνειρο όταν διασχίζουμε το χρόνο και το χώρο, παραβιάζοντας όλους τους νόμους του είναι και της λογικής, και δε στεκόμαστε παρά μόνο στα σημεία που ποθεί η καρδιά μας. ||||||calculate|||||||||||||we cross||||||violating|||||||||||we stand||||||I long||| I don't remember, nor can I calculate how long we flew; it was all as it always happens in a dream when we cross time and space, violating all the laws of being and logic, and standing only at the places our hearts desire. Θυμάμαι, πως ξαφνικά είδα έν' αστεράκι μέσ' στα σκοτάδια. ||||a|||| I remember suddenly seeing a star in the darkness.

— Είν' ο Σύριος; ρώτησα χωρίς να μπορώ να κρατηθώ, μ' όλο που τόθελα πολύ. ||||||||hold myself||||I wanted| - Is he a Syrian?I asked, unable to help myself, though I wanted to very much.

—«Όχι, είναι τ' αστέρι που είχες δει μέσ' απ' τα σύννεφα, σα γύριζες σπίτι σου», μου απάντησε το ον που με μετέφερε. -"No, it's the star you saw through the clouds when you were coming home", the being that carried me replied.

Ήξερα πως ήταν ανθρώπινης καταγωγής, μα περίεργο πράγμα, δεν το συμπαθούσα καθόλου αυτό το ον, και μάλιστα μου προκαλούσε βαθειά απέχθεια. ||||||||||I liked||||||||||aversion I knew it was of human origin, but the strange thing was, I didn't like this being at all, and in fact I had a deep dislike for it. Περίμενα πως θάβρισκα το απόλυτο μηδέν, και γι' αυτό έχωσα τη σφαίρα στην καρδιά μου. ||would find|||||||I buried||||| I expected to be buried in absolute zero, and that's why I put the bullet in my heart. Και τώρα, να που βρισκόμουν στην αγκαλιά ενός όντος, όχι ανθρώπινου βέβαια, μα που ήταν και υπήρχε. ||||||||being|||||||| And now, here I was in the arms of a being, not human of course, but who was and was. «Ώστε υπάρχει λοιπόν πέραν του τάφου ζωή!» σκέφτηκα μ' εκείνη την παράξενη ζαλάδα του ονείρου, μα ωστόσο, η καρδιά μου διατηρούσε κατά βάθος την ουσιαστική αρετή της: «αφού θα ξαναϋπάρξω, έλεγα μέσα μου, και θα ξαναζήσω επειδή το θέλει μια αδυσώπητη βούληση, δε θέλω ούτε να νικηθώ ούτε να ταπεινωθώ!»— «Ξέρεις πως σε φοβάμαι και γι' αυτό με περιφρονείς», είπα ξαφνικά στο σύντροφό μου μη μπορώντας να συγκρατήσω την ταπείνωση αυτής της ερώτησης όπου διαφαινόταν μια ολόκληρη ομολογία, και νοιώθοντας πως αυτή η δειλία μου τριβέλιζε την καρδιά σα να με τσιμπούσε βελόνα. |||||the grave|||||||dizziness|||||||||||||virtue||||I will exist again||||||I will live again|||||indomitable|will|||||I will be victorious|||I will be humbled|||||||||you disregard|||||||||I will hold back|||||question||was appearing|||confession||feeling||||cowardice||will be||||||τσιμπούσε| "So there is life beyond the grave!" I thought with that strange giddiness of a dream, but yet my heart retained its essential virtue in its depths: "since I shall reincarnate," I said within myself, "and live again because an inexorable will wills it, I will neither be defeated nor humbled!"- "You know that I am afraid of you, and that is why you despise me," I said suddenly to my companion, unable to restrain the humiliation of this question where a whole confession was looming, and feeling that this cowardice was rubbing my heart as if a needle were pricking me. Εκείνος δεν απάντησε στην ερώτησή μου, μα ξαφνικά ένοιωσα πως δε με περιφρονούσε, πως δε με κορόιδευε κι ούτε καν με λυπόντανε, και πως το ταξίδι μας έτεινε σ' ένα μυστηριώδη κι άγνωστο σκοπό που μόνο εμένα αφορούσε. he||||question||||||||was disregarding||||was mocking|||||pitying||||||was tending|||||||||| He did not answer my question, but I suddenly felt that he did not despise me, that he did not mock me or even pity me, and that our journey was tending to a mysterious and unknown purpose that concerned only me. Ο τρόμος μεγάλωνε μέσα στην καρδιά μου. |fear||||| The terror was growing in my heart. Η σιωπή του συντρόφου μου μεταδόθηκε και σε μένα και με διαπότιζε, όχι χωρίς πόνο, με την σιωπηλή παρουσία του. |||||was transmitted||||||was permeating|||||||| The silence of my companion was transmitted to me and I was permeated, not without pain, with his silent presence. Πηγαίναμε μέσ' από αβυθομέτρητα σκοτάδια. |||unfathomable| We were going through abysmal darkness. Από καιρό, δεν έβλεπα πια τους γνωστούς μου αστερισμούς. ||||||||constellations Long ago, I stopped seeing my familiar constellations. Ήξερα πως στο βάθος τ' ουρανού υπάρχουν αστέρια που οι αχτίνες τους φτάνουνε στη γη μόνο ύστερα από χιλιάδες κι εκατομμύρια χρόνια. ||||||||||rays||reach||||||||| I knew that in the depths of the sky there are stars whose rays reach the earth only after thousands and millions of years. Ίσως νάχαμε περάσει κιόλας αυτά τα χρονικά διαστήματα. |we had|||||| Περίμενα κάτι, γεμάτος από ένα νοσταλγικό πόνο που μου ράγιζε την καρδιά. |||||nostalgic||||was breaking|| I was waiting for something, filled with a nostalgic pain that broke my heart. Και ξαφνικά ένα πολύ γνωστό συναίσθημα που μούφερνε βαθιές αναμνήσεις με συγκλόνισε ολόκληρο. |||||||bringing me||||| And suddenly a very familiar feeling that brought back deep memories shook me to the core. Ξανάβλεπα τον ήλιο μας! I was seeing our sun again! Ήξερα πως δεν μπορούσε να είναι ο ήλιος μας, εκείνος που γέννησε τη γη μας, και πως βρισκόμαστε σε άπειρη απόσταση από τον ήλιο μας, μα μέσα μου καταλάβαινα πως ήταν ένας ήλιος απόλυτα όμοιος με τον δικό μας, κάτι σαν αντίλαλος και σαν σωσίας του. |||||||||||||||||||infinite|||||||||I understood|||||||||||||echo|||twin| I knew that it could not be our sun, the one that gave birth to our earth, and that we were at an infinite distance from our sun, but in my heart I understood that it was a sun perfectly similar to ours, something like an antipode and a double. Μια απέραντη, τρυφερότητα πλημμύρισε την ψυχή μου, φέρνοντάς της ενθουσιασμό: Το φως εκείνου που με δημιούργησε αντιλαλούσε μέσ' στην καρδιά μου και την ανάσταινε, κι ένοιωσα για πρώτη φορά από τότε που κατέβηκα στον τάφο το γυρισμό της ζωής, της παλιάς ζωής. |endless|tenderness|||||||||||||||||||||revived|||||||||||||||||| A boundless, tenderness flooded my soul, bringing her excitement: The light of the one who created me was reflected in my heart and lit it up, and I felt for the first time since I went down to the grave the return of life, of the old life.

—Μ' αφού είναι ο ήλιος, ακριβώς ο ίδιος ήλιος με τον δικό μας, τότε που είναι η γη;— Κι ο σύντροφός μου μούδειξε έν' αστέρι σα σμαράγδι που αστραφτοκόπαγε μέσα στη νύχτα. ||||||||||||||||||||my companion||showed me||||emerald||was shining||| -If it is the sun, exactly the same sun as ours, then where is the earth?- And my companion pointed to a star like an emerald that glittered in the night.

Πετούσαμε ολόισια καταπάνω του. We were flying straight at him.

—Μα είναι δυνατόν να γίνονται τέτοιες επιστροφές μέσα στο σύμπαν, είναι δυνατό να είν' αυτός ο φυσικός νόμος; Κι αν είναι γης αυτό μπορεί νάναι η ίδια γης με τη δικιά μας;... Εντελώς όμοια, το ίδιο δύστυχη και το ίδιο φτωχιά, κι όμως αγαπητή, αιώνια αγαπημένη, μια γης που ξέρει ν' αγαπιέται ακόμα και απ' τα πιο αχάριστα παιδιά της;... Φώναξα αναρριγώντας από αβάσταγη, αγάπη γι' αυτή τη γης που γεννήθηκα και που λιποτάχτησα απ' αυτήν. ||||||||||||||||||||||||||||||||||||unlucky||||poor||||eternal|||||||is loved||||||ungratefully||||shivering||unbearable||||||||||lipotachtiσα|| -But is it possible that such returns can happen in the universe, is it possible that this is the natural law? And if it is earth, can it be the same earth as ours? Completely similar, just as unhappy and just as poor, and yet beloved, eternally beloved, an earth that knows how to be loved even by its most ungrateful children? I cried out, climbing out of unbearable, love for this land where I was born and where I deserted her. Και εμπρός μου, σαν αστραπή, πέρασε η εικόνα του μικρού κοριτσιού που είχα προσβάλλει. |||||||||||||offended And before me, like a flash of lightning, the image of the little girl I had offended flashed before me.

—Θα τα μάθεις όλα, μου απάντησε ο σύντροφός μου και στα λόγια του, διαφαινόταν ένας θλιμμένος τόνος. -You will know everything, my companion replied, and in his words, a sad tone was evident.

Μα γρήγορα ζυγώναμε στον πλανήτη. ||we were approaching|| But we were quickly weighing on the planet. Μεγάλωνε μπρος στα μάτια μου, κι άρχισα κιόλας να διακρίνω τον ωκεανό και τα περιγράμματα της Ευρώπης, όταν ξαφνικά ένα παράξενο αίσθημα ζήλειας — μία ευγενική και άγια ζήλεια — άναψε μεσ' στην καρδιά μου. |||||||||distinguish|||||outlines||||||||jealousy||noble||holy|||in||| It was growing before my eyes, and I was already beginning to discern the ocean and the contours of Europe, when suddenly a strange feeling of jealousy - a kindly and holy jealousy - kindled in my heart. Πώς μπορεί να γίνεται μια τέτοια επανάληψη, είπα μέσα μου, και για ποιο σκοπό; Αγαπώ, και μόνο αυτή τη γης που άφησα μπορώ ν' αγαπήσω, που πάνω της έμειναν οι στάλες απ' το αίμα μου, όταν, σαν αχάριστος γιος, έβαλα τέλος στη ζωή μου με μια πιστολιά πάνω στην καρδιά μου. ||||||||||||||||||||||||love|||||||||||||ungrateful||||||||||||| How can such a repetition be possible, I said to myself, and for what purpose? I love, and only this land that I left can I love, on which the drops of my blood remained, when, like an ungrateful son, I ended my life with a pistol shot to my heart. Μα ποτέ, όχι, ποτέ δεν έπαψα να την αγαπώ αυτή τη γης, ακόμα και κείνη τη νύχτα που την αποχαιρέτησα. |||||||||||||||||when||I said goodbye But never, no, I never stopped loving this land, even on the night I said goodbye to it. Να υπάρχει τάχα ο πόνος πάνω σ' αυτή την καινούργια γης; Εκεί ‐ πέρα, στη γης μας, μόνο με πόνο μπορούμε ν' αγαπήσουμε, και μόνο μέσ απ' τον πόνο. Is there supposed to be pain on this new earth? Over there, on our earth, we can only love with pain, and only through pain. Δεν ξέρουμε ν' αγαπούμε διαφορετικά, κι ούτε ξέρουμε άλλη αγάπη. |||love|||||| We don't know how to love differently, and we don't know any other love. Ζητώ τον πόνο για να μπορέσω ν' αγαπήσω, ποθώ, διψώ ν' αγκαλιάσω κλαίγοντας αυτή τη μοναδική γης που παράτησα, και δε θέλω να ζήσω∙ αρνιέμαι να ζήσω σ' οποιανδήποτε άλλη! I seek||||||||I long|I thirst||embrace|||||||I abandoned||||||I refuse||||any| I ask for the pain so that I can love, I long, I thirst, I thirst to embrace crying this unique land that I gave up, and I don't want to live; I refuse to live in any other!

Μα κιόλας, ο σύντροφός μου μ' είχε παρατήσει. But already, my partner had left me. Ξαφνικά, χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα σ' αυτή την άλλη γης, μέσα στο εκθαμβωτικό φως μιας ηλιόλουστης μέρας, όμορφης σαν τον παράδεισο. |||||I found myself|||||||||||||beautiful||| Suddenly, without realizing it, I found myself in this other land, in the dazzling light of a sunny day, beautiful as heaven. Μου φαινότανε σα να βρισκόμουν σ' ένα από κείνα τα νησάκια του ελληνικού αρχπελάγου της γης μας∙ ή κάπου αλλού στα ερείπια μιας ηπείρου κοντά στο αρχιπέλαγος. |||||||||||||archipelago||||||||||continent||| It seemed to me as if I were on one of those little islands of the Greek archipelago of our land; or somewhere else in the ruins of a continent near the archipelago. Σ' εκείνα τα μέρη, όλα ήτανε ακριβώς όπως και σε μας, κι όμως όλα αχτινοβολούσανε με μια σοβαρή κι επίσημη χαρά, που έφτανε ως το υπέροχο. ||||||||||||||radiated||||||||||| In those places, everything was just as it is in ours, and yet everything was radiant with a solemn and solemn joy, which went all the way to the wonderful. Μια σμαραγδένια θάλασσα έσκαζε απαλά στην ακρογιαλιά, χαϊδεύοντάς την με φανερή, σαρκική και σχεδόν συνειδητή αγάπη. |emerald||was breaking||||stroking||||fleshly|||| An emerald sea was gently lapping at the shore, caressing her with obvious, carnal and almost conscious love. Δέντρα με θαυμαστά κλωνάρια ορθώνονταν μ' όλο τον οργιώδη χυμό τους και τ' αναρίθμητα φυλλαράκια τους, κι είμαι βέβαιος πως με χαιρετούσανε με το γλυκό τους θρόισμα και μοιάζανε σα να ψιθυρίζανε ερωτόλογα. ||wonderful|branches|were standing upright||||mighty|||||countless||||||||greeted|||||||they seemed|||were whispering|log Trees with wondrous branches stood up with all their lush sap and innumerable little leaves, and I am sure they greeted me with their sweet rustling and seemed to whisper words of questioning. Το λιβάδι αστραφτοκοπούσε με τη φλογερή και χυμώδη άνθησή του. ||was shining|||||juicy|blooming| The meadow glistened with its fiery and succulent bloom. Τα πουλιά σκίζανε σμήνη ‐ σμήνη τον αέρα, κι έρχονταν άφοβα ν' ακουμπήσουνε στους ώμους και στα χέρια μου με χαρούμενα φτεροκοπήματα.. Ύστερα, είδα επιτέλους και τους κατοίκους αυτής της μακάριας γης. ||were tearing|swarms||||||fearlessly||land.||||||||happy|flapping|||||||||blessed| The birds were tearing the air in flocks and flocks, and they came fearlessly to rest on my shoulders and hands with joyful fluttering... Then, at last, I saw the inhabitants of this blessed land. Ήρθανε μόνοι τους κοντά μου, με περιτριγύρισαν και με φιλούσαν. ||||||surrounded|||were kissing They came to me alone, surrounded me and kissed me. Παιδιά του ήλιου, παιδιά του ήλιου τους — ω! Children of the sun, children of their sun - oh! τι ωραίοι που ήταν! how nice they were! Ποτές στη γης μας δεν είχα δει τόση ομορφιά στον άνθρωπο! Never in our land had I seen such beauty in man! Μόνο στα παιδιά μας, και μάλιστα στα πρώτα παιδικά τους χρόνια, μπορούσες να διακρίνεις κάτι σα μια μακρινή ανταύγεια, μα πολύ εξασθενημένη, αυτής της ομορφιάς. |||||||||||||distinguish|||||glimmer|||weakened||| Only in our children, and even in their early childhood, could you see something like a distant, but very faint, reflection of this beauty. Τα μάτια αυτών των μακάρων λάμπανε ολοκάθαρα. ||||blessed|shone| The eyes of these long ones shone brightly. Τα πρόσωπά τους ακτινοβολούσαν τη σοφία και τη συνείδηση, μια συνείδηση που είχε φτάσει στην υπέρτατη γαλήνη, όμως, αυτά τα πρόσωπα μένανε χαρούμενα και μια παιδιάστικη χαρά αντηχούσε μέσα στα λόγια και στη φωνή αυτών των όντων! |||radiated||||||||||||||||||remained||||childish|||||||||||of beings Their faces radiated wisdom and consciousness, a consciousness that had reached the ultimate serenity, yet these faces remained cheerful and a childlike joy resonated in the words and voice of these beings! Ω! τα είχα καταλάβει όλα, όλα, από την πρώτη ματιά! I had it all, everything, at first sight! Εδώ ήταν η γης, προτού την μολύνει το προπατορικό αμάρτημα: οι κάτοικοί της, μια και δεν ξέρανε το κακό, ζούσανε στον ίδιο εκείνο παράδεισο όπου, σύμφωνα με τις παραδόσεις της ανθρωπότητας, είχανε ζήσει κι οι ένοχοι προπάτορές μας, με μόνη τη διαφορά πως εδώ η γης ήτανε παντού ένας και ο αυτός παράδεισος. ||||||||original sin||||||||knew|||lived||||paradise|||||traditions||||||||forefathers|||||||||||||||| Here was the earth before it was polluted by original sin: its inhabitants, not knowing evil, lived in the same paradise where, according to the traditions of humanity, our guilty forefathers had lived, with the only difference being that here the earth was everywhere one and the same paradise. Αυτοί οι άνθρωποι με το χαρούμενο χαμόγελο με περιτριγυρίζανε και μου χάριζαν άφθονα χάδια. |||||happy|||surrounded|||were giving|plentiful|caresses These people with their happy smiles surrounded me and gave me plenty of caresses. Με πήγανε στα σπίτια τους και όλοι τους θέλανε να με ξεκουράσουν. ||||||||wanted|||rest They took me to their homes and all of them wanted to rest me. Δε μου κάναν ερωτήσεις∙ φαίνονταν πως τα ξέρανε όλα, και μόνο ένα πράγμα θέλανε: να διώξουνε το γρηγορότερο αυτή την οδύνη που ήτανε χαραγμένη πάνω στα χαρακτηριστικά μου. |||||||||||||||get rid of|||||pain||||||features| They didn't ask me any questions; they seemed to know everything, and they only wanted one thing: to get rid of the pain that was engraved on my features as quickly as possible.