01. Το στρατόπεδο
Το πυκνό σκοτάδι και η τρομερή παγωνιά είχαν σφιχταγκαλιάσει και ακινητοποιήσει τα πάντα, τα πάντα εκτός από τον άνεμο, πού άρπαζε το χιόνι τούφες-τούφες, το στροβίλιζε με μανία στον αέρα και σχεδόν αμέσως το διέλυε σ' ένα αγκαθωτό σύννεφο. Ύστερα, πέφτοντας με ορμή πάνω σε κάθε εμπόδιο πού τολμούσε ν' αντισταθεί στην οργισμένη πορεία του, σκόρπιζε τις λευκές νιφάδες, άρπαζε από τη γη άλλες και ξαναριχνόταν μπροστά με λύσσα.
Κάποτε-κάποτε, εντελώς ξαφνικά, επικρατούσε μία στιγμιαία παράξενη γαλήνη. Και τότε, μες στο σκοτάδι της νύχτας, μια γιγάντια κηλίδα φωτός διακρινόταν πάνω στην παγωμένη έκταση. Χαμηλά, ανάμεσα στις φωτεινές ακτίνες απλωνόταν ένας καταυλισμός. Παράγκες, παράγκες, αναρίθμητες παράγκες ήταν σκορπισμένες σ' όλο τον χώρο.
Οι πύργοι με τους προβολείς και τους φρουρούς χάνονταν στον σκοτεινό ορίζοντα. Τα τεντωμένα αγκαθωτά σύρματα σχημάτιζαν αρκετές σειρές. Ανάμεσά τους κυκλοφορούσαν ελεύθερα οι τετράποδοι ακοίμητοι φύλακες, τα σκυλιά.
Οι δέσμες του εκτυφλωτικού φωτός των προβολέων ξεκινούσαν από τους πύργους, έπεφταν στη γη, ύστερα γλιστρούσαν λίγο πιο πάνω, ανέβαιναν στις ξύλινες στέγες, ξανάπεφταν στη γη και έτρεχαν ανάμεσα στα συρματοπλέγματα, για να επαναλάβουν μετά από λίγα δευτερόλεπτα την ίδια πορεία. Από τους πύργους, οι στρατιώτες, με τα αυτόματα, παρακολουθούσαν αδιάκοπα τις λουρίδες της γης ανάμεσα στα συρμάτινα τείχη.
Μα η γαλήνη δεν κρατούσε για πολύ. Μετά από λίγο ξεσπούσε πάλι ο άνεμος με βουητά, σφυρίγματα και μουγγρητά. Το αφηνιασμένο χιόνι ξανάκρυβε τη φωτεινή κηλίδα και το σκοτάδι αγκάλιαζε ολόκληρη την πεδιάδα.
Το Στρατόπεδο Ειδικού Καθεστώτος ήταν ακόμα βυθισμένο στον ύπνο. Και ξαφνικά, ακούστηκε ένας γνώριμος μεταλλικός ήχος, ήταν το χτύπημα στην ατσαλένια ράγια, πού κρεμόταν κάπου κοντά στην είσοδο του στρατοπέδου. Σχεδόν αμέσως ακολούθησαν και άλλα όμοια χτυπήματα από διαφορετικά σημεία.
Οι προβολείς στους πύργους κινήθηκαν νευρικά. Οι πύλες ανοίχτηκαν. Κλειστά φορτηγά, το ένα πίσω από το άλλο, μπήκαν μέσα. Έφερναν τους αναμορφωτές, τους επόπτες – τους ‘'εργάτες'' και ‘'μισθωτούς'' του καθεστώτος.
Τα αυτοκίνητα σκορπίστηκαν στο χώρο του καταυλισμού. Ευέλικτες φιγούρες πήδησαν έξω και πλησίασαν βιαστικά τους ξύλινους θαλάμους. Τέσσερις άνθρωποι πήγαιναν σε κάθε παράγκα και την ερευνούσαν προσεκτικά απ' όλες τις πλευρές. Έκαναν έλεγχο στα κιγκλιδώματα των παραθύρων, στις κλειδαριές και στα τοιχώματα, ψάχνοντας για σημάδια αποδράσεως κρατουμένων. Μη βρίσκοντας όμως τίποτε το ύποπτο, άνοιξαν τις πόρτες.
Τώρα οι προβολείς άρχισαν να κινούνται πιο νευρικά, οι φρουροί να παρακολουθούν πιο προσεκτικά, τα σκυλιά να τρέχουν πιο ζωηρά ανάμεσα στα συρματοπλέγματα.
Στο στρατόπεδο άρχιζε ακόμα μια μέρα σαν τις άλλες. Χιλιάδες κρατουμένων έβγαιναν από τους θαλάμους για να πιάσουν δουλειά.
Το νυχτερινό σκοτάδι σιγά-σιγά υποχωρούσε. Χαράματα… πρωϊνό… το γκρίζο χειμωνιάτικο πρωϊνό του ρωσικού βορρά… και ο άνεμος να συνεχίζει το βασανιστικό έργο του…
Έξω από το στρατόπεδο, όχι πολύ μακριά του, ήταν αναμμένες κάμποσες φωτιές. Οι φλόγες τους, άλλοτε φούντωναν και τινάζονταν στα ύψη, άλλοτε χαμήλωναν σχεδόν ως το έδαφος. Οι φωτιές αυτές άναβαν νύχτα-μέρα χωρίς διακοπή, για να θερμαίνεται η παγωμένη γη και να σκάβονται έτσι ευκολότερα οι μεγάλοι τάφοι, όπου θάβονταν ομαδικά οι νεκροί κρατούμενοι. Το στρατόπεδο έστελνε εκεί καθημερινά δεκάδες τροφίμων του, που πλήρωναν έτσι τον βαρύτερο και τραγικότερο φόρο στο κυρίαρχο καθεστώς.