02. Η παράγκα
Το Στρατόπεδο Ειδικού Καθεστώτος ζωντάνεψε. Οι πόρτες των θαλάμων ανοιγόκλειναν με θόρυβο. Οι κρατούμενοι πετάγονταν έξω κι έμπαιναν στη γραμμή για τον πρωϊνό έλεγχο. Τους άρπαζαν αμέσως το κρύο, ο άνεμος και το σκοτάδι.
Από παντού ακούγονταν φωνές, από μιάν άκρη και βρισιές – κάποιον έδερναν…
Σε φάλαγγα πήγαιναν για το συσσίτιο, κι από κει στη δουλειά.
Η παράγκα άδειασε από τους ενοίκους της, που άφησαν όμως πίσω τους μιάν αφόρητη, μιάν αποπνικτική δυσοσμία – από τον ιδρώτα και τα σαπισμένα ρούχα, από τα ούρα και τα κόπρανα, από τη μούχλα και την απολυμαντική φαινόλη.
Η παράγκα άδειασε, μα λες κι ακούγονταν ακόμα εκεί οι κραυγές των εποπτών και οι βλαστήμιες των καταδίκων.
Η παράγκα άδειασε, αλλά δεν μπορούσε ν' απαλλαγεί απ' τον απόηχο των βογγητών και των στεναγμών.
Η παράγκα άδειασε, ανάμεσα όμως στα άθλια σανιδοκρέβατα πλανιόταν και τώρα ο ανθρώπινος πόνος, δεμένος με την ανθρώπινη κακία – δίδυμο πανάρχαιο, μα πάντα καταθλιπτικό και απαίσιο.
Το μόνο ευχάριστο πού είχε η παράγκα ήταν η ζεστασιά. Έξω, με θερμοκρασία -280C κι εκείνον τον τυραννικό άνεμο, πάγωναν όχι μόνον οι κρατούμενοι, μα και οι βαρειά ντυμένοι φύλακες.
Ο καθένας τώρα τραβούσε για τη δουλειά του με την ψυχή τσακισμένη από το φόβο. Οι απαιτήσεις αλλοπρόσαλλες, ο κόπος αβάσταχτος, η σκληρότητα απίστευτη – όλα γίνονταν μέσα σε μιάν ατμόσφαιρα παραλογισμού, όλα ήταν απάνθρωπα και βασανιστικά, όλα αποσκοπούσαν στον αργό θάνατο των κρατουμένων. Γιατί σ' αυτό το στρατόπεδο έκλειναν μόνο τους «εχθρούς του λαού» και τους θανατοποινίτες εγκληματίες. Αντί να τους τουφεκίσουν, τους έστελναν στο Ειδικό, απ' όπου ήταν σχεδόν αδύνατο να βγουν ζωντανοί.
Ο π. Αρσένιος, πρώτα Πέτρος Αντρέγιεβιτς Στρελτσώφ και τώρα «ΖΕΚ-18376», βρέθηκε εδώ πριν από έξι μήνες. Και δεν άργησε να καταλάβει, όπως όλοι, ότι σ΄αυτόν τον ζοφερό τόπο θ' άφηνε τα κόκκαλά του.
Στην πλάτη, στο κασκέτο και στα μανίκια του ήταν ραμμένος ο αριθμός του, πού τον έκανε να δείχνει σαν «άνθρωπος-ρεκλάμα».
Η δουλειά του ήταν να συγυρίζει την παράγκα και ν' ανάβει τις ξυλόσομπες. Έσχιζε ξύλα στον αυλόγυρο και τα κουβαλούσε μέσα λίγα-λίγα κρατώντας τα στην αγκαλιά του.
Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν!
Μουρμούριζε ακατάπαυστα την ευχή, καθώς εκτελούσε την υπηρεσία του.
Τα ξύλα ήταν υγρά και παγωμένα. Σχίζονταν δύσκολα. Τσεκούρια και μπαλτάδες δεν υπήρχαν – ήταν αντικείμενα απαγορευμένα. Αναγκάζονταν λοιπόν να σχίζουν τα κούτσουρα χώνοντας στις σχισμές τους ξύλινες σφήνες, πού τις χτυπούσαν μ' ένα άλλο βαρύ κούτσουρο.
Έτσι έκανε και τώρα ο π. Αρσένιος. Μα το παγωμένο κούτσουρο πού κρατούσε, γλιστρούσε και πεταγόταν απ' τ' αδύνατα χέρια του. Η σφήνα μπηγόταν με τρομερή δυσκολία. Η δουλειά προχωρούσε πολύ αργά… και όμως, όταν θα επέστρεφαν οι κρατούμενοι, ο θάλαμος έπρεπε να είναι ζεστός, σκουπισμένος και τακτοποιημένος. Δεν πρόλαβες να τελειώσεις? Οι κρατούμενοι θα σε ξυλοκοπήσουν και ο επόπτης θα σε οδηγήσει στο απομονωτήριο.
Στο στρατόπεδο οι ξυλοδαρμοί ήταν φαινόμενο ρουτίνας. Τόσο οι φύλακες όσο και οι κατάδικοι εγκληματίες χτυπούσαν κυρίως τους πολιτικούς κρατουμένους. Οι πρώτοι για να εμπνεύσουν το φόβο και την υποταγή. Οι δεύτεροι απλά για να ξεσπάσουν πάνω σε κάποιον, να εκτονωθούν, να δώσουν μια διέξοδο στο συσσωρευμένο μέσα τους μίσος για τους ανθρώπους και την κοινωνία – γι' αυτό και χτυπούσαν πιο σκληρά από τους φύλακες, χτυπούσαν με άγρια ικανοποίηση και σαδιστική χαρά, χτυπούσαν ώσπου να εξαντληθούν. Για τους εγκληματίες ο ξυλοδαρμός ήταν μια διασκέδαση…
Κύριε, ελέησέ με! Βοήθησέ με! Σ' Εσένα ελπίζω, Χριστέ μου, σ' Εσένα και στην Παναγία Μητέρα Σου!… Μη με εγκαταλείψετε! Δώστε μου δύναμη!…
Ο π. Αρσένιος ψιθύριζε λόγια θερμής προσευχής, καθώς, εξαντλημένος από την κούραση, συνέχιζε να μεταφέρει αγκαλιά-αγκαλιά τα ξύλα και να τα βάζει μέσα στις σόμπες.
Ήρθε όμως η ώρα για να τις ανάψει, κι αυτό δεν ήταν τόσο εύκολο. Τα κούτσουρα υγρά, το προσάναμμα ελάχιστο. Χθές είχε μαζέψει δυο-τρία δεμάτια ξερά κλαράκια και τα 'χε μισοκρύψει σε μια γωνιά. «Με τούτα δω θ' ανάψουν αύριο ευκολότερα τα ξύλα», συλλογίστηκε. Μα σαν πήγε να τα πάρει, τα βρήκε βρεγμένα και αχρηστεμένα: η γνωστή συμμορία είχε αντιληφθεί το σκοπό του και τα είχε περιλούσει με νερό…
Ο π. Αρσένιος πήγε πίσω απ' την παράγκα, όπου ήταν στοιβαγμένα τα ξύλα, και άρχισε να ψάχνει για φλούδες σημύδας ή στεγνά πελεκούδια.
Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν!…, επαναλάμβανε αδιάλειπτα.
Μα τώρα πρόσθεσε και τούτο:
Γενηθήτω το θέλημά Σου!
Πίσω από την παράγκα ούτε φλούδες ούτε προσανάμματα υπήρχαν. Πώς ν' ανάψει τις σόμπες? Τι να κάνει? Η ώρα περνούσε, και ο θάλαμος δεν θα προλάβαινε να ζεσταθεί ώσπου να έρθουν οι κρατούμενοι.
Στο μεταξύ, από την γειτονική παράγκα βγήκε ο κρατούμενος υπηρεσίας της ημέρας εκείνης, ο γέρο-Σέριϊ (=γκρίζος) – έτσι τον φώναζαν όλοι. Εξηντάρης, με καλοκάγαθη όψη, ήταν ένας από τους φοβερότερους κακούργους πού «φιλοξενούσε» το στρατόπεδο. Η σκληρότητά του δεν γνώριζε μέτρο. Περιβόητος τα παλαιότερα χρόνια σ' όλη τη Ρωσία, δεν θυμόταν μήτε ο ίδιος πόσα εγκλήματα είχε διαπράξει. Τα λίγα πού εξιχνιάσθηκαν ήταν αρκετά για να τον στείλουν στο απόσπασμα. Και πράγματι καταδικάστηκε σε θάνατο. Τελικά όμως οδηγήθηκε σ' αυτό το στρατόπεδο, πράγμα πολύ χειρότερο για άνθρωπο μεγάλης ηλικίας. Σε τουφέκισαν? Τέλειωσαν τα βάσανά σου πάνω στη γη. Απεναντίας, στο Ειδικό πεθαίνεις αργά, μαρτυρικά. Κι αν ποτέ γίνει κάποιο θαύμα – ναι, μόνο για θαύμα θα πρόκειται – και βγείς από δω μέσα, θα σε ακολουθεί η μια ή η άλλη αναπηρία.
Ο γερο-Σέριϊ, λοιπόν, με το αδιαφιλονίκητο εγκληματικό «κύρος» του, ασκούσε σχεδόν απόλυτο έλεγχο σ' όλη την παράγκα. Ένα νόημά του στα «παιδιά» ήταν αρκετό – να τα επεισόδια, να το ξύλο, να τα αίματα… και μετά? Η επέμβαση των φυλάκων, οι ανακρίσεις, οι τιμωρίες – οι τιμωρίες πολλών άλλων, όχι όμως και του γερο-Σέριϊ. Αυτός πάντα γλύτωνε. Ακόμα και η διοίκηση τον φοβόταν.
Παπά τι ψάχνεις? Φώναξε τώρα στον π. Αρσένιο, βλέποντάς τον να τριγυρνάει τόσην ώρα ανάμεσα στα ξύλα.
Ετοίμασα προσανάμματα από χθές το βράδυ, και τα παιδιά, για ν' αστειευθούν, μου τα κατάβρεξαν. Τώρα λοιπόν, ψάχνω γι' άλλα προσανάμματα, γιατί τα ξύλα είναι υγρά και δεν θ' ανάψουν. Τι να κάνω? Δεν ξέρω… θα έρθουν από τη δουλειά και η παράγκα θα είναι παγωμένη – ένα κακό. Μα θα με ξυλοκοπήσουν κιόλας – δεύτερο κακό.
Έλα παπά! Θα σου δώσω εγώ, είπε άχρωμα ο Σέριϊ, και τον οδήγησε στα δικά του ξύλα, όπου υπήρχε ολόκληρη στίβα από προσανάμματα.
Ο π. Αρσένιος δεν μπορούσε να πιστέψει στ' αυτιά του. «Θα αστειεύεται φαίνεται», συλλογίστηκε. Ήξερε καλά το χαρακτήρα του, γι' αυτό και δεν υπολόγιζε ποτέ στη βοήθειά του. Τον άκουσε όμως να του λέει και πάλι:
Πάρε, π. Αρσένιε, πάρε όσα χρειάζεσαι!…
Ο μπάτουσκα (* πατερούλης, έτσι αποκαλούνται στη Ρωσία σεβάσμια και προσφιλή πρόσωπα, κυρίως κληρικοί και μοναχοί) έσκυψε και άρχισε να μαζεύει ξυλαράκια. «Σίγουρα θα δημιουργήσει επεισόδιο για να διασκεδάσει τους άλλους», σκεφτόταν με κάποιο φόβο. «Να, τώρα θ' αρχίσει να με χτυπάει και να φωνάζει: – Ο παπάς, ο κλέφτης!”. Από την άλλη μεριά, όμως, του είχε κάνει εντύπωση πού τον αποκάλεσε «π. Αρσένιε».
Συνέχισε να μαζεύει, λέγοντας μέσα του την ευχή.
Πάρε κι άλλα, π. Αρσένιε! Κι άλλα!…
Έσκυψε κι αυτός και άρχισε να γεμίζει την αγκαλιά του με προσανάμματα. Πήγαν κι οι δυό φορτωμένοι στην παράγκα και τ' άφησαν κοντά σε μια σόμπα. Ο π. Αρσένιος γύρισε και του έβαλε μετάνοια.
Ο Θεός να σε σώσει! του είπε.
Ο Σέριϊ βγήκε χωρίς να πεί λέξη.
Σε λίγο οι σόμπες έκαιγαν. Ο π. Αρσένιος έριχνε κούτσουρα στη μία μετά την άλλη, τακτοποιούσε το θάλαμο, σκούπιζε τα τραπέζια, κουβαλούσε κι άλλα ξύλα…
Πλησίαζε 3 μ.μ. Οι σόμπες ήταν πιά πυρωμένες. Η θερμότητα έκανε πιο έντονες τις αναθυμιάσεις, πιο ανυπόφορη τη δυσοσμία. Μα η γλυκειά θαλπωρή έδινε κάποια παρηγοριά στα κουρασμένα σώματα και τις απελπισμένες ψυχές…
Ο επιτηρητής ήρθε δυο-τρεις φορές, οργισμένος όπως πάντα. Βρισιές και απειλές ξεχύνονταν από το στόμα του. Την τελευταία φορά το μάτι του πήρε λίγα πελεκούδια πεσμένα στο πάτωμα. Σήκωσε τη γροθιά του, χτύπησε τον π. Αρσένιο στο κεφάλι, ευτυχώς όχι πολύ δυνατά, κι έφυγε βλαστημώντας.
Ο μπάτουσκα είχε αποκάμει. Το κεφάλι του βούιζε. Τα πόδια του έτρεμαν. Η καρδιά του χτυπούσε. Η ανάσα του κοβόταν. Με πολύ κόπο κρατιόταν όρθιος. Στιγμές-στιγμές φοβόταν ότι θα σωριαζόταν κάτω.
Κύριε!… Κύριε!… Μη μ' αφήσεις!…, ψιθύριζε αγκομαχώντας, καθώς συνέχιζε σκυφτός τη δουλειά του.