03. Οι άρρωστοι
Καιρός όμως είναι να πούμε, ότι ο π. Αρσένιος δεν ήταν μόνος στο θάλαμο. Βρίσκονταν εκεί τρεις ακόμα κρατούμενοι «εκτός υπηρεσίας», οι δύο βαρειά άρρωστοι και ο τρίτος, ο Φέντια, αυτοτραυματισμένος στο χέρι με τσεκούρι.
Ο τελευταίος στριφογύριζε ακατάπαυστα στο σανιδοκράβατό του. Κάπου-κάπου τον έπαιρνε ο ύπνος, και, όταν ξυπνούσε φώναζε:
Κρυώνω!… ρίξε ξύλα στη φωτιά, παλιόγερε, γιατί θα σηκωθώ και θα σου σπάσω τα μούτρα!…
Αμέσως γύριζε από το άλλο πλευρό και αποκοιμόταν πάλι.
Αυτή τη φορά τα προσανάμματα, πού του έδωσε ο Σέριϊ, δεν τα έκρυψε. «γιατί να τα κρύψω? Χθές, πού τα έκρυψα, έγινε το κακό. Και σήμερα ο Θεός βοήθησε…» Τα τοποθέτησε, λοιπόν, στη μέση της παράγκας.
Σκέφτηκε να κόψει ξύλα και για την άλλη μέρα. Έκανε να βγεί έξω, μα τότε θυμήθηκε παλαιότερα παθήματά του: «Μάταια θα τα κόψω. Μέχρι τον αυριανό έλεγχο θα μου τ' αρπάξουν οπωσδήποτε…».
Οι σόμπες είχαν γίνει κατακόκκινες.
Ο π. Αρσένιος χαιρόταν – «θα έρθουν οι άνθρωποι παγωμένοι… θα ζεσταθούν και θα ξεκουραστούν».
Στο άνοιγμα της πόρτας φάνηκε ο επόπτης Πούπκωφ. Τριαντάρης πάνω-κάτω, πάντα χαμογελαστός, είχε ονομαστεί από τους κρατούμενους Βεσιόλιϊ (=χαρούμενος).
Έ, παπά! Λουτρό τον έκανες το θάλαμο! Μπας και πεθύμησες το απομονωτήριο? Τα ξύλα ανήκουν στο λαό, κι εσύ τα σπαταλάς για τους εχθρούς του λαού? Θα σου δείξω εγώ, μάγε!
Πλησιάζοντας με μεγάλες δρασκελιές, του κατάφερε ένα δυνατό χτύπημα στο πρόσωπο. Και γυρίζοντάς του την πλάτη, βγήκε έξω, με το χαμόγελο μόνιμα ζωγραφισμένο στα χείλη.
Ο π. Αρσένιος σκούπισε το αίμα με την παλάμη του.
Κύριε ελέησον! Κύριε, μη μ' εγκαταλείψεις!…
Με μαεστρία σου την έφερε στα μούτρα ο παλιάνθρωπος! φώναξε ο Φέντια. Και με χαμόγελο, έ? Γιατί? Μήτε κι αυτός ξέρει…
Δεν πέρασε καλά-καλά μια ώρα, και ο Βεσιόλιϊ ήρθε πάλι στο θάλαμο. Ο π. Αρσένιος σκούπιζε το πάτωμα.
Έλεγχος, σηκωθείτε!
Ο Φέντια πετάχτηκε σαν ελατήριο από το ξυλοκρέβατο και ο π. Αρσένιος έμεινε ακίνητος, σε στάση προσοχής, με τη σκούπα στο χέρι.
Πόσοι είναι στο θάλαμο? Ρώτησε άγρια ο επόπτης, μολονότι ήξερε καλά την απάντηση.
Δύο στο κρεβάτι, άρρωστοι βαριά, απαλλαγμένοι από την υποχρέωση εργασίας, και ένας τρίτος, πού ξαναπιάνει αύριο δουλειά.
Ο Βεσιόλιϊ έκανε μερικά βήματα προς τα κρεβάτια των δύο αρρώστων και άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί για λίγα δευτερόλεπτα πάνω τους. Κατάλαβε, ή μάλλον το γνώριζε καλά, ότι δεν ήταν σε θέση να σηκωθούν. Ωστόσο τους έβαλε τις φωνές – έτσι, από συνήθεια – χωρίς να τους πλησιάσει. Φοβόταν μήπως έχουν καμιά μολυσματική ασθένεια.
Εσύ, παπά, πρόσεξε! Να υπάρχει τάξη στο θάλαμο!… έννοια σου, και γρήγορα θα σε καλέσουν όπου σου πρέπει. Εκεί θα τραγουδήσεις!
Βλαστήμησε χυδαία και βγήκε.
Σουρούπωνε. Το σκοτάδι έπεφτε γοργά, και οι κρατούμενοι από στιγμή σε στιγμή θα γύριζαν από τη δουλειά. Θα γύριζαν παγωμένοι και κατάκοποι, μα και με τα νεύρα τεντωμένα. Θα πέφτανε πάνω στα κρεβάτια τους σχεδόν αναίσθητοι. Ο θάλαμος θα γέμιζε λάσπες, υγρασία, αναστεναγμούς, βλαστήμιες, αισχρόλογα…
Μισή ώρα αργότερα τους οδηγούσαν σε ειδικό χώρο για συσσίτιο. Η ώρα εκείνη για πολλούς από τους πολιτικούς κρατούμενους ήταν ώρα μαρτυρίου. Οι ποινικοί κρατούμενοι τους χτυπούσαν χωρίς ενδοιασμούς και τους άρπαζαν το φαγητό. Οι πιο δυνατοί, βέβαια, αντιστέκονταν και κατόρθωναν να περισώσουν κάτι από τη μερίδα τους. Μα οι ασθενικοί έμεναν πολύ συχνά εντελώς νηστικοί.
Οι πολιτικοί κρατούμενοι ήταν σ' όλους τους θαλάμους πολύ περισσότεροι από τους εγκληματίες. Οι τελευταίοι όμως, με τη χαρακτηριστική τους ωμότητα και με την τρομοκρατία, ασκούσαν σχεδόν πλήρη έλεγχο στους υπολοίπους.
Το φαγητό ήταν αξιοθρήνητο. Οι μερίδες ασήμαντες. Τα τρόφιμα μισοχαλασμένα, συχνά μύριζαν πετρέλαιο. Και όμως, για τους κρατούμενους το άθλιο τούτο γεύμα ήταν η μόνη χαρά, η μόνη απόλαυση. Ολόκληρη τη μέρα, καθώς δούλευαν, αυτό σκέφτονταν και αυτό περίμεναν με λαχτάρα, μολονότι δεν επαρκούσε για την ανάκτηση των δυνάμεων πού ξόδευαν. Κανένας πολιτικός κρατούμενος, ωστόσο, δεν ήταν βέβαιος, όπως είπαμε, ότι θα φάει μετά τη δουλειά.
Ο π. Αρσένιος στερήθηκε πολλές φορές το φαγητό του. Ποτέ όμως δεν βαρυγγώμησε. Έχανε τη μερίδα του? Ερχόταν αμέσως στο θάλαμο, ξάπλωνε στο κρεβάτι του και άρχιζε την προσευχή.
«Στην αρχή ζαλιζόμουνα», διηγόταν αργότερα ο ίδιος, «ένιωθα ρίγη από το κρύο και την πείνα, το μυαλό μου θόλωνε… αλλά κάνοντας τον Εσπερινό και τον Όρθρο, διαβάζοντας τους Χαιρετισμούς της Παναγίας, του Αγίου Νικολάου και του προστάτη μου Οσίου Αρσενίου, παρακαλώντας το Θεό για τα πνευματικά μου παιδιά και μνημονεύοντας τα ονόματα όλων των κεκοιμημένων πού μπορούσα να θυμηθώ, έπαιρνα δύναμη, πολλή δύναμη. Και το πρωί σηκωνόμουν από το κρεβάτι – γιατί συνέβαινε συχνά να ξαγρυπνώ και να προσεύχομαι όλη τη νύχτα – και αισθανόμουν χορτάτος και από φαγητό και από ύπνο».
Πνευματικά παιδιά ο π. Αρσένιος είχε πολλά, τόσο ελεύθερα όσο και φυλακισμένα. Τ' αγαπούσε και τα πονούσε υπερβολικά.
Πρωτύτερα, όταν ήταν κλεισμένος σε απλές φυλακές, έπαιρνε πότε-πότε κανένα γράμμα τους. Από τότε όμως πού τον μετέφεραν σε Στρατόπεδο Ειδικού Καθεστώτος, έχασε κάθε επαφή μαζί τους. Πίστευαν, είναι αλήθεια, πώς είχε πιά πεθάνει. Κάποιοι παράγοντες, στους οποίους απευθύνθηκαν, τους το είχαν πεί απερίφραστα: «μεταφέρθηκε στο Ειδικό. Θεωρείται ανύπαρκτος».
Σκοτάδι. Οι φάλαγγες των κρατουμένων, η μια πίσω από την άλλη, μπαίνουν στο χώρο του στρατοπέδου και μοιράζονται στις παράγκες. Τα «παιδιά» μπαίνουν με ανακούφιση στον ζεστό θάλαμο και, από τη χαρά τους, βρίζουν και αισχρολογούν πιο πολύ από άλλες φορές.
Τον π. Αρσένιο δεν τον χτύπησαν σήμερα. Μήτε το φαγητό του πείραξαν. Από τις μερίδες όμως των κατακοίτων ο παππούλης μπόρεσε να περισώσει μόνο μισή φέτα ψωμί. Την έκρυψε στον κόρφο του μαζί μ' ένα κομμάτι πικρή μουρούνα, από τη δική του μερίδα, και τράβηξε βιαστικά για το θάλαμο.
Χώρισε στη μέση το ψωμί και το ψάρι, και τάϊσε τους αρρώστους. Ύστερα τους ανάγκασε να πιούν από μιάν ασπιρίνη λιωμένη σε ζεστό νερό. Τέλος, αφού τους βοήθησε να ουρήσουν σ' ένα τενεκεδένιο κουτί, τους καθάρισε όπως-όπως και τους σκέπασε.
Σε πέντε μέρες οι άρρωστοι παρουσίασαν, εντελώς απροσδόκητα, σημεία βελτιώσεως. Ήταν όμως ανήμποροι να σηκωθούν. Θα ζούσαν?…
Ο π. Αρσένιος συνέχισε να τους φροντίζει και να τους εξυπηρετεί μέρα-νύχτα. Τι άνθρωποι ήταν, δεν ήξερε. Την περιποίησή του τη δέχονταν ψυχρά. Χωρίς αυτόν, όμως, θα ήταν από καιρό χωμένοι στην παγωμένη γη. Δεν μιλούσαν ποτέ για τον εαυτό τους. Μα κι ο π. Αρσένιος δεν τους έκανε καμιά σχετική ερώτηση. Ο «νόμος της σιωπής», ένας άγραφος νόμος του στρατοπέδου, δεν επέτρεπε «αδιάκριτες» ερωτήσεις. Πόσους τέτοιους ανθρώπους είχε δει στις φυλακές, απ' όπου είχε περάσει! Αναρίθμητους! Συναντήθηκαν, χωρίστηκαν, και ποτέ δεν ξαναντάμωσαν. Πού να τους θυμηθεί όλους!…
Μια φορά, ο ένας άρρωστος του είπε ότι λέγεται Ιβάν Αλεξάντροβιτς Σαζίκωφ. Αυτό μονάχα. Καθώς λοιπόν τον διακονούσε, κινούσε αθόρυβα τα χείλη του σε θερμή προσευχή τόσο γι' αυτόν όσο και για τους άλλους. Ο Ιβάν Αλεξάντροβιτς το παρατήρησε.
Προσεύχεσαι, παππούλη! του είπε. Προσεύχεσαι για να μας συγχωρεθούν οι αμαρτίες να μας βοηθήσει ο Θεός… τον είδες ποτέ τον Θεό?
Κατάπληκτος παρατηρούσε ο π. Αρσένιος τον Σαζίκωφ.
Πώς δεν τον είδα! είπε, είναι εδώ, ανάμεσά μας, και μας ενώνει όλους.
Τι μου λες παπά? Σ' αυτόν εδώ το θάλαμο κι ο Θεός? σάρκασε ο άρρωστος.
Ναι! Αισθάνομαι την παρουσία του! Τον βλέπω! Βλέπω, όμως, ότι και η ψυχή σου, μολονότι μαυρισμένη από τις αμαρτίες, μολονότι σκοτεινιασμένη από τα κακουργήματα, έχει μέσα της χώρο για το φως!…
Το πρόσωπο του Σαζίκωφ αλλοιώθηκε, άρχισε να τρέμει ολόκληρος.
Θα σε χτυπήσω παπά! γρύλλισε. Το δίχως άλλο θα σε χτυπήσω… Κάτι μου λέει πώς εσύ ξέρεις πολλά, μόνο πού δεν μπορώ να καταλάβω από πού…
Χωρίς ν' αποκριθεί ο π. Αρσένιος, γύρισε κι έφυγε.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν, μονολογούσε σιγανά.
Ο χρόνος έτρεχε και οι δουλειές ήταν πολλές. Καθώς τις έκανε, εκτελούσε μυστικά τον μοναχικό του κανόνα και έλεγε με το νου του ο,τι άλλο ήξερε από τις προσευχές και τις ιερές ακολουθίες της Εκκλησίας μας – Εσπερινό, Όρθρο, Παρακλήσεις, Χαιρετισμούς…
Ο δεύτερος άρρωστος ήταν ένα τυπικό θύμα των «εκκαθαρίσεων». Σαν κι αυτόν υπήρχαν αναρίθμητοι μέσα στο στρατόπεδο. Συνηθισμένη ιστορία.
Μέλος του Κόμματος από τα δεκαεπτά του χρόνια, είχε λάβει μέρος στην Οκτωβριανή Επανάσταση. Γνώριζε προσωπικά τον Λένιν. Στα 1920 διοικούσε μεγάλη μονάδα του Κόκκινου Στρατού. Έγινε πανίσχυρος, όταν αναδείχθηκε σ' ένα από τα ανώτερα στελέχη της Νικαβεντέ*. Με την υπογραφή του έστειλε στο θάνατο χιλιάδες… και τώρα τον έστειλαν να πεθάνει στο Ειδικό. Να πεθάνει, όπως τόσοι άλλοι πού βρέθηκαν εκεί, είτε από ψευδείς καταδόσεις εχθρών τους είτε για κάποια απρόσεκτη κουβέντα τους είτε για την πίστη τους είτε, γιατί απλά έπρεπε να φύγουν από τη μέση, ώστε να μην εμποδίζουν την ανάδειξη κάποιων άλλων στα κρατικά αξιώματα.
Ο π. Αρσένιος, μόλις άκουσε το όνομά του – Αλέξανδρος Παύλοβιτς Αφσένκωφ – , τον θυμήθηκε. Ήταν ένας άνθρωπος για τον οποίο έγραφαν συχνά οι εφημερίδες. Ήταν όμως και εκείνος πού υπέγραψε την καταδίκη του π. Αρσενίου, όταν η «τρόϊκα» μετέτρεψε την ποινή του θανάτου για «αντεπαναστατική δραστηριότητα» σε δεκαπενταετή εγκλεισμό στο Στρατόπεδο Ειδικού Καθεστώτος.
Ο Αφσένκωφ έπρεπε να ήταν γύρω στα σαρανταπέντε, έδειχνε όμως πολύ μεγαλύτερος. Οι κακουχίες, η πείνα, η εξουθενωτική δουλειά, οι ξυλοδαρμοί, το φάσμα του θανάτου πού ήταν διαρκώς μπροστά του, όλα τούτα τον είχαν καταρρακώσει – πάνω απ' όλα όμως έν' αβάσταχτο αίσθημα ενοχής. Γιατί, λίγον καιρό πριν, έστελνε ο ίδιος άλλους ανθρώπους σ' αυτόν εδώ τον καταραμένο τόπο. Και πίστευε τότε ειλικρινά, σαν καθαρός ιδεολόγος, πώς ήταν πράγματι «εχθροί του λαού», που τους έπρεπε και φυλάκιση και εξορία και θάνατος.
Τώρα όμως?… τώρα οδυνηρά συνειδητοποίησε την πλάνη του. Βλέποντας το δράμα των συγκρατουμένων του, ζώντας και ο ίδιος το δικό του δράμα, συναισθάνθηκε πόσο φρικτό έργο επιτελούσε, στέλνοντας στο θάνατο χιλιάδες αθώους… Αθώους!…
Από το ύψος του αξιώματός του δεν μπορούσε να δει την αλήθεια. Έχασε την άμεση επαφή με την πραγματικότητα και τα γεγονότα. Έδινε πίστη στις εκθέσεις, στα «πορίσματα» των ανακρίσεων, στις διαβεβαιώσεις των υφισταμένων, στη στεγνή ντιρεκτίβα…
Ζούσε ένα απερίγραπτο ψυχικό μαρτύριο. Ήταν όμως πολύ αργά πιά. Δεν μπορούσε να επανορθώσει. Δεν μπορούσε να βοηθήσει κανέναν, ούτε τον εαυτό του. Τον έκαιγαν οι τύψεις, τον έλιωνε η κατάθλιψη, τον πλάκωνε ένα αίσθημα τέλειας ψυχικής ερημώσεως. Ήταν λιγόλογος αλλά καλοσυνάτος, καταδεκτικός και φιλικός με όλους, ακόμα και με τους χειρότερους εγκληματίες. Τη διοίκηση δεν τη φοβόταν. Υπερασπιζόταν πάντα τους αδικημένους, κι αυτό του στοίχιζε συχνά-πυκνά την απομόνωση.
Με τον π. Αρσένιο συνδέθηκε στενά. Τον αγάπησε βαθιά για την καλοσύνη και τη φιλευσπλαχνία του.
Τι άνθρωπος είστ' εσείς, π. Αρσένιε! του έλεγε. Ψυχούλα! Εγώ όμως είμαι κομμουνιστής, ενώ εσείς υπηρέτης της θρησκείας, ιερέας. Ιδεολογικά μας χωρίζει χάσμα. Κανονικά θα έπρεπε να βρισκόμαστε σε πάλη…
Ο π. Αρσένιος χαμογελούσε και τον ρωτούσε:
Μα για πέστε μου, γιατί πολεμήσατε? ΄Ε?… να, πολεμούσατε, πολεμούσατε… και τώρα κατάπιε κι εσάς και την ιδεολογία σας τούτο δω το στρατόπεδο! Η δική μου πίστη στο Χριστό, όμως, και εκεί, στην ελευθερία, ήταν μαζί μου, και εδώ με ακολουθεί. Ο Θεός είναι παντού και βοηθάει όλους τους ανθρώπους, όπου κι αν βρίσκονται. Πιστεύω ότι θα βοηθήσει κι εσάς!
Μιάν άλλη φορά πάλι του είπε:
Εμείς οι δύο, Αλέξανδρε Παύλοβιτς, γνωριζόμαστε από παλιά. Ο Κύριος μας έφερε σε επαφή πριν από πολύ καιρό, σε χρόνον ανύποπτο, προετοιμάζοντας έτσι τη συνάντησή μας στο στρατόπεδο.
Δεν μπορεί! διαμαρτυρήθηκε ο Αφσένκωφ. Κάποιο λάθος θα κάνετε. Από πού κι ως πού θα μπορούσα να σας ξέρω?
Με ξέρετε, Αλέξανδρε Παύλοβιτς! Το 1933, όταν η Εκκλησία γνώριζε σκληρό διωγμό, όταν εκατοντάδες χιλιάδες πιστών χριστιανών εξορίζονταν, όταν οι εκκλησίες, με κάποια προσχήματα ή και απροσχημάτιστα, σφραγίζονταν, τότε πέρασα για πρώτη φορά από τα χέρια σας. Εσείς μου υπογράψατε την καταδικαστική απόφαση, το 1939. Και μετά από μερικά χρόνια, όταν τύπωσα και κυκλοφόρησα ένα βιβλίο μου, μ' έπιασαν πάλι και με καταδίκασαν σε θάνατο. Εσείς μετατρέψατε τη θανατική ποινή σε κάθειρξη στο Ειδικό. Σας ευχαριστώ… να, λοιπόν, πού τώρα ζω, εκτοπισμένος έστω, χάρη σ' εσάς. Μια μυστική φωνή μέσα μου μου έλεγε, ότι κάποτε θα συναντηθούμε. Το περίμενα… και έγινε!… προς Θεού, μη νομίσετε ότι έχω κάποιο παράπονο – όχι! Όλα παραχωρούνται από τον Κύριο… στον απέραντο ωκεανό της ζωής των ανθρώπων, η δική μου ζωή δεν είναι παρά μια μικρή σταγόνα. Πώς λοιπόν, να θυμηθείτε, έναν από τους αναρίθμητους ανθρώπους, πού ήταν γραμμένοι στον κατάλογο των καταδίκων? Μόνο ο Θεός είναι παντογνώστης. Στα δικά Του χέρια βρίσκεται η τύχη όλων μας…
* Στο Σοβιετικό καθεστώς η Πολιτική Αστυνομία και Ασφάλεια γνώρισε 4 μορφές και ονομασίες. Το 1917 ιδρύθηκε από τον Λένιν η Τ σ ε κ α (=Έκτακτη Πανρωσική Επιτροπή), πού σκοπό της είχε τη δίωξη και συντριβή κάθε αντεπαναστατικής ενέργειας και την προσαγωγή των ενόχων ενώπιον του Επαναστατικού Δικαστηρίου. Καταργήθηκε το 1922 και αντικαταστάθηκε από την Γ κ ε π ε ο ύ (=Κρατική Πολιτική Αστυνομία). Αυτήν την διαδέχθηκε το 1934 η Ν ι κ α β ε ν τ έ (=Λαϊκή Επιτροπή Εσωτερικών Υποθέσεων»), η οποία αργότερα έδωσε τη θέση της στην Κ α γ κ ε μ π έ (=Επιτροπή για την Ασφάλεια του Κράτους).