10. Ο δίκαιος
Ο επόπτης Σπραβεντλίβιϊ, ο «δίκαιος», αντιμετώπιζε τον π. Αρσένιο με μιάν επιεική αδιαφορία. Αν έβρισκε ποτέ κάποιες παραλείψεις, τον παρατηρούσε χωρίς αγριάδα.
Την υπηρεσία μπάτουσκα, την υπηρεσία μας πρέπει να την κάνουμε σωστά.
Αυτό μόνο έλεγε και έφευγε, για να επιστρέψει σε καμιάν ώρα και να κάνει έλεγχο.
Μια καλοκαιριάτικη μέρα ο π. Αρσένιος σκούπιζε το δρομάκι έξω από την παράγκα. Ο Σπραβεντλίβιϊ περνούσε από τους θαλάμους και τους επιθεωρούσε. Κάποια στιγμή στάθηκε, έβγαλε από την τσέπη του ένα πορτοφόλι, το άνοιξε, κάτι κοίταξε, το ξανάβαλε στην τσέπη και προχώρησε πιο πέρα.
Ο π. Αρσένιος, σκουπίζοντας το δρομάκι, έφτασε στο σημείο όπου είχε σταθεί ο επόπτης. Είδε τότε ένα κόκκινο βιβλιαράκι πεσμένο στη γη. Το σήκωσε και διαπίστωσε πώς ήταν η κομματική ταυτότητα. Την έβαλε στην τσέπη του μπουφάν του, τελείωσε το σκούπισμα και πήγε να σιγυρίσει το θάλαμο.
Κάθε τόσο κοίταζε απ' το παράθυρο, μήπως φανεί ο Σπραβεντλίβιϊ. Πράγματι, μετά από δύο ώρες τον είδε να έρχεται τρεχάτος και αλαφιασμένος. Με το πρόσωπο κατάχλωμο από την ταραχή και το βλέμμα προσηλωμένο ερευνητικά στο έδαφος, άρχισε να κόβει βόλτες πάνω-κάτω.
Ο π. Αρσένιος βγήκε από την παράγκα και τον πλησίασε. Ήξερε πώς η απώλεια της κομματικής ταυτότητας ήταν βαρύτατο παράπτωμα, πού τιμωρούνταν πολύ αυστηρά.
Κύριε επόπτα, επιτρέψτε μου να σας πω…
Η όψη του Σπραβεντλίβιϊ αλλοιώθηκε από την οργή.
Κάνε στην άκρη παπά!
Έκανε μια κίνηση απειλητική, σαν να' θελε να τον κτυπήσει.
Ατάραχα και σιωπηλά ο π. Αρσένιος του έβαλε στο χέρι την ταυτότητα κι έκανε να φύγει.
Στάσου! Φώναξε ο επόπτης. Πες μου, το είδε κανείς αυτό?
Κανείς δεν το είδε, κύριε επόπτα. Το βρήκα στο δρομάκι πριν από δύο ώρες.
Χωρίς άλλη λέξη, ο Σπραβεντλίβιϊ γύρισε και απομακρύνθηκε βιαστικά.
Από τότε έγινε πιο αυστηρός, πιο ελεγκτικός, πιο σκληρός με τον π. Αρσένιο.
Και ο χρόνος κυλούσε…