11. «Μητέρα του Θεού, μην τους αφήσεις!»
Το θερμό εξουθενωμένο καλοκαίρι έδωσε τη θέση του στο βροχερό και κρύο φθινόπωρο. Η γη τη μία πάγωνε και την άλλη λάσπωνε.
Στο θάλαμο η υγρασία ήταν βασανιστική. Τα ρούχα των κρατούμενων δεν στέγνωναν καθόλου. Βρεγμένα ήταν όταν έπεφταν στο κρεβάτι, βρεγμένα όταν σηκώνονταν, βρεγμένα και όταν γύριζαν από την δουλειά.
Έπεσε επιδημία γρίππης. Η έλλειψη φαρμάκων και ιατρικής φροντίδας την έκανε θανατηφόρα. Κάθε μέρα πέθαιναν από τρεις έως πέντε άνθρωποι στον θάλαμο .
Ήρθε η σειρά και του π. Αρσενίου: Κομμάρες, βήχας, εφιδρώσεις, πυρετός 40ο C. Έπεσε στο κρεβάτι.
Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν γινόταν εισαγωγή στο νοσοκομείο του στρατοπέδου. Εκεί έστελναν συνήθως όσους τραυματίζονταν βαριά, στη δουλειά ή σε συμπλοκές, και σπανιότερα όσους έπασχαν από πολύ σοβαρές ασθένειες. Ποτέ εκείνους πού προσβάλλονταν από γρίππη. Αυτοί έμεναν στον θάλαμο, ώσπου να γίνουν καλά ή να πεθάνουν.
Στο στρατόπεδο επικρατούσε, ανάμεσα στους άλλους, και τούτος ο άγραφος νόμος: Στέκεσαι στα πόδια σου; Δούλευε! Έπεσες; Απόδειξε ότι δεν υποκρίνεσαι. Το απέδειξες; Θα φροντίσουν για την θεραπεία σου μόνο αν η διοίκηση δώσει σχετική εντολή.
Όταν αρρωστήσει ένας κρατούμενος, και μόνο αν έχει υψηλό πυρετό, πρέπει να πάρει άδεια από τον αρμόδιο επόπτη για να πάει στο ιατρείο. Εκεί θα του μετρήσουν τον πυρετό. Αν είναι κάτω από 39ο C, θα τον στείλουν στη δουλειά. Αν είναι περισσότερο, θα του επιτρέψουν να μείνει στο θάλαμο, αλλά με την υποχρέωση να παρουσιάζεται κάθε μέρα στο ιατρείο.
Αν ο άρρωστος είναι τόσο βαριά, ώστε δεν μπορεί να σηκωθεί από το κρεβάτι, ο υπεύθυνος του θαλάμου καλεί τον αρχινοσοκόμο. Αυτός έρχεται, κάνει μία βιαστική εξέταση και πετάει το φάρμακο- ασπιρίνη, τι άλλο; Αυτό είν όλο. Και μετά; Βγάλτα πέρα μόνος σου. Αλλά έχε τον νου σου! Σαν πέσει ο πυρετός κάτω από 39ο C ο,τι και αν έχεις, οφείλεις να σηκωθείς και να πας στη δουλειά. Αλλιώς σε περιμένει το φοβερό απομονωτήριο.
Ανάμεσα στους κρατούμενους υπήρχαν αρκετοί γιατροί. Δεν τους άφηναν όμως να ασχοληθούν με τα προβλήματα υγείας των συγκρατούμενών τους. Τους χρησιμοποιούσαν μόνο σε κοινές εργασίες, και μάλιστα στις πιό βαρειές.
Τρεις μέρες αφότου αρρώστησε ο π. Αρσένιος, τον εξέτασε όπως-όπως ένας κρατούμενος γιατρός, πού στην συνέχεια φώναξε κι έναν άλλο, καθηγητή πνευμονολόγο. Αφού συζήτησαν αρκετά, είπαν στον Αφσένκωφ:
Κρίσιμη κατάσταση… Ζήτημα είναι αν θα ζήσει δύο μέρες ακόμα. Έχει βαρειά πνευμονία, πλήρη εξάντληση, αβιταμίνωση και καρδιά πολύ κουρασμένη. Χρειάζεται πολλαπλή φαρμακευτική αγωγή, οξυγόνο, φροντίδα… αλλά και πάλι, με τέτοια γενική κατάπτωση του οργανισμού, μάλλον τίποτα δεν μπορεί να τον σώσει…
Κάλεσαν τον αρχινοσοκόμο. Ήρθε και κοίταξε αδιάφορα τον π. Αρσένιο από απόσταση δύο μέτρων. Έδωσε ένα θερμόμετρο στον Αφσένκωφ για να του μετρήσει τον πυρετό. Όταν είδε πώς ήταν πάνω από 40ο C, πέταξε στο κρεβάτι μερικές ασπιρίνες.
Γρίππη είναι, είπε ξερά κι έφυγε.
Η κατάσταση του παππούλη όλο και χειροτέρευε. Οι φίλοι του αγωνίζονταν να τον σώσουν. Έστειλαν στο νοσοκομείο έναν δικό τους να παρακαλέσει τους γιατρούς για φάρμακα, καλόπιασαν τους πιό προσιτούς επόπτες, επιστράτευσαν και κάποιους από τους εγκληματίες -οι τελευταίοι είχαν ποικίλες διασυνδέσεις- , κάπου βρήκαν ξερό σινάπι, σμέουρα και ο,τι άλλο μπόρεσαν.
Ο γιατρός του νοσοκομείου, ακούγοντας τον απεσταλμένο τους να του εξηγεί τη σοβαρότητα της καταστάσεως του π. Αρσενίου, ρώτησε:
-Πόσων ετών είναι ο κρατούμενος και πόσο καιρό έχει στο στρατόπεδο;
-Είναι σαρανταεννέα ετών και βρίσκεται εδώ τρία χρόνια.
Ο γιατρός χαμογέλασε σαρκαστικά.
Μήπως νομίζετε ότι το Στρατόπεδο Ειδικού Καθεστώτος είναι σανατόριο, και ότι οι κρατούμενοι πρέπει να φτάνουν μέχρι εκατό χρονών; Ο άρρωστός σας έχει ζήσει εδώ μέσα τρία χρόνια- έσπασε ρεκόρ! Καιρός του είναι… Τέλος πάντων, φάρμακα δεν υπάρχουν, χρειάζονται για το μέτωπο.
Ο πυρετός ανέβαινε. Ο π. Αρσένιος όλο και συχνότερα έχανε τις αισθήσεις του. Ο Αφσένκωφ του έδινε ασπιρίνες και χυμό από σμέουρα, ενώ ο Σαζίκωφ του έβαζε στο στήθος και στην πλάτη καταπλάσματα από σκόνη σιναπιού. Βοηθούσαν, όπως μπορούσαν, και οι κρατούμενοι γιατροί, όταν επέστρεφαν από τη δουλειά. Μολαταύτα ο π. Αρσένιος έσβηνε αργά.
Ο θάνατος στο στρατόπεδο ήταν, σε κάθε περίπτωση, κάτι το συνηθισμένο, σε κάθε περίπτωση, ναι, εκτός από τούτη. Παντού τώρα άκουγες:
-Πεθαίνει ο π.Αρσένιος.
-Τελειώνει ο Πέτρος Αντρέγιεβιτς.
-Πάει κι αυτός…
Λίγο-πολύ όλοι ήταν λυπημένοι. Γιατί σ' όλους, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ο μπάτουσκα είχε δείξει αγάπη και καλοσύνη.
Στο μεταξύ ο ίδιος προσευχόταν ακατάπαυστα, όσο είχε τις αισθήσεις του, προσευχόταν. Και μολονότι δεν μπορούσε να μιλήσει ή να κινηθεί, καταλάβαινε τις περιποιήσεις και τα γιατροσόφια των φίλων του.
Κάποια στιγμή, καθώς ήταν γύρω του ο Σαζίκωφ, ο Αφσένκωφ, ο Αλέξιος και ο γιατρός Μπαρίς Πέτροβιτς, ένιωσε πώς όλοι και όλα έφευγαν, ξεμάκραιναν, χάνονταν. Έγινε ελαφρύς, πολύ ελαφρύς. Μία παράξενη ησυχία τον τύλιξε. Η δύσπνοια, ο βήχας, ο πυρετός, η δυσφορία και η αδυναμία εξαφανίστηκαν. Αισθάνθηκε υγιής και σφριγηλός.
Τώρα… απίστευτο! Στεκόταν κοντά στο ξυλοκρέβατό του κι έβλεπε ξαπλωμένο πάνω σε αυτό έναν κοκαλιάρη, χλωμό, ψαρομάλλη γέροντα, με κλεισμένα χείλη και μισοσφαλισμένα μάτια. Τον περιεργάστηκε για μερικά δευτερόλεπτα. Και ξαφνικά, με τρόμο και έκπληξη συνειδητοποίησε πώς ήταν ο ίδιος! Ναι, έβλεπε τον εαυτό του από μακρυά, σαν ένα τρίτο άνθρωπο, και ολόγυρά τους φίλους του!
Ο θάλαμος, το στρατόπεδο, οι κρατούμενοι, οι φύλακες, τα άψυχα αντικείμενα, όλα γίνονταν αντιληπτά από τον π. Αρσένιο μ' έναν άλλο τρόπο, πιό βαθύ, πιό ουσιαστικό. Μέσα στην απέραντη ηρεμία πού βίωνε, αντιλαμβάνονταν κάθε κίνηση, και, με μίαν εξαιρετική θεόσδοτη χάρη, καταλάβαινε όχι μόνο όσα έλεγαν μα και όσα σκέφτονταν οι άνθρωποι. Και όμως, ήταν ήδη τόσο μακριά τους!
Ένα αόρατο παραπέτασμα τον χώριζε πιά από αυτόν τον κόσμο, ένα παραπέτασμα πού δεν μπορούσε να το παραμερίσει. Με φόβο κατάλαβε πώς η ψυχή του είχε εγκαταλείψει το σώμα!…
Η παράγκα έφευγε, χανόταν μέσα στο σκοτάδι. Κι εκείνος προχωρούσε αργά, αφήνοντας πίσω του τον κόσμο τούτο και πλησιάζοντας σε ένα υπέρλαμπρο, ένα σαγηνευτικό φως, πού φαινόταν κάπου μακριά.
Είδε τον Σαζίκωφ να φέρνει ένα κύπελλο με νερό κοντά στα νεκρωμένα χείλη του. Μάταια προσπάθησε να του το ρίξει μέσα στο στόμα. Το νερό χύθηκε πάνω στο πρόσωπό του και μούσκεψε το λιγδιασμένο προσκεφάλι.
Προχωρούσε. Προχωρούσε προς το φως. Μα σε μία στιγμή ένιωσε πώς δεν μπορούσε να φύγει μακριά από αυτούς τους ανθρώπους, πού μαζί τους είχε μοιραστεί τις πίκρες και τα βάσανα της φυλακής- τον Αλέξιο, τον Αλέξανδρο, τον Φέντια, τον Ιβάν, τόσους και τόσους. Στάθηκε όλος αγωνία. Γύρισε πίσω.
Μία κραυγή ικεσίας ξεπήδησε από τα βάθη της ψυχής του:
Κύριε! Κύριε! Μην τους εγκαταλείψεις! Βοήθησέ τους και σώσε τους!
Άρχισε να κλαίει με λυγμούς.
Μητέρα του Θεού, μην τους αφήσεις!
Απόκριση δεν έπαιρνε καμιά. Σιωπή, απέραντη σιωπή! Έβλεπε μόνο, με θεία παραχώρηση, τις ψυχές των ανθρώπων- άλλες πυρακτωμένες κι ολόφωτες από την φωτιά της πίστεως, άλλες σαν φλόγες αδύναμες και τρεμάμενες, άλλες σαν μισόσβηστες σπίθες, άλλες μαύρες κι ολοσκότεινες από την απιστία. Ταράχθηκε
Κύριε!Τόσον καιρό ζούσα ανάμεσά τους, και δεν μπορούσα να δω την ψυχική τους κατάσταση. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι υπήρχαν ολόγυρά μου και τόσοι αγωνιστές της πίστεως, πού βρήκαν το φως μέσα στο ζοφερό αυτό σκοτάδι! Πόσο τυφλώθηκα από τον εγωισμό μου, ώστε να πιστέψω ότι μόνο εγώ ήμουν κοντά Σου!
Η πίστη ήταν ζωντανή στις καρδιές όχι μόνο πολλών κρατούμενων, αλλά και φυλάκων και εποπτών, ανθρώπων πού δεν ξεχώριζαν από τους άλλους, αλλά προσπαθούσαν κρυφά να κάνουν το καλό, να υπηρετούν το Χριστό και το συνάνθρωπο.
Κύριε, πού ήμουν ως τώρα; Πώς δεν είχα καταλάβει τίποτα; Συγχώρεσέ με και ελέησέ με!…
Ξαφνικά βρέθηκε στην έξοδο του στρατοπέδου. Ήταν νύχτα και όλοι κοιμόντουσαν –όλοι εκτός από τους φύλακες, τα σκυλιά και τους προβολείς.
Αυθόρμητα στράφηκε και ευλόγησε ολόκληρη την περιοχή. Ύστερα άρχισε να προσεύχεται για όσους έμεναν ακόμα εκεί.
Κύριε, πώς θα τους αφήσω; Τι θ' απογίνουν; Βοήθησέ τους! Μην τους στερήσεις το έλεός Σου!…
Το κρύο ήταν αφόρητο, μα ο π. Αρσένιος δεν το ένιωθε.
Αφού προσευχήθηκε ώρα πολλή, βγήκε από την κεντρική πύλη και βρέθηκε στο δρόμο. Μήτε οι φρουροί τον έβλεπαν μήτε τα σκυλιά τον μυρίζονταν μήτε οι προβολείς τον εντόπιζαν!
Βαδίζοντας ήσυχα κι ανάλαφρα, τράβηξε πάλι προς το δυνατό και γλυκύτατο εκείνο φως, πού έλαμπε στο βάθος του σκοτεινού ορίζοντα.
Πέρασε μέσ' από το δάσος, διέσχισε το χωριό, και, εντελώς απροσδόκητα, βρέθηκε στην πόλη, στην ενορία του! Στεκόταν μπροστά στην εκκλησία, όπου τόσες φορές είχε λειτουργήσει και τόσους κόπους είχε κάνει για να την ανακαινίσει.
Άλλο και τούτο! Κύριε, γιατί ήρθα εδώ; μονολόγησε και μπήκε συγκλονισμένος στο ναό.
Ήταν όπως πρώτα, όπως τον είχε αφήσει, αλλά γεμάτος κόσμο, γεμάτος πιστούς με πρόσωπα φαιδρά, πού προσεύχονταν κοιτάζοντας την εικόνα της Παναγίας, την παλαιά θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου με τη θλιμμένη μορφή και το διαπεραστικό βλέμμα. Ο π. Αρσένιος προχώρησε. Οι πιστοί άνοιγαν διάδρομο για να περάσει. Μπήκε στο ιερό και ετοιμάστηκε για την θεία λειτουργία.
Όλο το ιερό ήταν πλημμυρισμένο στο φως, ένα κατάλευκο ουράνιο φως. Ο π. Αρσένιος είδε να βρίσκονται εκεί αρκετοί γνωστοί του κληρικοί, ο ιερομόναχος Γερμανός, ο πρεσβύτερος Αμβρόσιος, ο διάκονος Πέτρος και μερικοί ακόμα, καθώς και οι επίσκοποι Ιωνάς, Αντώνιος, Μπαρίς και Θεόφιλος, ο πνευματικός του πατέρας. Όλοι τους τον κοίταζαν χαρούμενοι, χαμογελώντας με γλυκύτητα, κανένας όμως δεν του μιλούσε.
Κύριε! ψέλλισε ο π. Αρσένιος. Αυτοί οι λειτουργοί Σου έχουν πεθάνει από καιρό. Και τώρα βρίσκονται εδώ!… Τι ωραία, πού είμαστε όλοι μαζί!
Άρχισε να ιερουργεί, και η καρδιά του πήγαινε να σπάσει από τη χαρά. Η προσευχή τον είχε συναρπάσει.
Όταν βγήκε στην ωραία πύλη για να ευλογήσει το εκκλησίασμα, διέκρινε πολλές γνωστές φυσιογνωμίες –παλαιούς ενορίτες του, πνευματικά του παιδιά, ανθρώπους πού είχε γνωρίσει στα ταξίδια του ή στα στρατόπεδα. Τους ήξερε όλους για νεκρούς!
Παναγία μου, τι γίνεται εδώ πέρα;
Μόλις τελείωσε η λειτουργία, έτρεξε κι έπεσε μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου.
Βασίλισσα των ουρανών! την ικέτεψε με δάκρυα. Έφυγα πιά από τον επίγειο και μάταιο κόσμο. Πριν παρουσιαστώ στο φοβερό κριτήριο του Υιού σου, μεσίτεψε για τη σωτηρία της αμαρτωλής μου ψυχής! Μη μ' αφήσεις, Δέσποινα! Σε εσένα μόνο ελπίζω, ο ελεεινός και ανάξιος! Βοήθησε, όμως, κι αυτούς τους βασανισμένους ανθρώπους, πού μένουν ακόμα στη γη! Αυτούς πού έζησαν και ζούν μέσα σε τόσες δοκιμασίες, τόσο πόνο!…
Έκλαιγε και παρακαλούσε. Ώσπου, ξαφνικά, άκουσε μία φωνή, μία γυναικεία φωνή, απαλή μα και επιβλητική συνάμα.
Δεν ήρθε ακόμα η ώρα του θανάτου σου, Αρσένιε! Ο Κύριος σε στέλνει να διακονήσεις τα παιδιά μου. Πήγαινε, και δεν θα σου στερήσω την βοήθειά μου!
Ο π. Αρσένιος σήκωσε τα μάτια και κοίταξε την εικόνα. Η Παναγία στεκόταν τώρα μπροστά του ολοζώντανη! Αγκάλιασε τα πόδια της και κραύγασε:
-Μητέρα του Θεού, μην τους αφήσεις! Παναγιά μου, ελέησε κι εμένα, τον αμαρτωλό! Ας γίνει το θέλημα το δικό σου και του Κυρίου… Αλλά να, εγώ είμαι πιά γέρος και αδύναμος. Θα μπορέσω να διακονήσω τους ανθρώπους, όπως εσύ, Δέσποινα, το θέλεις;
-Δεν θα είσαι μόνος, Αρσένιε! Θα σε βοηθήσουν και άλλοι δικοί μου άνθρωποι. Στις ψυχές πολλών ζεί η πίστη και η αγάπη, όπως σε αξίωσε ο Ιησούς να διαπιστώσεις. Μ' αυτούς θα συνεργαστείς για το καλό της σκορπισμένης ποίμνης του Υιού μου. Πήγαινε, και θα είναι δίπλα σου παντοτινά!
Ο π. Αρσένιος ένιωσε το πανάχραντο χέρι της ν' ακουμπάει στοργικά πάνω στο κεφάλι του. Κι ύστερα εξαφανίστηκε. Δακρυσμένος σηκώθηκε, έβαλε μετάνοια σε όλους όσοι ήταν μέσα στο ναό, και βγήκε έξω. Ανάλαφρα, σαν να πετούσε, τράβηξε για το στρατόπεδο, για την παράγκα, για τους συντρόφους του, τα πονεμένα παιδιά κι αδέλφια του Χριστού.
Δεν κατάλαβε πότε έφτασε. Η πόλη, οι παγωμένες εκτάσεις, το χωριό, το δάσος, όλα έφευγαν από δίπλα του με ταχύτητα αστραπής.
Αόρατος πέρασε ανάμεσα από τους φρουρούς και μπήκε στον θάλαμο. Είδε το σώμα του να βρίσκεται ακόμα πάνω στο κρεβάτι. Πλησίασε και ξάπλωσε.
-Όσο πάει και παγώνει, άκουσε κάποιον να λέει. Πέρασαν ήδη πέντε ώρες. Πρέπει να ειδοποιήσουμε τη διοίκηση.
-Ορφάνεψε ο θάλαμος, είπε ένας άλλος. Πολλούς βοήθησε. Εμένα μου έδειξε με τη ζωή του το Θεό, πού Τον πολεμούσα τόσα χρόνια!
-Έφευγα για τον ουράνιο ναό, ψέλλισε, μα η Μητέρα του Θεού μ' έστειλε πάλι πίσω σ' εσάς.
Μετά από δύο βδομάδες σηκώθηκε. Όλα μέσα στο θάλαμο του φαίνονταν αλλαγμένα, παράξενα. Η διάθεση και η συμπεριφορά των ανθρώπων ήταν διαφορετική. Με κάθε τρόπο του έδειχναν συμπάθεια και αγάπη. Μερικοί έκοβαν κάτι από το λιγοστό φαγητό τους για να του το προσφέρουν. Ακόμα κι ο επόπτης Βεσιόλι του έστελνε βούτυρο με τον Σαζίκωφ.
Συνήλθε, στάθηκε στα πόδια του, καταπιάστηκε πάλι με την υπηρεσία του. Ο Κύριος και η Θεοτόκος τον είχαν επαναφέρει «εκ του θανάτου εις την ζωήν». Τον είχαν ξαναστείλει στον κόσμο. Τον είχαν προστάξει να διακονήσει τoυς ανθρώπους.