×

Używamy ciasteczek, aby ulepszyć LingQ. Odwiedzając stronę wyrażasz zgodę na nasze polityka Cookie.


image

Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ «ΖΕΚ-18376» π. Αρσένιος, 12. Ο Μιχαήλ

12. Ο Μιχαήλ

Η επιθεώρηση τελείωσε. Οι κρατούμενοι, αφού μετρήθηκαν, οδηγήθηκαν στο θάλαμο. Η πόρτα κλειδώθηκε.

Πριν κοιμηθούν, μπορούσαν να κουβεντιάσουν για λίγο, ν' ανταλλάξουν τις εντυπώσεις τους από το στρατόπεδο, να πουν τα νέα της ημέρας, να παίξουν μία παρτίδα ντόμινο ή απλά ν' αναπολήσουν τα περασμένα ξαπλωμένοι στα κρεβάτια τους. Δύο ώρες αργότερα ακούγονταν ακόμα κάποιες σκόρπιες κουβέντες, κι αυτές όμως σιγά-σιγά υποχωρούσαν. Η σιωπή κυριαρχούσε, καθώς οι κρατούμενοι παραδίνονταν στον ύπνο.

Για πολλή ώρα μετά το κλείσιμο της παράγκας ο π. Αρσένιος στεκόταν πλάι στο κρεβάτι του και προσευχόταν. Ύστερα ξάπλωνε κι αυτός, συνεχίζοντας την προσευχή ώσπου ν' αποκοιμηθεί.

Κάποια νύχτα, μία ώρα περίπου μετά τα μεσάνυχτα, ένιωσε κάποιον να τον σκουντάει. Πετάχτηκε πάνω και άκουσε μία ταραγμένη φωνή να του ψιθυρίζει:

Έλα γρήγορα! Ο διπλανός μου πεθαίνει και σε ζητάει!

Ο ετοιμοθάνατος βρισκόταν στην άλλη άκρη του θαλάμου. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα. Ανάσαινε βαριά και ακανόνιστα. Τα μάτια του ήταν ανοιχτά διάπλατα, αφύσικα.

-Συγχωρέστε με… Σας χρειάζομαι… Φεύγω…, είπε στον π. Αρσένιο, και πρόσθεσε σχεδόν προστακτικά.

-Καθήστε.

Ο π. Αρσένιος κάθησε στην άκρη του κρεβατιού. Το λιγοστό φως έκανε να λαμποκοπούν σαν διαμάντια οι χοντρές σταγόνες του ιδρώτα, πού κάλυπταν το χλωμό πρόσωπο του ετοιμοθάνατου.

Τα μαλλιά του ήταν κολλημένα και τα χείλη του σφιγμένα από τον πόνο. Παρ' όλη την εξάντληση και τη νεκρική του χλωμάδα, τα ορθάνοιχτα μάτια του, πού κοίταζαν τον π. Αρσένιο σαν δύο αναμμένες δάδες, φανέρωναν όλη την προηγούμενη βιοτή του.

Πέθαινε. Έφευγε από τη ζωή αυτή βασανισμένος και κουρασμένος. Πριν φύγει όμως, ήθελε να δώσει λόγο στο Θεό για όλα.

Εξομολογήστε με. Δώστε μου άφεση αμαρτιών. Είμαι μοναχός με μυστική κουρά.

Οι διπλανοί του κρατούμενοι, βλέποντας ότι έφτανε το τέλος του, σηκώθηκαν απ' τα κρεβάτια τους και πήγαν να κοιμηθούν αλλού. Ακόμα και σ' έναν θάλαμο στρατοπέδου ο ετοιμοθάνατος είχε δικαίωμα συγκαταβατικότητας και συμπάθειας.

Ο π. Αρσένιος έσκυψε πάνω απ' το μοναχό και έσιαξε την τριμμένη κουβέρτα πού τον μισοσκέπαζε. Ακούμπησε το δεξί του χέρι πάνω στο κεφάλι με τα κολλημένα κοντά μαλλιά και είπε ψιθυριστά τις ευχές. Συγκεντρώνοντας όλη του την προσοχή, ετοιμάστηκε ν' ακούσει την εξομολόγηση.

-Η καρδιά μου δεν αντέχει άλλο…, ψέλλισε με δυσκολία ο ετοιμοθάνατος. Και λέγοντας το μοναχικό του όνομα, άρχισε να εξομολογείται.

-Μιχαήλ με λένε…

Σκύβοντας επάνω του ο π. Αρσένιος και πλησιάζοντας πολύ κοντά στο πρόσωπό του, μόλις πού τον άκουγε. Αυθόρμητα τον κοίταζε μέσα στα μάτια. Κάπου-κάπου ο ψίθυρος σταματούσε και ακουγόταν ένας βαθύς ρόγχος από το στήθος του. Τότε ο Μιχαήλ άνοιγε το στόμα του και άρπαζε λαίμαργα αέρα. Άλλοτε πάλι σώπαινε εντελώς και φαινόταν σαν νεκρός. Τα μάτια του όμως συνέχιζαν να έχουν ζωή. Μέσα σ' εκείνα τα εκφραστικά μάτια αποτυπώνονταν όλα όσα ο ψίθυρος ήθελε να εκφράσει.

Πολλούς είχε εξομολογήσει ο π. Αρσένιος λίγο πριν πεθάνουν, και τέτοιες εξομολογήσεις είχαν πάντα κάτι το συγκλονιστικό. Τώρα όμως, ακούγοντας την εξομολόγηση του Μιχαήλ, διαπίστωνε ολοκάθαρα πώς είχε μπροστά του έναν άνθρωπο ξεχωριστό, πού είχε φτάσει σε μεγάλα ύψη πνευματικής τελειώσεως. Πέθαινε ένας δίκαιος, πού είχε αφιερώσει τη ζωή του στο Θεό και το συνάνθρωπο. Πέθαινε ένας δίκαιος, και ο π. Αρσένιος άρχισε να συνειδητοποιεί πώς ο ίδιος, μολονότι ιερέας, ήταν μπροστά του τόσο μικρός, τόσο ασήμαντος. Ήταν ανάξιος ακόμα και να φιλήσει την άκρη των ενδυμάτων του μοναχού Μιχαήλ.

Ο ψίθυρός του σταματούσε όλο και πιό συχνά, αλλά τα μάτια του έλαμπαν πάντα, συμπληρώνοντας εύγλωττα τα κενά των λόγων του.

Στην εξομολόγηση του ο Μιχαήλ δίκαζε ο ίδιος τον εαυτό του και τον δίκαζε αυστηρά, ανελέητα. Μερικές φορές έδινε την εντύπωση ότι έβλεπε κάποιον άλλον να πεθαίνει, και αυτόν ακριβώς δίκαζε.

Ο π. Αρσένιος, από το άλλο μέρος, έβλεπε την επίγεια ζωή του Μιχαήλ σαν ένα καράβι βαρυφορτωμένο με ταλαιπωρίες και θλίψεις, παλιές και πρόσφατες, ένα καράβι πού έφευγε πιά για τη μακρινή χώρα της λησμοσύνης.

Τώρα δεν του έμενε παρά να πετάξει έξω όλα τ' άχρηστα, ή μάλλον να τ' αποθέσει στα χέρια του ιερέα, πού, με τη θεόσδοτη εξουσία του, θα του πρόσφερε την άφεση.

Στις λίγες στιγμές ζωής πού του απόμεναν, ο μοναχός Μιχαήλ έπρεπε να τα παραδώσει όλα στον π. Αρσένιο, να ομολογήσει τα σφάλματά του ενώπιον του Θεού, να αναγνωρίσει τις αμαρτίες του, κι έτσι, με καθαρή τη συνείδηση, να σταθεί μπροστά στο κριτήριο του Κυρίου.

Ένας ακόμα κρατούμενος πέθαινε στα χέρια του π. Αρσενίου, όπως και τόσοι άλλοι στο παρελθόν. Αυτός ο θάνατος όμως τον συγκλόνισε όσο κανένας άλλος. Με δέος συνειδητοποίησε, ότι το άπειρο έλεος του Θεού τον αξίωσε να εξομολογήσει έναν άγιο. Ο Κύριος του αποκάλυπτε έναν ανεκτίμητο θησαυρό Του, έναν θησαυρό πού για πολύ καιρό και με πολλή αγάπη καλλιεργούσε μυστικά, δείχνοντας σε ποιές κορυφές πνευματικής τελειότητας μπορεί να φτάσει όποιος Τον αγαπάει απεριόριστα, όποιος σηκώνει το ζυγό και το φορτίο του Χριστού, βαστάζοντάς τα ως το τέλος.

Όλ' αυτά ο π. Αρσένιος τα έβλεπε και τα καταλάβαινε. Η εξομολόγηση του ετοιμοθάνατου μοναχού του έδειχνε, πώς ένας άνθρωπος με βαθειά πίστη μπορεί να μείνει κοντά στο Θεό ακόμα και κάτω από τις πιό αντίξοες περιστάσεις, ακόμα και σε καιρούς τόσο χαλεπούς όσο και οι δικοί τους, με τους επαναστατικούς αναβρασμούς, τη σταλινική προσωπολατρία, τις προβληματικές ανθρώπινες σχέσεις, την επίσημη κρατική αθεία, το γενικό ποδοπάτημα της πίστεως, την ηθική κατάπτωση, τη διαρκή αστυνόμευση και τις καταδόσεις, την έλλειψη πνευματικών οδηγών.

Μήτε σε σκήτη μήτε σε μοναστήρι μακρινό συνάντησε ο Μιχαήλ τον Θεό, άλλα μέσα στην τύρβη της ζωής, στη λάσπη του κόσμου, στη σκληρή πάλη με τις δυνάμεις του κακού. Συστηματική πνευματική καθοδήγηση δεν είχε δεχτεί.

Συμπτωματικά μόνο είχε συναντήσει τρεις-τέσσερις ιερείς και είχε μιλήσει μαζί τους για πνευματικά θέματα. Για ένα χρόνο επίσης είχε στενή και ευφρόσυνη επικοινωνία με τον επίσκοπο Θεόδωρο, πού τον έκειρε μοναχό.

Ακολούθησαν δύο-τρία σύντομα γράμματα του καλού εκείνου επισκόπου. Κι ύστερα δεν απόμεινε στο Μιχαήλ παρά μόνο ο φλογερός, ο απερίγραπτος πόθος του να πλησιάζει όλο και πιό κοντά στον Κύριο.

Ακολούθησα άραγε το δρόμο της πίστεως; Πορευόμουνα σωστά προς τον Θεό; Ή μήπως λοξοδρόμησα; Δεν ξέρω…, αναρωτήθηκε με αγωνία.

Ο π. Αρσένιος όμως έβλεπε, πώς όχι μόνο δεν είχε ξεφύγει από το δρόμο πού του είχε δείξει ο επίσκοπος Θεόδωρος, αλλ' απεναντίας είχε προχωρήσει πολύ σ' αυτόν το δρόμο, ξεπερνώντας και τους οδηγούς του.

Η ζωή του Μιχαήλ έμοιαζε με πόλεμο, πόλεμο πολύχρονο για πνευματική και ηθική τελείωση μέσα στη μεγάλη θλίψη του κόσμου τούτου. Και ο π. Αρσένιος διαισθανόταν, ότι ο αγωνιστής μοναχός είχε νικήσει σ' αυτόν τον πόλεμο, πού έκανε μόνος ενάντια στο πολύμορφο κακό.

Ζώντας ανάμεσα στους ανθρώπους, αφοσιώθηκε στην επιτέλεση καλών έργων στο όνομα του Κυρίου. Είχε κλείσει μέσα στην καρδιά του σαν αναμμένη λαμπάδα τα αποστολικά λόγια: «Αλλήλων τα βάρη βαστάζετε, και ούτως αναπληρώσατε τον νόμον του Χριστού».

Ο π. Αρσένιος συνειδητοποιούσε όλο το πνευματικό μεγαλείο του Μιχαήλ και συνάμα συναισθανόταν την δική του αναξιότητα. Με θέρμη ζητούσε από το Θεό ενίσχυση, για ν' ανακουφίσει το μοναχό στις τελευταίες του στιγμές.

Όταν πιά ο Μιχαήλ είχε παραδώσει στον π. Αρσένιο, και μέσω εκείνου στο Θεό, όλα όσα τον βάραιναν, κοίταξε ερωτηματικά τον ιερέα, πού πήρε το φορτίο των αμαρτιών του.

Κι εκείνος, τρέμοντας, ψέλλισε τη συγχωρητική ευχή. Μόλις τελείωσε, μη μπορώντας να συγκρατηθεί άλλο, ξέσπασε σε λυγμούς.

Σας ευχαριστώ, είπε ο Μιχαήλ. Ηρεμήστε… Ήρθε η ώρα πού θέλησε ο Θεός… Να προσεύχεσθε για μένα, όσο θα ζείτε σ' αυτή τη γη. Έχετε ακόμα πολύ δρόμο μπροστά σας… Σας παρακαλώ, πάρτε το κασκέτο μου. Εκεί μέσα, κάτω απ' τον αριθμό, υπάρχει ένα σημείωμα για δύο ανθρώπους με μεγάλη ψυχή και πίστη. Είναι γραμμένες και οι διευθύνσεις τους. Όταν βρείτε την ελευθερία σας, να τους το πάτε. Σας χρειάζονται και τους χρειάζεστε… Ράψτε πάλι τον αριθμό στο κασκέτο. Και παρακαλέστε τον Κύριο για την ψυχή του μοναχού Μιχαήλ…

Σ' όλη τη διάρκεια της εξομολογήσεως, λες και ήταν μόνοι. Σαν να είχαν γίνει πολύ μακρινά όλα- ο θάλαμος, οι κρατούμενοι, οι συνθήκες και η ατμόσφαιρα του στρατοπέδου. Ήταν και οι δύο βυθισμένοι στην αίσθηση της παρουσίας του Θεού, στην καρδιακή προσευχή και στην ησυχία της εσωτερικής μονώσεως, πού τους έφερνε νοερά ενώπιον του Κυρίου.

Ο,τι τους βασάνιζε, ο,τι τους ανησυχούσε, ο,τι τους κρατούσε δεμένους στη γη, είχε χαθεί. Υπήρχε μόνον ο Θεός. Και τώρα ο ένας πήγαινε να Τον συναντήσει, ενώ ο άλλος γινόταν μάρτυρας του μεγάλου μυστηρίου του θανάτου.

Ο Μιχαήλ κρατώντας σφιχτά το χέρι του π. Αρσενίου, προσευχόταν. Και προσευχόταν με τόση αυτοσυγκέντρωση, ώστε είχε αποξενωθεί εντελώς από το περιβάλλον. Ο π. Αρσένιος πάλι, αποδιώχνοντας κάθε άλλο λογισμό, τον ακολουθούσε με υπομονή και ευλάβεια στην προσευχή του.

Και να! Ήρθε η στιγμή της «εξόδου». Τα μάτια του ετοιμοθάνατου φωτίστηκαν από μία ήρεμη έκσταση. Με φωνή πού μόλις ακούγονταν, ψιθύρισε:

«Μη απορρίψης με Κύριε»…

Ανασηκώθηκε στο κρεβάτι, άπλωσε μπροστά τα χέρια και είπε δυνατά:

Κύριε! Κύριε!

Έκανε να ανασηκωθεί περισσότερο, αλλ' αμέσως έπεσε ανάσκελα κι έμεινε ακίνητος. Στην όψη του ζωγραφίστηκε μία ειρηνική έκφραση, ενώ τα μάτια του, λαμπερά κι εκστατικά ακόμα, κοίταζαν ψηλά. Η ψυχή του είχε εγκαταλείψει το σώμα.

Συγκλονισμένος ο π. Αρσένιος, έπεσε στα γόνατα και άρχισε να προσεύχεται, να προσεύχεται όχι ικετευτικά, για την σωτηρία της ψυχής του μοναχού Μιχαήλ, αλλά δοξολογικά και ευχαριστιακά, για το μεγάλο δώρο πού του έκανε το άπειρο έλεος του Θεού: Να παραβρεθεί στο πιό φοβερό και πιό ακατάληπτο μυστήριο- το θάνατο ενός δικαίου!

Σηκώθηκε κι έσκυψε πάνω από τον νεκρό. Είδε το φως των ανοιχτών ματιών του να σβήνει σιγά-σιγά και να δίνει την θέση του σε μία αμυδρή καταχνιά. Τα βλέφαρα έκλεισαν αργά. Το πρόσωπο καλύφθηκε από μία σκιά, πού το έκανε επιβλητικό, ιλαρό και γαλήνιο.

Σκυμμένος πάνω από το λείψανο ο π. Αρσένιος προσεύχονταν. Μολονότι είχε γίνει μάρτυρας του θανάτου αυτού του μοναχού, δεν ένιωθε λύπη. Απεναντίας, τον πλημμύριζαν η ειρήνη και η χαρά. Είχε γνωρίσει έναν δίκαιο. Είχε γνωρίσει το έλεος και τη δόξα του Θεού.

Προσεκτικά τακτοποίησε τα ρούχα του νεκρού κι έβαλε μετάνοια μπροστά του. Τότε μόλις συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν σε έναν θάλαμο Στρατοπέδου Ειδικού Καθεστώτος. Σαν αστραπή πέρασε από το μυαλό του η σκέψη: Αυτό το στρατόπεδο είχε δεχθεί μία θεία επίσκεψη, τον ίδιο τον Κύριο, πού παρέλαβε την ψυχή του Μιχαήλ.

Λίγη ώρα έμενε ως το εγερτήριο. Ο π. Αρσένιος πήρε το κασκέτο του Μιχαήλ, ξήλωσε τον αριθμό και πήρε το κρυμμένο σημείωμα. Με την πρώτη ευκαιρία θα το έραβε μέσα στο δικό του κασκέτο.

Πήγε στον υπεύθυνο του θαλάμου και τον ενημέρωσε για το θάνατο. Εκείνος, από τους βετεράνους εγκληματίες, ρώτησε τον αριθμό του νεκρού και έδειξε κάποια συμπάθεια.

Ο θάλαμος ξεκλειδώθηκε. Οι κρατούμενοι βγήκαν τρέχοντας και μπήκαν στην γραμμή για την επιθεώρηση. Ο υπεύθυνος του θαλάμου πλησίασε τους επόπτες και ανέφερε:

Έχουμε κάποιον νεκρό, τον Β-382.

Ένας επόπτης μπήκε στο θάλαμο, κοίταξε τον νεκρό, τον σκούντησε με την μύτη της μπότας του και βγήκε.

Δύο ώρες αργότερα έφτασε ένα έλκηθρο από τον υγειονομικό σταθμό. Κατέβηκε ο γιατρός. Μπήκε μέσα, έριξε μία αδιάφορη ματιά στο πτώμα, σήκωσε το ένα βλέφαρο με το γαντοφορεμένο χέρι του και κάνοντας έναν μορφασμό απέχθειας, είπε στον κρατούμενο υπηρεσίας:

Γρήγορα πάρτε τoν!

Στο έλκηθρο βρίσκονταν ήδη μερικά πτώματα κοκαλωμένα από το κρύο. Το σώμα του Μιχαήλ μεταφέρθηκε έξω και τοποθετήθηκε πάνω στα άλλα. Ο οδηγός, πατώντας σε αυτά ανέβηκε στη θέση του.

Παγωνιά και ησυχία παντού… Το ψιλό χιόνι, καθώς έπεφτε στα πρόσωπα των νεκρών, έλιωνε αργά-θαρρούσες πώς έκλαιγαν.

Κοντά στην παράγκα οι επόπτες συζητούσαν με το γιατρό και τον κρατούμενο υπηρεσίας. Λίγο πιό πέρα ο π. Αρσένιος, με τα χέρια κολλημένα στο στήθος, προσευχόταν σιωπηλά.

Το έλκηθρο ξεκίνησε. Ο μπάτουσκα έβαλε βαθειά μετάνοια, σταύρωσε τους νεκρούς και μπήκε στο θάλαμο.

Ο οδηγός τίναξε με βρισιές τα γκέμια κι έκανε τα άλογα να προχωρήσουν. Το έλκηθρο, γλιστρώντας αργά, χάθηκε σύντομα πίσω από την παράγκα.

12. Ο Μιχαήλ

Η επιθεώρηση τελείωσε. Οι κρατούμενοι, αφού μετρήθηκαν, οδηγήθηκαν στο θάλαμο. Η πόρτα κλειδώθηκε.

Πριν κοιμηθούν, μπορούσαν να κουβεντιάσουν για λίγο, ν' ανταλλάξουν τις εντυπώσεις τους από το στρατόπεδο, να πουν τα νέα της ημέρας, να παίξουν μία παρτίδα ντόμινο ή απλά ν' αναπολήσουν τα περασμένα ξαπλωμένοι στα κρεβάτια τους. Δύο ώρες αργότερα ακούγονταν ακόμα κάποιες σκόρπιες κουβέντες, κι αυτές όμως σιγά-σιγά υποχωρούσαν. Η σιωπή κυριαρχούσε, καθώς οι κρατούμενοι παραδίνονταν στον ύπνο.

Για πολλή ώρα μετά το κλείσιμο της παράγκας ο π. Αρσένιος στεκόταν πλάι στο κρεβάτι του και προσευχόταν. Ύστερα ξάπλωνε κι αυτός, συνεχίζοντας την προσευχή ώσπου ν' αποκοιμηθεί.

Κάποια νύχτα, μία ώρα περίπου μετά τα μεσάνυχτα, ένιωσε κάποιον να τον σκουντάει. Πετάχτηκε πάνω και άκουσε μία ταραγμένη φωνή να του ψιθυρίζει:

Έλα γρήγορα! Ο διπλανός μου πεθαίνει και σε ζητάει!

Ο ετοιμοθάνατος βρισκόταν στην άλλη άκρη του θαλάμου. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα. Ανάσαινε βαριά και ακανόνιστα. Τα μάτια του ήταν ανοιχτά διάπλατα, αφύσικα.

-Συγχωρέστε με… Σας χρειάζομαι… Φεύγω…, είπε στον π. Αρσένιο, και πρόσθεσε σχεδόν προστακτικά.

-Καθήστε.

Ο π. Αρσένιος κάθησε στην άκρη του κρεβατιού. Το λιγοστό φως έκανε να λαμποκοπούν σαν διαμάντια οι χοντρές σταγόνες του ιδρώτα, πού κάλυπταν το χλωμό πρόσωπο του ετοιμοθάνατου.

Τα μαλλιά του ήταν κολλημένα και τα χείλη του σφιγμένα από τον πόνο. Παρ' όλη την εξάντληση και τη νεκρική του χλωμάδα, τα ορθάνοιχτα μάτια του, πού κοίταζαν τον π. Αρσένιο σαν δύο αναμμένες δάδες, φανέρωναν όλη την προηγούμενη βιοτή του.

Πέθαινε. Έφευγε από τη ζωή αυτή βασανισμένος και κουρασμένος. Πριν φύγει όμως, ήθελε να δώσει λόγο στο Θεό για όλα.

Εξομολογήστε με. Δώστε μου άφεση αμαρτιών. Είμαι μοναχός με μυστική κουρά.

Οι διπλανοί του κρατούμενοι, βλέποντας ότι έφτανε το τέλος του, σηκώθηκαν απ' τα κρεβάτια τους και πήγαν να κοιμηθούν αλλού. Ακόμα και σ' έναν θάλαμο στρατοπέδου ο ετοιμοθάνατος είχε δικαίωμα συγκαταβατικότητας και συμπάθειας.

Ο π. Αρσένιος έσκυψε πάνω απ' το μοναχό και έσιαξε την τριμμένη κουβέρτα πού τον μισοσκέπαζε. Ακούμπησε το δεξί του χέρι πάνω στο κεφάλι με τα κολλημένα κοντά μαλλιά και είπε ψιθυριστά τις ευχές. Συγκεντρώνοντας όλη του την προσοχή, ετοιμάστηκε ν' ακούσει την εξομολόγηση.

-Η καρδιά μου δεν αντέχει άλλο…, ψέλλισε με δυσκολία ο ετοιμοθάνατος. Και λέγοντας το μοναχικό του όνομα, άρχισε να εξομολογείται.

-Μιχαήλ με λένε…

Σκύβοντας επάνω του ο π. Αρσένιος και πλησιάζοντας πολύ κοντά στο πρόσωπό του, μόλις πού τον άκουγε. Αυθόρμητα τον κοίταζε μέσα στα μάτια. Κάπου-κάπου ο ψίθυρος σταματούσε και ακουγόταν ένας βαθύς ρόγχος από το στήθος του. Τότε ο Μιχαήλ άνοιγε το στόμα του και άρπαζε λαίμαργα αέρα. Άλλοτε πάλι σώπαινε εντελώς και φαινόταν σαν νεκρός. Τα μάτια του όμως συνέχιζαν να έχουν ζωή. Μέσα σ' εκείνα τα εκφραστικά μάτια αποτυπώνονταν όλα όσα ο ψίθυρος ήθελε να εκφράσει.

Πολλούς είχε εξομολογήσει ο π. Αρσένιος λίγο πριν πεθάνουν, και τέτοιες εξομολογήσεις είχαν πάντα κάτι το συγκλονιστικό. Τώρα όμως, ακούγοντας την εξομολόγηση του Μιχαήλ, διαπίστωνε ολοκάθαρα πώς είχε μπροστά του έναν άνθρωπο ξεχωριστό, πού είχε φτάσει σε μεγάλα ύψη πνευματικής τελειώσεως. Πέθαινε ένας δίκαιος, πού είχε αφιερώσει τη ζωή του στο Θεό και το συνάνθρωπο. Πέθαινε ένας δίκαιος, και ο π. Αρσένιος άρχισε να συνειδητοποιεί πώς ο ίδιος, μολονότι ιερέας, ήταν μπροστά του τόσο μικρός, τόσο ασήμαντος. Ήταν ανάξιος ακόμα και να φιλήσει την άκρη των ενδυμάτων του μοναχού Μιχαήλ.

Ο ψίθυρός του σταματούσε όλο και πιό συχνά, αλλά τα μάτια του έλαμπαν πάντα, συμπληρώνοντας εύγλωττα τα κενά των λόγων του.

Στην εξομολόγηση του ο Μιχαήλ δίκαζε ο ίδιος τον εαυτό του και τον δίκαζε αυστηρά, ανελέητα. Μερικές φορές έδινε την εντύπωση ότι έβλεπε κάποιον άλλον να πεθαίνει, και αυτόν ακριβώς δίκαζε.

Ο π. Αρσένιος, από το άλλο μέρος, έβλεπε την επίγεια ζωή του Μιχαήλ σαν ένα καράβι βαρυφορτωμένο με ταλαιπωρίες και θλίψεις, παλιές και πρόσφατες, ένα καράβι πού έφευγε πιά για τη μακρινή χώρα της λησμοσύνης.

Τώρα δεν του έμενε παρά να πετάξει έξω όλα τ' άχρηστα, ή μάλλον να τ' αποθέσει στα χέρια του ιερέα, πού, με τη θεόσδοτη εξουσία του, θα του πρόσφερε την άφεση.

Στις λίγες στιγμές ζωής πού του απόμεναν, ο μοναχός Μιχαήλ έπρεπε να τα παραδώσει όλα στον π. Αρσένιο, να ομολογήσει τα σφάλματά του ενώπιον του Θεού, να αναγνωρίσει τις αμαρτίες του, κι έτσι, με καθαρή τη συνείδηση, να σταθεί μπροστά στο κριτήριο του Κυρίου.

Ένας ακόμα κρατούμενος πέθαινε στα χέρια του π. Αρσενίου, όπως και τόσοι άλλοι στο παρελθόν. Αυτός ο θάνατος όμως τον συγκλόνισε όσο κανένας άλλος. Με δέος συνειδητοποίησε, ότι το άπειρο έλεος του Θεού τον αξίωσε να εξομολογήσει έναν άγιο. Ο Κύριος του αποκάλυπτε έναν ανεκτίμητο θησαυρό Του, έναν θησαυρό πού για πολύ καιρό και με πολλή αγάπη καλλιεργούσε μυστικά, δείχνοντας σε ποιές κορυφές πνευματικής τελειότητας μπορεί να φτάσει όποιος Τον αγαπάει απεριόριστα, όποιος σηκώνει το ζυγό και το φορτίο του Χριστού, βαστάζοντάς τα ως το τέλος.

Όλ' αυτά ο π. Αρσένιος τα έβλεπε και τα καταλάβαινε. Η εξομολόγηση του ετοιμοθάνατου μοναχού του έδειχνε, πώς ένας άνθρωπος με βαθειά πίστη μπορεί να μείνει κοντά στο Θεό ακόμα και κάτω από τις πιό αντίξοες περιστάσεις, ακόμα και σε καιρούς τόσο χαλεπούς όσο και οι δικοί τους, με τους επαναστατικούς αναβρασμούς, τη σταλινική προσωπολατρία, τις προβληματικές ανθρώπινες σχέσεις, την επίσημη κρατική αθεία, το γενικό ποδοπάτημα της πίστεως, την ηθική κατάπτωση, τη διαρκή αστυνόμευση και τις καταδόσεις, την έλλειψη πνευματικών οδηγών.

Μήτε σε σκήτη μήτε σε μοναστήρι μακρινό συνάντησε ο Μιχαήλ τον Θεό, άλλα μέσα στην τύρβη της ζωής, στη λάσπη του κόσμου, στη σκληρή πάλη με τις δυνάμεις του κακού. Συστηματική πνευματική καθοδήγηση δεν είχε δεχτεί.

Συμπτωματικά μόνο είχε συναντήσει τρεις-τέσσερις ιερείς και είχε μιλήσει μαζί τους για πνευματικά θέματα. Για ένα χρόνο επίσης είχε στενή και ευφρόσυνη επικοινωνία με τον επίσκοπο Θεόδωρο, πού τον έκειρε μοναχό.

Ακολούθησαν δύο-τρία σύντομα γράμματα του καλού εκείνου επισκόπου. Κι ύστερα δεν απόμεινε στο Μιχαήλ παρά μόνο ο φλογερός, ο απερίγραπτος πόθος του να πλησιάζει όλο και πιό κοντά στον Κύριο.

Ακολούθησα άραγε το δρόμο της πίστεως; Πορευόμουνα σωστά προς τον Θεό; Ή μήπως λοξοδρόμησα; Δεν ξέρω…, αναρωτήθηκε με αγωνία.

Ο π. Αρσένιος όμως έβλεπε, πώς όχι μόνο δεν είχε ξεφύγει από το δρόμο πού του είχε δείξει ο επίσκοπος Θεόδωρος, αλλ' απεναντίας είχε προχωρήσει πολύ σ' αυτόν το δρόμο, ξεπερνώντας και τους οδηγούς του.

Η ζωή του Μιχαήλ έμοιαζε με πόλεμο, πόλεμο πολύχρονο για πνευματική και ηθική τελείωση μέσα στη μεγάλη θλίψη του κόσμου τούτου. Και ο π. Αρσένιος διαισθανόταν, ότι ο αγωνιστής μοναχός είχε νικήσει σ' αυτόν τον πόλεμο, πού έκανε μόνος ενάντια στο πολύμορφο κακό.

Ζώντας ανάμεσα στους ανθρώπους, αφοσιώθηκε στην επιτέλεση καλών έργων στο όνομα του Κυρίου. Είχε κλείσει μέσα στην καρδιά του σαν αναμμένη λαμπάδα τα αποστολικά λόγια: «Αλλήλων τα βάρη βαστάζετε, και ούτως αναπληρώσατε τον νόμον του Χριστού».

Ο π. Αρσένιος συνειδητοποιούσε όλο το πνευματικό μεγαλείο του Μιχαήλ και συνάμα συναισθανόταν την δική του αναξιότητα. Με θέρμη ζητούσε από το Θεό ενίσχυση, για ν' ανακουφίσει το μοναχό στις τελευταίες του στιγμές.

Όταν πιά ο Μιχαήλ είχε παραδώσει στον π. Αρσένιο, και μέσω εκείνου στο Θεό, όλα όσα τον βάραιναν, κοίταξε ερωτηματικά τον ιερέα, πού πήρε το φορτίο των αμαρτιών του.

Κι εκείνος, τρέμοντας, ψέλλισε τη συγχωρητική ευχή. Μόλις τελείωσε, μη μπορώντας να συγκρατηθεί άλλο, ξέσπασε σε λυγμούς.

Σας ευχαριστώ, είπε ο Μιχαήλ. Ηρεμήστε… Ήρθε η ώρα πού θέλησε ο Θεός… Να προσεύχεσθε για μένα, όσο θα ζείτε σ' αυτή τη γη. Έχετε ακόμα πολύ δρόμο μπροστά σας… Σας παρακαλώ, πάρτε το κασκέτο μου. Εκεί μέσα, κάτω απ' τον αριθμό, υπάρχει ένα σημείωμα για δύο ανθρώπους με μεγάλη ψυχή και πίστη. Είναι γραμμένες και οι διευθύνσεις τους. Όταν βρείτε την ελευθερία σας, να τους το πάτε. Σας χρειάζονται και τους χρειάζεστε… Ράψτε πάλι τον αριθμό στο κασκέτο. Και παρακαλέστε τον Κύριο για την ψυχή του μοναχού Μιχαήλ…

Σ' όλη τη διάρκεια της εξομολογήσεως, λες και ήταν μόνοι. Σαν να είχαν γίνει πολύ μακρινά όλα- ο θάλαμος, οι κρατούμενοι, οι συνθήκες και η ατμόσφαιρα του στρατοπέδου. Ήταν και οι δύο βυθισμένοι στην αίσθηση της παρουσίας του Θεού, στην καρδιακή προσευχή και στην ησυχία της εσωτερικής μονώσεως, πού τους έφερνε νοερά ενώπιον του Κυρίου.

Ο,τι τους βασάνιζε, ο,τι τους ανησυχούσε, ο,τι τους κρατούσε δεμένους στη γη, είχε χαθεί. Υπήρχε μόνον ο Θεός. Και τώρα ο ένας πήγαινε να Τον συναντήσει, ενώ ο άλλος γινόταν μάρτυρας του μεγάλου μυστηρίου του θανάτου.

Ο Μιχαήλ κρατώντας σφιχτά το χέρι του π. Αρσενίου, προσευχόταν. Και προσευχόταν με τόση αυτοσυγκέντρωση, ώστε είχε αποξενωθεί εντελώς από το περιβάλλον. Ο π. Αρσένιος πάλι, αποδιώχνοντας κάθε άλλο λογισμό, τον ακολουθούσε με υπομονή και ευλάβεια στην προσευχή του.

Και να! Ήρθε η στιγμή της «εξόδου». Τα μάτια του ετοιμοθάνατου φωτίστηκαν από μία ήρεμη έκσταση. Με φωνή πού μόλις ακούγονταν, ψιθύρισε:

«Μη απορρίψης με Κύριε»…

Ανασηκώθηκε στο κρεβάτι, άπλωσε μπροστά τα χέρια και είπε δυνατά:

Κύριε! Κύριε!

Έκανε να ανασηκωθεί περισσότερο, αλλ' αμέσως έπεσε ανάσκελα κι έμεινε ακίνητος. Στην όψη του ζωγραφίστηκε μία ειρηνική έκφραση, ενώ τα μάτια του, λαμπερά κι εκστατικά ακόμα, κοίταζαν ψηλά. Η ψυχή του είχε εγκαταλείψει το σώμα.

Συγκλονισμένος ο π. Αρσένιος, έπεσε στα γόνατα και άρχισε να προσεύχεται, να προσεύχεται όχι ικετευτικά, για την σωτηρία της ψυχής του μοναχού Μιχαήλ, αλλά δοξολογικά και ευχαριστιακά, για το μεγάλο δώρο πού του έκανε το άπειρο έλεος του Θεού: Να παραβρεθεί στο πιό φοβερό και πιό ακατάληπτο μυστήριο- το θάνατο ενός δικαίου!

Σηκώθηκε κι έσκυψε πάνω από τον νεκρό. Είδε το φως των ανοιχτών ματιών του να σβήνει σιγά-σιγά και να δίνει την θέση του σε μία αμυδρή καταχνιά. Τα βλέφαρα έκλεισαν αργά. Το πρόσωπο καλύφθηκε από μία σκιά, πού το έκανε επιβλητικό, ιλαρό και γαλήνιο.

Σκυμμένος πάνω από το λείψανο ο π. Αρσένιος προσεύχονταν. Μολονότι είχε γίνει μάρτυρας του θανάτου αυτού του μοναχού, δεν ένιωθε λύπη. Απεναντίας, τον πλημμύριζαν η ειρήνη και η χαρά. Είχε γνωρίσει έναν δίκαιο. Είχε γνωρίσει το έλεος και τη δόξα του Θεού.

Προσεκτικά τακτοποίησε τα ρούχα του νεκρού κι έβαλε μετάνοια μπροστά του. Τότε μόλις συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν σε έναν θάλαμο Στρατοπέδου Ειδικού Καθεστώτος. Σαν αστραπή πέρασε από το μυαλό του η σκέψη: Αυτό το στρατόπεδο είχε δεχθεί μία θεία επίσκεψη, τον ίδιο τον Κύριο, πού παρέλαβε την ψυχή του Μιχαήλ.

Λίγη ώρα έμενε ως το εγερτήριο. Ο π. Αρσένιος πήρε το κασκέτο του Μιχαήλ, ξήλωσε τον αριθμό και πήρε το κρυμμένο σημείωμα. Με την πρώτη ευκαιρία θα το έραβε μέσα στο δικό του κασκέτο.

Πήγε στον υπεύθυνο του θαλάμου και τον ενημέρωσε για το θάνατο. Εκείνος, από τους βετεράνους εγκληματίες, ρώτησε τον αριθμό του νεκρού και έδειξε κάποια συμπάθεια.

Ο θάλαμος ξεκλειδώθηκε. Οι κρατούμενοι βγήκαν τρέχοντας και μπήκαν στην γραμμή για την επιθεώρηση. Ο υπεύθυνος του θαλάμου πλησίασε τους επόπτες και ανέφερε:

Έχουμε κάποιον νεκρό, τον Β-382.

Ένας επόπτης μπήκε στο θάλαμο, κοίταξε τον νεκρό, τον σκούντησε με την μύτη της μπότας του και βγήκε.

Δύο ώρες αργότερα έφτασε ένα έλκηθρο από τον υγειονομικό σταθμό. Κατέβηκε ο γιατρός. Μπήκε μέσα, έριξε μία αδιάφορη ματιά στο πτώμα, σήκωσε το ένα βλέφαρο με το γαντοφορεμένο χέρι του και κάνοντας έναν μορφασμό απέχθειας, είπε στον κρατούμενο υπηρεσίας:

Γρήγορα πάρτε τoν!

Στο έλκηθρο βρίσκονταν ήδη μερικά πτώματα κοκαλωμένα από το κρύο. Το σώμα του Μιχαήλ μεταφέρθηκε έξω και τοποθετήθηκε πάνω στα άλλα. Ο οδηγός, πατώντας σε αυτά ανέβηκε στη θέση του.

Παγωνιά και ησυχία παντού… Το ψιλό χιόνι, καθώς έπεφτε στα πρόσωπα των νεκρών, έλιωνε αργά-θαρρούσες πώς έκλαιγαν.

Κοντά στην παράγκα οι επόπτες συζητούσαν με το γιατρό και τον κρατούμενο υπηρεσίας. Λίγο πιό πέρα ο π. Αρσένιος, με τα χέρια κολλημένα στο στήθος, προσευχόταν σιωπηλά.

Το έλκηθρο ξεκίνησε. Ο μπάτουσκα έβαλε βαθειά μετάνοια, σταύρωσε τους νεκρούς και μπήκε στο θάλαμο.

Ο οδηγός τίναξε με βρισιές τα γκέμια κι έκανε τα άλογα να προχωρήσουν. Το έλκηθρο, γλιστρώντας αργά, χάθηκε σύντομα πίσω από την παράγκα.