×

Używamy ciasteczek, aby ulepszyć LingQ. Odwiedzając stronę wyrażasz zgodę na nasze polityka Cookie.


image

Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ «ΖΕΚ-18376» π. Αρσένιος, 15. Η εξομολόγηση

15. Η εξομολόγηση

Αργά μια νύχτα ο Σαζίκωφ πήγε να βρει τον π. Αρσένιο. Ήταν φανερά ταραγμένος. Καθόταν, σηκωνόταν, στριφογύριζε, μιλούσε μια για το ένα και μια για το άλλο θέμα.

– Πάτερ Αρσένιε, είπε μετά από ώρα. Θέλω να εξομολογηθώ! Δεν θ' αργήσει να έρθει το τέλος, και με βαραίνουν αμαρτίες πολλές, πάρα πολλές…

Απέμεναν δυο ώρες ως το εγερτήριο. Αποσύρθηκαν σε μια γωνιά. Ο Σεραφείμ γονάτισε. Ο π. Αρσένιος έβαλε το χέρι στο κεφάλι του και βυθίστηκε στην προσευχή.

Πέρασαν μερικά λεπτά. Ο Σεραφείμ ήταν λουσμένος στον ίδρωτα. Αγωνιούσε, ζαλιζόταν, χανόταν… Μιλούσε κοφτά, μπερδεμένα, με μεγάλη δυσκολία.

Ο π. Αρσένιος σώπαινε. Δεν τον ρωτούσε, δεν τον βοηθούσε, δεν τον παρηγορούσε. Μόνο άκουγε και προσευχόταν.

Μέσα στο στρατόπεδο είχε εξομολογήσει αρκετούς, πολύ σπάνια όμως γερασμένους βετεράνους εγκληματίες. Αυτοί είχαν χάσει όλα τους τα αισθήματα. Η συνείδηση, η αγάπη, η δικαιοσύνη, η πίστη, η ανθρωπιά είχαν νεκρωθεί· είχαν πνιγεί μέσα στο αίμα, τη σκληρότητα, τη διαφθορά. Το παρελθόν, τους τρόμαζε το παρόν, τους απέλπιζε και μέλλον δεν υπήρχε.

[…]

Ο Σεραφείμ βασανιζόταν από τις τύψεις. Ήθελε να βάλει ένα τέρμα σ' αυτόν τον τρόπο ζωής. Μα δεν μπορούσε να βρει διέξοδο από τον υπόκοσμο προς τον κόσμο, δεν μπορούσε να ξεγλιστρήσει από το σιδερένιο δίχτυ των συντρόφων και συνενόχων, πού ήταν πάντα έτοιμοι να τιμωρήσουν σκληρά κάθε «δειλό», κάθε «προδότη». Και ο καιρός περνούσε…

Η ίδια πάντα ιστορία, ιστορία πού γνώριζε καλά ο π. Αρσένιος, η ιστορία των εγκληματιών πού γερνούσαν μέσα στην παρανομία – και τι να έκαναν;

Ο Σαζίκωφ έλεγε, έλεγε πολλά, μα δεν έκανε εξομολόγηση. Είχε προετοιμαστεί καλά. Έστυψε το μυαλό του· θυμήθηκε ακόμα και τα πιο μακρινά, και τα πιο ασήμαντα περιστατικά της ζωής του· κατέστρωσε ένα σχέδιο. Και τώρα, πού ήρθε η ώρα να εξομολογηθεί, τα έχασε. Πάγωσε. Μπερδεύτηκε. Μιλούσε, αλλά τα λόγια του ήταν ανακατωμένα, ο νους του θολωμένος και, πάνω άπ' όλα, η ψυχή του κρύα. Ακόμα κι όταν κατόρθωσε με πολύ κόπο να βρει την αυτοκυριαρχία του και να βάλει σε μια ταξη τις σκέψεις του, δεν έκανε παρά μια ξερή αφήγηση γεγονότων χωρίς μεταμέλεια, χωρίς συντριβή, χωρίς καμιά ψυχική συμμετοχή.

Ο π. Αρσένιος το έβλεπε και το κατανοούσε. Το παρελθόν του Σαζίκωφ πάλευε με το παρόν του. Και από την πάλη αυτή θ' άνοιγε ο δρόμος για το μέλλον του.

Έγινε μια μικρή παύση. Ο Σεραφείμ έκλαιγε. Μα η ψυχή του ήταν πάντα το ίδιο παγερή. Ο π. Αρσένιος κατάλαβε ότι χρειαζόταν βοήθεια. Ήταν η κατάλληλη στιγμή για να επέμβει.

– Για θυμήσου, του είπε, πόσο σε παρακαλούσε μέσα στο δάσος εκείνη η γυναίκα, πόσο ικέτευε να τη λυπηθείς… Μα εσύ δεν τη λυπήθηκες! Και αργότερα ένοιωθες ντροπή και αηδία για τον εαυτό σου…

Ο Σαζίκωφ κεραυνοβολήθηκε. Μέσα σε μια στιγμή κατάλαβε: Ο π. Αρσένιος τα ξέρει όλα! Ο π. Αρσένιος τα βλέπει όλα! Δεν υπήρχε λοιπόν λόγος να ψάχνει για λέξεις. Δεν υπήρχε λόγος να φοβάται ή να ντρέπεται. Θ' άνοιγε απλά την ψυχή του, πού ήταν κιόλας φλογισμένη. Και θ' άφηνε τα πάντα στα χέρια του εξομολόγου και του Θεού. Η εξομολόγηση είχε τελειώσει. Ο Σεραφείμ ήταν ακόμα γονατιστός, με το πρόσωπο λουσμένο στα δάκρυα. Τα είχε πει όλα. Είχε μετανοήσει για όλα. Και τώρα περίμενε. Περίμενε την άφεση ή την καταδίκη.

Ο π. Αρσένιος έσκυψε χαμηλά. Στο νου του είχε μόνο λόγια προσευχής. Λόγια για τον Σεραφείμ δεν έβρισκε. Μπροστά του ήταν ένας άνθρωπος πού εξομολογήθηκε με ειλικρίνεια, με επίγνωση της αμαρτωλότητάς του, με ψυχική οδύνη· μα ήταν συνάμα κι ένας άνθρωπος πού είχε διαπράξει ανατριχιαστικά κακουργήματα, πού είχε σκορπίσει το θάνατο, τον πόνο, τη συμφορά.

Ο ιερέας Αρσένιος, πού συγχωρεί και λύνει τα αμαρτήματα των ανθρώπων στο όνομα του Κυρίου, παλεύει τώρα με τον άνθρωπο Αρσένιο, πού δεν μπορεί να παραβλέψει και να συγχωρήσει μέσα σε μια στιγμη τόσα φρικτά εγκλήματα.

«Κύριε και Θεέ μου, δώσε μου φωτισμό για να κατανοήσω και δύναμη για να εκτελέσω το θέλημα Σου! Να δείξω στον Σεραφείμ το δρόμο Σου! Να τον βοηθήσω να συνέλθει, ν' αναγεννηθεί! Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησε μας και τους δύο, ελέησε μας τους αμαρτωλούς!»

Μια μυστική φωνή μίλησε μέσα του, μια φωνή πού τον πληροφόρησε ότι δεν χρειαζόταν να πει τίποτα, δεν χρειαζόταν καν να βάλει στη ζυγαριά της στενόκαρδης ανθρώπινης δικαιοσύνης τις αμαρτίες ενός βαθιά μετανοημένου ανθρώπου, πού είχε βρει τον Κύριο.

Σηκώθηκε, έσφιξε στο στήθος του το κεφάλι του Σεραφείμ και είπε:

– Με τη δύναμη και εξουσία πού μου δόθηκε από το Θεό, εγώ, ο ανάξιος ιερεύς Αρσένιος, συγχωρώ και λύνω τα αμαρτήματά σου. Από δω και εμπρός να κάνεις το καλό στους ανθρώπους, και ο Κύριος θα σε ελεήσει. Πήγαινε και ζήσε πια ειρηνικά. Ο Θεός θα σου δείξει το δρόμο. Όσο για μένα, θα είμαι παντοτινά κοντά σου, Σεραφείμ!

15. Η εξομολόγηση 15. The confession

Αργά μια νύχτα ο Σαζίκωφ πήγε να βρει τον π. Αρσένιο. Ήταν φανερά ταραγμένος. Καθόταν, σηκωνόταν, στριφογύριζε, μιλούσε μια για το ένα και μια για το άλλο θέμα.

– Πάτερ Αρσένιε, είπε μετά από ώρα. Θέλω να εξομολογηθώ! Δεν θ' αργήσει να έρθει το τέλος, και με βαραίνουν αμαρτίες πολλές, πάρα πολλές…

Απέμεναν δυο ώρες ως το εγερτήριο. Αποσύρθηκαν σε μια γωνιά. Ο Σεραφείμ γονάτισε. Ο π. Αρσένιος έβαλε το χέρι στο κεφάλι του και βυθίστηκε στην προσευχή.

Πέρασαν μερικά λεπτά. Ο Σεραφείμ ήταν λουσμένος στον ίδρωτα. Αγωνιούσε, ζαλιζόταν, χανόταν… Μιλούσε κοφτά, μπερδεμένα, με μεγάλη δυσκολία.

Ο π. Αρσένιος σώπαινε. Δεν τον ρωτούσε, δεν τον βοηθούσε, δεν τον παρηγορούσε. Μόνο άκουγε και προσευχόταν.

Μέσα στο στρατόπεδο είχε εξομολογήσει αρκετούς, πολύ σπάνια όμως γερασμένους βετεράνους εγκληματίες. Αυτοί είχαν χάσει όλα τους τα αισθήματα. Η συνείδηση, η αγάπη, η δικαιοσύνη, η πίστη, η ανθρωπιά είχαν νεκρωθεί· είχαν πνιγεί μέσα στο αίμα, τη σκληρότητα, τη διαφθορά. Το παρελθόν, τους τρόμαζε το παρόν, τους απέλπιζε και μέλλον δεν υπήρχε.

\[…\]

Ο Σεραφείμ βασανιζόταν από τις τύψεις. Ήθελε να βάλει ένα τέρμα σ' αυτόν τον τρόπο ζωής. Μα δεν μπορούσε να βρει διέξοδο από τον υπόκοσμο προς τον κόσμο, δεν μπορούσε να ξεγλιστρήσει από το σιδερένιο δίχτυ των συντρόφων και συνενόχων, πού ήταν πάντα έτοιμοι να τιμωρήσουν σκληρά κάθε «δειλό», κάθε «προδότη». Και ο καιρός περνούσε…

Η ίδια πάντα ιστορία, ιστορία πού γνώριζε καλά ο π. Αρσένιος, η ιστορία των εγκληματιών πού γερνούσαν μέσα στην παρανομία – και τι να έκαναν;

Ο Σαζίκωφ έλεγε, έλεγε πολλά, μα δεν έκανε εξομολόγηση. Είχε προετοιμαστεί καλά. Έστυψε το μυαλό του· θυμήθηκε ακόμα και τα πιο μακρινά, και τα πιο ασήμαντα περιστατικά της ζωής του· κατέστρωσε ένα σχέδιο. Και τώρα, πού ήρθε η ώρα να εξομολογηθεί, τα έχασε. Πάγωσε. Μπερδεύτηκε. Μιλούσε, αλλά τα λόγια του ήταν ανακατωμένα, ο νους του θολωμένος και, πάνω άπ' όλα, η ψυχή του κρύα. Ακόμα κι όταν κατόρθωσε με πολύ κόπο να βρει την αυτοκυριαρχία του και να βάλει σε μια ταξη τις σκέψεις του, δεν έκανε παρά μια ξερή αφήγηση γεγονότων χωρίς μεταμέλεια, χωρίς συντριβή, χωρίς καμιά ψυχική συμμετοχή.

Ο π. Αρσένιος το έβλεπε και το κατανοούσε. Το παρελθόν του Σαζίκωφ πάλευε με το παρόν του. Και από την πάλη αυτή θ' άνοιγε ο δρόμος για το μέλλον του.

Έγινε μια μικρή παύση. Ο Σεραφείμ έκλαιγε. Μα η ψυχή του ήταν πάντα το ίδιο παγερή. Ο π. Αρσένιος κατάλαβε ότι χρειαζόταν βοήθεια. Ήταν η κατάλληλη στιγμή για να επέμβει.

– Για θυμήσου, του είπε, πόσο σε παρακαλούσε μέσα στο δάσος εκείνη η γυναίκα, πόσο ικέτευε να τη λυπηθείς… Μα εσύ δεν τη λυπήθηκες! Και αργότερα ένοιωθες ντροπή και αηδία για τον εαυτό σου…

Ο Σαζίκωφ κεραυνοβολήθηκε. Μέσα σε μια στιγμή κατάλαβε: Ο π. Αρσένιος τα ξέρει όλα! Ο π. Αρσένιος τα βλέπει όλα! Δεν υπήρχε λοιπόν λόγος να ψάχνει για λέξεις. Δεν υπήρχε λόγος να φοβάται ή να ντρέπεται. Θ' άνοιγε απλά την ψυχή του, πού ήταν κιόλας φλογισμένη. Και θ' άφηνε τα πάντα στα χέρια του εξομολόγου και του Θεού. Η εξομολόγηση είχε τελειώσει. Ο Σεραφείμ ήταν ακόμα γονατιστός, με το πρόσωπο λουσμένο στα δάκρυα. Τα είχε πει όλα. Είχε μετανοήσει για όλα. Και τώρα περίμενε. Περίμενε την άφεση ή την καταδίκη.

Ο π. Αρσένιος έσκυψε χαμηλά. Στο νου του είχε μόνο λόγια προσευχής. Λόγια για τον Σεραφείμ δεν έβρισκε. Μπροστά του ήταν ένας άνθρωπος πού εξομολογήθηκε με ειλικρίνεια, με επίγνωση της αμαρτωλότητάς του, με ψυχική οδύνη· μα ήταν συνάμα κι ένας άνθρωπος πού είχε διαπράξει ανατριχιαστικά κακουργήματα, πού είχε σκορπίσει το θάνατο, τον πόνο, τη συμφορά.

Ο ιερέας Αρσένιος, πού συγχωρεί και λύνει τα αμαρτήματα των ανθρώπων στο όνομα του Κυρίου, παλεύει τώρα με τον άνθρωπο Αρσένιο, πού δεν μπορεί να παραβλέψει και να συγχωρήσει μέσα σε μια στιγμη τόσα φρικτά εγκλήματα.

«Κύριε και Θεέ μου, δώσε μου φωτισμό για να κατανοήσω και δύναμη για να εκτελέσω το θέλημα Σου! Να δείξω στον Σεραφείμ το δρόμο Σου! Να τον βοηθήσω να συνέλθει, ν' αναγεννηθεί! Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησε μας και τους δύο, ελέησε μας τους αμαρτωλούς!»

Μια μυστική φωνή μίλησε μέσα του, μια φωνή πού τον πληροφόρησε ότι δεν χρειαζόταν να πει τίποτα, δεν χρειαζόταν καν να βάλει στη ζυγαριά της στενόκαρδης ανθρώπινης δικαιοσύνης τις αμαρτίες ενός βαθιά μετανοημένου ανθρώπου, πού είχε βρει τον Κύριο.

Σηκώθηκε, έσφιξε στο στήθος του το κεφάλι του Σεραφείμ και είπε:

– Με τη δύναμη και εξουσία πού μου δόθηκε από το Θεό, εγώ, ο ανάξιος ιερεύς Αρσένιος, συγχωρώ και λύνω τα αμαρτήματά σου. Από δω και εμπρός να κάνεις το καλό στους ανθρώπους, και ο Κύριος θα σε ελεήσει. Πήγαινε και ζήσε πια ειρηνικά. Ο Θεός θα σου δείξει το δρόμο. Όσο για μένα, θα είμαι παντοτινά κοντά σου, Σεραφείμ!