17. Από τον σταθμό προσωρινής κρατήσεως
Το διορατικό χάρισμα του π. Αρσενίου γεννούσε την έκπληξη, το θαυμασμό αλλά και το φόβο σ' εκείνους που το διαπίστωναν. Ο ίδιος όμως δεν θεωρούσε τον εαυτό του χαρισματούχο, γιατί, με μιάν απέραντη απλότητα, πίστευε πώς η γνώση του περιεχομένου της ανθρώπινης ψυχής είναι κάτι το εντελώς φυσικό για έναν ιερέα.
Καταπληκτική ήταν επίσης η χαρισματική δύναμη της επιβολής του στους ανθρώπους. Όπως διηγόταν αργότερα ο Αφσένκωφ, καθοριστικό ρόλο στη μεταστροφή του και την πορεία του προς το Θεό έπαιξαν δύο περιστατικά που τάραξαν τα τελματωμένα νερά της καρδιάς του.
Κάποιο βράδυ, λίγο πριν κλειδωθούν οι παράγκες, έφτασαν στο στρατόπεδο μερικά καμιόνια. Έφεραν μια μεγάλη ‘'παρτίδα'' νέων κρατουμένων από κάποιον Σταθμό Προσωρινής Κρατήσεως. Οι επόπτες τους χώρισαν σε ομάδες και τους μοίρασαν στους θαλάμους.
Στην παράγκα του π. Αρσενίου πήγαν γύρω στα εικοσιπέντε άτομα. Δεν ήταν άνθρωποι, αλλά σκιές. Δεν μπορούσαν να σταθούν στα πόδια τους. Η ζωή των περισσοτέρων κρατιόταν από μια τρίχα. Τρεις μέρες είχαν να κοιμηθούν. Και δυό μέρες, όσο κράτησε το ταξίδι τους μέχρι το στρατόπεδο,είχαν μείνει πάνω στα καμιόνια,μέσα στη φονική παγωνιά, χωρίς τροφή και νερό. Ήταν θαύμα το ότι επέζησαν. Πολύ λίγοι εγκληματίες υπήρχαν ανάμεσά τους. Οι περισσότεροι ήταν πολιτικοί κρατούμενοι, και μάλιστα μορφωμένοι – γιατροί, μηχανικοί, αγρονόμοι, συγγραφείς – όλοι ‘'εχθροί του λαού''!
Όταν ήρθαν, είχε ήδη βραδυάσει. Οι κρατούμενοι είχαν πάει στους θαλάμους και το προσωπικό ετοιμαζόταν ν' αποσυρθεί. Μολαταύτα, ήταν αναγκαίο να δώσουν φαγητό και στους νεοφερμένους. Πώς θα γινόταν αυτό τέτοια ώρα? Έπρεπε ν' ανοίξουν τις αποθήκες, ν' ανάψουν πάλι τα καζάνια, να κόψουν ψωμί, να…, να…, και επιπλέον να συντάξουν σχετική αναφορά για το Τμήμα Τροφοδοσίας. Φασαρία. Μεγάλη φασαρία. Αποφάσισαν, λοιπόν, να τους αφήσουν νηστικούς ως την άλλη μέρα.
Μόλις μπήκαν στο θάλαμο οι νεοφερμένοι, όλων οι ματιές έπεσαν ερευνητικές επάνω τους. Ένας από τους ‘'παλιούς'' φώναξε:
- Ταχτοποιηθείτε στα άδεια κρεβάτια.
Τα άδεια κρεβάτια όμως ήταν μακριά από τις σόμπες. Και το κρύο φοβερό.
Οι εγκληματίες περιεργάζονταν επίμονα τους ‘'νέους'', καθώς έσερναν με δυσκολία τα πόδια τους – άλλοι στηρίζονταν στους τοίχους, άλλοι κρατιόντουσαν από τα κρεβάτια για να προχωρήσουν –, μα είδαν ότι δεν είχαν τίποτε αξιόλογο για να τους το αρπάξουν, έτσι, συνέχισαν τα χαρτιά, το ντόμινο ή τον ύπνο.
Ο π. Αρσένιος, όταν μπήκαν οι νεοφερμένοι, ήταν ξαπλωμένος και προσευχόταν. Αμέσως σηκώθηκε, τους κοίταξε με συμπάθεια και πήγε στον υπεύθυνο του θαλάμου, έναν γέρο εγκληματία με μεγάλη επιρροή.
- Πρέπει να τους βοηθήσουμε, του είπε. Είναι ταλαιπωρημένοι, παγωμένοι, πεινασμένοι. Αν δεν κάνουμε κάτι πολλοί θα ξεψυχήσουν ως το πρωί.
Ο υπεύθυνος σεβόταν τον π.Αρσένιο. Είχε ζήσει πολλά χρόνια μαζί του, ήξερε τι άνθρωπος είναι και τον αγαπούσε με τον δικό του τρόπο. Μα κάποιος από την παρέα του πετάχτηκε και, φτύνοντας στο πάτωμα, είπε βραχνά:
- Ας τους να ψοφήσουν. Μήπως εμείς θα γλυτώσουμε. Εγώ πάντως από το μερίδιό μου δεν τους δίνω να φάνε. Κατάλαβες παπούλη;
Άλλος δεν μίλησε. Όλοι όμως επιδοκίμαζαν σιωπηλά εκείνα τα σκληρά λόγια.
Επικράτησε για λίγο νεκρική σιγή. Τα βλέμματα τόσο των ‘'παλιών'' όσο και των ‘'νέων'' ήταν καρφωμένα στον π. Αρσένιο και τον υπεύθυνο του θαλάμου.
Ο παππούλης έκανε το σταυρό του και είπε με φωνή δυνατή αλλά ήρεμη:
- Εμείς θα βολευτούμε στα κρεβάτια που είναι μακριά από τις σόμπες, και στα δικά μας θα βάλουμε τους νεοφερμένους. Ο,τι φαγώσιμο έχετε βάλτε το στο τραπέζι. Πρέπει να ζεστάνουμε και νερό. Κάντε γρήγορα.
Οι εγκληματίες σηκώθηκαν σιωπηλά, σαν ντροπαλά και υπάκουα παιδιά, σκορπίστηκαν στο θάλαμο και τακτοποίησαν τους νεοφερμένους στα κρεβάτια τους. Ο,τι φαγώσιμο είχαν κρυμμένο, το έβγαλαν πρώτοι. Τους μιμήθηκαν, βέβαια, και οι άλλοι κρατούμενοι. Σε λίγα λεπτά είχαν συγκεντρωθεί τρόφιμα αρκετά για εικοσιπέντε άτομα. Ο π. Αρσένιος τα μοίρασε στους εξαντλημένους ανθρώπους. Τους έφερε και νερό ζεσταμένο στις σόμπες.
Έφαγαν, ήπιαν, κοιμήθηκαν. Επέζησαν όλοι, ενώ στους άλλους θαλάμους πέθαναν αρκετοί.
Την Τρίτη μέρα είχαν συνέλθει. Και την τέταρτη τους έστειλαν στη δουλειά.
[...]