19. Η χαρά
Είχε μπεί το 1952. Μια μέρα κάλεσαν τον π. Αρσένιο στο Ειδικό Τμήμα. Από τον ανθυπολοχαγό πέρασε αμέσως στον ταγματάρχη. Ο Αμπρόσιμωφ τον υποδέχθηκε χαρούμενα.
«Χαίρετε, π. Αρσένιε. Έχω ευχάριστα νέα. Απολύεται ο Αλέξανδρος Παύλοβιτς Αφσένκωφ.»
Ο παππούλης τον κοίταξε με απορία και έκπληξη. Ήταν δυνατόν? Ήξερε ότι, από τις χιλιάδες των κρατουμένων, τα τελευταία τρία χρόνια είχαν αφεθεί ελεύθεροι μόνο δέκα, από τους οποίους μάλιστα ο ένας πέθανε μόλις το έμαθε.
Ο ταγματάρχης, βλέποντας το ύφος του, χαμογέλασε.
«Μην αμφιβάλλετε, π. Αρσένιε. Ναι, ελευθερώνεται ο Αφσένκωφ, μετά από πολύχρονες και συντονισμένες προσπάθειες κάποιων καλών φίλων. Και όχι μόνο ελευθερώνεται, αλλά με απόφαση του Γενικού, αποκτά πάλι την προηγούμενη θέση του στο κόμμα. Αύριο θα τον καλέσω για να του το ανακοινώσω. Φοβάμαι όμως μην πάθει τίποτα, γιατί η καρδιά του είναι πολύ αδύναμη. Σας παρακαλώ λοιπόν να τον προετοιμάσετε κατάλληλα και προσεκτικά. Ξέρετε εσείς τον τρόπο».
Ο Αμπρόσιμωφ σταμάτησε απότομα. Το χαμόγελο χάθηκε από τα χείλη του. Το πρόσωπό του σκοτείνιασε.
«Είπα στην αρχή ότι έχω ευχάριστα νέα. Βέβαια, δεν είναι όλα ευχάριστα. Για εσάς δεν υπάρχει τίποτα. Θέλω να σας βοηθήσω και δεν μπορώ. Είστε, βλέπετε, άνθρωπος της εκκλησίας. Μόνο με προσωπική εντολή του Μπέρια θα μπορούσε κάτι να γίνει. Αν πάντως μου δοθεί η παραμικρή ευκαιρία, θα κάνω για εσάς ό,τι περνάει από το χέρι μου. Ασφαλώς και ο Αλέξανδρος Παύλοβιτς τώρα πια».
Η όψη του ταγματάρχη φωτίστηκε πάλι. Αναστέναξε βαθιά και συνέχισε:
«Με αποκαθιστούν και εμένα. Με συγχώρησαν. Επανέρχομαι στον βαθμό του στρατηγού και τοποθετούμαι πάλι στην υπηρεσία αντικατασκοπίας. Αχ, σ' όλη μου τη ζωή υπηρέτησα το κράτος και την πατρίδα. Στον πόλεμο δεκάδες ταξιαρχίες έσωσα με τις πληροφορίες που συγκέντρωσα. Και μετά, στάθηκα εμπόδιο στα σχέδια κάποιου. Αυτό ήταν αρκετό για να συγκοφαντηθώ στον Γενικό σαν πράκτορας των Γερμανών. Είχαν στοιχεία, λέει, για κάποια επικοινωνία μου με τους εχθρούς. Τι στοιχεία τίποτα δεν υπήρχε. Όλα ήταν ψέματα. Όλα στημένα. Γλίτωσα το απόσπασμα, αλλά κέρδισα το στρατόπεδο. Έφρυξα με όσα είδα εδώ μέσα. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι στο παρασκήνιο του κρατικού μας μηχανισμού υπάρχει ένας τέτοιος άδης. Τι απανθρωπιά, τι κτηνωδία. Γιατί όλα αυτά, γιατί. Πέτρι Αντρέγεβιτς, αφού προς το παρόν δεν μπορώ να βοηθήσω εσάς, δώστε μου σας παρακαλώ μερικά ονόματα κρατουμένων για τους οποίους θέλετε να ενδιαφερθώ. Φεύγοντας από εδώ, θα επιθυμούσα να ανακουφήσω κάποιους ανθρώπους. Ποιούς όμως. Νομίζω πως εσείς γνωρίζετε καλύτερα από τον καθένα».
Ο π. Αρσένιος κοίταξε τον Αμπρόσιμωφ σκεφτικά.
«Σας ευχαριστώ, σας ευχαριστώ. Το ξέρω πως δεν μπορείτε να με βοηθήσετε. Θα με βοηθήσει ο Κύριος όταν έρθει η ώρα. Όσο για άλλους, αξίζουν νομίζω την βοήθειά σας δύο πολιτικοί κρατούμενοι. Ο γιατρός Ντενίσσωφ και ο νεαρός Αλέξιος Νίκωνωφ, καθώς και δύο ποινικοί, ο Σαζίκωφ και ο Τρίφωνωφ. Αν δεν μπορείτε να κάνετε κάτι καλύτερο, τουλάχιστον φροντίστε να τους μεταφέρετε σε ένα απλό στρατόπεδο όπου οι συνθήκες είναι πιο ανθρώπινες».
Για τον Σέρι, παράξενο, δεν ζήτησε τίποτα.
«Σας το υπόσχομαι».
«Και όταν επιστρέψετε στην Μόσχα, θα σας συμβούλευα αν είναι δυνατό, να αλλάξετε επάγγελμα. Μην συνεχίσετε να υπηρετείτε την κρατική εγκληματικότητα. Φύγετε μέσα από τη φωτιά αλλιώς θα καείτε. Σώσε τη ψυχή σας».
Ο Αμπρόσιμωφ άκουγε σιωπηλός. Στο νου του ήρθαν πάλι οι παιδικές του αναμνήσεις. Διαισθανόταν ότι ο γέροντας που είχε απέναντί του – ένας αληθινός χριστιανός, σαν τους ήρωες των βιβλίων πού διάβαζε κάποτε – γνώριζε πολλά για το παρελθόν του. Μα… μήπως και για το μέλλον του? Ανατρίχιασε. Διώχνοντας μακριά αυτή τη σκέψη, σηκώθηκε όρθιος και πλησίασε τον π. Αρσένιο.
«Δεν ξέρω αν θα σας ξανασυναντήσω», είπε με φωνή σπασμένη από τη συγκίνηση. «Γι' αυτό θέλω να σας πω ότι η γνωριμία μου μαζί σας άλλαξε τη ζωή μου. Τώρα πια πολλά βλέπω με άλλο μάτι. Και πολλά καταλαβαίνω. Καταλαβαίνω την πίστη σας. Καταλαβαίνω την γυναίκα μου και την Βέραντα Νίλοβα. Μην με ξεχνάτε, π. Αρσένιε, τις προσευχές σας».
Ο π. Αρσένιος τον αγκάλιασε από τους ώμους.
«Ο Θεός να σας φυλάει Σέργε Πετρόβιτς. Μη λησμονείτε τους συνανθρώπους σας. Να τους συντρέχετε. Όπου και αν βρεθείτε, να κάνετε το καλό. Θα ξανασυναντηθούμε».
Έκανε βαθιά υπόκλιση και βγήκε.
Μετά από χρόνια ο Αμπρόσιμωφ θυμόταν:
«Η επιστροφή στην Μόσχα δεν μου έδωσε χαρά. Βρήκα όλα όσα είχα χάσει, μα δεν ήμουν ευτυχισμένος. Αφού βασανίστηκα πολύ, αποφάσισα να παραιτηθώ και να αλλάξω δουλειά. Δυσκολεύτηκα, αλλά το κατόρθωσα. Με βοήθησε και ο Αλέξανδρος Παύλοβιτς».
«Στο μεταξύ απολύθηκε και ο π. Αρσένιος. Δεν αποφάσιζα, όμως, να τον συναντήσω. Μέσα μου υπήρχε διστακτικότητα, υπήρχε σύγχυση, μα προπαντός υπήρχε απελπισία, μια θανάσιμη απελπισία. Αναλογιζόμουν πόσα φοβερά είχα διαπράξει, και με τρόμο σκεφτόμουν ότι δεν θα με συγχωρούσε ποτέ ο Θεός. Δεν είχα μιλήσει σε κανέναν για το ψυχικό μου δράμα. Ώσπου μια μέρα ο Αλέξανδρος Παύλοβιτς μου έφερε ένα σημείωμα από τον π. Αρσένιο: ‘'να θυμάστε ότι ο Κύριος, που μας τιμωρεί για τις αμαρτίες μας, είν' Εκείνος, πού με την άπειρη ευσπλαχνία Του, και τις συγχωρεί. Δεν υπάρχει αμαρτία τόσο βαρειά, πού να μη σβήνεται με τη μετάνοια και την προσευχή''. Αποσβολώθηκα! Ο π. Αρσένιος γνώριζε την κατάστασή μου!»
«Έτρεξα αμέσως κοντά του. Από τότε με στήριξε και με ενίσχυσε πολύ. Χάρη σ' αυτόν βρήκα την πίστη. Είχα, βέβαια, πολλές μεταπτώσεις. Συχνά με ταλαιπωρούσε η ολιγοπιστία. Συχνά μ' έπνιγαν οι αμφιβολίες. Συχνά με πολεμούσαν ο εγωισμός και ο ορθολογισμός μου. Ο π. Αρσένιος μου έλεγε: ‘'στο δρόμο της ζωής σας – με την έλλειψη πνευματικών αξιών, με το ιδεολογικό αφιόνισμα, με την ψυχική αλλοτρίωση – οι αμφιβολίες και οι μεταπτώσεις είναι φυσικές και αναπόφευκτες. Εσείς όμως πιά ψηλαφήσατε το Θεό. Και γνωρίζετε το δρόμο πού οδηγεί σ' Αυτόν. Είναι ο βιωματικός δρόμος της εμπειρίας. Ακολουθήστε τον, και τα βάρη του παρελθόντος σας δεν θ' αργήσουν ν' αντικατασταθούν από το ελαφρύ φορτίο της πίστεως και της αγάπης του Χριστού''. Υπέροχος άνθρωπος ο π. Αρσένιος, γνήσιος ακόλουθος και μιμητής του Κυρίου».
Ο π. Αρσένιος γύρισε στο θάλαμο με ανάμικτα αισθήματα. Κάποιοι φίλοι θα έφευγαν από το Ειδικό, κι αυτό τον γέμιζε χαρά. Μα η σκέψη του αποχωρισμού του γεννούσε κάποια θλίψη.
Το βράδυ πληροφόρησε τον Αφσένκωφ για την απελευθέρωσή του. Πέρασαν όλη τη νύχτα με συζήτηση και προσευχή. Η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη από τη συγκίνηση. Τα δάκρυα του Αφσένκωφ αστείρευτα. Τα βιώματα συνταρακτικά. Οι σκέψεις χείμαρρος…
Είχε έρθει στο στρατόπεδο με τα ιδανικά του γκρεμισμένα, με τα όνειρά του θαμμένα, με την ψυχή του γεμάτη πίκρα και απογοήτευση. Και όσα έζησε εδώ, τον οδήγησαν στην έσχατη απόγνωση, στο μίσος για τους ανθρώπους, στην αποζήτηση του θανάτου. Είχε αποφασίσει ν' αυτοκτονήσει, όταν στη ζωή του μπήκε ο π. Αρσένιος. Αυτός ο επίγειος άγγελος, με την απέραντη αγάπη και την πνευματική χάρη, του έδωσε κουράγιο και ελπίδα, τον γέμισε με πίστη και υπομονή, του έδειξε το δρόμο προς το θεό, την Αλήθεια και τη Ζωή.
Αγκαλιάστηκαν κλαίγοντας.
«Μη με ξεχνάτε, π. Αρσένιε», είπε ο Αφσένκωφ, ανάμεσα στους λυγμούς του. «Με τους δικούς σας, που τώρα είναι και δικοί μου, με τα τέκνα και τα αδέλφια σας τα πνευματικά, θα συναντιόμαστε συχνά. Να προσεύχεστε για όλους μας».
Πρωί-πρωί, πριν από την επιθεώρηση, αποχαιρέτησε τον Σαζίκωφ και τον Αλέξιο. Ήξερε ότι δεν θα τον άφηναν να ξανάρθει στο θάλαμο μετά την ανακοίνωση της απολύσεώς του.
Τέσσερις εβδομάδες αργότερα, εντελώς ξαφνικά, κάλεσαν στο Ειδικό Τμήμα τέσσερις κρατούμενους, τους Σαζίκωφ, Νίκωνωφ, Ντενίσσωφ και Τρίφωνωφ. Στην παράγκα δεν ξαναφάνηκαν. Ο Σέργιος Πετρόβιτς – ο στρατηγός πια Αμπρόσιμωφ – είχε κρατήσει την υπόσχεσή του.