21. Η ανάκριση
Μετά την αναχώρηση του Αμπρόσιμωφ άλλαξαν δυό διευθυντές στο Ειδικό Τμήμα. Όταν την διεύθυνση ανέλαβε ένας ηλικιωμένος αντισυνταγματάρχης, σκοτεινός και αινιγματικός, το τμήμα στελεχώθηκε με νέα πρόσωπα. Οι έλεγχοι πύκνωσαν, η δουλειά σκλήρυνε, η ζωή έγινε πιό αφόρητη.
Τώρα καλούσαν πολλούς για ανάκριση. Οι απειλές, τα χτυπήματα, η απομόνωση ήταν πιά φαινόμενα ρουτίνας, άσκοπα όμως και παράλογα – τι ήθελαν να βγάλουν από ανθρώπους ξοφλημένους και ουσιαστικά καταδικασμένους σε θάνατο? Και όμως, η διοίκηση δεν έπαυε να δημιουργεί ζητήματα, να κάνει έρευνες, να ‘'αποκαλύπτει'' συνωμοσίες, να επιβάλλει τιμωρίες, να παρατείνει τις ποινές, κάπου-κάπου να στέλνει και στο απόσπασμα.
Στα μέσα Μαρτίου κάλεσαν και τον π. Αρσένιο για ανάκριση. Ανακριτής ήταν ο ταγματάρχης Οντίτσεφ, άνθρωπος μέτριου αναστήματος με φαλακρό μακρόστενο κεφάλι, άχρωμα μάτια και λεπτά χείλη. Στητός και καλοντυμένος, με πατρικό και αφοπλιστικά ευγενικό ύφος, στις ανακρίσεις γινόταν δαίμονας, ένα τέρας αγριότητας και αιμοδιψίας. Οι κρατούμενοι τον αποκαλούσαν ευφημιστικά Λάσκοβιι (=γλυκύς). Μα του είχαν δώσει και δεύτερο παρατσούκλι: ‘'ας αρχίσουμε παρακαλώ''. Ήταν η στερεότυπη φράση, με την οποία άρχιζε κάθε ανάκριση.
Ο π. Αρσένιος μπήκε αθόρυβα. Ο Οντίτσεφ ήταν σκυμμένος πάνω από μια στοίβα χαρτιά. Για πολλή ώρα έμεινε αμίλητος. Μετά ανασηκώθηκε, ακούμπησε στην πλάτη της καρέκλας και είπε με προσποιητή ευγένεια:
Χαίρομαι για τη γνωριμία, Πέτρε Αντρέγιεβιτς! Χαίρομαι! Ασφαλώς θα έχετε ακούσει για μένα, Ταγματάρχης Οντίτσεφ!
Ναι, έχω ακούσει, κύριε ταγματάρχα.
Καλά λοιπόν… Ας αρχίσουμε, παρακαλώ! Πρέπει να παραδεχθείτε ο,τι πω, αλλιώς θα λουσθείτε στο αίμα! Είναι γνωστή η διαδικασία πού ακολουθώ.
Ο ταγματάρχης είχε πετάξει πολύ σύντομα το προσωπείο του.
Μιλήστε μου…
Για ποιό πράγμα?
Για την οργάνωση, παπά! Για τη συνωμοτική οργάνωση πού έχει δημιουργηθεί μέσα στο στρατόπεδο με σκοπό τη δολοφονία του συντρόφου Στάλιν! Τα ξέρουμε όλα! Άκουσέ με… σε πρόδωσαν. Μην το τραβάς! Αφού έχεις ακούσει για μένα, μην το τραβάς! Όσο πιό γρήγορα ομολογήσεις, τόσο καλύτερα για σένα.
Ο π. Αρσένιος ένιωσε τα νεύρα του να δένονται σ' έναν κόμπο. ‘'Θεέ μου, μη μ' αφήσεις, τον αμαρτωλό! Δέσποινα τ' ουρανού, είμαι αδύναμος, βοήθησέ με για ν' αντέξω στη δοκιμασία τούτη!''
Για καμιάν οργάνωση δεν γνωρίζω και τίποτα δεν μπορώ να παραδεχθώ, είπε ήρεμα.
Α, ώστε έτσι! Παπά, δεν θα παίξω μαζί σου! Εσένα, βέβαια, δεν σε νοιάζει κι αν θα ψοφήσεις, έτσι κι αλλιώς είσαι μισοτελειωμένος, για μένα όμως έχει μεγάλη σημασία αυτή η υπόθεση. Κάτσε κάτω και γράφε ό,τι θα σου υπαγορεύω.
Κύριε ταγματάρχα, μπορώ να σας κάνω μιάν ερώτηση?
Εδώ ήρθες για ν' απαντάς μονάχα, όχι για να ρωτάς. Τέλος πάντων, θα ψοφήσεις πού θα ψοφήσεις…λέγε!
Ξέρετε πόσοι με ανέκριναν ως τώρα? Αν δεν ξέρετε, ρίξτε, σας παρακαλώ, μια ματιά στο φάκελό μου, και θα βεβαιωθείτε ότι δεν έκανα ποτέ ψευδείς ομολογίες ούτε συκοφάντησα κανέναν. Κι ας με απείλησαν! Κι ας με χτύπησαν, κάποτε μάλιστα πολύ βαριά!
Ο Οντίτσεφ σηκώθηκε βαριεστημένα, έκανε μια βόλτα γύρω απ' το τραπέζι και έσπρωξε προς το μέρος του π. Αρσενίου ένα φύλλο χαρτί κι έναν στυλογράφο.
Όσοι κι αν σε ανέκριναν, σ' εμένα θα τα γράψεις όλα! Είπε παγερά.
Όχι, δεν θα γράψω τίποτε! Αποκρίθηκε το ίδιο παγερά μα και αποφασιστικά ο π. Αρσένιος. Στο στρατόπεδο δεν υπάρχει καμιά συνωμοτική οργάνωση. Εσείς σκηνοθετείτε συνωμοσίες, για να τις ‘'αποκαλύψετε'' στη συνέχεια και να κερδίσετε έτσι την εύνοια των αφεντικών σας! Βασανίζετε και θανατώνετε αθώους ανθρώπους!
Ο Οντίτσεφ πλησίασε πιό κοντά. Το στόμα του είχε στραβώσει και τα χείλη του έτρεμαν. Τα άχρωμα μάτια του ήταν τώρα ζωηρά, πετούσαν σπίθες. Σχεδόν τραυλίζοντας, μουρμούρισε:
Αγαπητέ μου δεν ξέρεις τι θα πάθεις τώρα.
‘'Κύριε, βοήθησέ με!''. Αυτό μόνο πρόλαβε να πεί με το νου του ο π. Αρσένιος. Ένα φοβερό χτύπημα στο κεφάλι τον έριξε από την καρέκλα στο πάτωμα. Πριν χάσει τις αισθήσεις του, σκέφτηκε πώς είχε πιά φτάσει το τέλος του.
Συνερχόταν πότε-πότε για κλάσματα δευτερολέπτων. Τότε ένιωθε στο σώμα του τα χτυπήματα από τις μπότες και στο πρόσωπό του τα ξεσκίσματα από τη μεταλλική πόρπη της στρατιωτικής ζώνης του Οντίτσεφ. Προσπαθούσε να προσευχηθεί, αλλά δεν προλάβαινε να πεί δυό-τρεις λέξεις και βυθιζόταν πάλι στο σκοτάδι – ένα σκοτάδι πού κάποια στιγμή έγινε απόλυτο και οριστικό.
Συνήλθε για λίγο στο δρόμο προς την παράγκα. Το μόνο πού κατάλαβε ήταν ότι μερικά χέρια τον κρατούσαν γερά και τον κουβαλούσαν.
Συνήλθε για δεύτερη φορά στο κρεβάτι του, στο θάλαμο. Κάποιος του σκούπιζε το πρόσωπο με βρεγμένο πανί και έλεγε:
Δεν θα τη βγάλει ως το πρωί ο γέρος. Τον ξέκανε το κάθαρμα ο Λάσκοβιι.
Όταν συνήλθε πάλι, ένιωθε αφόρητους πόνους σ' όλο του το σώμα. Προσπάθησε να θυμηθεί τι είχε γίνει, να καταλάβει πού βρισκόταν. Νόμιζε ότι τον ανακρίνουν ακόμα. Σε μια στιγμή του φάνηκε ότι κάποιος του έκοβε το κεφάλι.
Αγωνιζόταν να προσευχηθεί. Μα ο νους του δεν είχε τη δύναμη να κρατήσει την προσευχή. Την έπιανε και στη στιγμή την έχανε. Ο πόνος, αυτός ο καθολικός κι αβάσταχτος πόνος, απομάκρυνε κάθε άλλο αίσθημα ή σκέψη, έριχνε στη λήθη κάθε γεγονός, κομμάτιαζε την αυτοσυνειδησία. Περίμενε… περίμενε πιό δυνατά χτυπήματα,πιό άγριες φωνές, πιό δυνατό πόνο… περίμενε το θάνατο.
Κάποιος του γύρισε το κεφάλι στο πλάι. Ένιωσε κάτι να τον τρυπάει και να τον καίει. Και μετά άκουσε μιάν άγνωστη φωνή:
Γρήγορα, φέρτε μου δυό ενέσεις καμφοράς. Προσοχή στο ιώδιο, να μην πέσει στα μάτια! Ετοιμάστε ο,τι χρειάζεται για τις διαρραφές… πώς μπόρεσε αυτό το κτήνος να σακατέψει έτσι τον άνθρωπο?… ξυρίστε το κεφάλι προσεκτικά!
Ο π. Αρσένιος ένιωσε δυό χέρια να του ξυρίζουν απαλά τα μαλλιά. Ήταν ξαπλωμένος χωρίς ρούχα πάνω σε κάτι σκληρό και κρύο. Αυτή ήταν η τελευταία του αίσθηση, πριν χάσει γι' άλλη μια φορά κάθε επαφή με το περιβάλλον.
Τρεις ημέρες έμεινε αναίσθητος σ' ένα κρεβάτι του νοσοκομείου.
Πρώτα συνειδητοποίησε ότι τα μάτια του ήταν δεμένα με επιδέσμους, όπως και όλο το κεφάλι. Προσπάθησε να καταλάβει πού βρίσκεται. Στο γραφείο του ανακριτή? Στο θάλαμο? Ή κάπου αλλού? Χρειάστηκε πολύ χρόνο για ν' αντιληφθεί πώς ήταν στο νοσοκομείο.
Άρχισε να προσεύχεται νοερά. Πολύ σύντομα, όμως, η ένταση της προσευχής του προκάλεσε δυνατό πόνο στο κεφάλι. Και μετά τον πόνο ήρθε το σκοτάδι της αμνησίας. Κράτησε αρκετές ημέρες αυτός ο αγώνας: προσευχή – πόνος – αμνησία.
Καθημερινά πάσχιζε ν' αρπάξει – ναι, κυριολεκτικά ν' αρπάξει – ακόμα λίγα λόγια προσευχής, όλο και περισσότερα λόγια προσευχής… ώσπου τελικά η προσευχή νίκησε. Νίκησε και έμεινε οριστικά στο νου του.
Πότε-πότε ένιωθε δυό χέρια να τον αγγίζουν στοργικά. Άλλοτε πάλι κάποιος τον τάιζε και συνάμα του γλυκομιλούσε.
Ελάτε, κουράγιο! Επιζήσατε.
Η φωνή ήταν ζεστή, με προφορά εβραϊκή.
Δεν πίστευα ότι θα γλυτώσετε. Αύριο θα λύσω το πρόσωπό σας. Σας …επιδιορθώσαμε! γίνατε σχεδόν καινούργιος!
Πράγματι, την άλλη μέρα ο γιατρός, ο Λέων Μιχαήλοβιτς, του έβγαλε προσεκτικά τους επιδέσμους από το κεφάλι και τα μάτια.
Σιγά-σιγά! Τώρα θα δούμε… λοιπόν, αγαπητέ μου, στο πρόσωπό σας δεν έχει μείνει σχεδόν κανένα σημάδι! Θαυμάσια! Χαίρομαι για σας.
Ο π. Αρσένιος μπόρεσε τώρα να δει ένα ήμερο και καλοσυνάτο πρόσωπο σε μικρή απόσταση από το δικό του. Δυό μεγάλα μάτια τον κοίταζαν με συμπάθεια πίσω από χοντρούς μυωπικούς φακούς.
Θα σας κρατήσω εδώ όσο περισσότερο μπορέσω. Θα σας κρατήσω για να μην ξαναπέσετε στα χέρια αυτού του θηρίου. Ζητήστε τη βοήθεια του Θεού σας, αλλιώς θα σας σκοτώσει!
Πάνω από σαράντα μέρες έμεινε στο νοσοκομείο ο π. Αρσένιος. Και όταν έφευγε, ήταν πολύ συγκινημένος. Με δάκρυα τον αγκάλιασε και ο Λέων Μιχαήλοβιτς, αυτός ο υπέροχος άνθρωπος και εξαίρετος γιατρός, όταν τον αποχαιρετούσε.
Δεν είναι δυνατόν να συνεχιστούν όλ' αυτά, είπε με σιγουριά. Δεν είναι δυνατόν. Θα τελειώσουν σύντομα τα βάσανά μας, θα βγούμε απ' αυτόν τον άδη και θα συναντηθούμε ελεύθεροι.
(και πράγματι, το 1963 ξανασυναντήθηκαν).
Στο θάλαμο ο π. Αρσένιος βρήκε πολύ λίγους από τους παλιούς και γνώριμους συγκρατουμένους. Τους πιό πολλούς τους είχαν στείλει στα μεταλλεία. Μα και ο Οντίτσεφ στο μεταξύ είχε πάρει μετάθεση.
Τρεις μήνες αργότερα τον κάλεσαν πάλι στο Ειδικό Τμήμα.Παρουσιάστηκε στο διευθυντή, έναν μελαγχολικό και δυσκίνητο τύπο με μολυβένιο βλέμμα.
Εφτάψυχος είσαι! Του είπε, αφού πρώτα τον περιεργάστηκε απ' την κορφή ως τα νύχια. Όχι μόνο δεν τα τίναξες μέσα σε τούτο το στρατόπεδο, μα κι απ' τα χέρια του Οντίτσεφ γλύτωσες. Χαλάλι σου!… Τώρα όμως ήρθε κι απ' τη Μόσχα εντολή: να σε προσέξουμε, λέει. Να μην πεθάνεις… δεν μπορώ να καταλάβω… τέλος πάντων, ζήσε! Θα διατάξω να μη σου αναθέτουν βαριές δουλειές. Πήγαινε!
Δεν ξανακάλεσαν τον π. Αρσένιο στο Ειδικό έως το θάνατο του Πρώτου. Θα του θύμιζαν όμως για πάντα τις ανακρίσεις οι ουλές, πού έμειναν στο σώμα και το κεφάλι του.