Pyrrhus of Epirus: The great enemy of Rome [ENG/GR subtitles]
Αναμφίβολα, ο βασιλιάς των Μολοσσών της Ηπείρου, Πύρρος, υπήρξε κορυφαίος στρατηγικός νους
και ένας από τους σημαντικότερους στρατηλάτες της αρχαίας ιστορίας.
Αποτέλεσε μία χαρακτηριστική περίπτωση Έλληνα ηγεμόνα που ανέδειξε ένα ταπεινό βασίλειο,
το κατέστησε μεγάλη δύναμη και προσπάθησε να δημιουργήσει μια μεγάλη αυτοκρατορία.
Ο Πύρρος ο Α΄ γεννήθηκε το 319 ή το 318 π.X. στην Ήπειρο.
Ήταν γιος του βασιλιά των Μολοσσών Αιακίδη και της Φθίας της Β', κόρης ενός ήρωα του Λαμιακού Πολέμου από τη Θεσσαλία.
Υπήρξε δε συγγενικό πρόσωπο του Μ. Αλεξάνδρου, καθώς η γιαγιά του Πύρρου, Τρωάδα Α', ήταν αδερφή της μητέρας του Αλεξάνδρου, Ολυμπιάδας.
Περί το 316 π.Χ. οργανώθηκε κίνημα κατά του πατέρα του Αιακίδη, ο οποίος οδηγήθηκε στην εξορία, ενώ οι πολιτικοί του σύμμαχοι θανατώθηκαν.
Ωστόσο μια ομάδα υποστηρικτών του, κατάφερε να φυγαδεύσει τον 2χρονο Πύρρο στην αυλή του ηγεμόνα των Ταυλαντίων Ιλλυριών, Γλαυκία.
Ο Γλαυκίας θεώρησε πως έλαβε θεϊκά σημάδια να προστατεύσει τον Πύρρο, κι έτσι η γυναίκα του τον ανέθρεψε μαζί με τα δικά τους παιδιά.
Όταν ο Πύρρος έγινε δώδεκα ετών, ο Γλαυκίας τον αποκατέστησε στην βασιλεία της Ηπείρου,
θεωρώντας ότι θα έχει τη δυνατότητα να τον επηρεάζει προς το συμφέρον του.
Όμως, σε ηλικία 17 ετών όταν ο Πύρρος έλειπε σε ένα ταξίδι στην Ιλλυρία,
οι πολιτικοί του αντίπαλοι οργάνωσαν κίνημα εναντίον του και τοποθέτησαν βασιλιά τον θείο του, Νεοπτόλεμο Γ'.
Τότε ο Πύρρος κατέφυγε στο πλευρό του Δημητρίου του Πολιορκητή.
Το 301 π.Χ. συμμετείχε μαζί του στη Μάχη της Ιψού, μια σφοδρή σύγκρουση ανάμεσα στους διαδόχους του Μ. Αλεξάνδρου.
Ο Δημήτριος ηττήθηκε κι όταν αργότερα έκλεισε συμφωνία με τον βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίο
κι έπρεπε να σταλούν όμηροι ως εγγύηση, ο Πύρρος δέχτηκε να πάει ο ίδιος.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αίγυπτο, κέρδισε την εκτίμηση του Πτολεμαίου,
διακρινόμενος για τον χαρακτήρα του και τις καλές επιδόσεις στον αθλητισμό και το κυνήγι.
Κατόπιν, ο Πτολεμαίος τον ενίσχυσε με χρήματα και στρατιώτες για να ανακαταλάβει την κυριαρχία της Ηπείρου.
Η επιστροφή του περί το 297 π.Χ. γέμισε με αισιοδοξία τους Ηπειρώτες υπηκόους του,
οι οποίοι είχαν βρει στο πρόσωπο του Νεοπτόλεμου έναν τυραννικό και ανάξιο βασιλιά.
Αρχικά, οι δύο τους ήρθαν σε συμφωνία, η οποία προέβλεπε τη συμβασιλεία τους στα εδάφη της Ηπείρου.
Ο Νεοπτόλεμος όμως οργάνωσε απόπειρα δολοφονίας κατά του Πύρρου, την οποία ο τελευταίος πληροφορήθηκε και τον θανάτωσε.
Έχοντας πλέον εδραιώσει την βασιλεία του στην Ήπειρο, άρχισε να κάνει φιλόδοξα σχέδια.
Πρώτος του στόχος ήταν η Μακεδονία, όπου μετά το θάνατο του Κασσάνδρου, οι γιοι του,
Αλέξανδρος Ε' και Αντίπατρος Β' μάχονταν μεταξύ τους.
Το 294 π.Χ., ο Αλέξανδρος ο Ε' κάλεσε τον Πύρρο για βοήθεια, δίνοντάς του ως αντάλλαγμα εδάφη της Μακεδονίας,
καθώς και τις περιοχές Αμβρακία, Ακαρνανία και Αμφιλοχία.
Παράλληλα, ο Πύρρος αφοσιώθηκε στον εκπολιτισμό της Ηπείρου.
Έκτισε καινούριες πόλεις, με σύγχρονες οικοδομικές αντιλήψεις, οικοδόμησε ναούς,
το αρχαίο θέατρο της Δωδώνης, ανήγειρε μνημεία τέχνης, αγάλματα και μεγαλοπρεπή κτίρια.
Ο Πύρρος απέκτησε αρκετούς γιούς, τους οποίους μεγάλωσε με τρόπο ώστε να γίνουν γενναίοι και ικανοί στα όπλα,
καθώς τους έπαιρνε μαζί του στον πόλεμο από μικρή ηλικία.
Κάποτε όταν ένα από τα αγόρια του τον ρώτησε σε ποιον επρόκειτο να αφήσει το βασίλειο εκείνος απάντησε:
«Σε εκείνον από εσάς που διατηρεί το αιχμηρότερο σπαθί».
Στο μεταξύ, επιστρέφοντας στην Ήπειρο έπειτα από κάποια λαμπρή νίκη οι Ηπειρώτες του έδωσαν το προσωνύμιο «Αετός».
Ο Πύρρος όμως τους απάντησε ότι οι φτερούγες του είναι τα όπλα τους.
Το 288 π.Χ., ο Δημήτριος ο Πολιορκητής έχοντας προετοιμάσει μια τεραστίων διαστάσεων εκστρατεία για την Ασία,
είδε τους διαδόχους του Μ. Αλεξάνδρου, Σέλευκο, Πτολεμαίο και Λυσίμαχο να συνασπίζονται εναντίον του.
Όταν ο Δημήτριος κινήθηκε ανατολικά για να αντιμετωπίσει τον Λυσίμαχο, ο Πύρρος βρήκε την ευκαιρία να προελάσει εναντίον του.
Αφού κατέλαβε με επιτυχία την Βέροια, άρχισε να προσαρτά στην επικράτειά του ολοένα και περισσότερες περιοχές.
Ο Δημήτριος επέστρεψε για να τον αντιμετωπίσει, αλλά όταν έφτασε κοντά στο στρατόπεδο των Ηπειρωτών, μεγάλο μέρος του στρατού του,
παρασυρμένο από τις φήμες για τις αρετές του Πύρρου, πέρασε με ενθουσιασμό στο πλευρό του Ηπειρώτη βασιλιά.
Εκείνη την εποχή, οι Ρωμαίοι βρίσκονταν σε πόλεμο με τους κατοίκους του Τάραντα,
οι οποίοι αναγνωρίζοντας τις στρατιωτικές ικανότητες του Πύρρου, του ζήτησαν να έρθει στην Ιταλία να ηγηθεί των στρατευμάτων τους.
Χωρίς δισταγμό ο φιλόδοξος Πύρρος ξεκίνησε τις στρατιωτικές προετοιμασίες
συγκεντρώνοντας 20 ελέφαντες, 3.000 ιππείς, 20.000 πεζικάριους, 2.000 τοξότες και 500 σφενδονιστές.
Λίγο μετά την άφιξή του στον Τάραντα, έλαβε νέα ότι οι Ρωμαίοι κινούνταν εναντίον του.
Ο Πύρρος σκεπτόμενος στρατηγικά επέλεξε μια παραλιακή πεδιάδα κοντά στην περιοχή της Ηράκλειας,
όπου θα μπορούσε να κινήσει εύκολα το ιππικό και τους ελέφαντές του.
Η μάχη ήταν αμφίρροπη για πολλή ώρα και τελικά, ήταν η θέα των ελεφάντων,
εντελώς πρωτόγνωρη για τους Ρωμαίους, που έκρινε τη μάχη και τους έτρεψε σε φυγή.
Στη συνέχεια, το ιππικό των Μολοσσών τους καταδίωξε, χαρίζοντας στον Πύρρο την πρώτη του νίκη επί ιταλικού εδάφους.
Ο ιστορικός Ιερώνυμος αναφέρει σχεδόν 7.000 νεκρούς Ρωμαίους και περίπου 4.000 νεκρούς από την πλευρά του Πύρρου.
Ακολούθως πολλές ιταλικές πόλεις, παρακινούμενες από το αποτέλεσμα της μάχης, παραδόθηκαν στους Ηπειρώτες.
Στη συνέχεια, ο Πύρρος έφτασε σε απόσταση αναπνοής από την Ρώμη.
Έκρινε όμως πως η κατάληψή της δεν ήταν ρεαλιστική βάσει των δυνάμεων που διέθετε και ξεκίνησε διαπραγματεύσεις.
Οι Ρωμαίοι όμως απαίτησαν να εγκαταλείψει την Ιταλία, διαφορετικά θα συνέχιζαν τον πόλεμο με κάθε δυνατό μέσο.
Στη συνέχεια, ο Πύρρος προέλασε προς το Άσκλο, όπου συγκρούστηκε με τον ρωμαϊκό στρατό το 279 π.Χ.
Η μάχη την πρώτη μέρα ήταν ιδιαίτερα σκληρή και χωρίς ξεκάθαρο νικητή.
Το έδαφος ήταν ακατάλληλο για την χρήση των ελεφάντων.
Έτσι, την αυγή της επόμενης μέρας ο ευφυής Ηπειρώτης στρατηγός έστειλε το ιππικό του να καταλάβει το δύσκολο έδαφος,
αναγκάζοντας τους Ρωμαίους να πολεμήσουν σε ανοικτή περιοχή.
Αρχικά, έγινε σύγκρουση ανάμεσα στη φάλαγγα και τη λεγεώνα, μέχρι τη στιγμή που οι ελέφαντες,
υποστηριζόμενοι από το ελαφρύ πεζικό, διέσπασαν τις ρωμαϊκές γραμμές.
Ταυτόχρονα ο Πύρρος διέταξε τη Βασιλική Φρουρά να εφορμήσει, σφραγίζοντας τη νίκη του.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Ιερώνυμο, οι Ρωμαίοι έχασαν στη μάχη 6.000 άνδρες, ενώ ο Πύρρος έχασε 3.500 πολεμιστές.
Παρά τις δύο νίκες σε Ηράκλεια και Άσκλο, ο Πύρρος είχε πλέον χάσει μεγάλο μέρος των δυνάμεών του, μεταξύ των οποίων πολλούς αξιωματικούς και φίλους.
Έτσι, προέκυψε η έκφραση «Πύρρειος νίκη», που περιγράφει μια επιτυχία με αβάσταχτα μεγάλο κόστος.
Χαρακτηριστικό είναι πως μετά την μάχη όταν ο Ηπειρώτης βασιλιάς λάμβανε συγχαρητήρια για τη νίκη απαντούσε:
«Σε άλλη μια μάχη να νικήσουμε τους Ρωμαίους, και θα καταστραφούμε εντελώς».
Μετά τις επιτυχίες του κατά των Ρωμαίων, ελληνικές πόλεις της Σικελίας τον κάλεσαν για να τους απαλλάξει από την απειλή της Καρχηδόνας.
Οι Καρχηδόνιοι πολιορκούσαν εκείνη την περίοδο τις Συρακούσες από στεριά και θάλασσα.
Ο Πύρρος έπλευσε στην Κατάνη, όπου αποβίβασε τους άνδρες του και προέλασε προς τις Συρακούσες.
Φτάνοντας στην πόλη, διαπίστωσε πως τριάντα καρχηδονιακά πλοία έλειπαν σε αποστολές και τα υπόλοιπα απέφυγαν τη μάχη.
Έτσι έγινε αναίμακτα κύριος της πόλης.
Ακολούθως άρχισαν να καταφθάνουν πρεσβείες από πολλές πόλεις του νησιού, που του προσέφεραν την υποστήριξή τους.
Αφού έγινε κύριος μεγάλου μέρους της Σικελίας, στράφηκε εναντίον μιας πόλης στα δυτικά του νησιού, που ονομαζόταν Έρυξ.
Εκεί έδρευε σημαντική δύναμη Καρχηδονίων.
Ο Πύρρος πολιόρκησε με πείσμα την πόλη, η οποία τελικά έπεσε στα χέρια του.
Σύμφωνα με τον Ρωμαίο ιστορικό Ιουστίνο, χάρις στις επιτυχίες του στο νησί, έλαβε τον τίτλο «Βασιλιάς της Σικελίας».
Στη συνέχεια, έκανε σχέδια για επίθεση στην Καρχηδόνα και για τον σκοπό αυτό άρχισε να στρατολογεί άνδρες και να μαζεύει πόρους,
με τρόπο όμως που δυσαρέστησε τους Έλληνες της περιοχής, οι οποίοι άρχισαν να τον βλέπουν ως τύραννο και δημιούργησαν ισχυρή αντιπολίτευση εναντίον του.
Έτσι, ο Πύρρος αποχώρησε από την Σικελία με προορισμό τον Τάραντα, που του ζήτησε ξανά βοήθεια για να αντιμετωπίσει τους Ρωμαίους.
Κοντά στο σημερινό Μπενεβέντο είχε στρατοπεδεύσει με τους άνδρες του ο Ρωμαίος Ύπατος Μάνιος Κούριος.
Ο Πύρρος προσπάθησε να αιφνιδιάσει τον εχθρό βαδίζοντας νύχτα, ωστόσο η πυκνή βλάστηση της περιοχής καθυστέρησε τους άνδρες του,
οι οποίοι τελικά έφτασαν με το φως της ημέρας και ηττήθηκαν στη μάχη που ακολούθησε.
Αυτή η ήττα σε συνδυασμό με την έλλειψη συμμάχων, οδήγησε τον βασιλιά της Ηπείρου
στη δύσκολη απόφαση να επιστρέψει στην πατρίδα του, έπειτα από έξι χρόνια σκληρών μαχών στην Ιταλία.
Όταν επέστρεψε στην Ήπειρο, ο Πύρρος αναδιοργάνωσε τον στρατό του προσθέτοντας Γαλάτες μισθοφόρους
και εισέβαλε στη Μακεδονία, την οποία κυβερνούσε ο Αντίγονος Γονατάς.
Μέσα σε λίγες εβδομάδες κατόρθωσε να κατακτήσει το μεγαλύτερο μέρος της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας όχι μόνο με νίκες,
αλλά και χάρη στην εκτίμηση που έτρεφαν στο πρόσωπό του αρκετοί εξέχοντες Μακεδόνες, οι οποίοι συντάχθηκαν με το μέρος του.
Το 272 π.Χ., ο βασιλιάς της Ηπείρου άρχισε να κάνει σχέδια κατάκτησης της Πελοποννήσου.
Αφού συγκέντρωσε μεγάλο στράτευμα πέρασε τον Ισθμό.
Καθώς ο βασιλιάς των Σπαρτιατών Αρεύς Α' απουσίαζε στην Κρήτη με μεγάλο μέρος του στρατού του, ο Πύρρος αποφάσισε να επιτεθεί στην Σπάρτη.
Οι υπερασπιστές της πόλης, μεταξύ των οποίων πολλές γυναίκες και ηλικιωμένοι έσκαψαν ένα μεγάλο χαντάκι, για να προστατέψουν την ατείχιστη Σπάρτη.
Στη μάχη που ακολούθησε οι αμυνόμενοι Λακεδαιμόνιοι προέβαλαν λυσσαλέα αντίσταση αποκρούοντας τις επιθέσεις του Πύρρου.
Λίγο μετά, ο βασιλιάς Αρεύς επέστρεψε από την Κρήτη, και αντικαθιστώντας τους αμάχους που πολεμούσαν
με εκπαιδευμένους στρατιώτες, αντιμετώπισε επιτυχώς τον Ηπειρώτη βασιλιά.
Τότε εμφανίστηκε στον Πύρρο μια νέα πρόσκληση από την αντιμακεδονική μερίδα του Άργους, η οποία ζητούσε βοήθεια ενάντια στον Μακεδόνα Αντίγονο Γονατά.
Ως συνήθως ο Πύρρος ανταποκρίθηκε.
Στη σκληρή μάχη που ακολούθησε στους δρόμους της πόλης του Άργους,
ο Ηπειρώτης βασιλιάς δέχτηκε χτύπημα από ένα ακόντιο που τρύπησε την πανοπλία του.
Το τραύμα αποδείχτηκε αμελητέο και τότε στράφηκε εναντίον του στρατιώτη που του είχε επιτεθεί.
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, η μητέρα του στρατιώτη είχε καταφύγει στη στέγη ενός οικήματος.
Όταν είδε τον κίνδυνο που διέτρεχε ο γιος της, σήκωσε έντρομη ένα κεραμίδι και το εκσφενδόνισε κατά του βασιλιά.
Ο Πύρρος δέχτηκε το χτύπημα λίγο κάτω από το κράνος, με αποτέλεσμα να σπάσουν οι σπόνδυλοι του αυχένα του.
Αφού έχασε τις αισθήσεις του και βρέθηκε στο έδαφος, ένας στρατιώτης του Αντίγονου τον αποκεφάλισε.
Κατόπιν, ο Αντίγονος τίμησε τον εχθρό του Πύρρο και σύμφωνα με τον ιστορικό Ιουστίνο,
παρέδωσε στον γιό του Ηπειρώτη βασιλιά Έλενο τα λείψανα του πατέρα του για να τα μεταφέρει με ασφάλεια στην πατρίδα τους.
Η παρακαταθήκη του Πύρρου στην παγκόσμια Ιστορία είναι τεράστια.
Είχε συγγράψει μάλιστα ένα στρατιωτικό εγχειρίδιο, το οποίο δυστυχώς δεν σώζεται, αλλά το επαινούν αρκετοί αρχαίοι συγγραφείς όπως ο Κικέρων.
Αυτό το έργο είχε επηρεάσει και τον σπουδαίο Καρχηδόνιο στρατηγό Αννίβα, ο οποίος θαύμαζε ιδιαίτερα τον Πύρρο.
Χαρακτηριστική είναι η συζήτησή του με τον Σκιπίωνα τον Αφρικανό,
στην οποία ο Αννίβας τοποθετεί τον Πύρρο ως δεύτερο μεγαλύτερο στρατηγό όλων τον εποχών μετά τον Μ. Αλέξανδρο.
Η βασιλεία του Πύρρου υπήρξε η σημαντικότερη περίοδος στην ιστορία της αρχαίας Ηπείρου,
καθώς το κράτος του όχι μόνον απέκτησε την μεγαλύτερή του έκταση, αλλά έγινε μια από τις κυριότερες δυνάμεις του ελληνιστικού κόσμου.
Η Ήπειρος αναδύθηκε με τον Πύρρο, δοξάστηκε μαζί του και έσβησε με το θάνατό του.
Εάν σας άρεσε αυτό το ταξίδι στην Ιστορία, μην ξεχάσετε να κάνετε like στο video, εγγραφή στο κανάλι
και να κοινοποιήσετε το περιεχόμενό μας βοηθώντας στην διάδοση της προσπάθειάς μας!
Μέχρι την επόμενη ιστορική μας περιήγηση, σας εύχομαι ολόψυχα να είστε καλά!