Fear of the other | Daphne Matziaraki | TEDxAthens
Μετάφραση: Maria Vardopoulou Επιμέλεια: Chryssa Takahashi
Instagram...
(Χειροκρότημα)
Σας ευχαριστώ.
Instagram, σχόλια στο Facebook, hashtags στο Twitter.
Οι περισσότεροι από εμάς, και ιδίως αυτοί που είναι κάτω από 40,
περνάμε περίπου δύο με τρεις ώρες την ημέρα στα social media και στα media.
Έχετε αναλογιστεί τι είναι αυτό που τελικά διαμορφώνει τη συνείδησή μας; Ο φόβος για το άλλο, για το διαφορετικό, για το ξένο,
είναι -τουλάχιστον απ' όσο εγώ θυμάμαι- πιο έντονος από ποτέ σε όλον τον κόσμο.
Πολλές φορές αυτός ο φόβος είναι δικαιολογημένος. Οι αλλαγές που υφιστάμεθα σαν πολίτες είναι μεγάλες, είναι έντονες και πολλές φορές είναι άδικες.
Ο φόβος αυτός πολλές φορές βασίζεται στη λογική, αλλά τις περισσότερες φορές βασίζεται στο συναίσθημα, και νομίζω ότι είναι τότε που είναι κάπως επικίνδυνος.
Και ιστορικά οι πολιτικοί έχουν εκμεταλλευτεί τον φόβο αυτό.
Η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και οι ΗΠΑ είναι τα τελευταία παραδείγματα.
Είμαι η Δάφνη Ματζιαράκη, έχω γεννηθεί και έχω μεγαλώσει στην Αθήνα. Ζω στις ΗΠΑ, είμαι σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ,
και ίσως κάποιοι από εσάς έχετε ακούσει για το ντοκιμαντέρ μου «4.1 miles».
Το έργο μου δεν είναι διδακτικό ούτε καταδικαστικό. Αυτό που προσπαθώ να κάνω πάντα είναι να παρακινήσω μια συζήτηση,
μια κουβέντα μέσα μας και μεταξύ μας
για κάποια ζητήματα τα οποία ίσως να νομίζουμε ότι είναι αυτονόητα
αλλά πολλές φορές είναι πολύ δύσκολο και πολύ σπάνια τα συζητάμε.
[Βίντεο] Τα πράγματα ήτανε ελεγχόμενα, ήρεμα.
Καλούμαστε να κάνουμε τους γιατρούς ενώ δεν είμαστε.
[H μεγαλύτερη μεταναστευτική κρίση μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο]
(Χτύπος καρδιάς)
Ούτε έχουμε εκπαιδευτεί για Πρώτες Βοήθειες κι αυτά.
[ΥΠΟΨΗΦΙΟ ΓΙΑ ΟΣΚΑΡ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ]
(Κόρνα σκάφους)
[«Μένεις με το στόμα ανοιχτό και κρατάς την αναπνοή σου. Εξαιρετική ταινία».]
Υπάρχουν άνθρωποι στη βάρκα που δεν φοράνε σωσίβια.
Φέρτε άτομο, βγάλτε κι άλλον για το παιδί!
[Θα δρούσες όπως αυτός για να σώσεις τη ζωή ενός ξένου;]
[Ή θα απέστρεφες το βλέμα;]
[4,1 ΜΙΛΙΑ]
Εφιάλτης. Αυτή η αγωνία να...
Όπου πηγαίναμε βρίσκαμε ανθρώπους στη θάλασσα,
κι εύχομαι να μην υπάρχει κανένας αγνοούμενος.
(Χειροκρότημα)
Δάφνη Ματζιαράκη: Ήθελα πάντα να κάνω ντοκιμαντέρ,
πέρασα από διάφορες περιπέτειες και από τη δημοσιογραφία για κάποια χρόνια
και πριν από πέντε χρόνια μετακόμισα στις ΗΠΑ για προσωπικούς λόγους, δηλαδή ήμουν ερωτική μετανάστης,
και συνειδητοποίησα ότι ένα απ' τα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου
ήταν 10 λεπτά απ' το σπίτι μου.
Και ότι το καλύτερο, κατά τη γνώμη μου, πρόγραμμα ντοκιμαντέρ είναι σε αυτό το πανεπιστήμιο, το πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ.
Κι έτσι μετά από δέκα χρόνια που ήμουν μακριά απ' τα πανεπιστήμια
αποφάσισα να επιστρέψω για ένα δεύτερο μεταπτυχιακό στο ντοκιμαντέρ. Ήταν κατά το δεύτερο και τελευταίο έτος της φοίτησής μου,
δηλαδή τον χειμώνα του 2015,
όπου η μεταναστευτική κρίση ήταν στο ζενίθ της.
Όχι μόνο στην Ελλάδα, σε όλα τα πρωτοσέλιδα,
σε όλα τα ειδησεογραφικά δελτία, σε όλα τα περιοδικά, σ' όλα τα εξώφυλλα,
σ' όλα τα φωτορεπορτάζ, σ' όλα τα social media, σχόλια παντού. Και η Ελλάδα στο επίκεντρο.
Και φυσικά, εγώ ως Ελληνίδα στο εξωτερικό, δεν μπορούσα να αντισταθώ,
διάβαζα ό,τι υπήρχε και όλη μου η προσοχή ήταν στραμμένη εκεί.
Ήταν τότε που συνειδητοποίησα κάτι που με τάραξε πολύ.
Κάτι πολύ αυτονόητο που όμως με ταρακούνησε.
Υπήρχαν δύο κόσμοι:
Η δική μου πραγματικότητα και η καθημερινότητα ως Ελληνίδα στο εξωτερικό, που παρακολουθούσα την ειδησεογραφία μου
και η πραγματικότητα των ανθρώπων αυτών που βίωναν μια τραγωδία.
Το κενό μεταξύ αυτών των δύο κόσμων έμοιαζε αγεφύρωτο. Φυσικά, επειδή θεωρώ ότι είμαι ένας άνθρωπος με ευαισθησίες, η ανθρωπιά υπήρχε.
Οπότε, τα σκεφτόμουν όλα αυτά με μεγάλη συμπόνια,
και στεναχωριόμουν πολύ, όμως, εγώ δεν ήμουν αυτοί οι άνθρωποι.
Εμείς δεν είμαστε αυτοί οι άνθρωποι.
Ήταν άλλοι.
Έγιναν ακόμα πιο «άλλοι»,
όταν στη συζήτηση άρχισε να μπαίνει κι ο φόβος. Δηλαδή, τι θα τους κάνουμε, πού θα τους βάλουμε,
δε γίνεται, τους φοβόμαστε.
Σε όλες τις χώρες, όχι μόνο στην Ελλάδα, φυσικά.
Δικαιολογημένος φόβος και αδικαιολόγητος.
Αποφάσισα, λοιπόν, να κάνω ένα ντοκιμαντέρ για τη μεταναστευτική κρίση
που στόχο θα είχε να γεφυρώσει αυτό το κενό μεταξύ των δύο αυτών κόσμων, μεταξύ των δύο αυτών πραγματικοτήτων.
Ήξερα ως Ελληνίδα για τους πνιγμούς στο Αιγαίο και έμαθα ότι το λιμενικό σώμα δεν είχε καν εκπαίδευση για πρώτες βοήθειες.
Και λόγω της κρίσης στη χώρα μας
οι δυνατότητες για να ανταποκριθούν οι άνθρωποι αυτοί
σ' αυτή την τεράστια ανάγκη ήταν πολύ λίγες, πολύ μικρές.
Δεν υπήρχε ο εξοπλισμός, δεν υπήρχε η υποστήριξη.
Ήξερα ότι μια χούφτα άνθρωποι,
ένα πλήρωμα μικρό του λιμενικού στη Μυτιλήνη,
και ο Κυριάκος Παπαδόπουλος, ο καπετάνιος του πληρώματος αυτού, ήταν στο επίκεντρο.
Και η Λέσβος, νοητικά και πραγματικά, συνέδεε τους δύο αυτούς κόσμους.
Οι δύο αυτοί κόσμοι ερχόντουσαν πρόσωπο με πρόσωπο. Έτσι αποφάσισα να πάω στη Λέσβο, και μετά από πολλές προσπάθειες,
κατάφερα να πάρω την άδεια μετά από μήνες, να ανέβω στο σκάφος του λιμενικού.
Πριν φτάσω στη Λέσβο,
δεν είχα ακόμη μιλήσει στον Κυριάκο Παπαδόπουλο. Μίλησα μαζί του όταν ήμουν στο αεροδρόμιο του Σαν Φρανσίσκο,
ετοιμαζόμουνα να πετάξω.
Και θυμάμαι χαρακτηριστικά τη συζήτηση που κάναμε. Επειδή πλέον το θέμα είχε κάπως φύγει από τα media, τον ρώτησα, «Κυριάκο, έρχονται ακόμα βάρκες;
Πώς είναι η κατάσταση;»
Και θυμάμαι χαρακτηριστικά τη χροιά της φωνής του όταν μου είπε,
«Έλα εδώ και θα δεις μόνη σου,
δεν έχω λόγια να σου περιγράψω αυτό που συμβαίνει».
Όταν έφτασα εκεί με τον συνάδελφό μου,
τον Αμερικανό που έκανε τον ήχο στο ντοκιμαντέρ,
αποφασίσαμε την πρώτη μέρα χωρίς κάμερες, να πάμε στην άλλη άκρη του νησιού,
για να δούμε τι συμβαίνει στον Μόλυβο, εκεί που ερχόντουσαν τα κύματα μεταναστών.
Ήτανε μια διαδρομή μιάμισης ώρας, δύο ώρες μέσα από τα βουνά της Λέσβου,
στροφές, κλασσικά, φτάνουμε προς την παραλία,
και ξαφνικά όπως κατεβαίνουμε στην παραλία βλέπουμε περίπου δέκα άτομα,
τυλιγμένα μ' αυτές τις κουβέρτες, τις πλαστικές, τις χαρακτηριστικές,
να στάζουν με νερό και ν' ανεβαίνουν προς τον δρόμο.
Με σόκαρε, ήταν η εικόνα που έβλεπα τόσον καιρό στο Ίντερνετ.
Ξαφνικά, κάποιος ανοίγει την πόρτα του αυτοκινήτου μου, ένας άνδρας,
και σπρώχνει μέσα μια πολύ ηλικιωμένη γυναίκα, η οποία ήταν μοβ, έτρεχε το νερό από παντού, ήτανε βρεγμένη μέχρι το κόκαλο, και είχε χάσει σχεδόν τις αισθήσεις της.
Και μου λέει ο άνδρας, «Hospital, hospital».
Κοκάλωσα.
Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα,
έτρεμα και δεν μπορούσα να πατήσω το ντεμπραγιάζ στο αυτοκίνητο.
Ντρέπομαι να το πω, δεν μπορούσα να ανταπεξέλθω,
δεν μπορούσα να οδηγήσω και δεν μπορούσα να την πάω στο νοσοκομείο.
Ξαφνικά, αυτό που διάβαζα τόσον καιρό, που ήμουν τόσο ενημερωμένη,
έγινε πραγματικότητα.
Αυτοί οι άνθρωποι ήταν σε μια λεπτή γραμμή μεταξύ ζωής και θανάτου
κι εγώ είδα τη δεύτερη όψη αμέσως.
Ευτυχώς, ήρθε ένας άλλος κύριος
και μου είπε ότι υπήρχε ένας πρόχειρος σταθμός πρώτων βοηθειών οπότε μπορούσα να την πάω εκεί τη γυναίκα,
κι ευτυχώς, διότι νομίζω πως δεν θα είχα καταφέρει να την πάω στο νοσοκομείο.
Έμεινα εκεί μέχρι να νυχτώσει,
όπου ερχόντουσαν οι βάρκες σχεδόν κάθε μία ώρα. Και πραγματικά, θυμάμαι να κοιτάζω τον ουρανό
και να λέω, «Πού είναι τα ελικόπτερα; Πού είναι όλοι;»
Εκτός από πέντε-δέκα εθελοντές και το σώμα του λιμενικού,
δέκα άτομα μέσα στη θάλασσα, δεν υπήρχε κανείς.
Όλος ο κόσμος γνώριζε και δεν υπήρχε κανείς. Την επόμενη μέρα, γνώρισα για πρώτη φορά τον Κυριάκο Παπαδόπουλο.
Ήταν ένας άνθρωπος πολύ χαμηλών τόνων, 43 χρονών με δύο μικρά κορίτσια,
ο οποίος είχε μια φυσιολογική ζωή πριν ξεκινήσει αυτή η κρίση.
Ζούσε σε ένα νησί ελληνικό, μια κλειστή κοινωνία.
Φυσικά ενημερωνόταν κι είχε τις απόψεις του,
και αυτά που συνέβαιναν μου εξομολογήθηκε ότι δεν του άρεσαν,
-αυτά που άκουγε- και δεν ήξερε ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι. Επίσης, όπως είπα πριν, δεν είχε καμία εκπαίδευση για πρώτες βοήθειες, και δεν είχε σκεφτεί ποτέ ότι θα βρεθεί στη μέση
της μεγαλύτερης ανθρωπιστικής κρίσης των τελευταίων χρόνων.
Ξαφνικά, όμως, βρέθηκε.
Γνώρισα τη Στέλλα.
Η Στέλλα δουλεύει ακόμα στο καφενείο του Μολύβου. Μου εξομολογήθηκε ότι όταν άρχισαν να έρχονται τα πρώτα κύματα μεταναστών,
δεν της άρεσε καθόλου.
Δεν είχε ξαναδεί γυναίκες με μαντίλες.
Το αισθανόταν αυτό το πράγμα σαν απόβαση,
γιατί ξαφνικά ερχόντουσαν κατά εκατοντάδες οι άνθρωποι,
και της φαινόταν ξένο.
Το βράδυ της 28ης Οκτωβρίου 2015 έγινε ένα πολύ μεγάλο ναυάγιο,
με εκατοντάδες ανθρώπους στη θάλασσα.
Ο Κυριάκος Παπαδόπουλος και οι ψαράδες και το σώμα του λιμενικού εκεί
έβγαζαν συνεχώς ανθρώπους,
παιδιά, βρεγμένα μέχρι το κόκαλο, με χαμένες τις αισθήσεις τους.
Ευτυχώς, ήταν ένας γιατρός εκεί από τη Θεσσαλονίκη εντελώς τυχαία,
είχε έρθει για τουρισμό, ο οποίος κατάφερε να ανανήψει όλα τα παιδιά,
τα γυρνούσε ανάποδα και τα χτυπούσε στην πλάτη
κι έτσι έβγαινε το νερό απ' τα πνευμόνια τους. Όλο το χωριό είχε έρθει στον μόλο και προσπαθούσε να κάνει ό,τι μπορεί.
Ξαφνικά, ήρθε ο Κυριάκος με μια ακόμα δόση ανθρώπων
και άρχισε να φωνάζει «Στέλλα! Στέλλα!»
και έβγαλε από το σκάφος μια έγκυο γυναίκα.
Φαντάστηκε ότι η Στέλλα θα τη βοηθούσε ως γυναίκα.
Κι έτσι κι έγινε, φυσικά.
Η Στέλλα πήρε αυτή τη Σύρια γυναίκα μέσα στο καφενείο,
η οποία ήταν στο νερό για τέσσερις ώρες, στο παγωμένο νερό, ήταν χειμώνας.
Φυσικά, δεν υπήρχαν γιατροί, οπότε με διάφορες εντριβές με οινόπνευμα
προσπάθησε να δει αν θα κλωτσήσει το μωρό. Μετά από ώρες προσπάθειας, το μωρό κλώτσησε τελικά
κι όταν αυτό έγινε, η γυναίκα της είπε, «Είναι κι ο άντρας μου στο ναυάγιο».
Φυσικά, είχανε βγεί και διασωθεί πολλοί άνθρωποι
αλλά υπήρχαν εκατοντάδες ακόμα μέσα στη θάλασσα.
Κι η Στέλλα της λέει, γράψε μου σ' ένα χαρτί τ' όνομά του και θα τον βρω.
Κι όντως, η Στέλλα άφησε τη γυναίκα μέσα στο καφενείο
και βγήκε και για ώρες έψαχνε αυτόν τον άντρα.
Και τελικά, τον βρήκε.
Και τον έφερε στο καφενείο.
Το ζευγάρι αντίκρισε ο ένας τον άλλο και αγκαλιαστήκανε τόσο σφιχτά,
ο άντρας γονάτισε,
και η Στέλλα φυσικά, συγκινήθηκε πάρα πολύ και όλοι όσοι ήταν εκεί.
Πριν από λίγους μήνες, η Στέλλα μου έστειλε μια φωτογραφία.
Ήταν το μωρό των Σύριων.
Το ονομάσανε Στέλλα.
Οι προσλαμβάνουσές μας είναι πολλές.
Ιδίως όταν βλέπουμε βίντεο ενός λεπτού,
ή όταν διαβάζουμε τους τίτλους των ειδήσεων,
πολύ φυσιολογικά, γιατί έχουμε όλοι δουλειές. Καμιά φορά, τα συναισθήματά μας για μια κατάσταση που είναι τόσο μακριά
μετατρέπονται σε φόβο, κι αυτό εγώ το θεωρώ δικαιολογημένο.
Προσπάθησα να δω την πραγματικότητα.
Κι όταν έκανα το «4.1 miles»,
συνειδητοποίησα ότι η γραμμή μεταξύ ζωής και θανάτου είναι πολύ λεπτή.
Συνειδητοποίησα ότι όλοι τη βιώνουμε έτσι:
Τον τρόμο, τον θάνατο, τη χαρά, την αντάμωση, την επιβίωση, τη βιώνουμε όλοι το ίδιο, όλες οι μάνες και όλα τα παιδιά.
Προσπάθησα να κάνω τη δουλειά μου με τον πιο ειλικρινή τρόπο
και απλώς να παρατηρήσω τους ανθρώπους για να μπορέσω να καταλάβω την κατάσταση.
Κι αυτό που κατάλαβα
είναι τελικά ότι αυτοί οι δύο κόσμοι,
αυτές οι δύο πραγματικότητες μπορούν να γεφυρωθούν,
όσα όρια κι αν κατασκευάσουμε.
Ευχαριστώ.
(Χειροκρότημα)