Επικούρειοι και Στωικοί (1)
«Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ»
Τόσο οι Επικούρειοι όσο και οι Στωικοί χώριζαν τη φιλοσοφία σε τρεις κλάδους, στην ηθική, στη φυσική και στη λογική, και αμφότεροι θεωρούσαν ότι η φυσική και η λογική υπάγονταν στην ηθική. Και οι δυο σχολές επέμεναν ότι κύριος σκοπός της φιλοσοφίας ήταν η κατάκτηση της ευτυχίας, και ότι για να είναι ευτυχής ο άνθρωπος πρέπει να ζει απαλλαγμένος υπό το άγχος και τον φόβο. Αλλά επειδή, όσο παραμένει αδαής σε σχέση με τις αιτίες των φυσικών φαινομένων, θα συνεχίσει να βασανίζεται από παράλογους φόβους, έπεται ότι πρέπει να μελετήσει τη φυσική καθώς και την ηθική φιλοσοφία. Παρ' όλο που Επικούρειοι και Στωικοί διαφωνούσαν τόσο στο ζήτημα του υπέρτατου αγαθού όσο και σε πολλά θεμελιώδη προβλήματα της φυσικής, αμφότεροι υποστήριζαν ότι το βασικό κίνητρο για τη διερεύνηση των προβλημάτων αυτών ήταν η κατάκτηση της αταραξίας.
Ο Επίκουρος, που γεννήθηκε στη Σάμο από Αθηναίους γονείς γύρω στο 341 π.κ.ε. και ίδρυσε τη σχολή του, τον Κήπο, στην Αθήνα στα τέλη του ίδιου αιώνα, δηλώνει κατηγορηματικά στο σύγγραμμά του Κύριαιδόξαι (11) ότι «αν δεν μας βασάνιζαν υποψίες για τα ουράνια φαινόμενα και σε σχέση με τον θάνατο, μήπως τελικά σημαίνουν κάτι για μας, και ακόμη η αδυναμία μας να διακρίνουμε τα όρια του πόνου και των επιθυμιών, δεν θα μας χρειαζόταν η μελέτη της φύσης». Και στην Επιστολή προς Πυθοκλήν (85) υποστηρίζει «να θυμάσαι ότι η μελέτη των ουράνιων φαινομένων δεν έχει άλλο σκοπό… από την αταραξία και τη βέβαιη πίστη».
Καταφέρεται επανειλημμένα κατά της δεισιδαιμονίας και της μυθολογίας. «Ηλιοστάσια, εκλείψεις, ανατολές και δύσεις» κ.ο.κ. συμβαίνουν «χωρίς την αρωγή ή τη διαταγή» των θεών, και η τακτικότητα των φαινομένων στον ουρανό οφείλεται στη διευθέτηση των ατόμων και όχι στον θεό (Επιστολή προς Ηρόδοτον, 76 κ. εξ.). Αλλά παρ' όλο που η φυσική επιστήμη χρησιμοποιείται για την κατάρριψη ψευδών θρησκευτικών πεποιθήσεων, η συνέχιση της μελέτης της φυσικής θεωρείται περιττή εφόσον έχει φτάσει κανείς σε κάποιες εξηγήσεις για φαινόμενα τα οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι οφείλονται σε υπερφυσικές δυνάμεις ή που θα μπορούσαν, με άλλο τρόπο, να γεννήσουν παράλογους φόβους.
Πάντως, ο ίδιος ο Επίκουρος προχώρησε τις έρευνές του σε ορισμένα προβλήματα της φυσικής πολύ περισσότερο απ' όσο θα υπέθετε κανείς, με δεδομένα τα κίνητρά του. Οι κύριες πηγές μας για τη φυσική του είναι οι Επιστολές προς Ηρόδοτον και προς Πυθοκλήν, ενώ το λατινικό ποίημα Περί της φύσεως των πραγμάτων (De rerum natura), έργο του ένθερμου οπαδού του Λουκρητίου (1ος αιώνας π.κ.ε. ), είναι επίσης πολύτιμο. Αν και ο ίδιος αρνούνταν οποιαδήποτε οφειλή σε προγενέστερους στοχαστές, οι βασικές φυσικές θεωρίες του προέρχονται από τους ατομικούς του 5ου αιώνα π.κ.ε. τον Λεύκιππο και τον Δημόκριτο.
Όπως και εκείνοι, υποστήριζε ότι μόνον τα άτομα και το κενό υφίστανται. Υπάρχει άπειρος αριθμός ατόμων τα οποία βρίσκονται σε διαρκή κίνηση μέσα σε ένα άπειρο κενό. Συγκρούονται μεταξύ τους και αναπηδούν το ένα πάνω στο άλλο, σχηματίζοντας, έτσι, σύνθετα σώματα· οι δε αισθητές ιδιότητες που χαρακτηρίζουν τα σώματα αυτά δεν είναι πραγματικές αλλά φαινομενικές. Όλες αυτές οι ιδιότητες όπως η θερμότητα, το χρώμα, η γεύση κ.ο.κ. οφείλονται, και μπορούν να αναχθούν, σε διαφορές στις πρωταρχικές ιδιότητες των ατόμων, όπως το σχήμα και η θέση.
Ως εδώ, ο Επίκουρος απλώς συμβαδίζει με τον Δημόκριτο. Αλλά σε ορισμένα σημεία της θεωρίας του παρέκκλινε από τη δημοκρίτεια διδασκαλία – στις περισσότερες περιπτώσεις, όπως φαίνεται, εν είδει απάντησης στις επικρίσεις που είχε διατυπώσει ο Αριστοτέλης κατά του ατομισμού στην αρχική μορφή του. Ένα από τα ζητήματα που οι προγενέστεροι ατομικοί είχαν αφήσει αναπάντητο αφορά τη φύση των ίδιων των ατόμων.
Ενώ είναι βέβαιο ότι πίστευαν πως τα άτομα είναι φυσικώς αδιαίρετα (πως δηλαδή δεν μπορούν να κατατμηθούν), παραμένει ασαφές αν πίστευαν ότι είναι μαθηματικώς διαιρετά (δηλαδή, διαιρετά τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο). [1] Έτσι, ο Αριστοτέλης καταφέρθηκε εναντίον των ατομικών με ένα σκεπτικό που ότι πίστευε πως δεν μπόρεσαν να διακρίνουν μεταξύ της φυσικής και της μαθηματικής αδιαιρετότητας. Η απάντηση του Επικούρου ήταν να θεωρήσει δύο είδη «ελάχιστων» και να καταστήσει σαφή τη διάκρισή ανάμεσά τους. Τα άτομα είναι τα φυσικά «ελάχιστα», οι αδιαίρετες μονάδες από τις οποίες απαρτίζονται τα φυσικά αντικείμενα, αλλά το ίδιο το άτομο έχει μέγεθος και περιλαμβάνει, και αποτελείται από, μαθηματικώς αδιαίρετα μέρη.
Τώρα, όσον αφορά το σχήμα των ατόμων, οι προγενέστεροι ατομικοί μπορεί να θεωρούσαν ότι, όπως ακριβώς τα άτομα ήταν άπειρα σε αριθμό, έτσι άπειρα σε ποικιλία ήταν και τα σχήματά τους. Αλλά τότε θα μπορούσε να διατυπωθεί η ένσταση ότι, αν υπήρχε άπειρη ποικιλία σχημάτων, τότε κάποια από τα άτομα θα ήταν εξαιρετικά μεγάλα, σίγουρα αρκετά μεγάλα ώστε να είναι ορατά. Αυτό δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να γίνει δεκτό, και η απάντηση του Επικούρου ήταν να υποστηρίξει ότι τα σχήματα -και τα μεγέθη- των ατόμων δεν είναι άπειρα, αλλά απροσδιορίστου αριθμού.
Αλλά η σημαντικότερη αναθεώρηση που εισήγαγε ο Επίκουρος αφορά το ΒΑΡΟΣ
Ο Λεύκιππος και ο Δημόκριτος υποστήριζαν ότι οι πρωταρχικές ιδιότητες των ατόμων είναι μόνον το σχήμα, η διάταξη και η θέση. Στις ιδιότητες αυτές ο Επίκουρος προσέθεσε το βάρος – κατά τους προγενέστερους ατομικούς, μια δευτερεύουσα ιδιότητα η οποία αποκτάται όταν τα άτομα έχουν συναθροιστεί για να δημιουργήσουν έναν κόσμο. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο Επίκουρος ερμήνευε πολύ διαφορετικά από εκείνους τη διεργασία μέσω της οποίας δημιουργούνται οι κόσμοι.
Ο Λεύκιππος και ο Δημόκριτος υποστήριζαν ότι τα άτομα βρίσκονται σε διαρκή κίνηση προς όλες τις κατευθύνσεις και ότι οι τυχαίες συγκρούσεις τους προκαλούν συσφαιρώσεις που με τη σειρά τους προσελκύουν και άλλα άτομα. Αντιθέτως, ο Επίκουρος θεωρούσε ότι πριν από τον σχηματισμό ενός κόσμου όλα τα άτομα κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση μέσα στον χώρο, συγκεκριμένα «προς τα κάτω». Επίσης, ενώ ο Αριστοτέλης, π.χ., είχε υποστηρίξει ότι όσο βαρύτερο είναι ένα σώμα τόσο γρηγορότερα πέφτει, ο Επίκουρος διατεινόταν ότι στο κενό η ταχύτητα δεν εξαρτάται από το βάρος και ότι τόσο τα βαριά όσο και τα ελαφρά άτομα πέφτουν «γρήγορα σαν τη σκέψη».
Αλλά τότε, κανένα άτομο δεν θα συναντούσε ούτε θα συγκρούονταν με άλλα άτομα – και κανένας κόσμος δεν θα δημιουργούνταν έτσι, ο Επίκουρος διατύπωσε την περίφημη, ή μάλλον διαβόητη, θεωρία της παρεγκλίσεως. Ενίοτε, ένα άτομο αποκλίνει ελάχιστα από την κάθετη πτώση. Η απόκλιση αυτή δεν αιτιολογείται – είναι απλώς ένα αποτέλεσμα χωρίς αιτία. Πάντως, οι εν λόγω αποκλίσεις πρέπει, να συμβαίνουν τόσο στην αρχή της δημιουργίας ενός κόσμου αλλά και μέσα στους κόσμους μετά τη διαμόρφωσή τους. Παρ' όλο που οι πηγές μας είναι ελλιπείς και σε ορισμένα σημεία ασαφείς, φαίνεται ότι ο Επίκουρος εφάρμοσε τη θεωρία της απόκλισης στην περιγραφή της ψυχής, προσπαθώντας να διαφυλάξει την ηθική φιλοσοφία του από τον ντετερμινισμό.
Ήδη από την αρχαιότητα το δόγμα αυτό αποτέλεσε αντικείμενο χλεύης. Εντούτοις η ηθική θεωρία δεν είναι τόσο ανόητη όσο έχει πολλές φορές υποστηριχθεί. Όντας υλιστής, ο Επίκουρος ερμήνευε τα νοητικά φαινόμενα ως φυσικές αλληλεπιδράσεις των «ατόμων της ψυχής» και το πρόβλημά του ήταν να σηματοδοτήσει την έννοια της ηθικής ευθύνης σε ένα τέτοιο σύστημα. Πολλοί μελετητές διατύπωσαν την άποψη ότι η λύση που έδωσε ήταν η εισαγωγή μιας παρεγκλίσεως στα άτομα της ψυχής για κάθε «ελεύθερη» ενέργεια.
Ωστόσο, δεν διαθέτουμε άμεση μαρτυρία ότι αυτή ήταν η πεποίθησή του, και είναι αλήθεια ότι φαντάζει παράδοξο να εξηγεί κανείς την επιλογή μέσω της επέμβασης ενός μη αιτιολογημένου γεγονότος κατά τη στιγμή της απόφασης. Το πιθανότερο είναι (όπως έχει υποστηριχθεί πρόσφατα[2]) ότι η επικούρεια θεωρία περί ευθύνης, όπως άλλωστε και η αντίστοιχη του Αριστοτέλη, εξαρτάται περισσότερο από την έννοια του χαρακτήρα και ότι η λειτουργία της παρεγκλίσεως είναι απλώς η δημιουργία μιας ασυνέχειας, κάποια στιγμή, στις κινήσεις των ατόμων της ψυχής ώστε να υπάρξει περιθώριο για τη δυνατότητα ελεύθερης επιλογής. Η παρέγκλισις δεν χρειάζεται, και στην πραγματικότητα δεν πρέπει, να συμπίπτει χρονικά με τη στιγμή της επιλογής: το μόνο που απαιτείται είναι να επέλθει κάποια στιγμή ώστε να προκύψει μια εξαίρεση στον κανόνα ότι οι αλληλεπιδράσεις τους είναι απολύτως προκαθορισμένες.
Η ερμηνεία του κοσμολογικού σκέλους της θεωρίας της παρεγκλίσεως είναι λιγότερο αμφιλεγόμενη. Εφόσον θεωρούνταν ότι όλα τα άτομα κινούνται με την ίδια ταχύτητα προς την ίδια κατεύθυνση, τότε θα έπρεπε να υπάρχουν εξαιρέσεις στον κανόνα αυτό προκειμένου να εξηγηθεί η κοσμογονική διαδικασία. Γνωρίζουμε ότι ο κόσμος μας, τουλάχιστον, υπάρχει: συνεπώς, πρέπει, με κάποιον τρόπο να είχαν επέλθει συγκρούσεις ατόμων. Εξάλλου, η πρότασή του ότι ένα μεμονωμένο άτομο αποκλίνει κάθε τόσο από τον κανόνα μπορεί να είναι λιγότερο ανατρεπτική για εμάς σήμερα απ' όσο για ορισμένους αρχαίους μελετητές.
Η επικρατούσα, αν και όχι μοναδική, αρχαία αντίληψη περί φυσικού νόμου ήταν ότι επρόκειτο για μια αναγκαιότητα που ίσχυε σε όλες ανεξαιρέτως τις εκδηλώσεις ενός δοσμένου φαινομένου – σε αντίθεση με τη σύγχρονη αντίληψη του φυσικού νόμου ως δήλωσης μιας στατιστικής πιθανότητας. Εξάλλου, σύμφωνα με την αρχή της απροσδιοριστίας του Χάιζενμπεργκ, η συμπεριφορά ενός μεμονωμένου πυρηνικού σωματιδίου δεν μπορεί να περιγράφει πλήρως – δηλαδή, δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε ταυτόχρονα τόσο τη θέση όσο και την ορμή του.
Ωστόσο, αυτή η επιφανειακή ομοιότητα δεν πρέπει να επισκιάζει τις θεμελιώδεις διαφορές κινήτρων και πλαισίου ανάμεσα στην επικούρεια θεωρία από τη μια και την πυρηνική φυσική από την άλλη. Όταν ο Επίκουρος εισήγαγε τις εξαιρέσεις στον κανόνα που, κατά τα άλλα, πίστευε ότι ισχύει, αντιλαμβανόταν αυτόν τον κανόνα, σύμφωνα και με την επικρατούσα στην αρχαιότητα άποψη, ως αδήριτη αναγκαιότητα – είναι αυτή ακριβώς η αντίληψη που η σύγχρονη έννοια του φυσικού νόμου έχει εκτοπίσει. Η θεωρία της παρεγκλίσεως δεν ήταν τόσο το αποτέλεσμα έρευνας (λογικής ή εμπειρικής) της φύσης των διαθέσιμων δεδομένων σχετικά με τα άτομα, όσο η απέλπιδα προσπάθειά του να αποσυνδέσει με μια κίνηση την κοσμολογία και την ηθική φιλοσοφία του από τις συνέπειες της φυσικής θεωρίας του.
Ο Επίκουρος διατείνεται ότι δεν μπορεί να δοθεί παρά μία και μοναδική ερμηνεία για θεμελιώδεις αρχές όπως το ότι δεν υπάρχει τίποτε εκτός από τα άτομα και το κενό. Αλλά όσον αφορά την αιτιολόγηση επιμέρους φυσικών φαινομένων, ακολουθεί διαφορετική μέθοδο εξήγησης. Εδώ επιμένει ότι κάθε φαινόμενο μπορεί να έχει, και συνήθως έχει πράγματι, περισσότερες από μία αιτίες. Εάν φαίνεται να υπάρχουν περισσότερες από μία πιθανές εξηγήσεις, πρέπει να γίνονται όλες δεκτές.
Στην Επιστολή προς Πυθοκλήν (86 στ) υποστηρίζει ότι τα ουράνια φαινόμενα «έχουν πολλαπλές αιτίες»: «αν δεχθούμε μία εξ αυτών και απορρίψουμε κάποια άλλη που είναι εξίσου σύμφωνη με το φαινόμενο, είναι φανερό ότι εγκαταλείπουμε τελείως τη μελέτη της φύσης και διολισθαίνουμε απερίσκεπτα προς τον μύθο».
Στην πράξη εφαρμόζει την παραπάνω αρχή όχι μόνο σε ζητήματα όπως η φύση του κεραυνού και της αστραπής, των κομητών, του χαλαζιού ή των ανεμοστροβίλων -στα οποία το επίπεδο των γνώσεων εκείνης της εποχή ήταν πρωτόγονο- αλλά και οε αστρονομικά προβλήματα τα οποία είχαν ήδη ερευνηθεί εκτενώς και με επιτυχία. Παραθέτω, π.χ., τις παρατηρήσεις του για τις φάσεις της Σελήνης από την Επιστολή προς Πυθοκλήν (94):
«Η λίγωση της σελήνης και ξανά το γέμισμά της μπορεί να προκαλείται από την περιστροφή της ή, επίσης, από τους σχηματισμούς του αέρα ή, πάλι, από την παρεμβολή άλλων σωμάτων, ή με κάποιον άλλο από τους τρόπους με τους οποίους τα επίγεια φαινόμενα μας κατευθύνουν να εξηγήσουμε ένα τέτοιο γεγονός, υπό την προϋπόθεση ότι δεν εγκλωβίζεται κανείς στη μέθοδο της μίας και μοναδικής εξήγησης ώστε να απορρίπτει αδικαιολόγητα τις άλλες χωρίς πρώτα να έχει εξετάσει τι μπορεί -και τι δεν μπορεί- να ερευνήσει ο άνθρωπος.»
Σε αυτό, και σε πολλά παρόμοια χωρία, γίνεται φανερή η απουσία επιστημονικού πνεύματος, ουσιαστικά η αντιεπιστημονικότητα, του Επικουρισμού. Ο Επίκουρος πιστεύει ότι η έρευνα είναι μάταιη αν δεν συμβάλλει στην αταραξία. Απορρίπτει την βαθύτερη έρευνα με στόχο να διαπιστωθεί ποια από τις αντικρουόμενες εξηγήσεις ενός φαινομένου είναι η ορθή, και καταφέρεται εναντίον όσων επιδίδονταν σε τέτοιες έρευνες, κατηγορώντας τους αφ' ενός για δογματικότητα σε θέματα στα οποία ισχύει η αρχή των πολλαπλών αιτίων και αφ' ετέρου για ροπή προς τη δεισιδαιμονία και τον μύθο. Όμως, αυτοί ακριβώς οι αστρονόμοι που ο Επίκουρος απέρριπτε είχαν, πολύ νωρίτερα, βρει τη σωστή εξήγηση για τις φάσεις της Σελήνης.
Ο Επικουρισμός είναι ένα παράξενο αμάλγαμα που συνδυάζει τη σοβαρή έρευνα σε ορισμένα από τα θεμελιώδη προβλήματα της φυσικής με μια κατά βάση αρνητική στάση απέναντι στην έρευνα των επιμέρους φυσικών φαινομένων. Με την εισαγωγή ορισμένων τροποποιήσεων στην ατομική θεωρία ως απάντηση στους επικριτές της, ο Επίκουρος συνεισέφερε στον διάλογο σχετικά με τα θεμελιώδη συστατικά της ύλης.