×

Używamy ciasteczek, aby ulepszyć LingQ. Odwiedzając stronę wyrażasz zgodę na nasze polityka Cookie.


image

Philosophy - Βιβλιοεμβριθής, Επικούρειοι και Στωικοί (2)

Επικούρειοι και Στωικοί (2)

Αλλά σε ειδικότερα ζητήματα τομέων όπως η αστρονομία, μόλις η διερεύνηση έφτανε σε κάποια αληθοφανή εξήγηση ή εξηγήσεις και απομακρυνόταν ο πειρασμός να καταφύγει κανείς στον μύθο, η έρευνα σταματούσε. Ο Επικουρισμός αποτελεί διαφωτιστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο οι βαθύτερες φιλοσοφικές παραδοχές επηρέαζαν τη φύση της επιστημονικής έρευνας, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση η επίδραση αυτών των παραδοχών ήταν διττή και αντικρουόμενη, καθώς περισσότερο αντιτάσσονταν στην εμπειρική έρευνα παρά ενθάρρυναν την αφηρημένη διερεύνηση των θεμελιωδών φυσικών προβλημάτων.

Φιλοσοφικό Σύστημα του Στωικισμού.

Το αντίπαλο και μακροπρόθεσμα ευρύτερης επιρροής, φιλοσοφικό σύστημα του Στωικισμού θεμελιώθηκε και αναπτύχθηκε από τρεις στοχαστές, τον Ζήνωνα τον Κυτιέα, τον Κλεάνθη τον Άσσιο και τον Χρύσιππο τον Σολέα. Οι δύο πρώτοι ήταν ελάχιστα νεώτεροι του Επικούρου και ο τρίτος κάπου 50 χρόνια μεταγενέστερός τους, αλλά και οι τρεις έδρασαν κυρίως στην Αθήνα. Ενώ οι θεωρίες των Επικούρειων παρέμειναν αξιοσημείωτα σταθερές καθ' όλη τη διάρκεια του μακρού βίου της σχολής -όπως διαπιστώνουμε και από τον Λουκρήτιο· ο Στωικισμός πέρασε από πολλές φάσεις, όχι μόνο στην πρώιμη περίοδό του, αλλά και, κυρίως, κατά τις περιόδους της λεγόμενης Μέσης και Ύστερης ή Νέας Στοάς, υπό τη διεύθυνση στοχαστών όπως ο Παναίτιος ο Ρόδιος (γενν. περί το 185 π.κ.ε. ), ο Ποσειδώνιος ο Απαμεύς (περ. 130-50 π.κ.ε.) και ο Σενέκας (1ος αιώνας μ.κ.ε. ).

Ωστόσο, αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι τα πιστεύω των ιδρυτών της σχολής. Οι κύριες φυσικές θεωρίες ήταν κατά κύριο λόγο έργο του Ζήνωνα, ενώ ο Χρύσιππος ήταν υπεύθυνος για πολλές από τις επιμέρους θεωρίες και τα επιχειρήματα που συνέβαλαν στην εδραίωση του συστήματος έναντι της κριτικής που διατύπωναν οι αντίπαλοί του.

Ο απώτερος σκοπός της μελέτης των φυσικών φαινομένων ήταν, όπως είπαμε, κοινός για τους Στωικούς και τους Επικουρείους: η επίτευξη της αταραξίας. Ωστόσο, κατά τα άλλα, οι δύο σχολές είχαν θεμελιώδεις διαφωνίες σχεδόν σε όλα τα σημαντικά ζητήματα της φυσικής. Ενώ ο Επίκουρος υποστήριζε ότι τα άτομα και το κενό είναι υπαρκτά, οι Στωικοί αρνούνταν ότι υπάρχει κενό μέσα στον κόσμο, αν και δέχονταν την ύπαρξη άπειρου κενού εκτός του κόσμου. Απέρριπταν το επιχείρημα ότι το κενό είναι αναγκαίο για την ερμηνεία της κίνησης.

Ο κόσμος είναι ένα πλήρες, αλλά αυτό δεν εμποδίζει την ύπαρξη κίνησης. Όπως τα ψάρια κινούνται μέσα στο νερό, έτσι και κάθε αντικείμενο μπορεί να κινηθεί μέσα στο πλήρες, το οποίο γίνεται αντιληπτό ως ένα ελαστικό μέσο. Στην άποψη ότι η ύλη υπάρχει ως άθροισμα αδιαίρετων μονάδων, οι Στωικοί αντέταξαν ότι ο κόσμος είναι ένα συνεχές η ουσία του οποίου είναι απείρως διαιρετή. Επίσης, ενώ ο Επίκουρος πίστευε ότι ο χώρος και ο χρόνος συγκροτούνται από ελάχιστα μέρη, οι Στωικοί τους αντιλαμβάνονταν ως συνεχή.

Σε αντίθεση με την κατ' ουσίαν ποσοτική θεωρία των ατομικών, στην οποία οι ποιοτικές διαφορές ανάγονται σε διαφορές ως προς το σχήμα, τη διάταξη και τη θέση των ατόμων, η φυσική των Στωικών ήταν κατά βάσιν ποιοτική. Αφετηρία της κοσμολογίας τους είναι η διάκριση ανάμεσα στις δυο θεμελιώδεις αρχές, την ενεργητική (ποιοῦν) και την παθητική (πάσχον). Το πάσχον είναι η χωρίς ποιοτικές διαφοροποιήσεις ουσία της ύλης (ἀποιος οὐσία τῆς ὕλης). Το ποιούν ορίζεται με διάφορους τρόπους ως αιτία, θεός, λογική, πνεύμα (ζα)ογόνος πνοή), ψυχή και ειμαρμένη.

Και οι δύο αρχές έχουν υλική (σωματική) υπόσταση και για να περιγράφουν τη σχέση τους οι Στωικοί χρησιμοποιούσαν τον όρο κρᾶσις δι' ὅλων, «γενική μίξη», εισάγοντας μια πρωτότυπη θεωρία η οποία ορίζει διάφορες μορφές σύνθεσης. Ως κρᾶσις ορίζεται η εξ ολοκλήρου αλληλοδιείσδυση δύο ή περισσότερων ουσιών, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την ανάμιξη δύο υγρών όπως ο οίνος και το νερό. Διακρίνεται τόσο από την παράθεσιν – το απλό ανακάτεμα μερών, π.χ. δύο ειδών σπόρων- όσο και από τη σύγχυσιν – στην οποία, όπως σε αυτό που θα ονομάζαμε χημική ένωση, οι συμμετέχουσες ουσίες καταστρέφονται για να δημιουργήσουν μια νέα ουσία. Συνεπώς, η ενεργός αρχή θεωρείται ότι είναι σύμφυτη με ολόκληρο τον κόσμο και ότι διαποτίζει όλα τα μέρη του.

Οι δύο θεμελιώδεις αρχές είναι αγέννητες και άφθαρτες

Αλλά τα φυσικά στοιχεία των υλικών σωμάτων, όπως και το ίδιο το σύμπαν, δημιουργούνται (διακοσμεῖσθαι) και καταστρέφονται (ἐμπυροῦσθαι). Στα χνάρια του Εμπεδοκλή, του Πλάτωνος και του Αριστοτέλη, οι Στωικοί υποστήριζαν ότι όλες οι άλλες φυσικές ουσίες αποτελούνται από τέσσερα στοιχεία: η φωτιά και ο αέρας, που συνδέονται αντίστοιχα με το θερμό και το ψυχρό, είναι τα πιο ενεργητικά στοιχεία, ενώ το νερό και η γη, που συνδέονται αντίστοιχα με το υγρό και το ξηρό, τα πιο παθητικά.

Η διαδικασία της κοσμογονίας αρχίζει όταν η φωτιά μεταβάλλεται πρώτα σε αέρα, μετά σε νερό και, τέλος, σε γη. Αντιστρόφως, ο κόσμος κατά διαστήματα καταστρέφεται όταν η διαδικασία αντιστραφεί και τα άλλα στοιχεία γίνουν και πάλι φωτιά. Έτσι ο κόσμος αρχίζει και τελειώνει ως πϋρ σε μια διαδικασία που επαναλαμβάνεται αενάως.

Ως εδώ, η θεωρία των στοιχείων και η κοσμογονία των Στωικών απηχούν παραδοσιακές πεποιθήσεις, αλλά στη θεωρία περί πνεύματος, επέδειξαν μεγαλύτερη πρωτοτυπία, παρ' όλο που και στην περίπτωση αυτή δανείζονται στοιχεία από την προγενέστερη φιλοσοφία. Κρίνοντας από τις αντικρουόμενες μαρτυρίες, η ερμηνεία της συγκεκριμένης θεωρίας παρουσίαζε δυσκολίες ακόμη και για τους αρχαίους.

Αλλά παρά την ύπαρξη ενός χωρίου που αφήνει να εννοηθεί ότι το πνεύμα είναι ένα πέμπτο στοιχείο ισότιμο με τα άλλα τέσσερα (όπως ο αιθήρ του Αριστοτέλη[3]), είναι μάλλον ξεκάθαρο ότι πρέπει να ταυτιστεί με, ή να θεωρηθεί ως, μια μορφή της ενεργού αρχής: και επειδή είναι πανταχού παρόν, το πνεύμα πρέπει, συνεπώς, να ενυπάρχει σε όλα τα πράγματα, όπως πράγματι μαρτυρούν πολλές πηγές. Το πνεύμα πιστευόταν ότι αποτελείται από αέρα και φωτιά στον βαθμό που τα δύο αυτά στοιχεία είναι τα πιο ενεργητικά. Σύμφωνα με τον Γαληνό (Κ VII 525 11 κ. εξ. ), «το πνεύμα δημιουργεί συνεκτικότητα, η ύλη γίνεται συνεκτική, και έτσι λένε ότι ο αέρας και η φωτιά προσδίδουν συνεκτικότητα ενώ η γη και το νερό αποκτούν συνεκτικότητα».

Η θεωρία του πνεύματος μας οδηγεί στη θεωρία των διαφορετικών επιπέδων ενοποιημένης δομής. Σε αντίθεση με τα σύνολα που αποτελούνται από διακριτά στοιχεία, όπως ένας στρατός, ή τις οντότητες λόγω γειτνίασης, οι οποίες αποτελούνται από διασυνδεόμενα στοιχεία, όπως ένα πλοίο, και στις οποίες ένα στοιχείο μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει ακόμη και αν όλα τα υπόλοιπα καταστραφούν, μια ενοποιημένη δομή χαρακτηρίζεται από συμπάθεια μεταξύ των μερών, με αποτέλεσμα όταν επηρεάζεται ένα μέρος να επηρεάζεται και το σύνολο.

Αλλά οι ενοποιημένες δομές είναι διαφόρων ειδών. Το απλούστερο είδος, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την πέτρα, το ξύλο και το μέταλλο, χαρακτηρίζεται από τη λεγάμενη ἕξιν, την κατάσταση συνεκτικότητας μεταξύ των μερών. Σε ένα δεύτερο, πιο σύνθετο επίπεδο οργάνωσης, βρίσκουμε την φύσιν, το είδος ενοποιημένης δομής που χαρακτηρίζει, π.χ., τα φυτά. Τρίτον, τα ζώα δεν διαθέτουν μόνο φύσιν, δεδομένου ότι αναπτύσσονται και αναπαράγονται, αλλά και ψυχήν, εφόσον είναι σε θέση να κινούνται και να αισθάνονται.

Επομένως, οι ενοποιημένες οντότητες διακρίνονται με βάση το είδος της δομής τους, αλλά σε κάθε περίπτωση αυτό που τις συνέχει είναι το πνεύμα, που γίνεται αντιληπτό όχι ως μια στατική, εξωτερική, περιοριστική δύναμη αλλά ως δυναμική, εσωτερική ένταση.

Η θεωρία αυτή ισχύει για το σύμπαν ως σύνολο, καθώς και αυτό είναι μια «ενοποιημένη» δομή όπως την ορίσαμε παραπάνω. Αναφέρεται, π.χ., ότι ο Χρύσιππος πίστευε πως όλη η ουσία του σύμπαντος ενοποιείται από ένα πνεύμα που τη διαποτίζει συνολικά. Το σύνολο είναι ένα δυναμικό συνεχές στο οποίο, όπως σε έναν ζωντανό οργανισμό, όλα τα μέρη βρίσκονται σε μια κατάσταση έντασης και μεταδίδουν το ένα στο άλλο ό,τι τα επηρεάζει.

Ο παραλληλισμός ανάμεσα στον μικρόκοσμο και τον μακρόκοσμο συγκαταλέγεται στα αγαπημένα θέματα των Στωικών, κατ' ουσίαν μάλιστα, δεν αποτελεί απλό παραλληλισμό. Το σύμπαν δεν μοιάζει απλώς με ζωντανό οργανισμό, είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Σαν τον άνθρωπο, διαπνέεται από πνεύμα (ζωτική δύναμη), ψυχήν και νοῦν. Η ενεργός αρχή δεν είναι απλώς ένα στοιχείο συνεκτικότητας αλλά και μια γενεσιουργός δύναμη. Σε περιγραφές της κοσμογονικής διεργασίας ο θεός περιγράφεται ως ο «σπερματικός λόγος» του σύμπαντος και αυτή η γενεσιουργός δράση γίνεται αντιληπτή σαν το σπέρμα των ζώων.

Εξάλλου, η λογική που ενυπάρχει στο σύμπαν δεν είναι απλώς μια νοήμων αιτία, αλλά και μια δύναμη πρόνοιας. Αλλά η θεία πρόνοια δεν υπονοεί κάποια ρήξη στην αλληλουχία των φυσικών αιτίων και αποτελεσμάτων. Απεναντίας, μάλλον δίνει όνομα στην αλληλουχία αυτή: η διαδοχή αιτίας και αποτελέσματος συνιστά αφ' ενός μοίρα και αφ' ετέρου θεία βούληση. Η τύχη αποκλείεται ή μάλλον ερμηνεύεται τελείως υποκειμενικά ως το στοιχείο που παραμένει άδηλο για την ανθρώπινη νόηση.

Παρ' όλο που στην ηθική σφαίρα οι Στωικοί δεν αρνούνταν την ηθική ευθύνη -υποστηρίζοντας, με τη βοήθεια μιας διάκρισης ανάμεσα στα διάφορα είδη αιτίων, ότι μέρος των πράξεών μας τελεί «υπό τον έλεγχό μας», με την έννοια ότι εξαρτάται από τον χαρακτήρα μας– παρέμειναν συνεπείς φυσικοί ντετερμινιστές. Και εδώ, η αντίθεση με τον Επίκουρο είναι εντυπωσιακή. Ενώ εκείνος αρνούνταν ότι ο κόσμος είναι ζωντανός οργανισμός, ότι αποτελεί προϊόν σχεδιασμού και ότι υπάρχει μια αναπόδραστη αλληλουχία αιτίου και αποτελέσματος, οι Στωικοί υιοθετούσαν και τις τρεις πεποιθήσεις. Επίσης διατείνονταν όχι μόνον ότι το μέλλον είναι προκαθορισμένο, αλλά και ότι μπορεί, κατ' αρχήν, να προβλεφθεί, το οποίο και επεδίωξαν με διάφορες μαντικές μεθόδους.

Δεν είναι δυνατό να αναφερθούμε εδώ ούτε σε λεπτομερείς θεωρίες ούτε σε αμφιλεγόμενες επιμέρους ερμηνείες, ωστόσο δώσαμε, ίσως, ένα επαρκές περίγραμμα των βασικών αρχών της φυσικής των πρώιμων Στωικών. Πρόκειται για την πρώτη πλήρως επεξεργασμένη θεωρία της ύλης ως συνεχούς στην αρχαιότητα. Άλλοι φιλόσοφοι είχαν αρνηθεί την ύπαρξη του κενού και είχαν επιχειρήσει να δώσουν μια ανάλυση των διαφόρων τρόπων μίξης.

Αλλά οι Στωικοί ήταν οι πρώτοι που επεξεργάστηκαν ένα λεπτομερές φυσικό σύστημα με βάση την έννοια ενός συνεχούς στο οποίο όλα τα μέρη επικοινωνούν μεταξύ τους. Η έννοια του πνεύματος, η θεωρία της συνολικής μίξης ή αλληλοδιείσδυσης, της λεγάμενης κράσεως, η αρχή της συμπάθειας, η σύλληψη του χώρου και του χρόνου ως δύο συνεχών, αποτελούν όλα μέρος ενός προσεκτικά επεξεργασμένου και αξιοσημείωτα συνεκτικού συνόλου. Η αντίληψη περί αλληλουχίας αιτίου και αποτελέσματος ήταν παρεπόμενο αυτής της θεωρίας. Η πεποίθησή τους ότι το μέλλον είναι προβλέψιμο είναι, με τη σειρά της, συμβατή με, και ουσιαστικά απορρέει από, τον ντετερμινισμό τους. Το να χαρακτηρίσουμε τις προσπάθειές τους στη μαντική ως «αντιεπιστημονικές» είναι εκτός θέματος. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι, κατά την αντίληψή τους, η προσπάθεια του φυσικού να διατυπώσει με επαγωγικό τρόπο γενικούς νόμους δεν διέφερε σε τίποτε από την προσπάθεια του μάντη να προβλέψει το μέλλον χρησιμοποιώντας τις παρατηρήσεις και την «τέχνη» του. Η συγκριτική επιτυχία των προβλέψεών τους μπορεί να ποικίλλει, όχι όμως και ο ορθολογισμός των διαδικασιών τους. Στα μάτια των Στωικών, η ορθολογική βάση για την άσκηση της μαντικής, όπως και της ίδιας της επιστήμης, είναι η φιλοσοφική πίστη στην αδιάρρηκτη αλληλουχία αιτίου και αποτελέσματος.

Οι φυσικές θεωρίες του Επικούρου και των πρώιμων Στωικών ήταν αφηρημένα συστήματα, προϊόντα στοχασμού πάνω στο πρόβλημα των θεμελιωδών συστατικών της ύλης. Αν και αμφότερες οι σχολές πρότειναν αιτιώδεις εξηγήσεις πολλών αστρονομικών, μετεωρολογικών και βιολογικών φαινομένων, καμία από τις δύο δεν επιδόθηκε ιδιαίτερα στην εμπειρική έρευνα. Ωστόσο, η αντιπαράθεσή τους ανέδειξε δύο διαμετρικά αντίθετες, αλλά συμπληρωματικές, αντιλήψεις περί ύλης – τον ατομισμό και τη θεωρία του συνεχούς.

Η ύλη υπάρχει είτε με τη μορφή διακριτών σωματιδίων, που διαχωρίζονται από το κενό, είτε ως ένα συνεχές που αποτελείται από αλληλοεπικοινωνούντα μέρη. Στην κάθε αντίληψη αντιστοιχεί μια διαφορετική θεωρία της κίνησης – η μια σωματιδιακή και η άλλη κυματική: η κίνηση είτε ερμηνεύεται ως μεταφορά υλικών σωματιδίων μέσω του κενού είτε είναι η διάδοση μιας διαταραχής σε ελαστικό μέσο. Παρά τις θεμελιώδεις διαφορές ανάμεσα στις διάφορες θεωρίες που φέρουν το ίδιο όνομα, μπορεί κανείς να θεωρήσει τον αρχαίο ελληνικό ατομισμό ως το πρότυπο όλων των θεωριών που ανάγουν την ύλη σε σωματίδια, και τη φυσική των Στωικών ως πρόδρομο των μεταγενέστερων θεωριών της ύλης ως συνεχούς.

Πράγματι, η μεγαλύτερη σύγχρονη αυθεντία στη φυσική των Στωικών, ο S. Sambursky, υποστηρίζει ότι μπορούμε να διακρίνουμε στο δόγμα του πνεύματος που διαπερνά την ύλη «την πρώτη διατύπωση του πεδίου ισχύος όπως αναπτύχθηκε στη φυσική του 19ου αιώνα», προσθέτοντας, ωστόσο: «με σημαίνουσα διαφορά ότι στην εποχή της μαθηματικής φυσικής αυτή η έτερη έννοια του πεδίου ήταν τελείως απογυμνωμένη από κάθε υπόσταση με την αμιγώς υλική έννοια της λέξης»[4].

Η φυσική επιστήμη συνδέεται στενά με την ηθική και τη λογική τόσο στον Επικουρισμό όσο και στον Στωικισμό. Αμφότερες οι σχολές συνέδεαν το πρόβλημα της αιτιότητας εν γένει με το ηθικό ζήτημα της επιλογής και της ευθύνης.

Επικούρειοι και Στωικοί (2) Epicureans and Stoics (2) Epicúreos y estoicos (2)

Αλλά σε ειδικότερα ζητήματα τομέων όπως η αστρονομία, μόλις η διερεύνηση έφτανε σε κάποια αληθοφανή εξήγηση ή εξηγήσεις και απομακρυνόταν ο πειρασμός να καταφύγει κανείς στον μύθο, η έρευνα σταματούσε. Ο Επικουρισμός αποτελεί διαφωτιστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο οι βαθύτερες φιλοσοφικές παραδοχές επηρέαζαν τη φύση της επιστημονικής έρευνας, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση η επίδραση αυτών των παραδοχών ήταν διττή και αντικρουόμενη, καθώς περισσότερο αντιτάσσονταν στην εμπειρική έρευνα παρά ενθάρρυναν την αφηρημένη διερεύνηση των θεμελιωδών φυσικών προβλημάτων.

Φιλοσοφικό Σύστημα του Στωικισμού.

Το αντίπαλο και μακροπρόθεσμα ευρύτερης επιρροής, φιλοσοφικό σύστημα του Στωικισμού θεμελιώθηκε και αναπτύχθηκε από τρεις στοχαστές, τον Ζήνωνα τον Κυτιέα, τον Κλεάνθη τον Άσσιο και τον Χρύσιππο τον Σολέα. Οι δύο πρώτοι ήταν ελάχιστα νεώτεροι του Επικούρου και ο τρίτος κάπου 50 χρόνια μεταγενέστερός τους, αλλά και οι τρεις έδρασαν κυρίως στην Αθήνα. Ενώ οι θεωρίες των Επικούρειων παρέμειναν αξιοσημείωτα σταθερές καθ' όλη τη διάρκεια του μακρού βίου της σχολής -όπως διαπιστώνουμε και από τον Λουκρήτιο· ο Στωικισμός πέρασε από πολλές φάσεις, όχι μόνο στην πρώιμη περίοδό του, αλλά και, κυρίως, κατά τις περιόδους της λεγόμενης Μέσης και Ύστερης ή Νέας Στοάς, υπό τη διεύθυνση στοχαστών όπως ο Παναίτιος ο Ρόδιος (γενν. περί το 185 π.κ.ε. ), ο Ποσειδώνιος ο Απαμεύς (περ. 130-50 π.κ.ε.) και ο Σενέκας (1ος αιώνας μ.κ.ε. ).

Ωστόσο, αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι τα πιστεύω των ιδρυτών της σχολής. Οι κύριες φυσικές θεωρίες ήταν κατά κύριο λόγο έργο του Ζήνωνα, ενώ ο Χρύσιππος ήταν υπεύθυνος για πολλές από τις επιμέρους θεωρίες και τα επιχειρήματα που συνέβαλαν στην εδραίωση του συστήματος έναντι της κριτικής που διατύπωναν οι αντίπαλοί του.

Ο απώτερος σκοπός της μελέτης των φυσικών φαινομένων ήταν, όπως είπαμε, κοινός για τους Στωικούς και τους Επικουρείους: η επίτευξη της αταραξίας. Ωστόσο, κατά τα άλλα, οι δύο σχολές είχαν θεμελιώδεις διαφωνίες σχεδόν σε όλα τα σημαντικά ζητήματα της φυσικής. Ενώ ο Επίκουρος υποστήριζε ότι τα άτομα και το κενό είναι υπαρκτά, οι Στωικοί αρνούνταν ότι υπάρχει κενό μέσα στον κόσμο, αν και δέχονταν την ύπαρξη άπειρου κενού εκτός του κόσμου. Απέρριπταν το επιχείρημα ότι το κενό είναι αναγκαίο για την ερμηνεία της κίνησης.

Ο κόσμος είναι ένα πλήρες, αλλά αυτό δεν εμποδίζει την ύπαρξη κίνησης. Όπως τα ψάρια κινούνται μέσα στο νερό, έτσι και κάθε αντικείμενο μπορεί να κινηθεί μέσα στο πλήρες, το οποίο γίνεται αντιληπτό ως ένα ελαστικό μέσο. Στην άποψη ότι η ύλη υπάρχει ως άθροισμα αδιαίρετων μονάδων, οι Στωικοί αντέταξαν ότι ο κόσμος είναι ένα συνεχές η ουσία του οποίου είναι απείρως διαιρετή. Επίσης, ενώ ο Επίκουρος πίστευε ότι ο χώρος και ο χρόνος συγκροτούνται από ελάχιστα μέρη, οι Στωικοί τους αντιλαμβάνονταν ως συνεχή.

Σε αντίθεση με την κατ' ουσίαν ποσοτική θεωρία των ατομικών, στην οποία οι ποιοτικές διαφορές ανάγονται σε διαφορές ως προς το σχήμα, τη διάταξη και τη θέση των ατόμων, η φυσική των Στωικών ήταν κατά βάσιν ποιοτική. Αφετηρία της κοσμολογίας τους είναι η διάκριση ανάμεσα στις δυο θεμελιώδεις αρχές, την ενεργητική (ποιοῦν) και την παθητική (πάσχον). Το πάσχον είναι η χωρίς ποιοτικές διαφοροποιήσεις ουσία της ύλης (ἀποιος οὐσία τῆς ὕλης). Το ποιούν ορίζεται με διάφορους τρόπους ως αιτία, θεός, λογική, πνεύμα (ζα)ογόνος πνοή), ψυχή και ειμαρμένη.

Και οι δύο αρχές έχουν υλική (σωματική) υπόσταση και για να περιγράφουν τη σχέση τους οι Στωικοί χρησιμοποιούσαν τον όρο κρᾶσις δι' ὅλων, «γενική μίξη», εισάγοντας μια πρωτότυπη θεωρία η οποία ορίζει διάφορες μορφές σύνθεσης. Ως κρᾶσις ορίζεται η εξ ολοκλήρου αλληλοδιείσδυση δύο ή περισσότερων ουσιών, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την ανάμιξη δύο υγρών όπως ο οίνος και το νερό. Διακρίνεται τόσο από την παράθεσιν – το απλό ανακάτεμα μερών, π.χ. δύο ειδών σπόρων- όσο και από τη σύγχυσιν – στην οποία, όπως σε αυτό που θα ονομάζαμε χημική ένωση, οι συμμετέχουσες ουσίες καταστρέφονται για να δημιουργήσουν μια νέα ουσία. Συνεπώς, η ενεργός αρχή θεωρείται ότι είναι σύμφυτη με ολόκληρο τον κόσμο και ότι διαποτίζει όλα τα μέρη του.

Οι δύο θεμελιώδεις αρχές είναι αγέννητες και άφθαρτες

Αλλά τα φυσικά στοιχεία των υλικών σωμάτων, όπως και το ίδιο το σύμπαν, δημιουργούνται (διακοσμεῖσθαι) και καταστρέφονται (ἐμπυροῦσθαι). Στα χνάρια του Εμπεδοκλή, του Πλάτωνος και του Αριστοτέλη, οι Στωικοί υποστήριζαν ότι όλες οι άλλες φυσικές ουσίες αποτελούνται από τέσσερα στοιχεία: η φωτιά και ο αέρας, που συνδέονται αντίστοιχα με το θερμό και το ψυχρό, είναι τα πιο ενεργητικά στοιχεία, ενώ το νερό και η γη, που συνδέονται αντίστοιχα με το υγρό και το ξηρό, τα πιο παθητικά.

Η διαδικασία της κοσμογονίας αρχίζει όταν η φωτιά μεταβάλλεται πρώτα σε αέρα, μετά σε νερό και, τέλος, σε γη. Αντιστρόφως, ο κόσμος κατά διαστήματα καταστρέφεται όταν η διαδικασία αντιστραφεί και τα άλλα στοιχεία γίνουν και πάλι φωτιά. Έτσι ο κόσμος αρχίζει και τελειώνει ως πϋρ σε μια διαδικασία που επαναλαμβάνεται αενάως.

Ως εδώ, η θεωρία των στοιχείων και η κοσμογονία των Στωικών απηχούν παραδοσιακές πεποιθήσεις, αλλά στη θεωρία περί πνεύματος, επέδειξαν μεγαλύτερη πρωτοτυπία, παρ' όλο που και στην περίπτωση αυτή δανείζονται στοιχεία από την προγενέστερη φιλοσοφία. Κρίνοντας από τις αντικρουόμενες μαρτυρίες, η ερμηνεία της συγκεκριμένης θεωρίας παρουσίαζε δυσκολίες ακόμη και για τους αρχαίους.

Αλλά παρά την ύπαρξη ενός χωρίου που αφήνει να εννοηθεί ότι το πνεύμα είναι ένα πέμπτο στοιχείο ισότιμο με τα άλλα τέσσερα (όπως ο αιθήρ του Αριστοτέλη[3]), είναι μάλλον ξεκάθαρο ότι πρέπει να ταυτιστεί με, ή να θεωρηθεί ως, μια μορφή της ενεργού αρχής: και επειδή είναι πανταχού παρόν, το πνεύμα πρέπει, συνεπώς, να ενυπάρχει σε όλα τα πράγματα, όπως πράγματι μαρτυρούν πολλές πηγές. But despite the existence of a passage implying that the spirit is a fifth element equal to the other four (like Aristotle's ether [3]), it is rather clear that it must be identified with, or regarded as, a form of active principle: and because it is ubiquitous, spirit must therefore be present in all things, as many sources testify. Το πνεύμα πιστευόταν ότι αποτελείται από αέρα και φωτιά στον βαθμό που τα δύο αυτά στοιχεία είναι τα πιο ενεργητικά. Σύμφωνα με τον Γαληνό (Κ VII 525 11 κ. εξ. ), «το πνεύμα δημιουργεί συνεκτικότητα, η ύλη γίνεται συνεκτική, και έτσι λένε ότι ο αέρας και η φωτιά προσδίδουν συνεκτικότητα ενώ η γη και το νερό αποκτούν συνεκτικότητα».

Η θεωρία του πνεύματος μας οδηγεί στη θεωρία των διαφορετικών επιπέδων ενοποιημένης δομής. Σε αντίθεση με τα σύνολα που αποτελούνται από διακριτά στοιχεία, όπως ένας στρατός, ή τις οντότητες λόγω γειτνίασης, οι οποίες αποτελούνται από διασυνδεόμενα στοιχεία, όπως ένα πλοίο, και στις οποίες ένα στοιχείο μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει ακόμη και αν όλα τα υπόλοιπα καταστραφούν, μια ενοποιημένη δομή χαρακτηρίζεται από συμπάθεια μεταξύ των μερών, με αποτέλεσμα όταν επηρεάζεται ένα μέρος να επηρεάζεται και το σύνολο.

Αλλά οι ενοποιημένες δομές είναι διαφόρων ειδών. Το απλούστερο είδος, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την πέτρα, το ξύλο και το μέταλλο, χαρακτηρίζεται από τη λεγάμενη ἕξιν, την κατάσταση συνεκτικότητας μεταξύ των μερών. Σε ένα δεύτερο, πιο σύνθετο επίπεδο οργάνωσης, βρίσκουμε την φύσιν, το είδος ενοποιημένης δομής που χαρακτηρίζει, π.χ., τα φυτά. Τρίτον, τα ζώα δεν διαθέτουν μόνο φύσιν, δεδομένου ότι αναπτύσσονται και αναπαράγονται, αλλά και ψυχήν, εφόσον είναι σε θέση να κινούνται και να αισθάνονται.

Επομένως, οι ενοποιημένες οντότητες διακρίνονται με βάση το είδος της δομής τους, αλλά σε κάθε περίπτωση αυτό που τις συνέχει είναι το πνεύμα, που γίνεται αντιληπτό όχι ως μια στατική, εξωτερική, περιοριστική δύναμη αλλά ως δυναμική, εσωτερική ένταση.

Η θεωρία αυτή ισχύει για το σύμπαν ως σύνολο, καθώς και αυτό είναι μια «ενοποιημένη» δομή όπως την ορίσαμε παραπάνω. Αναφέρεται, π.χ., ότι ο Χρύσιππος πίστευε πως όλη η ουσία του σύμπαντος ενοποιείται από ένα πνεύμα που τη διαποτίζει συνολικά. Το σύνολο είναι ένα δυναμικό συνεχές στο οποίο, όπως σε έναν ζωντανό οργανισμό, όλα τα μέρη βρίσκονται σε μια κατάσταση έντασης και μεταδίδουν το ένα στο άλλο ό,τι τα επηρεάζει. The whole is a continuous potential in which, as in a living organism, all parts are in a state of tension and transmit to each other whatever affects them.

Ο παραλληλισμός ανάμεσα στον μικρόκοσμο και τον μακρόκοσμο συγκαταλέγεται στα αγαπημένα θέματα των Στωικών, κατ' ουσίαν μάλιστα, δεν αποτελεί απλό παραλληλισμό. Το σύμπαν δεν μοιάζει απλώς με ζωντανό οργανισμό, είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Σαν τον άνθρωπο, διαπνέεται από πνεύμα (ζωτική δύναμη), ψυχήν και νοῦν. Like man, he is inspired by spirit (vital force), soul and mind. Η ενεργός αρχή δεν είναι απλώς ένα στοιχείο συνεκτικότητας αλλά και μια γενεσιουργός δύναμη. Σε περιγραφές της κοσμογονικής διεργασίας ο θεός περιγράφεται ως ο «σπερματικός λόγος» του σύμπαντος και αυτή η γενεσιουργός δράση γίνεται αντιληπτή σαν το σπέρμα των ζώων.

Εξάλλου, η λογική που ενυπάρχει στο σύμπαν δεν είναι απλώς μια νοήμων αιτία, αλλά και μια δύναμη πρόνοιας. Αλλά η θεία πρόνοια δεν υπονοεί κάποια ρήξη στην αλληλουχία των φυσικών αιτίων και αποτελεσμάτων. Απεναντίας, μάλλον δίνει όνομα στην αλληλουχία αυτή: η διαδοχή αιτίας και αποτελέσματος συνιστά αφ' ενός μοίρα και αφ' ετέρου θεία βούληση. On the contrary, it rather gives a name to this sequence: the succession of cause and effect constitutes on the one hand a destiny and on the other a divine will. Η τύχη αποκλείεται ή μάλλον ερμηνεύεται τελείως υποκειμενικά ως το στοιχείο που παραμένει άδηλο για την ανθρώπινη νόηση. Fate is ruled out or rather interpreted completely subjectively as the element that remains unknown to the human intellect.

Παρ' όλο που στην ηθική σφαίρα οι Στωικοί δεν αρνούνταν την ηθική ευθύνη -υποστηρίζοντας, με τη βοήθεια μιας διάκρισης ανάμεσα στα διάφορα είδη αιτίων, ότι μέρος των πράξεών μας τελεί «υπό τον έλεγχό μας», με την έννοια ότι εξαρτάται από τον χαρακτήρα μας– παρέμειναν συνεπείς φυσικοί ντετερμινιστές. Και εδώ, η αντίθεση με τον Επίκουρο είναι εντυπωσιακή. Here, too, the opposition to Epicurus is striking. Ενώ εκείνος αρνούνταν ότι ο κόσμος είναι ζωντανός οργανισμός, ότι αποτελεί προϊόν σχεδιασμού και ότι υπάρχει μια αναπόδραστη αλληλουχία αιτίου και αποτελέσματος, οι Στωικοί υιοθετούσαν και τις τρεις πεποιθήσεις. Επίσης διατείνονταν όχι μόνον ότι το μέλλον είναι προκαθορισμένο, αλλά και ότι μπορεί, κατ' αρχήν, να προβλεφθεί, το οποίο και επεδίωξαν με διάφορες μαντικές μεθόδους. They also argued not only that the future was predetermined, but also that it could, in principle, be predicted, which they sought with various divination methods.

Δεν είναι δυνατό να αναφερθούμε εδώ ούτε σε λεπτομερείς θεωρίες ούτε σε αμφιλεγόμενες επιμέρους ερμηνείες, ωστόσο δώσαμε, ίσως, ένα επαρκές περίγραμμα των βασικών αρχών της φυσικής των πρώιμων Στωικών. It is not possible to refer here either to detailed theories or to controversial individual interpretations, yet we have given, perhaps, a sufficient outline of the basic principles of early Stoic physics. Πρόκειται για την πρώτη πλήρως επεξεργασμένη θεωρία της ύλης ως συνεχούς στην αρχαιότητα. This is the first fully developed theory of matter as continuous in antiquity. Άλλοι φιλόσοφοι είχαν αρνηθεί την ύπαρξη του κενού και είχαν επιχειρήσει να δώσουν μια ανάλυση των διαφόρων τρόπων μίξης.

Αλλά οι Στωικοί ήταν οι πρώτοι που επεξεργάστηκαν ένα λεπτομερές φυσικό σύστημα με βάση την έννοια ενός συνεχούς στο οποίο όλα τα μέρη επικοινωνούν μεταξύ τους. Η έννοια του πνεύματος, η θεωρία της συνολικής μίξης ή αλληλοδιείσδυσης, της λεγάμενης κράσεως, η αρχή της συμπάθειας, η σύλληψη του χώρου και του χρόνου ως δύο συνεχών, αποτελούν όλα μέρος ενός προσεκτικά επεξεργασμένου και αξιοσημείωτα συνεκτικού συνόλου. Η αντίληψη περί αλληλουχίας αιτίου και αποτελέσματος ήταν παρεπόμενο αυτής της θεωρίας. The notion of a sequence of cause and effect was ancillary to this theory. Η πεποίθησή τους ότι το μέλλον είναι προβλέψιμο είναι, με τη σειρά της, συμβατή με, και ουσιαστικά απορρέει από, τον ντετερμινισμό τους. Το να χαρακτηρίσουμε τις προσπάθειές τους στη μαντική ως «αντιεπιστημονικές» είναι εκτός θέματος. To characterize their efforts in divination as "unscientific" is out of the question. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι, κατά την αντίληψή τους, η προσπάθεια του φυσικού να διατυπώσει με επαγωγικό τρόπο γενικούς νόμους δεν διέφερε σε τίποτε από την προσπάθεια του μάντη να προβλέψει το μέλλον χρησιμοποιώντας τις παρατηρήσεις και την «τέχνη» του. We must recognize that, in their view, the physicist's attempt to formulate general laws inductively differed in no way from the soothsayer's attempt to predict the future using his observations and "art." Η συγκριτική επιτυχία των προβλέψεών τους μπορεί να ποικίλλει, όχι όμως και ο ορθολογισμός των διαδικασιών τους. The comparative success of their predictions may vary, but not the rationalization of their procedures. Στα μάτια των Στωικών, η ορθολογική βάση για την άσκηση της μαντικής, όπως και της ίδιας της επιστήμης, είναι η φιλοσοφική πίστη στην αδιάρρηκτη αλληλουχία αιτίου και αποτελέσματος.

Οι φυσικές θεωρίες του Επικούρου και των πρώιμων Στωικών ήταν αφηρημένα συστήματα, προϊόντα στοχασμού πάνω στο πρόβλημα των θεμελιωδών συστατικών της ύλης. The natural theories of Epicurus and the early Stoics were abstract systems, products of reflection on the problem of the fundamental components of matter. Αν και αμφότερες οι σχολές πρότειναν αιτιώδεις εξηγήσεις πολλών αστρονομικών, μετεωρολογικών και βιολογικών φαινομένων, καμία από τις δύο δεν επιδόθηκε ιδιαίτερα στην εμπειρική έρευνα. Although both faculties offered causal explanations for many astronomical, meteorological, and biological phenomena, neither was particularly engaging in empirical research. Ωστόσο, η αντιπαράθεσή τους ανέδειξε δύο διαμετρικά αντίθετες, αλλά συμπληρωματικές, αντιλήψεις περί ύλης – τον ατομισμό και τη θεωρία του συνεχούς. However, their confrontation revealed two diametrically opposed, but complementary, conceptions of matter - atomism and the theory of the continuous.

Η ύλη υπάρχει είτε με τη μορφή διακριτών σωματιδίων, που διαχωρίζονται από το κενό, είτε ως ένα συνεχές που αποτελείται από αλληλοεπικοινωνούντα μέρη. Matter exists either in the form of discrete particles, separated by a vacuum, or as a continuum consisting of interconnecting parts. Στην κάθε αντίληψη αντιστοιχεί μια διαφορετική θεωρία της κίνησης – η μια σωματιδιακή και η άλλη κυματική: η κίνηση είτε ερμηνεύεται ως μεταφορά υλικών σωματιδίων μέσω του κενού είτε είναι η διάδοση μιας διαταραχής σε ελαστικό μέσο. Each theory corresponds to a different theory of motion - one particle and the other wave: motion is either interpreted as the transport of material particles through a vacuum or is the propagation of a perturbation in an elastic medium. Παρά τις θεμελιώδεις διαφορές ανάμεσα στις διάφορες θεωρίες που φέρουν το ίδιο όνομα, μπορεί κανείς να θεωρήσει τον αρχαίο ελληνικό ατομισμό ως το πρότυπο όλων των θεωριών που ανάγουν την ύλη σε σωματίδια, και τη φυσική των Στωικών ως πρόδρομο των μεταγενέστερων θεωριών της ύλης ως συνεχούς.

Πράγματι, η μεγαλύτερη σύγχρονη αυθεντία στη φυσική των Στωικών, ο S. Sambursky, υποστηρίζει ότι μπορούμε να διακρίνουμε στο δόγμα του πνεύματος που διαπερνά την ύλη «την πρώτη διατύπωση του πεδίου ισχύος όπως αναπτύχθηκε στη φυσική του 19ου αιώνα», προσθέτοντας, ωστόσο: «με σημαίνουσα διαφορά ότι στην εποχή της μαθηματικής φυσικής αυτή η έτερη έννοια του πεδίου ήταν τελείως απογυμνωμένη από κάθε υπόσταση με την αμιγώς υλική έννοια της λέξης»[4].

Η φυσική επιστήμη συνδέεται στενά με την ηθική και τη λογική τόσο στον Επικουρισμό όσο και στον Στωικισμό. The natural sciences are closely linked to ethics and logic in both Epicureanism and Stoicism. Αμφότερες οι σχολές συνέδεαν το πρόβλημα της αιτιότητας εν γένει με το ηθικό ζήτημα της επιλογής και της ευθύνης.