×

Używamy ciasteczek, aby ulepszyć LingQ. Odwiedzając stronę wyrażasz zgodę na nasze polityka Cookie.

image

Τράπεζα κειμένων B1, 18. Νινέτ - Σαρή Ζωρζ

18. Νινέτ - Σαρή Ζωρζ

Ξημέρωνε. Το τρένο πλησίαζε στο Παρίσι. Τα περίχωρά του φαίνονταν όλο και πιο καθαρά. Εικόνες μιας γρήγορης βουβής ταινίας. Σπίτια ομοιόμορφα με κεραμιδένιες σκεπές, καμινάδες να καπνίζουν κι ο ψηλόλιγνος καπνός τους να ανακατεύεται με την πρωινή ομίχλη. Μικροί κήποι με χαμηλά φυτά, δέντρα χωρίς τα φύλλα τους και στην άκρη του δρόμου, στη φυλασσόμενη διάβαση, πίσω από την μπάρα, ακίνητοι, άντρες, γυναίκες, με τα ρούχα της δουλειάς, αγουροξυπνημένοι, να κοιτούν την ταχεία να περνά και να ονειρεύονται χώρες, πολιτείες, κάποιο άλλο περίχωρο που ποτέ δε θα γνωρίσουν στη σύντομη ζωή τους.

Ο Προσπέρ χτύπησε διακριτικά την πόρτα της κλινάμαξας και μπήκε. H Έμμα είχε κιόλας σηκωθεί, ήταν ντυμένη και χτένιζε τα μαλλιά της.

— Πώς κοιμηθήκατε;, τη ρώτησε φιλώντας την τρυφερά.

Η αδελφή του ακούμπησε το δείχτη του χεριού της πάνω στα χείλη της:

— Σσσς…, του ψιθύρισε. Κοιμάται ακόμη η καημενούλα, ήταν τόσο κουρασμένη. Εγώ ήμουν πολύ ταραγμένη, κάθε τόσο ξυπνούσα, σκεφτόμουν το κοριτσάκι μου, εξόριστο στις καλόγριες…

— Έλα καλή μου, μη στενοχωριέσαι. Κι εσύ στα δώδεκα χρόνια σου ήσουν οικότροφος στο ίδιο κολέγιο, και δεν έπαθες τίποτε…

— Όχι, Προσπέρ, δεν είναι το ίδιο.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

18. Νινέτ - Σαρή Ζωρζ Ninet - Zorz Sari|Sari|Georges 18. Ninette - Shari Georges 18. Ninet - Shari Georges 18. Ninet - Shari Georges 18. Ninet - Shari Georges 18. Ninet - Shari Georges 18. Ninette - Shari Georges

Ξημέρωνε. It was dawning. Es ist Morgen. It's morning. Το τρένο πλησίαζε στο Παρίσι. ||was approaching||Paris Der Zug fuhr auf Paris zu. The train was approaching Paris. Τα περίχωρά του φαίνονταν όλο και πιο καθαρά. |surrounding areas|||more and more|||more clearly Die Umgebung schien immer klarer und deutlicher zu werden. Its surroundings seemed clearer and clearer. L'ambiente circostante sembrava sempre più chiaro. Εικόνες μιας γρήγορης βουβής ταινίας. Images|of a|fast|silent|film Bilder eines schnellen Stummfilms. Images of a quick silent movie. Immagini di un rapido film muto. Σπίτια ομοιόμορφα με κεραμιδένιες σκεπές, καμινάδες να καπνίζουν κι ο ψηλόλιγνος καπνός τους να ανακατεύεται με την πρωινή ομίχλη. |uniformly||tiled|roofs|chimneys||smoke|||tall and thin||||mixes|||morning|fog Häuser mit gleichmäßigen Ziegeldächern, rauchende Schornsteine, deren hoher Rauch sich mit dem Morgennebel vermischt. Houses uniformly with tiled roofs, chimneys smoking and their tall smoke mingling with the morning mist. Case uniformi con tetti di tegole, camini fumanti e il loro fumo alto che si mescola alla nebbia del mattino. Μικροί κήποι με χαμηλά φυτά, δέντρα χωρίς τα φύλλα τους και στην άκρη του δρόμου, στη φυλασσόμενη διάβαση, πίσω από την μπάρα, ακίνητοι, άντρες, γυναίκες, με τα ρούχα της δουλειάς, αγουροξυπνημένοι, να κοιτούν την ταχεία να περνά και να ονειρεύονται χώρες, πολιτείες, κάποιο άλλο περίχωρο που ποτέ δε θα γνωρίσουν στη σύντομη ζωή τους. |gardens||low|||||||||||||guarded|crossing guard||||barrier|motionless||||||||sleepy-headed|to|are looking||fast|||||dream of|countries|states|some other||suburb|||||will know||short|| Kleine Gärten mit niedrigen Pflanzen, Bäume ohne Blätter, und am Straßenrand, auf dem bewachten Bahnübergang, hinter der Schranke, regungslos, Männer, Frauen, in ihrer Arbeitskleidung, wach, beobachten die Schnellstraße und träumen von Ländern, Staaten, einer anderen Umgebung, die sie in ihrem kurzen Leben nie kennenlernen werden. Small gardens with low plants, trees without their leaves, and on the side of the road, on the guarded crossing, behind the barrier, motionless, men, women, in their work clothes, awake, watching the expressway go by and dreaming of countries, states, some other environs they will never know in their short lives. Piccoli giardini con piante basse, alberi senza foglie, e sul ciglio della strada, sull'incrocio sorvegliato, dietro la barriera, immobili, uomini, donne, in tenuta da lavoro, svegli, guardano la superstrada passare e sognano paesi, stati, qualche altro ambiente che non conosceranno mai nella loro breve vita.

Ο Προσπέρ χτύπησε διακριτικά την πόρτα της κλινάμαξας και μπήκε. |Prosper||discreetly||||sleeping car|| Prosper klopfte unauffällig an die Tür des Schlafwagens und trat ein. Prosper knocked discreetly on the door of the sleeper and entered. Prosper bussò discretamente alla porta del dormitorio ed entrò. H Έμμα είχε κιόλας σηκωθεί, ήταν ντυμένη και χτένιζε τα μαλλιά της. The|Emma|had||||dressed up||combining||| Emma war bereits aufgestanden, angezogen und kämmte ihr Haar. Emma was already up, dressed and combing her hair. Emma era già in piedi, vestita e pettinata.

— Πώς κοιμηθήκατε;, τη ρώτησε φιλώντας την τρυφερά. Wie|||||| How|slept|||talking to||gently - Wie hast du geschlafen?", fragte er sie und küsste sie zärtlich. - How did you sleep?, he asked her, kissing her tenderly. - Come hai dormito?", le chiese, baciandola teneramente.

Η αδελφή του ακούμπησε το δείχτη του χεριού της πάνω στα χείλη της: |||touched||index finger||hand||||lips| Seine Schwester legte den Zeigefinger ihrer Hand auf ihre Lippen: His sister put the index finger of her hand over her lips: La sorella si passò l'indice della mano sulle labbra:

— Σσσς…, του ψιθύρισε. Shhh||whispered - Pst..., flüsterte sie ihm zu. - Shh..., she whispered to him. Κοιμάται ακόμη η καημενούλα, ήταν τόσο κουρασμένη. is sleeping|||poor thing||| Sie schläft noch, das arme Ding, sie war so müde. She's still sleeping, poor thing, she was so tired. Εγώ ήμουν πολύ ταραγμένη, κάθε τόσο ξυπνούσα, σκεφτόμουν το κοριτσάκι μου, εξόριστο στις καλόγριες… |||disturbed|||waking up|||||exiled||nuns Ich war sehr beunruhigt, ab und zu wachte ich auf und dachte an mein kleines Mädchen, das zu den Nonnen verbannt wurde ... I was very upset, every now and then I would wake up, thinking about my little girl, exiled to the nuns... Ero molto turbata, ogni tanto mi svegliavo pensando alla mia bambina, esiliata dalle suore... Ben çok huzursuzdum, her seferinde uyanıyor, küçük kızımı düşünüyordum, manastırda sürgünde...

— Έλα καλή μου, μη στενοχωριέσαι. ||||don't worry - Komm schon, Liebling, sei nicht traurig. - Come on, darling, don't be sad. - Su, tesoro, non essere triste. — Gel güzelim, üzülme. Κι εσύ στα δώδεκα χρόνια σου ήσουν οικότροφος στο ίδιο κολέγιο, και δεν έπαθες τίποτε… |||||||boarding student|||college|and||you suffered| Und du warst mit zwölf Jahren Internatsschüler am selben College, und dir ist nichts passiert... And you, at twelve years old, were a boarder at the same college, and nothing happened to you... E tu, a dodici anni, eri in pensione nello stesso collegio, e non ti è successo nulla... Sen de on iki yaşındayken aynı kolejde yatılıydın, sen de bir şey yaşamamıştın...

— Όχι, Προσπέρ, δεν είναι το ίδιο. |Prosper|||| - Nein, Prosper, das ist nicht dasselbe. - No, Prosper, it's not the same. - No, Prosper, non è la stessa cosa.