×

Używamy ciasteczek, aby ulepszyć LingQ. Odwiedzając stronę wyrażasz zgodę na nasze polityka Cookie.

image

Readings - Ο Ανδρέας Διαβάζει, Καρκαβίτσας, Ανδρέας - Ηρώων τέκνα (2)

Καρκαβίτσας, Ανδρέας - Ηρώων τέκνα (2)

Ο Μπούφος ήταν φανατικός φίλος της Τηραημόλας και με δυο λόγια, που σφύριξε ο Τριζώνης του έφορου, απαλλάχτηκε αμέσως. Τα πράματα, που κατάσκεσαν οι χωροφύλακες, μπορούσε να ήταν δικά του, χωρίς να ενέχεται. Ο Ταράνανας όμως δεν ήταν φίλος και δεν είχε ανάγκη να φροντίσει γι' αυτόν ο συμπέθερος. Έπειτα το προιάρι είχε γραμμένο στην πρύμη τ' όνομά του. Κι είχε ακόμη κοντά, με κόκκινη βαφή κι ένα εκλογικό δίστιχο, που βάραινε φοβερά τη θέση του. Το θυμάται: Αν δεν το θυμάται, να του το ειπεί αυτός, που δεν το ξέχασε, ούτε θα το ξεχάσει ποτέ στον αιώνα!

Ξεκίνησε με φλόγες ο καπετάν Γιωργής.

Τα Γιάννινα να πάρει ο καπετάν Μακρής.

Φυσικά ο έφορος έβγαλε την απόφασή του. Οχτακόσιες δραχμές είχε πρόστιμο ο Ταράνανας και το Νομικό Συμβούλιο ήταν έτοιμο με μια μονοκοντυλιά να διατάξει την προσωπική του κράτηση. Και να μη λέμε την καταγγελία για την αντίσταση, που έκαμε στην Αρχή! Τι τα θες. Ήταν τόσο κακά τα πράματα, που μια να έμπαινε στη φυλακή, δε θα 'βγαινε παρά νεκρός.

- Μουρ' τι λες, σμπέθερε; ρώτησε ο σκάπουλος.

- Μα τα ούλα τα κονίσματα δε γλιτώνεις είπε ο Τριζώνης με απάθεια.

Ο Ταράνανας τα έχασε. Κοίταζε το σύντροφό του στα μάτια κι έπειτ' ακούμπησε το κεφάλι στον τοίχο συλλογισμένος.

- Τι να κάμω; μουρμούρισε.

Ο Τριζώνης δεν απάντησε αμέσως. Άφηκε το σκάπουλο στην απελπισία του κάμποση ώρα. Άξαφνα με φωνή δυνατή κι απαιτητική του είπε, πιάνοντάς τον αλαφρά από το γελέκο:

- Μ' ακούς εμένα; δε μ' ακούς!... Πάμε σπίτ' σ' λέου· είναι καιρός ακόμα… Του ξέρ' ο κυρ-Αλέξαντρος. Του μίλησα ιγώ...

Και τράβηξε να φύγει. Ο σκάπουλος ηθέλησε ν' αντισταθεί, να μην ακολουθήσει. Μα έξαφνα με δυο τρία δραμπαλίσματα του κορμιού, έσκυψε το κεφάλι και όρμησε σαν μεθυσμένος κατόπιν του.

Ήταν οι δυο φίλοι, ο Αποστόλης Βάραγκας ή Κοψαχείλης κι ο Τάσος Κρίκας ή Τσιρίμπασης, είδαν τον Ταράνανα ν' ακολουθεί τον Τριζώνη, κοίταξε ένας τον άλλον και χαμογέλασαν πονηρά.

- Πάει πίσου σαν το ψάρ' στην τράενα· είπε ο ένας.

- Τσίμπ'σι· πρόσθεσε ο άλλος.

- Λες:

- Ω βέβαια· κάτι παλούκι τ' χώσανε και πάει ναν τ' του βγάλν'...

Και εκάθισαν απ' έξω σ' έναν καφενέ, αντίκρυ στο καπνοπωλείο. Κόσμος πολύς πηγαινορχότανε μπροστά τους. Πολύ σπάνια τ' Αϊ-Σημιού ή του Λαζάρου, που γιορτάζεται η Έξοδος, φαίνεται κάποια κίνηση εκεί. Μα για να καταντήσει αληθινό πανηγύρι, πρέπει δυο σημαντικά πράματα να συμβούν. Ή να κατεβεί κανένας ντόπιος πολιτικός από την πρωτεύουσα ή να είναι παραμονές εκλογών. Τότε καταντά αγνώριστη η κοιμισμένη Πλατεία. Επιστήμονες, υπάλληλοι και στρατιωτικοί· γιβαράδες και καραβοκυραίοι· χοντρονοικοκυραίοι κι έμποροι· χωριάτες και γεωργοί και γύφτοι· δήμαρχοι και υποψήφιοι βουλευτές της επαρχίας, του Νομού όλου ανάκατα, ήταν τώρα εκεί και γλυκομιλούσαν και κρυφογελούσανε ίσοι προς ίσους όλοι, όπως σε κανένα εμπορικό πανηγύρι, όταν το κρασί ανάβει τα καύκαλα και το μεθύσι της κερδοσκοπίας παρασέρνει τη ντροπή και λύνει άκριτη τη γλώσσα. Και δεν ήταν τίποτ' άλλο παρά πανηγύρι και παζάρεμα ψήφων. Ήθελαν όλοι να φαίνονται πως είναι κομματάρχες πως δίχως αυτούς τίποτα δε γίνεται. Άνθρωποι σημαντικοί κι άνθρωποι που δεν όριζαν όχι τον ψήφο μα ούτε το παπούτσι τους, έτρεχαν απάνω κάτω κι ήθελαν να παραπείσει ένας τον άλλον, να του ξεκολλήσει ένα λόγο, να μαντέψει τι κρύβει μέσα του και να τον αναγκάσει να τ' αλλάξει. Οι χαραχτήρες, οι κοινωνικές σχέσες, η πολιτική μάθηση, τα σχέδια και τα όνειρα των αρχηγών, ήταν όλα στο στόμα τους και ή τα τρίβανε και τα σκορπίζανε στους τέσσερους ανέμους ντροπιασμένα κι ανάξια προσοχής ή τα σύναζαν και τα στρογγυλόκοβαν βάθρο ακλόνητο στα χρυσελεφαντένιο άγαλμά τους. Εκλογικός ανεμοστρόβιλος σάρωνε το μακρύστενο σοκάκι και καθότανε απάνω στα κρανία, έμπαινε στα μυαλά του πλήθους και το έκανε να βρίσκει χίλια δυο τερτίπια θαυμαστά, λες και δεν είχε στη ζωή του άλλη φροντίδα, από κείνη της εκλογικής ενεργείας και του κομματικού πυρετού.

Ζερβόδεξα τα μαγαζιά, οι ταβέρνες και τα ρακοπουλειά, τα μπακάλικα κι οι καφενέδες ήταν στολισμένοι με των κομμάτων τα σημάδια. Σημαίες και φλάμπουρα· εικόνες και κορδέλες ελιές ολόκορμες και δάφνες και πορτοκαλιές, έστεκαν ορθές σε κάθε πόρτα, σκαλώνανε σε κάθε παράθυρο στεφάνωναν κεραμίδια, αγκωνάρια, μπαλκόνια και μπαλκονόπορτες στόλιζαν κρασοβάρελα και τυράσκια, ψαρόψαθες και φαρμακείων ακόμη βιτρίνες, με φανατισμό αλληλοφαγωμού. Και μέσα βροντούσε άλλη ζωή, φωνές κεραστών και τραγούδια μεθυσμένων και «βίβα» και «ζήτω»! «Κλώσα» και «Τηραημόλα» ανθρώπων που δεν είχαν άλλη συνείδηση, από κείνη του φαγοποτιού και της ανέξοδης σπατάλης.

Ο Κοψαχείλης κι ο Τσιρίμπασης εξακολουθούσαν ν' αναθεματίζουν τη ζωγραφιά που έστεκε αντίκρυ τους σκεπτική, λες και ταλάνιζε τη μοίρα των απογόνων. Με το ίδιο ξάναμμα που παίνευαν πριν τον αρματολό κατηγορούσαν τώρα το διπλωμάτη. Έλεγαν πως για ν' αναγνωριστεί στον τόπο του αρχηγός, έφερε τους Σουλιώτες κι έδερναν τον κόσμο κι έγδυναν τα σπίτια και σκότωναν τους νοικοκυραίους. Τον ύβριζαν πως με πλαστά γράμματα ραδιούργησε τους ντόπιους καπεταναίους στα παλικάρια τους· πως ερέθιζε το λαό με τους άρχοντες, χαραχτηρίζοντάς τους προδότες. Έλεγαν πως αυτός στ' Ανάπλι εμπόδιζε να στέλνουν τροφές στην πολιορκημένη πόλη κι έγινε αιτία της φριχτής πείνας· πως πρόδωσε στους Τούρκους τη νύχτα της Εξόδου και συμβούλεψε τη θέση για να στήσουν τον Κάη, το κανόνι που τόσους σάρωσε διαλεχτούς στην πρώτη ορμή. Αυτός έγινε αιτία να πελεκηθεί το σώμα του Μακρή από τους Αρβανίτες στ' Αμπέλια του Ριζικότσικα. Αυτός εμπόδισε τον Κώστα Μπότσαρη να βοηθήσει χτυπώντας τις πλάτες του εχτρού. Κι ακόμη όταν έφτασαν τ' απομεινάρια της ηρωικής καταστροφής στ' Ανάπλι, αυτός δεν ηθέλησε να τα δεχτεί κι εμπόδισε την Κυβέρνηση να τους δώκει ψωμί και ρούχα και βαθμούς, ο φθονερός!...

Οι δυο φίλοι δεν ήταν οι μόνοι που έλεγαν και πίστευαν αυτά. Ήταν σχεδόν όλοι οι πολιτικοί αντίπαλοι του σημερινού αρχηγού της Τηραημόλας, όσοι δεν ψωμίστηκαν από τα χέρια του ή και ψωμίστηκαν λιγότερο απ' ό,τι έλπιζαν. Και δε μετρήθηκαν μόνον εδώ οι υπερεσίες των αγωνιστών κατά τις συμπάθειες και αντιπάθειες του λαού στους συγγενείς τους. Παντού έγιναν τα ίδια, σε κάθε μέρος της ελεύθερης Ελλάδας, όπου τα τέκνα των ηρώων ανακατεύτηκαν στην πολιτική. Αλλά στο Μεσολόγγι, που έγινε έδρα της Δυτικής Ελλάδας από τα πρώτα χρόνια της επανάστασης, η ασέβεια κι η παραγνώριση έφτασαν στο φοβερότερο σημείον. Άρχισε αμέσως το αλληλοφάγωμα των στρατιωτικών με τους πολιτικούς, των ξένων με τους ντόπιους, των προυχόντων και του λαού. Οι δημοκόποι ήβραν ευκαιρία να οργιάσουν. Συχνά τα χαλάσματα εκείνα των σπιτιών και τα μολυβοφανωμένα κάστρα σταθήκανε μάρτυρες βουβοί, έχτρας τρομερότερης από τα τρελά γιουρούσια των Τούρκων. Συχνά λησμονηθήκανε οι πολύτιμες υπερεσίες του προύχοντα εμπρός στα λογοκοπήματα πρόστυχου καλαμαρά. Πολλές φορές είδαν να καεί σαν το Γιούδα τα αντρείκελο φρόνιμου και αγνού στρατηγού και να κηρυχτεί εθνοσωτήρας αηδέστατος δημοκόπος. Και το κακό δεν έμεινε ως εδώ. Εξακολούθησε με πείσμα περισσότερο και έπειτ' από τον Αγώνα. Τα παιδιά των αγωνιστών, αφού δεν είχαν δική τους ιστορία, ηθέλησαν να εκμεταλλευθούν την ιστορία εκείνων, να θυμίσουν στον όχλο τις υπερεσίες τους και τις εικόνες τους να στήσουν εκλογικά λάβαρα. Τότε όμως εκείνος παράφορος, βαρυποτισμένος από ελευθερία, πάππου προς πάππου ασεβέστατος, δεν εδίστασε ν' αρνηθεί και στους πατέρες τη δόξα, να πλαστογραφήσει την ιστορία τους, μόνον και μόνον για να εκδικηθεί τους απογόνους.

Τώρα στη συνείδηση των δυο φίλων κανένα δεν εύρισκεν έλεος ο σοφός διπλωμάτης. Όλες τις καταστροφές, τ' ατυχήματα όσα υπόφερεν ο τόπος τους κατά τον πικρόν αγώνα, η μισητή εκείνη και απάνθρωπη ψυχή τα είχε φέρει όλα. Δεν ελογάριαζαν πως ήταν νεκρός, πως ανήκει σε περασμένη γενεά, πως είχε γίνει σκόνη μέσα στον τάφον του. Επίστευαν πως τον είχαν μπροστά τους, πως τον έβλεπαν σύψυχον, πως τους άκουε κι ήθελαν να τον πικράνουν, να τον βασανίσουν, να τον ιδούν να κλάψει για να χαροκοπήσουν.

- Προδότης που να μην είχε κλήρα... εσυμπέρανε ο Κοψαχείλης με αγανάχτηση.

Μα εκείνη την ώρα, όλων η προσοχή ήταν ριγμένη στην άκρη της Πλατείας, πίσω από τ' αγκωνάρι γειτονικού στενού κι οι φίλοι αναγκάστηκαν να κόψουν την κουβέντα τους. Τούμπανα και καραμούζες έφεραν στ' αφτιά τους το τραγούδι της Τηραημόλας με τους βροντηχτούς, κομμένους κι αυστηρούς σαν ξαφνικά παραγγέλματα τόνους της. Μα δεν τους ανησύχησε τόσο το τραγούδι όσο τα πονηρά βλέμματα μερικών αντιθέτων που κολλούσαν απάνω τους με σαρκασμό.

- Ο Ταράνανας! ψιθυρίσανε συνατοί τους.

Και μονόγνωμοι σηκώθηκαν και βάδισαν εκεί. Ήταν αληθινά το κόμμα της Τηραημόλας: Ψαράδες με τα πλατιά βρακιά και τα κόκκινα ζωνάρια και τα μάλλινα πουκάμισα τους κι οξωμάχοι με τις φουστανέλες τους, αναμαλλιασμένοι όλοι, κοκκινοπρόσωποι, με τα χέρια ψηλά, χοροπηδούσανε κι αντιπατούσαν τη γη. Κι εμπρός απ' όλους περισσότερο ξαναμμένος, αγριοπρόσωπος, με το φανατισμό νεοφώτιστου, κλωτσοχόρευε ο Ταρανανάς κι εγκάριζε ανακινώντας ψηλά μια εικόνα, το λάβαρο που είχε το νέο κόμμα του.

Ο σκάπουλος μόλις ανέβηκε στη σκάλα και βρέθηκε μπροστά στον αρχηγό, κατάλαβε πως ο ψήφος ήταν η μόνη σωτηρία του. Είναι αλήθεια πως ο σεβαστός γέροντας καθόλου δεν του είπε τέτοιο λόγο. Τον ρώτησε τι κάνει, η γυναίκα του, το σκυλάκι, τα κλωσοπούλια του· πώς πηγαίνει το ψάρεμα, ο καπνός, τ' αλάτι. Α, τ' αλάτι!... Τι διάβολο, τόσο απροφύλαχτα κάνουν αυτοί οι άνθρωποι τις δουλειές τους και φανερώνονται στην εξουσία! Κι επί τέλους, αφού δεν έχουν την καπατσοσύνη να κρυφτούν, δεν φροντίζουν τουλάχιστον να έχουν έναν καλό φίλο, που θα μπορεί να τους βρεθεί στην ανάγκη τους!... Ά πολύ κακά τα καταφέρνουν! πολύ κακά!... Και τα έλεγε με ήσυχη φωνή, κοιτάζοντας πότε τον Τριζώνη, πότε τα έπιπλά του, πότε τους άλλους ανθρώπους που περνοδιάβαιναν· καθόλου όμως τον Ταράνανα. Δεν μίλαγε γι' αυτόν. Ο αρχηγός εξέταζε γενικότερα το πράμα. Ελυπόταν να υποφέρουν οι άνθρωποι από λειψομυαλιά τους. Και όμως δεν πρέπει να τους αφήκει να χαθούν. Σήμερα που μπορεί να κάμει το καλό, θα το κάμει κι ας πάει στα χαμένα!

- Φρόντισε· είπε στον Τριζώνη· τελείωσε τη δουλειά του παιδιού από δω.

Κι έπειτα δίνοντας το χέρι στον Ταράνανα και κοιτάζοντας τον με χαμόγελο:

- Μείνε ήσυχος, του ψιθύρισε· η δουλειά του τελειωμένη.

Ο σκάπουλος στην τόση καλοσύνη του κομματάρχη αισθάνθηκε ταπείνωση. Η συγκίνηση τον έπνιγε. Δεν ήταν μικρό πράμα να γλιτώσει και πρόστιμο και φυλακή μ' ένα λόγο. Τάχα τι κέρδισε τόσα χρόνια που δούλευε με αφοσίωση το κόμμα τους Μονάχα όταν ήταν στην εξουσία - πολύ σπάνια κι αυτό - τον άφηναν να ψαρεύει στη λίμνη, χωρίς να πληρώνει το δωδεκάδραχμο επιτήδευμα και να πουλεί εμπρός στα μάτια της Αρχής τον καπνό και τ' αλάτι του. Από τέτοιον όμως κίντυνο, σαν το σημερινό, μπόρεσε ποτέ να τον σώσει; Καθόλου. Κι ενθουσιασμένος για τη σωτηρία του, αποφάσισε αμέσως να σηκώσει τοίχο στο κομματικό του παρελθόν. Κατάλαβε πως, αν η αξιοπρέπεια του γέροντα δεν τον άφηνε να ζητήσει ψήφο, μόνος του έπρεπε να τον προσφέρει. Έσφιξε δυνατά το απλωμένο χέρι και φώναξε τινάζοντας τη σκούφια του στη ζωγραφισμένη οροφή:

- Ζήτω η Τηραημόλα, ζήτω!...

Όταν σε λίγη ώρα ο Ταράνανας, ζαλισμένος ακόμη, άφηνε τον ναό της νέας του θρησκείας, τον άρπαζε το πλήθος που γλεντοκοπούσε με τα τούμπανα στην αυλή. Ήταν κι αυτό εκλογικό τερτίπι. Ο σκάπουλος βρέθηκε στην ανάγκη να γίνει φίλος της Τηραημόλας. Μα δεν ήταν βέβαιο αν θα κρατούσε το λόγο του. Σε τέτοιους ανθρώπους δεν μπορεί κανείς να 'χει εμπιστοσύνη. Μόλις έβγαιν' έξω οι παλιοί φίλοι θα τρέχανε από πίσω του. Ο αρχηγός θα του έταζε λαγούς με πετραχήλια· θα του έκαναν όλοι παρατήρηση για το κάμωμά του το προδοτικό· θα τον έβριζαν, θα τον παρακαλούσαν, αλλαξοκορδέλλα θα τον έκραζαν κι ίσως τον έκαναν να μετανιώσει. Έπειτα κι αν κρατούσε το λόγο του, αν έριχνε τον ψήφο του στην κάλπη της Τηραημόλας, τι μ' αυτό: Ένας περισσότερος ένας λιγότερος δεν έχει και μεγάλη σημασία. Ο σκοπός ήταν να δειχτεί έξω στο δρόμο, να μάθουν όλοι τα γύρισμα του να λαληθεί πως το κόμμα έχει δύναμη, αφού κατορθώνει και παίρνει από τ' άλλα τους φανατικότερους φίλους. Αυτό κάνει εντύπωση και παρασέρνει κι άλλους. Άμα τσακίσει ένα κόμμα, δε βαστιέται...

Ο Ταράνανας στην αρχή δυσκολεύτηκε. Ήθελε να εύρει χίλιες δυο αφορμές για ν' αποφύγει. Είχε ακόμη συνείδηση πως το κάμωμά του δεν ήταν καλό. Ντρεπότανε να βγει στον κόσμο έτσι απότομα με τη νέα του σημαία. Ο Τριζώνης όμως ήταν κοντά και τον κοίταζε αμίλητος, με τα χολερικά μάτια του αυστηρά, με τα χείλη σφιγμέν' από την αγανάχτηση. Αν δεν ακολουθούσε, βέβαια πως ήταν χαμένος ο Ταράνανας. Κι όχι μόνον ν' ακολουθήσει έπρεπε, μα και να φανεί λυπημένος, που τώρα μόλις άνοιξε τα μάτια του στο φως το αληθινό, να ξελαρυγγιαστεί μάλιστα ζητωκραυγάζοντας.

- Έλα μπροστά, μπροστά, κμπαρε... είπε ο αρχηγός του πλήθους, ένας πρισκοκοίλης γιβαράς· πάρε στο σπίτ' κι το γέροντά μας.

Και του έδωκε στο χέρι την εικόνα του διπλωμάτη. Ο σκάπουλος αναγκάστηκε ν' ακολουθήσει. Και λίγο λίγο, όσο άκουε γύρω του τις κραυγές των συντρόφων, έδιωχνε το δισταγμό και τη ντροπή του. Το εκλογικό τραγούδι, που δεν μπορούσε άλλοτε ν ακούσει χωρίς φρίκη, τώρα τον ενθουσίαζε και τον έσερνε στον ανεμοστρόβιλο της τρελής χαράς και του κομματικού μίσους.

- Αλτάνη, μώρ' Αλτάν'!... έβγα όξου να μας κιράεις· φώναξε κλωτσώντας την πόρτα του με μανία. Μι το γκιγούμ' του θέλου μι το γκιγούμ!...

Η γυναίκα του, καθώς άκουσε πως διάβαινε η Τηραημόλα από το σπίτι της, έβγαλε τα σαρίδια έξω και τα σκόρπισε για να δείξει την περιφρόνησή της. Έπειτα μπήκε και μαντάλωσε την πόρτα με πάταγο. Όταν όμως με τις άλλες αγριοφωνές άκουσε και τη φωνή του αντρός της, απόρησε. Ήταν δυνατόν ο Παντελέως να βρίσκεται με το πλήθος εκείνο; Με τρεμουλιαστά χέρια άνοιξε και καθώς είδε την αλήθεια, εξωφρενών άρχισε να μουντζώνει τον άντρα της και να καταριέται.

- Τ' είναι που κάνεις μαρέ, κτουραμά, μαρέ μπούφο! Αμ δε σ' έκοβε καλύτερα! Τ' έπαθες κι αλλαξοπίστ'σες, κολασμένε!...

Μα εκείνο; με αγριότερες φωνές απάντησε τραγουδιστά στα λόγια της γυναίκας του:

Χαρίλαε Τρικούπη,

του πρέσβη μας παιδί,

ο Βασιλιάς σε θέλει

ν' ανοίξεις τη Βουλή!...

Άξαφνα είδε μέσα στο λαό τους δυο συντρόφους του. Έστεκαν παράμερα και τον κοιτάζανε χλωμοί, άφωνοι, με τρεμάμενο πηγούνι από το θυμό. Ο σκάπουλος θύμωσε. Γιατί να τον κοιτάζουν έτσι; Τ' ήθελαν; Τι ανάγκη τους είχε; Έτσι τ' αρέσει, έτσι φέρνεται. Δεν έχει να δώσει λόγο σε κανένα! Όχι σε κανένα!...

Και για να δείξει την περιφρόνηση του σε κείνους και το κόμμα τους, σήκωσε ψηλά τη ζωγραφιά και χτύπησε βαριά την άλλη, που είχε απάνω από την πόρτα του. Με τον νέο του θεό, τον πανίσχυρο, σύντριβε τώρα τον παλιό, που δεν ήταν ικανός να τον προστατέψει. Τάχα τι μας έκαμε κι αυτός που φουσκώνει τόσο! Ήταν παλικάρι· πολέμησε· ματώθηκε.

Και τι με τούτο; Μόνος του ελευθέρωσε την πατρίδα; Αν δεν ήταν αυτός, θα ήταν άλλοι, μύριοι! Ή νομίζει πως δεν το ξέρουν όλοι, πως στην Έξοδο βγήκε με γυναίκια φορέματα κατά το Νιοχώρι, ενώ οι άλλοι κομματιάζονταν από τα βόλια των Τούρκων στον Αϊ-Θανάση. Να συχωράει την τύχη και τ' όνομά του, είτ' αλλιώς δε θα τον λογάριαζε ο Ταράνανας ούτε στο παλιό του παπούτσι...

Και κει που κλωτσοπατούσε και θρυμμάτιζε τα γυαλιά και τη χρυσή κορνίζα, στη θέση της αναστύλωνε την άλλη και την χαιρέτιζε με τρελές ζητωκραυγές και γυρίσματα:

Τηραημόλα! Τηραημόλα!

Τρικουπάκια είμαστ' όλα!...

Η κατασπαραγμένη ζωγραφιά σερνότανε στη γη τώρα, μπαίγνιο του ανέμου και της σκόνης. Η άλλη χρυσολαμπύριζε ψηλά, υγρή ακόμη από τα φιλήματα των πιστών της. Και κει που το κεφάλι του αρματολού με την πολεμική του έξαψη φαινότανε πως θέλει να κατασφάξει τον υβριστή, ο διπλωμάτης με ήρεμη μελαγχολία έγνεφε στο συναγωνιστή του, να ησυχάσει. Έτσι είν' ο κόσμος. Πάντα τέτοιος θα είναι ο κόσμος.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

Καρκαβίτσας, Ανδρέας - Ηρώων τέκνα (2) Los hijos de los héroes - Andreas Karkavitsas (2)

Ο Μπούφος ήταν φανατικός φίλος της Τηραημόλας και με δυο λόγια, που σφύριξε ο Τριζώνης του έφορου, απαλλάχτηκε αμέσως. Τα πράματα, που κατάσκεσαν οι χωροφύλακες, μπορούσε να ήταν δικά του, χωρίς να ενέχεται. Ο Ταράνανας όμως δεν ήταν φίλος και δεν είχε ανάγκη να φροντίσει γι' αυτόν ο συμπέθερος. Έπειτα το προιάρι είχε γραμμένο στην πρύμη τ' όνομά του. Κι είχε ακόμη κοντά, με κόκκινη βαφή κι ένα εκλογικό δίστιχο, που βάραινε φοβερά τη θέση του. Το θυμάται: Αν δεν το θυμάται, να του το ειπεί αυτός, που δεν το ξέχασε, ούτε θα το ξεχάσει ποτέ στον αιώνα!

Ξεκίνησε με φλόγες ο καπετάν Γιωργής.

Τα Γιάννινα να πάρει ο καπετάν Μακρής.

Φυσικά ο έφορος έβγαλε την απόφασή του. Οχτακόσιες δραχμές είχε πρόστιμο ο Ταράνανας και το Νομικό Συμβούλιο ήταν έτοιμο με μια μονοκοντυλιά να διατάξει την προσωπική του κράτηση. Και να μη λέμε την καταγγελία για την αντίσταση, που έκαμε στην Αρχή! Τι τα θες. Ήταν τόσο κακά τα πράματα, που μια να έμπαινε στη φυλακή, δε θα 'βγαινε παρά νεκρός.

- Μουρ' τι λες, σμπέθερε; ρώτησε ο σκάπουλος.

- Μα τα ούλα τα κονίσματα δε γλιτώνεις είπε ο Τριζώνης με απάθεια.

Ο Ταράνανας τα έχασε. Κοίταζε το σύντροφό του στα μάτια κι έπειτ' ακούμπησε το κεφάλι στον τοίχο συλλογισμένος.

- Τι να κάμω; μουρμούρισε.

Ο Τριζώνης δεν απάντησε αμέσως. Άφηκε το σκάπουλο στην απελπισία του κάμποση ώρα. Άξαφνα με φωνή δυνατή κι απαιτητική του είπε, πιάνοντάς τον αλαφρά από το γελέκο:

- Μ' ακούς εμένα; δε μ' ακούς!... Πάμε σπίτ' σ' λέου· είναι καιρός ακόμα… Του ξέρ' ο κυρ-Αλέξαντρος. Του μίλησα ιγώ...

Και τράβηξε να φύγει. Ο σκάπουλος ηθέλησε ν' αντισταθεί, να μην ακολουθήσει. Μα έξαφνα με δυο τρία δραμπαλίσματα του κορμιού, έσκυψε το κεφάλι και όρμησε σαν μεθυσμένος κατόπιν του.

Ήταν οι δυο φίλοι, ο Αποστόλης Βάραγκας ή Κοψαχείλης κι ο Τάσος Κρίκας ή Τσιρίμπασης, είδαν τον Ταράνανα ν' ακολουθεί τον Τριζώνη, κοίταξε ένας τον άλλον και χαμογέλασαν πονηρά.

- Πάει πίσου σαν το ψάρ' στην τράενα· είπε ο ένας.

- Τσίμπ'σι· πρόσθεσε ο άλλος.

- Λες:

- Ω βέβαια· κάτι παλούκι τ' χώσανε και πάει ναν τ' του βγάλν'...

Και εκάθισαν απ' έξω σ' έναν καφενέ, αντίκρυ στο καπνοπωλείο. Κόσμος πολύς πηγαινορχότανε μπροστά τους. Πολύ σπάνια τ' Αϊ-Σημιού ή του Λαζάρου, που γιορτάζεται η Έξοδος, φαίνεται κάποια κίνηση εκεί. Μα για να καταντήσει αληθινό πανηγύρι, πρέπει δυο σημαντικά πράματα να συμβούν. Ή να κατεβεί κανένας ντόπιος πολιτικός από την πρωτεύουσα ή να είναι παραμονές εκλογών. Τότε καταντά αγνώριστη η κοιμισμένη Πλατεία. Επιστήμονες, υπάλληλοι και στρατιωτικοί· γιβαράδες και καραβοκυραίοι· χοντρονοικοκυραίοι κι έμποροι· χωριάτες και γεωργοί και γύφτοι· δήμαρχοι και υποψήφιοι βουλευτές της επαρχίας, του Νομού όλου ανάκατα, ήταν τώρα εκεί και γλυκομιλούσαν και κρυφογελούσανε ίσοι προς ίσους όλοι, όπως σε κανένα εμπορικό πανηγύρι, όταν το κρασί ανάβει τα καύκαλα και το μεθύσι της κερδοσκοπίας παρασέρνει τη ντροπή και λύνει άκριτη τη γλώσσα. Και δεν ήταν τίποτ' άλλο παρά πανηγύρι και παζάρεμα ψήφων. Ήθελαν όλοι να φαίνονται πως είναι κομματάρχες πως δίχως αυτούς τίποτα δε γίνεται. Άνθρωποι σημαντικοί κι άνθρωποι που δεν όριζαν όχι τον ψήφο μα ούτε το παπούτσι τους, έτρεχαν απάνω κάτω κι ήθελαν να παραπείσει ένας τον άλλον, να του ξεκολλήσει ένα λόγο, να μαντέψει τι κρύβει μέσα του και να τον αναγκάσει να τ' αλλάξει. Οι χαραχτήρες, οι κοινωνικές σχέσες, η πολιτική μάθηση, τα σχέδια και τα όνειρα των αρχηγών, ήταν όλα στο στόμα τους και ή τα τρίβανε και τα σκορπίζανε στους τέσσερους ανέμους ντροπιασμένα κι ανάξια προσοχής ή τα σύναζαν και τα στρογγυλόκοβαν βάθρο ακλόνητο στα χρυσελεφαντένιο άγαλμά τους. Εκλογικός ανεμοστρόβιλος σάρωνε το μακρύστενο σοκάκι και καθότανε απάνω στα κρανία, έμπαινε στα μυαλά του πλήθους και το έκανε να βρίσκει χίλια δυο τερτίπια θαυμαστά, λες και δεν είχε στη ζωή του άλλη φροντίδα, από κείνη της εκλογικής ενεργείας και του κομματικού πυρετού.

Ζερβόδεξα τα μαγαζιά, οι ταβέρνες και τα ρακοπουλειά, τα μπακάλικα κι οι καφενέδες ήταν στολισμένοι με των κομμάτων τα σημάδια. Σημαίες και φλάμπουρα· εικόνες και κορδέλες ελιές ολόκορμες και δάφνες και πορτοκαλιές, έστεκαν ορθές σε κάθε πόρτα, σκαλώνανε σε κάθε παράθυρο στεφάνωναν κεραμίδια, αγκωνάρια, μπαλκόνια και μπαλκονόπορτες στόλιζαν κρασοβάρελα και τυράσκια, ψαρόψαθες και φαρμακείων ακόμη βιτρίνες, με φανατισμό αλληλοφαγωμού. Και μέσα βροντούσε άλλη ζωή, φωνές κεραστών και τραγούδια μεθυσμένων και «βίβα» και «ζήτω»! «Κλώσα» και «Τηραημόλα» ανθρώπων που δεν είχαν άλλη συνείδηση, από κείνη του φαγοποτιού και της ανέξοδης σπατάλης.

Ο Κοψαχείλης κι ο Τσιρίμπασης εξακολουθούσαν ν' αναθεματίζουν τη ζωγραφιά που έστεκε αντίκρυ τους σκεπτική, λες και ταλάνιζε τη μοίρα των απογόνων. Με το ίδιο ξάναμμα που παίνευαν πριν τον αρματολό κατηγορούσαν τώρα το διπλωμάτη. Έλεγαν πως για ν' αναγνωριστεί στον τόπο του αρχηγός, έφερε τους Σουλιώτες κι έδερναν τον κόσμο κι έγδυναν τα σπίτια και σκότωναν τους νοικοκυραίους. Τον ύβριζαν πως με πλαστά γράμματα ραδιούργησε τους ντόπιους καπεταναίους στα παλικάρια τους· πως ερέθιζε το λαό με τους άρχοντες, χαραχτηρίζοντάς τους προδότες. Έλεγαν πως αυτός στ' Ανάπλι εμπόδιζε να στέλνουν τροφές στην πολιορκημένη πόλη κι έγινε αιτία της φριχτής πείνας· πως πρόδωσε στους Τούρκους τη νύχτα της Εξόδου και συμβούλεψε τη θέση για να στήσουν τον Κάη, το κανόνι που τόσους σάρωσε διαλεχτούς στην πρώτη ορμή. Αυτός έγινε αιτία να πελεκηθεί το σώμα του Μακρή από τους Αρβανίτες στ' Αμπέλια του Ριζικότσικα. Αυτός εμπόδισε τον Κώστα Μπότσαρη να βοηθήσει χτυπώντας τις πλάτες του εχτρού. Κι ακόμη όταν έφτασαν τ' απομεινάρια της ηρωικής καταστροφής στ' Ανάπλι, αυτός δεν ηθέλησε να τα δεχτεί κι εμπόδισε την Κυβέρνηση να τους δώκει ψωμί και ρούχα και βαθμούς, ο φθονερός!...

Οι δυο φίλοι δεν ήταν οι μόνοι που έλεγαν και πίστευαν αυτά. Ήταν σχεδόν όλοι οι πολιτικοί αντίπαλοι του σημερινού αρχηγού της Τηραημόλας, όσοι δεν ψωμίστηκαν από τα χέρια του ή και ψωμίστηκαν λιγότερο απ' ό,τι έλπιζαν. Και δε μετρήθηκαν μόνον εδώ οι υπερεσίες των αγωνιστών κατά τις συμπάθειες και αντιπάθειες του λαού στους συγγενείς τους. Παντού έγιναν τα ίδια, σε κάθε μέρος της ελεύθερης Ελλάδας, όπου τα τέκνα των ηρώων ανακατεύτηκαν στην πολιτική. Αλλά στο Μεσολόγγι, που έγινε έδρα της Δυτικής Ελλάδας από τα πρώτα χρόνια της επανάστασης, η ασέβεια κι η παραγνώριση έφτασαν στο φοβερότερο σημείον. Άρχισε αμέσως το αλληλοφάγωμα των στρατιωτικών με τους πολιτικούς, των ξένων με τους ντόπιους, των προυχόντων και του λαού. Οι δημοκόποι ήβραν ευκαιρία να οργιάσουν. Συχνά τα χαλάσματα εκείνα των σπιτιών και τα μολυβοφανωμένα κάστρα σταθήκανε μάρτυρες βουβοί, έχτρας τρομερότερης από τα τρελά γιουρούσια των Τούρκων. Συχνά λησμονηθήκανε οι πολύτιμες υπερεσίες του προύχοντα εμπρός στα λογοκοπήματα πρόστυχου καλαμαρά. Πολλές φορές είδαν να καεί σαν το Γιούδα τα αντρείκελο φρόνιμου και αγνού στρατηγού και να κηρυχτεί εθνοσωτήρας αηδέστατος δημοκόπος. Και το κακό δεν έμεινε ως εδώ. Εξακολούθησε με πείσμα περισσότερο και έπειτ' από τον Αγώνα. Τα παιδιά των αγωνιστών, αφού δεν είχαν δική τους ιστορία, ηθέλησαν να εκμεταλλευθούν την ιστορία εκείνων, να θυμίσουν στον όχλο τις υπερεσίες τους και τις εικόνες τους να στήσουν εκλογικά λάβαρα. Τότε όμως εκείνος παράφορος, βαρυποτισμένος από ελευθερία, πάππου προς πάππου ασεβέστατος, δεν εδίστασε ν' αρνηθεί και στους πατέρες τη δόξα, να πλαστογραφήσει την ιστορία τους, μόνον και μόνον για να εκδικηθεί τους απογόνους.

Τώρα στη συνείδηση των δυο φίλων κανένα δεν εύρισκεν έλεος ο σοφός διπλωμάτης. Όλες τις καταστροφές, τ' ατυχήματα όσα υπόφερεν ο τόπος τους κατά τον πικρόν αγώνα, η μισητή εκείνη και απάνθρωπη ψυχή τα είχε φέρει όλα. Δεν ελογάριαζαν πως ήταν νεκρός, πως ανήκει σε περασμένη γενεά, πως είχε γίνει σκόνη μέσα στον τάφον του. Επίστευαν πως τον είχαν μπροστά τους, πως τον έβλεπαν σύψυχον, πως τους άκουε κι ήθελαν να τον πικράνουν, να τον βασανίσουν, να τον ιδούν να κλάψει για να χαροκοπήσουν.

- Προδότης που να μην είχε κλήρα... εσυμπέρανε ο Κοψαχείλης με αγανάχτηση.

Μα εκείνη την ώρα, όλων η προσοχή ήταν ριγμένη στην άκρη της Πλατείας, πίσω από τ' αγκωνάρι γειτονικού στενού κι οι φίλοι αναγκάστηκαν να κόψουν την κουβέντα τους. Τούμπανα και καραμούζες έφεραν στ' αφτιά τους το τραγούδι της Τηραημόλας με τους βροντηχτούς, κομμένους κι αυστηρούς σαν ξαφνικά παραγγέλματα τόνους της. Μα δεν τους ανησύχησε τόσο το τραγούδι όσο τα πονηρά βλέμματα μερικών αντιθέτων που κολλούσαν απάνω τους με σαρκασμό.

- Ο Ταράνανας! ψιθυρίσανε συνατοί τους.

Και μονόγνωμοι σηκώθηκαν και βάδισαν εκεί. Ήταν αληθινά το κόμμα της Τηραημόλας: Ψαράδες με τα πλατιά βρακιά και τα κόκκινα ζωνάρια και τα μάλλινα πουκάμισα τους κι οξωμάχοι με τις φουστανέλες τους, αναμαλλιασμένοι όλοι, κοκκινοπρόσωποι, με τα χέρια ψηλά, χοροπηδούσανε κι αντιπατούσαν τη γη. Κι εμπρός απ' όλους περισσότερο ξαναμμένος, αγριοπρόσωπος, με το φανατισμό νεοφώτιστου, κλωτσοχόρευε ο Ταρανανάς κι εγκάριζε ανακινώντας ψηλά μια εικόνα, το λάβαρο που είχε το νέο κόμμα του.

Ο σκάπουλος μόλις ανέβηκε στη σκάλα και βρέθηκε μπροστά στον αρχηγό, κατάλαβε πως ο ψήφος ήταν η μόνη σωτηρία του. Είναι αλήθεια πως ο σεβαστός γέροντας καθόλου δεν του είπε τέτοιο λόγο. Τον ρώτησε τι κάνει, η γυναίκα του, το σκυλάκι, τα κλωσοπούλια του· πώς πηγαίνει το ψάρεμα, ο καπνός, τ' αλάτι. Α, τ' αλάτι!... Τι διάβολο, τόσο απροφύλαχτα κάνουν αυτοί οι άνθρωποι τις δουλειές τους και φανερώνονται στην εξουσία! Κι επί τέλους, αφού δεν έχουν την καπατσοσύνη να κρυφτούν, δεν φροντίζουν τουλάχιστον να έχουν έναν καλό φίλο, που θα μπορεί να τους βρεθεί στην ανάγκη τους!... Ά πολύ κακά τα καταφέρνουν! πολύ κακά!... Και τα έλεγε με ήσυχη φωνή, κοιτάζοντας πότε τον Τριζώνη, πότε τα έπιπλά του, πότε τους άλλους ανθρώπους που περνοδιάβαιναν· καθόλου όμως τον Ταράνανα. Δεν μίλαγε γι' αυτόν. Ο αρχηγός εξέταζε γενικότερα το πράμα. Ελυπόταν να υποφέρουν οι άνθρωποι από λειψομυαλιά τους. Και όμως δεν πρέπει να τους αφήκει να χαθούν. Σήμερα που μπορεί να κάμει το καλό, θα το κάμει κι ας πάει στα χαμένα!

- Φρόντισε· είπε στον Τριζώνη· τελείωσε τη δουλειά του παιδιού από δω.

Κι έπειτα δίνοντας το χέρι στον Ταράνανα και κοιτάζοντας τον με χαμόγελο:

- Μείνε ήσυχος, του ψιθύρισε· η δουλειά του τελειωμένη.

Ο σκάπουλος στην τόση καλοσύνη του κομματάρχη αισθάνθηκε ταπείνωση. Η συγκίνηση τον έπνιγε. Δεν ήταν μικρό πράμα να γλιτώσει και πρόστιμο και φυλακή μ' ένα λόγο. Τάχα τι κέρδισε τόσα χρόνια που δούλευε με αφοσίωση το κόμμα τους Μονάχα όταν ήταν στην εξουσία - πολύ σπάνια κι αυτό - τον άφηναν να ψαρεύει στη λίμνη, χωρίς να πληρώνει το δωδεκάδραχμο επιτήδευμα και να πουλεί εμπρός στα μάτια της Αρχής τον καπνό και τ' αλάτι του. Από τέτοιον όμως κίντυνο, σαν το σημερινό, μπόρεσε ποτέ να τον σώσει; Καθόλου. Κι ενθουσιασμένος για τη σωτηρία του, αποφάσισε αμέσως να σηκώσει τοίχο στο κομματικό του παρελθόν. Κατάλαβε πως, αν η αξιοπρέπεια του γέροντα δεν τον άφηνε να ζητήσει ψήφο, μόνος του έπρεπε να τον προσφέρει. Έσφιξε δυνατά το απλωμένο χέρι και φώναξε τινάζοντας τη σκούφια του στη ζωγραφισμένη οροφή:

- Ζήτω η Τηραημόλα, ζήτω!...

Όταν σε λίγη ώρα ο Ταράνανας, ζαλισμένος ακόμη, άφηνε τον ναό της νέας του θρησκείας, τον άρπαζε το πλήθος που γλεντοκοπούσε με τα τούμπανα στην αυλή. Ήταν κι αυτό εκλογικό τερτίπι. Ο σκάπουλος βρέθηκε στην ανάγκη να γίνει φίλος της Τηραημόλας. Μα δεν ήταν βέβαιο αν θα κρατούσε το λόγο του. Σε τέτοιους ανθρώπους δεν μπορεί κανείς να 'χει εμπιστοσύνη. Μόλις έβγαιν' έξω οι παλιοί φίλοι θα τρέχανε από πίσω του. Ο αρχηγός θα του έταζε λαγούς με πετραχήλια· θα του έκαναν όλοι παρατήρηση για το κάμωμά του το προδοτικό· θα τον έβριζαν, θα τον παρακαλούσαν, αλλαξοκορδέλλα θα τον έκραζαν κι ίσως τον έκαναν να μετανιώσει. Έπειτα κι αν κρατούσε το λόγο του, αν έριχνε τον ψήφο του στην κάλπη της Τηραημόλας, τι μ' αυτό: Ένας περισσότερος ένας λιγότερος δεν έχει και μεγάλη σημασία. Ο σκοπός ήταν να δειχτεί έξω στο δρόμο, να μάθουν όλοι τα γύρισμα του να λαληθεί πως το κόμμα έχει δύναμη, αφού κατορθώνει και παίρνει από τ' άλλα τους φανατικότερους φίλους. Αυτό κάνει εντύπωση και παρασέρνει κι άλλους. Άμα τσακίσει ένα κόμμα, δε βαστιέται...

Ο Ταράνανας στην αρχή δυσκολεύτηκε. Ήθελε να εύρει χίλιες δυο αφορμές για ν' αποφύγει. Είχε ακόμη συνείδηση πως το κάμωμά του δεν ήταν καλό. Ντρεπότανε να βγει στον κόσμο έτσι απότομα με τη νέα του σημαία. Ο Τριζώνης όμως ήταν κοντά και τον κοίταζε αμίλητος, με τα χολερικά μάτια του αυστηρά, με τα χείλη σφιγμέν' από την αγανάχτηση. Αν δεν ακολουθούσε, βέβαια πως ήταν χαμένος ο Ταράνανας. Κι όχι μόνον ν' ακολουθήσει έπρεπε, μα και να φανεί λυπημένος, που τώρα μόλις άνοιξε τα μάτια του στο φως το αληθινό, να ξελαρυγγιαστεί μάλιστα ζητωκραυγάζοντας.

- Έλα μπροστά, μπροστά, κμπαρε... είπε ο αρχηγός του πλήθους, ένας πρισκοκοίλης γιβαράς· πάρε στο σπίτ' κι το γέροντά μας.

Και του έδωκε στο χέρι την εικόνα του διπλωμάτη. Ο σκάπουλος αναγκάστηκε ν' ακολουθήσει. Και λίγο λίγο, όσο άκουε γύρω του τις κραυγές των συντρόφων, έδιωχνε το δισταγμό και τη ντροπή του. Το εκλογικό τραγούδι, που δεν μπορούσε άλλοτε ν ακούσει χωρίς φρίκη, τώρα τον ενθουσίαζε και τον έσερνε στον ανεμοστρόβιλο της τρελής χαράς και του κομματικού μίσους.

- Αλτάνη, μώρ' Αλτάν'!... έβγα όξου να μας κιράεις· φώναξε κλωτσώντας την πόρτα του με μανία. Μι το γκιγούμ' του θέλου μι το γκιγούμ!...

Η γυναίκα του, καθώς άκουσε πως διάβαινε η Τηραημόλα από το σπίτι της, έβγαλε τα σαρίδια έξω και τα σκόρπισε για να δείξει την περιφρόνησή της. Έπειτα μπήκε και μαντάλωσε την πόρτα με πάταγο. Όταν όμως με τις άλλες αγριοφωνές άκουσε και τη φωνή του αντρός της, απόρησε. Ήταν δυνατόν ο Παντελέως να βρίσκεται με το πλήθος εκείνο; Με τρεμουλιαστά χέρια άνοιξε και καθώς είδε την αλήθεια, εξωφρενών άρχισε να μουντζώνει τον άντρα της και να καταριέται.

- Τ' είναι που κάνεις μαρέ, κτουραμά, μαρέ μπούφο! Αμ δε σ' έκοβε καλύτερα! Τ' έπαθες κι αλλαξοπίστ'σες, κολασμένε!...

Μα εκείνο; με αγριότερες φωνές απάντησε τραγουδιστά στα λόγια της γυναίκας του:

Χαρίλαε Τρικούπη,

του πρέσβη μας παιδί,

ο Βασιλιάς σε θέλει

ν' ανοίξεις τη Βουλή!...

Άξαφνα είδε μέσα στο λαό τους δυο συντρόφους του. Έστεκαν παράμερα και τον κοιτάζανε χλωμοί, άφωνοι, με τρεμάμενο πηγούνι από το θυμό. Ο σκάπουλος θύμωσε. Γιατί να τον κοιτάζουν έτσι; Τ' ήθελαν; Τι ανάγκη τους είχε; Έτσι τ' αρέσει, έτσι φέρνεται. Δεν έχει να δώσει λόγο σε κανένα! Όχι σε κανένα!...

Και για να δείξει την περιφρόνηση του σε κείνους και το κόμμα τους, σήκωσε ψηλά τη ζωγραφιά και χτύπησε βαριά την άλλη, που είχε απάνω από την πόρτα του. Με τον νέο του θεό, τον πανίσχυρο, σύντριβε τώρα τον παλιό, που δεν ήταν ικανός να τον προστατέψει. Τάχα τι μας έκαμε κι αυτός που φουσκώνει τόσο! Ήταν παλικάρι· πολέμησε· ματώθηκε.

Και τι με τούτο; Μόνος του ελευθέρωσε την πατρίδα; Αν δεν ήταν αυτός, θα ήταν άλλοι, μύριοι! Ή νομίζει πως δεν το ξέρουν όλοι, πως στην Έξοδο βγήκε με γυναίκια φορέματα κατά το Νιοχώρι, ενώ οι άλλοι κομματιάζονταν από τα βόλια των Τούρκων στον Αϊ-Θανάση. Να συχωράει την τύχη και τ' όνομά του, είτ' αλλιώς δε θα τον λογάριαζε ο Ταράνανας ούτε στο παλιό του παπούτσι...

Και κει που κλωτσοπατούσε και θρυμμάτιζε τα γυαλιά και τη χρυσή κορνίζα, στη θέση της αναστύλωνε την άλλη και την χαιρέτιζε με τρελές ζητωκραυγές και γυρίσματα:

Τηραημόλα! Τηραημόλα!

Τρικουπάκια είμαστ' όλα!...

Η κατασπαραγμένη ζωγραφιά σερνότανε στη γη τώρα, μπαίγνιο του ανέμου και της σκόνης. Η άλλη χρυσολαμπύριζε ψηλά, υγρή ακόμη από τα φιλήματα των πιστών της. Και κει που το κεφάλι του αρματολού με την πολεμική του έξαψη φαινότανε πως θέλει να κατασφάξει τον υβριστή, ο διπλωμάτης με ήρεμη μελαγχολία έγνεφε στο συναγωνιστή του, να ησυχάσει. Έτσι είν' ο κόσμος. Πάντα τέτοιος θα είναι ο κόσμος.