×

Używamy ciasteczek, aby ulepszyć LingQ. Odwiedzając stronę wyrażasz zgodę na nasze polityka Cookie.

image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), II. Ο Ποληκούσκα

II. Ο Ποληκούσκα

Ο Ποληκέη, ως άνθρωπος ασήμαντος και κακοφημισμένος και σ' επίμετρο από ξένο χωριό, δεν είχε τα μέσα μήτε στην οικονόμο, μήτε στον μπουφετζή, μήτε στον επιστάτη, μήτε καν στην πρώτη καμαριέρα και για τούτο η γωνιά που χρησίμευε για κατοικία του ήταν η χειρότερη στο σπίτι των δούλων. Παρ' όλο που η φαμελιά του απαρτιζόταν απ' αυτόν, τη γυναίκα του και πέντε παιδιά, δηλαδή σύνολο εφτά ψυχές.

Οι γωνιές είχαν χτιστεί από τον μακαρίτη αφέντη. Στο κέντρο του πέτρινου χωριατόσπιτου που είχε εμβαδόν δέκα πήχες υψωνόταν ο φούρνος μ' ένα στενό διάδρομο γύρω-γύρω κι ανάμεσα στο διάδρομο και τους τοίχους ήταν χωρισμένες με σανίδια οι γωνιές που χρησίμευαν για κατοικίες των δούλων. Ο χώρος της κάθε γωνιάς ήταν κατά συνέπεια πολύ περιορισμένος, προπάντων στη γωνία του Ποληκέη που ήταν η τελευταία κοντά στην πόρτα. Το κρεβάτι του αντρόγυνου με το γαζωτό πάπλωμα και τα μαξιλάρια με το τσίτινο ντύμα, ένα τρίποδο τραπεζάκι που χρησίμευε για το μαγείρεμα, για το σαπούνισμα, για ν' ακουμπάνε τα διάφορα πράγματα του σπιτιού και για να δουλεύει ο Ποληκέη (που έφτιαχνε διάφορα φάρμακα για τ' άρρωστα άλογα).

Τα διάφορα κουβαδάκια και μαστελάκια, τα ρούχα, οι κότες, το μοσχαράκι και τα εφτά μέλη της οικογένειας γέμιζαν ολόκληρη τη γωνιά και δε θα μπορούσαν να κινηθούν αν το κοινόχρηστο πατάρι του φούρνου δεν τους πρόσφερνε το ένα του τέταρτο, που πάνω σ' αυτό πλάγιαζαν μερικοί και απίθωναν κι ορισμένα ρούχα τους κι ακόμα αν έλειπε η ευχέρεια να βγαίνουν και λιγάκι στην αυλή. Μα τούτο το τελευταίο ήταν σχεδόν αδύνατο, γιατί από τον Οκτώβρη αρχινούσαν οι ψύχρες και από ζεστά ρούχα είχαν μονάχα ένα πανωφόρι για όλους τους. Όμως τα παιδιά μπορούσαν να ζεσταθούν τρέχοντας κι ο μεγάλοι δουλεύοντας, καθώς επίσης σκαρφαλώνοντας κι οι μεν κι οι δε στο πατάρι του φούρνου, που εκεί πέρα η θερμοκρασία έφτανε τους σαράντα βαθμούς.

Θα φαίνεται ίσως τρομερό το να ζουν άνθρωποι κάτω από τέτοιες συνθήκες, ωστόσο όμως η οικογένεια του Ποληκέη κατάφερνε να ζει. Η Ακουλίνα, μπανιάριζε όπως μπορούσε τα παιδιά και τον άνδρα της, σαπούνιζε και μπάλωνε τα ρούχα τους, έγνεθε, ύφαινε και λεύκαινε τα πανιά, μαγείρευε και έψηνε τα ψωμιά τους στον κοινόχρηστο φούρνο, τσακωνόταν και κουτσομπόλευε με τους γείτονές της. Τα τρόφιμα του μήνα, που παραχωρούσε το αρχοντικό, έφταναν όχι μονάχα για τα παιδιά, μα ακόμα και για μεζέ της αγελάδας. Τα ξύλα ήταν άφθονα, καθώς κι η τροφή για τα ζωντανά. Και λίγο σανό όλο τύχαινε να εξοικονομηθεί από τους στάβλους. Είχαν και μια λουρίδα λαχανόκηπο. Η γελαδίτσα είχε γεννήσει. Είχαν πέντε-έξι κοτούλες.

Ο Ποληκέη δούλευε στους στάβλους, περιποιόταν δύο άλογα κι όταν τον καλούσαν να πάρει αίμα από άρρωστο άλογο ή άλλο ζώο πάντα ήταν πρόθυμος. Καθάριζε τις οπλές των ζώων στο αρχοντικό βουστάσιο, βοηθούσε στις αντλίες του νερού, και κατασκεύαζε κάποιες ειδικές αλοιφές δικής του εφεύρεσης. Για όλα τούτα, και λεφτά και τρόφιμα κέρδιζε αρκετά.

Έπειτα ήταν και η περίσσια βρώμη από τους αρχοντικούς στάβλους, που γι' αυτήν κάποιος μουζίκος στο χωριό τού έδινε ταχτικά είκοσι φούντια κρέας το μήνα. Θα μπορούσαν να ζουν ευχάριστα αν έλειπε η πίκρα. Και η πίκρα ήταν μεγάλη για ολόκληρη τη φαμελιά. Ο Ποληκέη από νέος δούλευε σ' άλλο χωριό στους στάβλους. Ο αρχισταβλίτης εκεί πέρα έτυχε να είναι ο πρώτος κλέφτης της περιοχής που στο τέλος καταδικάστηκε σ' εξορία. Κοντά σ' αυτόν ο Ποληκέη πήρε τα πρώτα διδάγματα και καθώς ήταν πολύ νέος τόσο τα εγκολπώθηκε, που αργότερα κι αν ακόμα θα το ήθελε να τα παρατήσει όλα εκείνα τα μικροπράγματα, δεν το κατόρθωσε ποτέ.

Ήταν νέος, αδύνατος δεν είχε μήτε πατέρα μήτε μάνα για να τον συμβουλέψουν. Του άρεσε να το τσούζει. Και δεν του άρεσε να δει κάτι που να του φανεί σαν περιττό. Είτε ήταν κάποιο λουρί από τη στεφάνη του αλόγου, είτε μια σέλα, είτε ένα λουκέτο, είτε μια σφήνα του ρυμού, ακόμα και ο,τιδήποτε άλλο, έστω και πιο μεγάλης αξίας, όλα βρίσκανε τον τόπο τους χάρη σ' αυτόν.

Παντού βρισκόντουσαν άνθρωποι πρόθυμοι, που δέχονταν τα πραγματάκια αυτά και πλήρωναν με λεφτά ή με κρασί, ανάλογα με τη συμφωνία. Τα κέρδη αυτά είναι τα πιο εύκολα, όπως λέει ο λαός, μήτε μάθηση απαιτούν, μήτε πολύν κόπο, και όποιος μια φορά τα δοκιμάσει, δε θέλει ποτές του να πιάσει άλλη δουλεία. Ένα μονάχα κακό έχουν αυτά τα κέρδη, παρ' όλο που σου έρχονται έτσι εύκολα και δίχως κόπο και περνάς ευχάριστα τη ζωή σου, ξαφνικά σου τυχαίνει ένας γρουσούζης αγοραστής και τότε πληρώνεις μια για πάντα και καταστρέφεται όλη σου η ζωή.

Κάτι τέτοιο έπαθε ο Ποληκέη. Όταν παντρεύτηκε, φάνηκε σα να του έστειλε ο Θεός μια ευτυχία μεγάλη. Η γυναίκα του, θυγατέρα του γελαδάρη του αρχοντικού, ήταν γερή, μυαλωμένη, προκομμένη πολύ. Τα παιδιά που γεννούσε ήταν το ένα καλύτερο από τ' άλλο. Ο Ποληκέη ωστόσο δεν παρατούσε τη δουλίτσα του και τα πράγματα πήγαιναν αρκετά καλά. Μα ξαφνικά τον βρήκε η κακοτυχία και τον τσάκωσαν για το τίποτα. Είχε κρύψει στο σπίτι κάποιου μουζίκου ένα ζευγάρι γκέμια από τα καλά. Τα βρήκαν, τον ξυλοφόρτωσαν, τ' ανέφεραν στην κυρία κι από τότε τον παρακολουθούσαν. Αυτός τη δουλειά του. Μα τον έπιασαν και δεύτερη και τρίτη φορά. Ο κόσμος τον κορόιδευε, ο επιστάτης τον φοβέριζε πως θα τον στείλει ισόβια στο στρατό, η κυρία του έκανε αυστηρές παρατηρήσεις, η γυναίκα του έκλαιγε και δερνόταν απαρηγόρητη, όλα άρχισαν να πηγαίνουν στραβά κι ανάποδα.

Ο Ποληκέη δε ήταν κακός άνθρωπος, μονάχα είχε αδυναμίες που δε μπορούσε να τις ξεκόψει. Του άρεσε το ποτό και τόσο πολύ το συνήθισε, που με κανέναν τρόπο δε μπορούσε να το παρατήσει. Σαν ερχόταν μεθυσμένος σπίτι, η γυναίκα του αρχινούσε να τον μαλώνει και να τον δέρνει πολλές φορές, μα κείνος έβαζε τα κλάματα. «Είμαι ένας άνθρωπος δυστυχισμένος, έλεγε. Τι να κάνω; Να μου βγουν τα μάτια, αν το ξαναβάλω στο στόμα». Κι ωστόσο, δεν περνούσε μήνας, κι ο καλός σου πάλι χανόταν μια-δυο μέρες από το σπίτι του, μεθοκοπώντας στα καπηλειά. «Από κάπου πρέπει να τα προμηθεύεται τα λεφτά για να γλεντοκοπάει έτσι δα», σκεφτόντουσαν γι' αυτόν οι χωρικοί.

Η τελευταία του επιχείρηση ήταν το ρολόι του τοίχου, που από καιρό ήταν σταματημένο. Κάποια φορά, έτυχε να περνάει ο Ποληκέη από εκεί κοντά, είδε την πόρτα του γραφείου ανοιχτή, μπήκε μέσα και καθώς δεν βρέθηκε κάποιος άλλος εκείνη τη στιγμή, άρπαξε το ρολόι, που του χτύπησε στο μάτι, χωρίς να χάσει καιρό το πήγε στην πολιτεία και εκεί το πούλησε. Για κακή του τύχη, ο μπακάλης που τ' αγόρασε ήταν συμπέθερος μιας δουλοπάροικης τ' αρχοντικού κι όταν σε κάποια γιορτή, ήρθε να την επισκεφτεί, διηγήθηκε την υπόθεση. Τα κουτσομπολιά πήραν κι έδωσαν, λες και το πράμα τους ενδιέφερε τόσο πολύ. Πιότερο απ' όλους ήταν ο επιστάτης που δεν χώνευε τον Ποληκέη. Από στόμα σε στόμα μαθεύτηκε η κλοπή κι έφτασε ίσα με τ' αφτιά της κυρίας. Η κυρία κάλεσε τον ένοχο. Ο Ποληκέη παρουσιάστηκε, έπεσε παρευθύς στα πόδια της, και με βαθιά συγκίνηση και μεταμέλεια τα ομολόγησε όλα, όπως τον συμβούλεψε η γυναίκα του. Έκανε πολύ καλά από μέρος του. Η κυρία δράχτηκε από την ευκαιρία να τον νουθετήσει, είπε, είπε, του έψαλε, του έψαλε, και για το Θεό, και για την αρετή, και για τη μέλλουσα ζωή, και για τη γυναίκα του και τα παιδιά του, ώσπου τον έκαμε να κλάψει. Τέλος του είπε:

- Εγώ σε συγχωρώ, μονάχα να μου υποσχεθείς πως ποτέ πια δεν θα το ξανακάνεις.

- Ποτέ, ποτέ κυρία, όσο ζω δε θα το ξανακάνω! Να μη σώσω! Να μου παρθούν τα χέρια! - έλεγε ο Ποληκέη κι έκλαιγε σπαραξικάρδια.

Σαν γύρισε στη γωνιά του εξακολούθησε και εκεί πέρα να κλαψουρίζει ίσαμε το βράδυ, ξαπλωμένος στο πατάρι του φούρνου. Από τότε δεν ξανακούστηκε να κλέψει. Μονάχα η ζωή του κατάντησε πολύ θλιβερή. Όλοι για κλέφτη τον θεωρούσαν κι όταν κοινοποιήθηκε το Διάταγμα της στρατολογίας, όλο το χωριό αυτόν υπόδειχνε για έναν από τους κληρωτούς.

Ο Ποληκέη, όπως είπαμε, ήξερε να γιατρεύει τα άλογα. Πώς έτσι ξαφνικά απόχτησε αυτήν την ειδικότητα, κανείς δεν το ήξερε και πολύ λιγότερο εκείνος ο ίδιος. Στους στάβλους που υπηρέτησε αρχικά, με τον αρχισταβλίτη που εξορίστηκε, δεν έκανε καμιά άλλη δουλειά εκτός από το να σκουπίζει τα υπόστεγα της ημέρας και της νύχτα, να κουβαλάει νερό και κάπου-κάπου να περιποιείται τα άλογα. Εκεί ήταν αδύνατο να είχε διδαχτεί. Αργότερα δούλεψε σαν υφαντής, ύστερα τον έβαλαν στο λαχανόκηπο να ξεχορταριάζει τα δρομάκια, ύστερα, για τιμωρία, τον έβαλαν να σπάει τούβλα κι αργότερα, γυρίζοντας μεροκαματιάρης, πέτυχε να μπει θυρωρός σ' ενός έμπορα το σπίτι. Που θα πει, πως μήτε κι αργότερα είχε την ευκαιρία να μάθει τη δουλειά του κτηνίατρου.

Όμως τον τελευταίο καιρό που έμενε αποτραβηγμένος σπίτι του, άρχισε κάπως σιγά-σιγά να διαδίδεται η φήμη για την εξαιρετική και μάλιστα κάπως υπερφυσική επίδοσή του στην κτηνιατρική. Έκανε μια-δυο αφαιμάξεις στο άρρωστο άλογο, ύστερα το ξάπλωνε χάμου κι άρχιζε να ψαχουλεύει άσκοπα πέρα-δώθε το κορμί του, ύστερα διέταζε να το δέσουν μέσα στο στάβλο και του τραβούσε μια νυστεριά κάτω από την οπλή παρ' όλο που το δυστυχισμένο ζώο δερνόταν και μούγκριζε. Μα ο Ποληκέη, μη δίνοντας προσοχή σε τίποτα, αποφαινόταν με στόμφο, πως αυτό θα πει «αφαίμαξη της οπλής». Ύστερα πασάλειβε με βιτριόλι τα σπυριά, άδειαζε σε εντριβές διάφορα μπουκαλάκια με υγρά και τέλος του έριχνε στο στόμα ότι του κάπνιζε. Κι όσο πιο πολύ βασάνιζε και σκότωνε τ' άλογα, τόσο πιο πολύ αύξαινε η πεποίθηση των χωρικών σ' αυτόν και τόσο πιο πολύ έτρεχαν στα φώτα του.

Νιώθω πως εμείς, οι κύριοι, ας πούμε, δεν θα πρέπει να κοροϊδεύουμε τον Ποληκέη. Τα μέσα που χρησιμοποιούσε για να εμπνέει την εμπιστοσύνη είναι ακριβώς τα ίδια που επενεργούσαν στους πατέρες μας, σε μας και που θα εξακολουθήσουν να επενεργούν και στα παιδιά μας.

Ο μουζίκος, που τρέμει και λαχταράει για τη μοναδική του φοράδα, που δεν απαρτίζει μονάχα τον πλούτο του, μα είναι σχεδόν σαν ένα μέλος της οικογενείας του και παρακολουθεί με πίστη και φρίκη κείνο το σημαντικό κατσούφιασμα της μορφής του Ποληκέη και τα λεπτά ανασκουμπωμένα χέρια, που μ' αυτά σκόπιμα πιέζει το πονεμένο σημείο και τολμηρά μπήγει το νυστέρι στη γερή σάρκα με την κρυφή σκέψη «Ε, θα τα βγάλουμε πέρα. Πού θα μου πας;», και δείχνοντας με το ύφος του πως ξέρει που είναι αίμα, που είναι πύον, που η υγρή φλέβα και που η στεγνή και καθώς κρατάει μέσα στα δόντια του το θεραπευτικό κουρέλι ή το μπουκάλι με το βιτριόλι - ο μουζίκος αυτός είναι των αδυνάτων αδύνατο να βάλει με το νου του, πως το χέρι του Ποληκέη θα τραβήξει τη νυστεριά στα κουτουρού. Αυτός ο ίδιος δε θα μπορούσε ποτέ να το κάνει. Κι όταν η νυστεριά γίνει, ποτές του δε θα μεταμεληθεί γιατί άφησε να πετσοκόψει άδικα το άλογό του.

Δεν ξέρω εσείς, όμως εγώ δοκίμαζα ακριβώς το ίδιο, καθώς παρακολουθούσα το γιατρό, όταν τον καλούσαν για προσφιλή μου πρόσωπα κι έβλεπα πως τα κατατυραννούσε. Και τάχα μήπως το μπουκάλι με τη διάλυση του σουμπλιμέ και το μαχαίρι του Ποληκέη κι οι φράσεις που συνήθιζε να προφέρει δεν ήταν το ίδιο σαν τα: νεύρα, ρευματισμοί, οργανισμοί κλπ., που μουρμουρίζουν οι γιατροί;

Wage du zu irren und zu traumen (Τόλμησε να ξεγελαστείς και να ονειροπολήσεις!) αυτό δεν ταιριάζει τόσο πολύ για τους ποιητές, όσο για τους γιατρούς και τους κτηνίατρους.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

II. Ο Ποληκούσκα II. Polikuska II. Polikuska

Ο Ποληκέη, ως άνθρωπος ασήμαντος και κακοφημισμένος και σ' επίμετρο από ξένο χωριό, δεν είχε τα μέσα μήτε στην οικονόμο, μήτε στον μπουφετζή, μήτε στον επιστάτη, μήτε καν στην πρώτη καμαριέρα και για τούτο η γωνιά που χρησίμευε για κατοικία του ήταν η χειρότερη στο σπίτι των δούλων. ||||||ill-famed||||||||||||||||buffet keeper||||||||||||||||||||||||| Polikei, as an insignificant and disreputable man from a foreign village, had no means either with the housekeeper, or with the buffet manager, or with the overseer, nor even with the first chambermaid, and therefore the corner that served as his residence was the worst in the house of the servants. Παρ' όλο που η φαμελιά του απαρτιζόταν απ' αυτόν, τη γυναίκα του και πέντε παιδιά, δηλαδή σύνολο εφτά ψυχές. Although his family consisted of him, his wife, and five children, totaling seven souls.

Οι γωνιές είχαν χτιστεί από τον μακαρίτη αφέντη. The corners had been built by the late master. Στο κέντρο του πέτρινου χωριατόσπιτου που είχε εμβαδόν δέκα πήχες υψωνόταν ο φούρνος μ' ένα στενό διάδρομο γύρω-γύρω κι ανάμεσα στο διάδρομο και τους τοίχους ήταν χωρισμένες με σανίδια οι γωνιές που χρησίμευαν για κατοικίες των δούλων. ||||of the village house|||area||||||||||||||||||||separated|||||||||| In the center of the stone village house, which had an area of ten cubits, stood the oven with a narrow corridor around it and between the corridor and the walls were separated by boards the corners that served as residences for the slaves. Ο χώρος της κάθε γωνιάς ήταν κατά συνέπεια πολύ περιορισμένος, προπάντων στη γωνία του Ποληκέη που ήταν η τελευταία κοντά στην πόρτα. Thus, the space of each corner was consequently very limited, especially in the corner of Polikei, which was the last one near the door. Το κρεβάτι του αντρόγυνου με το γαζωτό πάπλωμα και τα μαξιλάρια με το τσίτινο ντύμα, ένα τρίποδο τραπεζάκι που χρησίμευε για το μαγείρεμα, για το σαπούνισμα, για ν' ακουμπάνε τα διάφορα πράγματα του σπιτιού και για να δουλεύει ο Ποληκέη (που έφτιαχνε διάφορα φάρμακα για τ' άρρωστα άλογα). |||of the couple|||embroidered|||||||||||||||||||soaping|||they would rest||||||||||||||||||| The bed of the couple with the quilted blanket and the pillows with the linen cover, a three-legged table that served for cooking, for soaping, for placing various household items, and for Polikei to work (who made various medicines for sick horses).

Τα διάφορα κουβαδάκια και μαστελάκια, τα ρούχα, οι κότες, το μοσχαράκι και τα εφτά μέλη της οικογένειας γέμιζαν ολόκληρη τη γωνιά και δε θα μπορούσαν να κινηθούν αν το κοινόχρηστο πατάρι του φούρνου δεν τους πρόσφερνε το ένα του τέταρτο, που πάνω σ' αυτό πλάγιαζαν μερικοί και απίθωναν κι ορισμένα ρούχα τους κι ακόμα αν έλειπε η ευχέρεια να βγαίνουν και λιγάκι στην αυλή. ||buckets||mats||||||||||||||||||||||move|||shared|||of the oven|||||||||||||||were piled|||||||||||||||| The various buckets and utensils, the clothes, the chickens, the calf, and the seven members of the family filled the whole corner and they wouldn't have been able to move if the shared attic of the oven didn't offer them its quarter, where some lay down and put some of their clothes, and also if they didn't have the opportunity to go out a bit into the yard. Μα τούτο το τελευταίο ήταν σχεδόν αδύνατο, γιατί από τον Οκτώβρη αρχινούσαν οι ψύχρες και από ζεστά ρούχα είχαν μονάχα ένα πανωφόρι για όλους τους. |||||||||||began||||||||||||| But this last was almost impossible, because from October the chill would start and they had only one warm coat for all of them. Όμως τα παιδιά μπορούσαν να ζεσταθούν τρέχοντας κι ο μεγάλοι δουλεύοντας, καθώς επίσης σκαρφαλώνοντας κι οι μεν κι οι δε στο πατάρι του φούρνου, που εκεί πέρα η θερμοκρασία έφτανε τους σαράντα βαθμούς. However, the children could keep warm by running and the adults by working, as well as climbing both the children and the adults in the attic of the oven, where the temperature reached forty degrees.

Θα φαίνεται ίσως τρομερό το να ζουν άνθρωποι κάτω από τέτοιες συνθήκες, ωστόσο όμως η οικογένεια του Ποληκέη κατάφερνε να ζει. It may seem terrible for people to live under such conditions, however, the Polikei family managed to survive. Η Ακουλίνα, μπανιάριζε όπως μπορούσε τα παιδιά και τον άνδρα της, σαπούνιζε και μπάλωνε τα ρούχα τους, έγνεθε, ύφαινε και λεύκαινε τα πανιά, μαγείρευε και έψηνε τα ψωμιά τους στον κοινόχρηστο φούρνο, τσακωνόταν και κουτσομπόλευε με τους γείτονές της. |Akoulina|bathed|||||||her husband||was soaping||||||was weaving|wove||whitened|||||||||||||||||| Akoulina did her best to give her children and husband a bath, washed and mended their clothes, spun, wove, and bleached the linens, cooked and baked their bread in the communal oven, and argued and gossiped with her neighbors. Τα τρόφιμα του μήνα, που παραχωρούσε το αρχοντικό, έφταναν όχι μονάχα για τα παιδιά, μα ακόμα και για μεζέ της αγελάδας. ||||||||||||||||||||cow The monthly food supplies provided by the manor were enough not only for the children, but even for a treat for the cow. Τα ξύλα ήταν άφθονα, καθώς κι η τροφή για τα ζωντανά. The wood was abundant, as was the food for the livestock. Και λίγο σανό όλο τύχαινε να εξοικονομηθεί από τους στάβλους. And a little hay was always saved from the stables. Είχαν και μια λουρίδα λαχανόκηπο. |||strip| They also had a strip of vegetable garden. Η γελαδίτσα είχε γεννήσει. |calf|| The little cow had given birth. Είχαν πέντε-έξι κοτούλες. They had five or six little hens.

Ο Ποληκέη δούλευε στους στάβλους, περιποιόταν δύο άλογα κι όταν τον καλούσαν να πάρει αίμα από άρρωστο άλογο ή άλλο ζώο πάντα ήταν πρόθυμος. Polikey worked in the stables, took care of two horses, and whenever he was called to take blood from a sick horse or another animal, he was always willing. Καθάριζε τις οπλές των ζώων στο αρχοντικό βουστάσιο, βοηθούσε στις αντλίες του νερού, και κατασκεύαζε κάποιες ειδικές αλοιφές δικής του εφεύρεσης. He was cleaning|||||||stable|||pumps||||||||||invention He was cleaning the livestock's hooves at the noble estate, helping with the water pumps, and making some special ointments of his own invention. Για όλα τούτα, και λεφτά και τρόφιμα κέρδιζε αρκετά. For all this, he earned quite a bit of money and food.

Έπειτα ήταν και η περίσσια βρώμη από τους αρχοντικούς στάβλους, που γι' αυτήν κάποιος μουζίκος στο χωριό τού έδινε ταχτικά είκοσι φούντια κρέας το μήνα. ||||surplus|||||||||||||||||||| Then there was the surplus oats from the noble stables, for which some peasant in the village regularly gave him twenty pieces of meat each month. Θα μπορούσαν να ζουν ευχάριστα αν έλειπε η πίκρα. They could live happily if bitterness were absent. Και η πίκρα ήταν μεγάλη για ολόκληρη τη φαμελιά. And the bitterness was great for the whole family. Ο Ποληκέη από νέος δούλευε σ' άλλο χωριό στους στάβλους. Polikey from a young age worked in another village in the stables. Ο αρχισταβλίτης εκεί πέρα έτυχε να είναι ο πρώτος κλέφτης της περιοχής που στο τέλος καταδικάστηκε σ' εξορία. |chief stableman|||||||||||||||| The chief stableman over there happened to be the first thief of the area who was eventually sentenced to exile. Κοντά σ' αυτόν ο Ποληκέη πήρε τα πρώτα διδάγματα και καθώς ήταν πολύ νέος τόσο τα εγκολπώθηκε, που αργότερα κι αν ακόμα θα το ήθελε να τα παρατήσει όλα εκείνα τα μικροπράγματα, δεν το κατόρθωσε ποτέ. ||||||||||||||||internalized||||||||||||||||||| Near him, Polikei received the first lessons and as he was very young, he absorbed them so much that later, even if he wanted to abandon all those little things, he never managed to do so.

Ήταν νέος, αδύνατος δεν είχε μήτε πατέρα μήτε μάνα για να τον συμβουλέψουν. ||||||||||||advise He was young, weak, and had neither a father nor a mother to advise him. Του άρεσε να το τσούζει. He liked to poke it. Και δεν του άρεσε να δει κάτι που να του φανεί σαν περιττό. And he did not like to see something that seemed unnecessary to him. Είτε ήταν κάποιο λουρί από τη στεφάνη του αλόγου, είτε μια σέλα, είτε ένα λουκέτο, είτε μια σφήνα του ρυμού, ακόμα και ο,τιδήποτε άλλο, έστω και πιο μεγάλης αξίας, όλα βρίσκανε τον τόπο τους χάρη σ' αυτόν. ||||||mane||||||||||||||||||||||||||||||| Whether it was some strap from the horse's bridle, or a saddle, or a padlock, or a shim of the cart, even anything else, even of greater value, everything found its place thanks to him.

Παντού βρισκόντουσαν άνθρωποι πρόθυμοι, που δέχονταν τα πραγματάκια αυτά και πλήρωναν με λεφτά ή με κρασί, ανάλογα με τη συμφωνία. |there were|||||||||||||||||| Everywhere there were willing people, who accepted these little things and paid with money or with wine, depending on the agreement. Τα κέρδη αυτά είναι τα πιο εύκολα, όπως λέει ο λαός, μήτε μάθηση απαιτούν, μήτε πολύν κόπο, και όποιος μια φορά τα δοκιμάσει, δε θέλει ποτές του να πιάσει άλλη δουλεία. These profits are the easiest, as the people say, they require no learning, nor much effort, and once someone tries them, they never want to do any other job again. Ένα μονάχα κακό έχουν αυτά τα κέρδη, παρ' όλο που σου έρχονται έτσι εύκολα και δίχως κόπο και περνάς ευχάριστα τη ζωή σου, ξαφνικά σου τυχαίνει ένας γρουσούζης αγοραστής και τότε πληρώνεις μια για πάντα και καταστρέφεται όλη σου η ζωή. These profits have only one downside, even though they come so easily and without effort and you live your life pleasantly, suddenly you encounter an unlucky buyer and then you pay once and for all and your whole life is destroyed.

Κάτι τέτοιο έπαθε ο Ποληκέη. Something like this happened to Polikey. Όταν παντρεύτηκε, φάνηκε σα να του έστειλε ο Θεός μια ευτυχία μεγάλη. When he got married, it seemed as if God sent him a great happiness. Η γυναίκα του, θυγατέρα του γελαδάρη του αρχοντικού, ήταν γερή, μυαλωμένη, προκομμένη πολύ. |||daughter||of the cowherd||||||| His wife, the daughter of the cowherd of the mansion, was strong, intelligent, and very accomplished. Τα παιδιά που γεννούσε ήταν το ένα καλύτερο από τ' άλλο. The children he was giving birth to were better than the other. Ο Ποληκέη ωστόσο δεν παρατούσε τη δουλίτσα του και τα πράγματα πήγαιναν αρκετά καλά. Polikey didn't give up his little job and things were going quite well. Μα ξαφνικά τον βρήκε η κακοτυχία και τον τσάκωσαν για το τίποτα. ||||||||caught||| But suddenly misfortune struck him and they caught him for nothing. Είχε κρύψει στο σπίτι κάποιου μουζίκου ένα ζευγάρι γκέμια από τα καλά. He had hidden a pair of good harnesses in the house of some peasant. Τα βρήκαν, τον ξυλοφόρτωσαν, τ' ανέφεραν στην κυρία κι από τότε τον παρακολουθούσαν. |||beat him up||reported||||||| They found them, beat him up, reported it to the lady, and since then they were watching him. Αυτός τη δουλειά του. He was doing his job. Μα τον έπιασαν και δεύτερη και τρίτη φορά. But they caught him a second and a third time. Ο κόσμος τον κορόιδευε, ο επιστάτης τον φοβέριζε πως θα τον στείλει ισόβια στο στρατό, η κυρία του έκανε αυστηρές παρατηρήσεις, η γυναίκα του έκλαιγε και δερνόταν απαρηγόρητη, όλα άρχισαν να πηγαίνουν στραβά κι ανάποδα. ||||||||||||||||||||||||||beating|||||||| The world mocked him, the foreman threatened him that he would send him to prison for life, his lady made strict comments, his wife cried and was inconsolable, everything started to go wrong and backwards.

Ο Ποληκέη δε ήταν κακός άνθρωπος, μονάχα είχε αδυναμίες που δε μπορούσε να τις ξεκόψει. ||||||||weaknesses|||||| Polikeas was not a bad man, he just had weaknesses that he couldn't overcome. Του άρεσε το ποτό και τόσο πολύ το συνήθισε, που με κανέναν τρόπο δε μπορούσε να το παρατήσει. He liked the drink so much that he got so used to it that he could not quit it in any way. Σαν ερχόταν μεθυσμένος σπίτι, η γυναίκα του αρχινούσε να τον μαλώνει και να τον δέρνει πολλές φορές, μα κείνος έβαζε τα κλάματα. |||||||would start|||||||||||||| When he came home drunk, his wife would start scolding and beating him many times, but he would start crying. «Είμαι ένας άνθρωπος δυστυχισμένος, έλεγε. Τι να κάνω; Να μου βγουν τα μάτια, αν το ξαναβάλω στο στόμα». |||||||||||||||put it back|| "I am an unhappy man," he said. "What should I do? Let my eyes fall out if I put it back in my mouth again." Κι ωστόσο, δεν περνούσε μήνας, κι ο καλός σου πάλι χανόταν μια-δυο μέρες από το σπίτι του, μεθοκοπώντας στα καπηλειά. ||||||||||||||||||drinking|| And yet, a month wouldn't pass, and your good man would disappear for a day or two from his house, getting drunk in the taverns. «Από κάπου πρέπει να τα προμηθεύεται τα λεφτά για να γλεντοκοπάει έτσι δα», σκεφτόντουσαν γι' αυτόν οι χωρικοί. |||||||||||||were thinking|||| "He must be getting the money from somewhere to party like that," the villagers thought about him.

Η τελευταία του επιχείρηση ήταν το ρολόι του τοίχου, που από καιρό ήταν σταματημένο. |||||||||||||stopped His last venture was his wall clock, which had been stopped for a long time. Κάποια φορά, έτυχε να περνάει ο Ποληκέη από εκεί κοντά, είδε την πόρτα του γραφείου ανοιχτή, μπήκε μέσα και καθώς δεν βρέθηκε κάποιος άλλος εκείνη τη στιγμή, άρπαξε το ρολόι, που του χτύπησε στο μάτι, χωρίς να χάσει καιρό το πήγε στην πολιτεία και εκεί το πούλησε. One time, Polikeis happened to be passing by, saw the office door open, went inside, and as no one else was there at that moment, he grabbed the watch that caught his eye and without wasting any time, he took it to the town and sold it there. Για κακή του τύχη, ο μπακάλης που τ' αγόρασε ήταν συμπέθερος μιας δουλοπάροικης τ' αρχοντικού κι όταν σε κάποια γιορτή, ήρθε να την επισκεφτεί, διηγήθηκε την υπόθεση. for||||||||||||serf|||||||||||||| Unfortunately for him, the grocer who bought it was the father-in-law of a serf of the manor, and when at some festival he went to visit her, he recounted the incident. Τα κουτσομπολιά πήραν κι έδωσαν, λες και το πράμα τους ενδιέφερε τόσο πολύ. The gossip spread around as if it really mattered to them. Πιότερο απ' όλους ήταν ο επιστάτης που δεν χώνευε τον Ποληκέη. Above all was the foreman who couldn't stand Polikei. Από στόμα σε στόμα μαθεύτηκε η κλοπή κι έφτασε ίσα με τ' αφτιά της κυρίας. The theft was passed from mouth to mouth and reached the ears of the lady. Η κυρία κάλεσε τον ένοχο. The lady called the culprit. Ο Ποληκέη παρουσιάστηκε, έπεσε παρευθύς στα πόδια της, και με βαθιά συγκίνηση και μεταμέλεια τα ομολόγησε όλα, όπως τον συμβούλεψε η γυναίκα του. Polikei appeared, fell immediately at her feet, and with deep emotion and remorse confessed everything, as his wife had advised him. Έκανε πολύ καλά από μέρος του. He did very well on his part. Η κυρία δράχτηκε από την ευκαιρία να τον νουθετήσει, είπε, είπε, του έψαλε, του έψαλε, και για το Θεό, και για την αρετή, και για τη μέλλουσα ζωή, και για τη γυναίκα του και τα παιδιά του, ώσπου τον έκαμε να κλάψει. ||was startled||||||advise||||sang to him||||||||||||||||||||||||||||| The lady seized the opportunity to admonish him, she said, she sang to him, she sang to him, both for God, and for virtue, and for the afterlife, and for his wife and his children, until she made him cry. Τέλος του είπε: Finally, he said to him:

- Εγώ σε συγχωρώ, μονάχα να μου υποσχεθείς πως ποτέ πια δεν θα το ξανακάνεις. - I forgive you, only promise me that you will never do it again.

- Ποτέ, ποτέ κυρία, όσο ζω δε θα το ξανακάνω! - Never, never madam, while I live I will not do it again! Να μη σώσω! Να μου παρθούν τα χέρια! ||take|| - έλεγε ο Ποληκέη κι έκλαιγε σπαραξικάρδια. |||||sobbing

Σαν γύρισε στη γωνιά του εξακολούθησε και εκεί πέρα να κλαψουρίζει ίσαμε το βράδυ, ξαπλωμένος στο πατάρι του φούρνου. When he returned to his corner, he continued to whine over there until evening, lying in the loft of the bakery. Από τότε δεν ξανακούστηκε να κλέψει. |||was heard again|| From then on, he was never heard to steal again. Μονάχα η ζωή του κατάντησε πολύ θλιβερή. Only his life became very sad. Όλοι για κλέφτη τον θεωρούσαν κι όταν κοινοποιήθηκε το Διάταγμα της στρατολογίας, όλο το χωριό αυτόν υπόδειχνε για έναν από τους κληρωτούς. |||||||was announced||||conscription|||||||||| Everyone considered him a thief and when the recruitment decree was announced, the whole village pointed him out as one of the conscripts.

Ο Ποληκέη, όπως είπαμε, ήξερε να γιατρεύει τα άλογα. Polikei, as we said, knew how to heal horses. Πώς έτσι ξαφνικά απόχτησε αυτήν την ειδικότητα, κανείς δεν το ήξερε και πολύ λιγότερο εκείνος ο ίδιος. ||||||specialty|||||||||| How he suddenly acquired this specialty, no one knew, and even less that person himself. Στους στάβλους που υπηρέτησε αρχικά, με τον αρχισταβλίτη που εξορίστηκε, δεν έκανε καμιά άλλη δουλειά εκτός από το να σκουπίζει τα υπόστεγα της ημέρας και της νύχτα, να κουβαλάει νερό και κάπου-κάπου να περιποιείται τα άλογα. |||||||head stableman||||||||||||||shelters||||||||||||||| In the stables where he initially served, with the chief stableman who was exiled, he did no other work but to sweep the sheds in the day and night, carry water, and occasionally take care of the horses. Εκεί ήταν αδύνατο να είχε διδαχτεί. There it was impossible for him to have been taught. Αργότερα δούλεψε σαν υφαντής, ύστερα τον έβαλαν στο λαχανόκηπο να ξεχορταριάζει τα δρομάκια, ύστερα, για τιμωρία, τον έβαλαν να σπάει τούβλα κι αργότερα, γυρίζοντας μεροκαματιάρης, πέτυχε να μπει θυρωρός σ' ενός έμπορα το σπίτι. |||weaver|||||||weed (verb)||||||||||||||day laborer||||||||| Later he worked as a weaver, then he was put in the garden to weed the paths, then, as a punishment, he was made to break bricks, and later, while working as a day laborer, he managed to become a doorman at a merchant's house. Που θα πει, πως μήτε κι αργότερα είχε την ευκαιρία να μάθει τη δουλειά του κτηνίατρου. |||||||||||||||veterinarian This means that even later he did not have the opportunity to learn the job of a veterinarian.

Όμως τον τελευταίο καιρό που έμενε αποτραβηγμένος σπίτι του, άρχισε κάπως σιγά-σιγά να διαδίδεται η φήμη για την εξαιρετική και μάλιστα κάπως υπερφυσική επίδοσή του στην κτηνιατρική. |||||||||||||||||||||||||||veterinary medicine However, lately when he had been staying withdrawn in his home, the rumor about his exceptional and indeed somewhat supernatural performance in veterinary medicine began to spread slowly. Έκανε μια-δυο αφαιμάξεις στο άρρωστο άλογο, ύστερα το ξάπλωνε χάμου κι άρχιζε να ψαχουλεύει άσκοπα πέρα-δώθε το κορμί του, ύστερα διέταζε να το δέσουν μέσα στο στάβλο και του τραβούσε μια νυστεριά κάτω από την οπλή παρ' όλο που το δυστυχισμένο ζώο δερνόταν και μούγκριζε. |||bloodlettings||||||||||||||||||||||||||||||whip|down|||||||||||| He performed one or two bloodlettings on the sick horse, then he laid it down and started to idly rummage through its body back and forth, then he ordered it to be tied inside the stable and pulled a nail out from under its hoof even though the unfortunate animal was kicking and groaning. Μα ο Ποληκέη, μη δίνοντας προσοχή σε τίποτα, αποφαινόταν με στόμφο, πως αυτό θα πει «αφαίμαξη της οπλής». |||||||||||||||||hoof But Polikei, not paying attention to anything, pompously declared that this meant 'bleeding the hoof.' Ύστερα πασάλειβε με βιτριόλι τα σπυριά, άδειαζε σε εντριβές διάφορα μπουκαλάκια με υγρά και τέλος του έριχνε στο στόμα ότι του κάπνιζε. |||vitriol|||||rubbing||||||||||||| Then he smeared the pimples with vitriol, emptied various small bottles of liquids into scrubs, and finally poured into his mouth whatever he could smoke. Κι όσο πιο πολύ βασάνιζε και σκότωνε τ' άλογα, τόσο πιο πολύ αύξαινε η πεποίθηση των χωρικών σ' αυτόν και τόσο πιο πολύ έτρεχαν στα φώτα του. ||||||||||||increased|||||||||||||| And the more he tortured and killed the horses, the more the villagers' belief in him increased, and the more they flocked to his lights.

Νιώθω πως εμείς, οι κύριοι, ας πούμε, δεν θα πρέπει να κοροϊδεύουμε τον Ποληκέη. I feel that we, gentlemen, should not mock Polikei. Τα μέσα που χρησιμοποιούσε για να εμπνέει την εμπιστοσύνη είναι ακριβώς τα ίδια που επενεργούσαν στους πατέρες μας, σε μας και που θα εξακολουθήσουν να επενεργούν και στα παιδιά μας. ||||||||||||||were effective|||||||||||will operate|||| The means he used to inspire confidence are exactly the same as those that acted on our fathers, on us, and that will continue to act on our children.

Ο μουζίκος, που τρέμει και λαχταράει για τη μοναδική του φοράδα, που δεν απαρτίζει μονάχα τον πλούτο του, μα είναι σχεδόν σαν ένα μέλος της οικογενείας του και παρακολουθεί με πίστη και φρίκη κείνο το σημαντικό κατσούφιασμα της μορφής του Ποληκέη και τα λεπτά ανασκουμπωμένα χέρια, που μ' αυτά σκόπιμα πιέζει το πονεμένο σημείο και τολμηρά μπήγει το νυστέρι στη γερή σάρκα με την κρυφή σκέψη «Ε, θα τα βγάλουμε πέρα. |||||||||||||constitutes|||||||||||||||||||||||||||||||rolled up||||||||||||||scalpel|||||||||||| The peasant, who trembles and longs for his unique mare, which constitutes not only his wealth but is almost like a member of his family, watches with faith and horror that significant scowl of Polikei's face and the delicate rolled-up hands, with which he deliberately pressures the painful spot and boldly drives the scalpel into the strong flesh with the hidden thought, 'Well, we'll get through this.' Πού θα μου πας;», και δείχνοντας με το ύφος του πως ξέρει που είναι αίμα, που είναι πύον, που η υγρή φλέβα και που η στεγνή και καθώς κρατάει μέσα στα δόντια του το θεραπευτικό κουρέλι ή το μπουκάλι με το βιτριόλι - ο μουζίκος αυτός είναι των αδυνάτων αδύνατο να βάλει με το νου του, πως το χέρι του Ποληκέη θα τραβήξει τη νυστεριά στα κουτουρού. Where will you take me?", and showing with his demeanor that he knows where there is blood, where there is pus, where the wet vein is and where the dry one is, and as he holds in his teeth the healing rag or the bottle with the vitriol - this poor fellow, of the weak, cannot possibly imagine that Poliketes' hand will blindly pull the hack. Αυτός ο ίδιος δε θα μπορούσε ποτέ να το κάνει. He himself could never do it. Κι όταν η νυστεριά γίνει, ποτές του δε θα μεταμεληθεί γιατί άφησε να πετσοκόψει άδικα το άλογό του. |||||||||||||butchered|||| And when the hack is made, he will never regret because he allowed his horse to be unfairly butchered.

Δεν ξέρω εσείς, όμως εγώ δοκίμαζα ακριβώς το ίδιο, καθώς παρακολουθούσα το γιατρό, όταν τον καλούσαν για προσφιλή μου πρόσωπα κι έβλεπα πως τα κατατυραννούσε. |||||||||||||||||beloved|||||||he was tyrannizing I don't know about you, but I was trying exactly the same thing while watching the doctor when he was called for my loved ones, and I saw how he tyrannized them. Και τάχα μήπως το μπουκάλι με τη διάλυση του σουμπλιμέ και το μαχαίρι του Ποληκέη κι οι φράσεις που συνήθιζε να προφέρει δεν ήταν το ίδιο σαν τα: νεύρα, ρευματισμοί, οργανισμοί κλπ., που μουρμουρίζουν οι γιατροί; ||||||||||||||Polycletus||||||||||||||||||||| And perhaps the bottle with the solution of sublimé and Polikē's knife and the phrases he used to utter were not the same as: nerves, rheumatism, organisms, etc., which the doctors murmur?

Wage du zu irren und zu traumen (Τόλμησε να ξεγελαστείς και να ονειροπολήσεις!) αυτό δεν ταιριάζει τόσο πολύ για τους ποιητές, όσο για τους γιατρούς και τους κτηνίατρους. dare||to|err|||dreaming|||be deceived||||||||||||||||||veterinarians Wage du zu irren und zu träumen (Dare to be deceived and to daydream!) this doesn't suit poets as much as it does doctors and veterinarians.