VI. Ο Τούριν ανάμεσα στους Παράνομους (1)
Τώρα η ιστορία μας γυρνά πάλι στον Τούριν. Αυτός, πιστεύοντας ότι είναι παράνομος και θα τον καταδιώξει ο βασιλιάς, δεν επέστρεψε στον Μπέλεγκ στα βόρεια σύνορα του Ντόριαθ, αλλά έφυγε δυτικά και, βγαίνοντας κρυφά από το Φυλαγμένο Βασίλειο, μπήκε στα δάση νότια του Τέιγκλιν. Εκεί, πριν από τη Νίρναεθ, ζούσαν πολλοί άνθρωποι σε διάσπαρτα αγροτεμάχια. Οι περισσότεροι ήταν από το λαό του Χάλεθ, αλλά δεν είχαν άρχοντα και ζούσαν με το κυνήγι και τη γεωργία, συντηρώντας χοίρους στους δρυμώνες και καλλιεργώντας περιφραγμένα ξέφωτα στα δάση. Τώρα οι περισσότεροι είχαν εξολοθρευτεί ή είχαν καταφύγει στο Μπρέθιλ, και σ' όλη εκείνη την περιοχή είχε απλωθεί ο φόβος των Ορκ και των παρανόμων, γιατί εκείνη την εποχή του ολέθρου, άστεγοι και απελπισμένοι άνδρες κατέφευγαν στην παρανομία, άνθρωποι που επέζησαν από τη μάχη και την ήττα και από ερειπωμένες εκτάσεις, και μερικοί ήταν επίσης άνθρωποι που είχαν καταφύγει στα δάση εξαιτίας των κακών τους πράξεων.
Κυνηγούσαν ή μάζευαν όσα τρόφιμα μπορούσαν, πολλοί όμως στρέφονταν στις ληστείες και γίνονταν απάνθρωποι, όταν η πείνα ή άλλη ανάγκη τους πίεζε. Πιο πολύ τους φοβούνταν το χειμώνα, σαν τους λύκους. Και τους ονόμαζαν Γκαουργουέιθ, λυκάνθρωπους, όσοι υπερασπίζονταν ακόμη τα σπίτια τους. Γύρω στους εξήντα από αυτούς είχαν κάνει συμμορία και περιπλανιούνταν στα δάση πέρα από τους δυτικούς βάλτους του Ντόριαθ. Και τους μισούσαν όσο και τους Ορκ, γιατί ανάμεσά τους υπήρχαν απόβλητοι με σκληρή καρδιά που μισούσαν το ίδιο τους το είδος.
Ο σκληρότερος απ' όλους στην καρδιά λεγόταν Αντρόγκ, κυνηγημένος από το Ντορ-λόμιν επειδή σκότωσε μια γυναίκα. Και άλλοι επίσης ήταν από κείνη την περιοχή: ο γερο-Άλγκουντ, ο μεγαλύτερος της συντροφιάς, που είχε ξεφύγει από τη Νίρναεθ, και ο Φόργουεγκ, όπως αυτοαποκαλούνταν, ένας άντρας με ξανθά μαλλιά και αεικίνητα γυαλιστερά μάτια. Ήταν μεγαλόσωμος και τολμηρός, αλλά είχε απομακρυνθεί πολύ από τη ζωή των Εντάιν του Χάντορ. Όμως, μερικές φορές, γινόταν συνετός και γενναιόδωρος και ήταν ο αρχηγός της συντροφιάς. Τώρα είχαν μειωθεί στους πενήντα περίπου από θανάτους, κακουχίες ή συμπλοκές. Και είχαν γίνει επιφυλακτικοί και τοποθετούσαν ανιχνευτές ή φρουρούς γύρω τους, είτε κινούνταν είτε όχι.
Έτσι αντιλήφθηκαν τον Τούριν μόλις μπήκε στην περιοχή τους. Άρχισαν να τον παρακολουθούν και έκαναν κλοιό γύρω του κι έτσι, μόλις μπήκε σ' ένα ξέφωτο δίπλα σε ένα ποτάμι, βρέθηκε ξαφνικά περικυκλωμένος από άντρες με τόξα και σπαθιά.
Τότε ο Τούριν σταμάτησε, αλλά δεν έδειξε φόβο.
“Ποιοι είστε;”, είπε, “Νόμιζα ότι μόνο οι Ορκ στήνουν ενέδρα σε ανθρώπους. Αλλά βλέπω ότι κάνω λάθος”.
“Μπορεί να μετανιώσεις για το λάθος σου”, είπε ο Φόργουεγκ, “γιατί αυτά είναι τα λημέρια μας και οι άντρες μου δεν αφήνουν κανέναν να κυκλοφορεί εδώ. Τους αφαιρούμε τη ζωή για τιμωρία, εκτός αν δώσουν λύτρα”.
Τότε ο Τούριν γέλασε σκυθρωπά:
“Δεν θα πάρετε λύτρα από μένα, έναν απόβλητο και παράνομο. Μπορείτε να με ψάξετε νεκρό, αλλά μπορεί να σας στοιχίσει ακριβά το να αποδείξετε αν λέω αλήθεια. Πρώτοι θα πεθάνουν πολλοί από σας”.
Παρ' όλα αυτά, ο θάνατός του έμοιαζε να είναι κοντά, γιατί πολλά βέλη ήταν έτοιμα στις χορδές, περιμένοντας την εντολή του αρχηγού και, παρόλο που ο Τούριν φορούσε πανοπλία Ξωτικού κάτω από τον γκρίζο χιτώνα και το μανδύα του, κάποια θα έβρισκαν το θανάσιμο στόχο τους. Κανείς από τους εχθρούς του δεν ήταν τόσο κοντά που να μπορεί να του επιτεθεί με γυμνό σπαθί. Μα ξαφνικά ο Τούριν έσκυψε βλέποντας μερικές πέτρες στην άκρη του ποταμού μπροστά στα πόδια του. Την ίδια στιγμή ένας παράνομος, θυμωμένος από τα περήφανα λόγια του, εκτόξευσε ένα βέλος σημαδεύοντάς τον στο πρόσωπο. Το βέλος όμως πέρασε από πάνω του και ο Τούριν πετάχτηκε πάνω σαν χορδή τόξου που ελευθερώνεται και πέταξε μια πέτρα εναντίον του πολύ δυνατά και ευθύβολα. Και ο παράνομος σωριάστηκε κάτω με σπασμένο το κρανίο.
“Μπορεί να σας είμαι πιο χρήσιμος ζωντανός, στη θέση αυτού του άτυχου”, είπε ο Τούριν. Και γυρίζοντας στον Φόργουεγκ είπε: “Αν είσαι ο αρχηγός, δεν πρέπει να αφήνεις τους άντρες σου να ρίχνουν χωρίς την εντολή σου”.
“Δεν τους αφήνω”, απάντησε ο Φόργουεγκ, “Αλλά βρήκε την τιμωρία του αμέσως. Θα σε πάρω στη θέση του, αν με υπακούς καλύτερα απ' αυτόν”.
“Θα σε υπακούω”, είπε ο Τούριν, “όσο είσαι αρχηγός σε όλα όσα αφορούν έναν αρχηγό. Αλλά, η επιλογή ενός καινούργιου μέλους για μια συντροφιά δεν είναι μόνο του αρχηγού, νομίζω. Πρέπει να ακουστούν όλες οι φωνές. Υπάρχει κανείς εδώ που δεν του είμαι ευπρόσδεκτος;”.
Τότε δύο από τους παράνομους μίλησαν εναντίον του. Και ο ένας ήταν φίλος του νεκρού. Το όνομά του ήταν Ούλραντ.
“Παράξενος τρόπος να μπεις σε μια συντροφιά”, είπε, “σκοτώνοντας έναν από τους καλύτερους άντρες μας!”
“Όχι χωρίς λόγο”, απάντησε ο Τούριν, “Ελάτε τότε! Θα σας αντιμετωπίσω και τους δύο μαζί, με όπλα ή μόνο με τη δύναμη. Τότε θα δείτε αν είμαι κατάλληλος για ν' αντικαταστήσω έναν από τους καλύτερους άντρες σας. Αλλά αν γίνει με τόξα η δοκιμασία, πρέπει να έχω κι εγώ ένα”.
Και πήγε προς το μέρος τους, αλλά ο Ούλραντ υποχώρησε και δεν ήθελε να μονομαχήσει. Ο άλλος πέταξε κάτω το τόξο του και πλησίασε να προϋπαντήσει τον Τούριν. Αυτός ήταν ο Αντρόγκ από το Ντορ-λόμιν. Στάθηκε μπροστά στον Τούριν και τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω.
“Όχι”, είπε τελικά κουνώντας το κεφάλι του, “Δεν είμαι δειλός, κάτι που όλοι ξέρουν, αλλά δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα μαζί σου. Κανείς εδώ δεν μπορεί, νομίζω. Μπορείς να μπεις στη συντροφιά μας, για μένα. Αλλά υπάρχει ένα παράξενο φως στα μάτια σου. Είσαι επικίνδυνος άνθρωπος. Πώς σε λένε;”
“Νέιθαν, ο Αδικημένος, ονομάζω τον εαυτό μου”, είπε ο Τούριν, και Νέιθαν τον αποκαλούσαν στο εξής οι παράνομοι. Αλλά αν και ισχυριζόταν ότι τον είχαν αδικήσει (και με μεγάλη προθυμία άκουγε όποιον ισχυριζόταν το ίδιο για τον εαυτό του), δεν ήθελε να αποκαλύψει τίποτα για τη ζωή του ή το σπίτι του. Διέκριναν όμως ότι είχε εκπέσει από υψηλή θέση και ότι, παρόλο που δεν είχε τίποτα πέρα από τα όπλα του, τα όπλα αυτά ήταν φτιαγμένα από Ξωτικά. Γρήγορα κέρδισε τους επαίνους τους, γιατί ήταν δυνατός και γενναίος και ήταν πιο επιδέξιος μες στα δάση απ' αυτούς, και του είχαν εμπιστοσύνη γιατί δεν ήταν άπληστος και σκεφτόταν ελάχιστα τον εαυτό του. Αλλά τον φοβούνταν κιόλας για τους ξαφνικούς θυμούς του, που σπάνια τους κατανοούσαν.
Στο Ντόριαθ ο Τούριν δεν μπορούσε να επιστρέψει, ή δεν ήθελε, από περηφάνια. Στο Νάργκοθροντ δεν γινόταν κανείς δεκτός μετά την πτώση του Φέλαγκουντ. Στον κατώτερο λαό του Χάλεθ, στο Μπρέθιλ, δεν καταδεχόταν να πάει, και στο Ντορ-λόμιν δεν τολμούσε γιατί βρισκόταν σε στενή πολιορκία, και ένας άντρας μόνος του δεν μπορούσε να ελπίζει εκείνη την εποχή ότι θα καταφέρει να διαβεί τα περάσματα των Βουνών της Σκιάς.
Έτσι ο Τούριν έμεινε στους παράνομους, αφού οποιαδήποτε συντροφιά ανθρώπων βοηθά να υπομένει κανείς πιο εύκολα τις κακουχίες της ερημιάς. Και επειδή ήθελε να ζήσει και δεν μπορούσε να βρίσκεται σε συνεχή σύγκρουση μαζί τους, τους άφηνε να πράττουν τα φαύλα έργα τους. Έτσι γρήγορα σκληραγωγήθηκε σε μια φτωχική και συχνά απάνθρωπη ζωή. Όμως μερικές φορές ξυπνούσαν μέσα του ο οίκτος και η αγανάκτηση και τότε γινόταν επικίνδυνος μέσα στο θυμό του. Με αυτό τον απαίσιο και επικίνδυνο τρόπο εξαιτίας της ανάγκης και της πείνας του χειμώνα έζησε ο Τούριν ως τα τέλη εκείνης της χρονιάς μέχρι που ήρθε μια όμορφη άνοιξη.
Στα δάση του Τέιγκλιν, όπως είπαμε, υπήρχαν ακόμη μερικές αγροικίες Ανθρώπων, που ήταν σκληραγωγημένοι και επιφυλακτικοί, αν και τώρα λίγοι στον αριθμό. Παρόλο που δεν αγαπούσαν καθόλου τους Γκαουργουέιθ και τους λυπούνταν ελάχιστα, στους δύσκολους χειμώνες άφηναν όποια τρόφιμα μπορούσαν σε μέρη όπου εκείνοι θα τα έβρισκαν, ελπίζοντας έτσι να αποφύγουν μια συντονισμένη επίθεση των πεινασμένων. Αλλά λιγότερη ευγνωμοσύνη κέρδιζαν από τους παράνομους και περισσότερη από τα ζώα και τα πτηνά, κι εκείνο που τους έσωζε ήταν τα σκυλιά και οι φράχτες τους. Γιατί κάθε σπίτι είχε μεγάλους φράχτες γύρω από τη γη του και ολόγυρα από τα σπίτια υπήρχε όρυγμα και τείχος από πασσάλους. Από σπίτι σε σπίτι υπήρχαν μονοπάτια και οι κάτοικοι μπορούσαν να καλέσουν σε βοήθεια σαλπίζοντας με κέρας.
Όταν όμως ήρθε η άνοιξη, ήταν επικίνδυνο για τους Γκαουργουέιθ να παραμένουν τόσο κοντά στα σπίτια των Ανθρώπων του Δάσους, που μπορεί να μαζεύονταν και να τους κυνηγούσαν. Έτσι ο Τούριν αναρωτιόταν μήπως ο Φόργουεγκ τους οδηγήσει σε κάποια άλλη περιοχή. Στον νότο, όπου δεν είχαν απομείνει άλλοι Άνθρωποι, υπήρχε περισσότερη τροφή και κυνήγι και λιγότεροι κίνδυνοι. Τότε μια μέρα ο Τούριν δεν έβρισκε τον Φόργουεγκ και επίσης τον Αντρόγκ, το φίλο του. Και ρώτησε πού βρίσκονται, αλλά οι σύντροφοί του έβαλαν τα γέλια.
“Έχουν πάει για δικές τους δουλειές, φαντάζομαι”, είπε ο Ούλραντ, “δεν θα αργήσουν να γυρίσουν και τότε θα φύγουμε. Βιαστικά ίσως, γιατί θα είμαστε τυχεροί αν δεν έρθουν πίσω τους και οι μέλισσες της κυψέλης”.
Ο ήλιος έλαμπε και τα φύλλα ήταν καταπράσινα και ο Τούριν ήταν εκνευρισμένος από το άθλιο στρατόπεδο των παρανόμων και απομακρύνθηκε μόνος του μακριά στο δάσος. Άθελά του θυμήθηκε το Κρυμμένο Βασίλειο και του φάνηκε ότι άκουγε τα ονόματα των λουλουδιών του Ντόριαθ σαν απόηχους από μια παλιά γλώσσα σχεδόν ξεχασμένη. Μα ξαφνικά άκουσε φωνές και μια νέα γυναίκα πετάχτηκε μέσα από ένα θάμνο. Τα ρούχα της ήταν σκισμένα από αγκάθια και, καθώς έτρεχε πολύ φοβισμένη, σκόνταψε κι έπεσε κάτω αγκομαχώντας. Τότε ο Τούριν όρμησε με τραβηγμένο σπαθί και χτύπησε έναν άντρα που πετάχτηκε από τους θάμνους κυνηγώντας την. Και μόνο τη στιγμή του χτυπήματος αντιλήφθηκε ότι ο άντρας ήταν ο Φόργουεγκ.
Αλλά καθώς στεκόταν και κοίταζε κατάπληκτος το αίμα στα χόρτα, πετάχτηκε από τους θάμνους και ο Αντρόγκ και σταμάτησε κι αυτός άναυδος.
“Κακό αυτό που έκανες, Νέιθαν!”, φώναξε και τράβηξε το σπαθί του. Αλλά ο Τούριν ψύχραιμος είπε στον Αντρόγκ:
“Πού είναι οι Ορκ, λοιπόν; Τους ξεπεράσατε στο τρέξιμο για να τη βοηθήσετε;”.
“Ορκ;”, είπε ο Αντρόγκ, “Ανόητε! Και θεωρείς τον εαυτό σου παράνομο. Οι παράνομοι δεν γνωρίζουν άλλο νόμο πέρα από τις δικές τους ανάγκες. Κοίτα, λοιπόν, τις δικές σου ανάγκες, Νέιθαν, και άφησέ μας εμάς να κοιτάζουμε τις δικές μας”.
“Αυτό θα κάνω”, είπε ο Τούριν, “Αλλά σήμερα οι δρόμοι μας διασταυρώθηκαν, ή θα αφήσεις τη γυναίκα σ' εμένα ή θα ακολουθήσεις τον Φόργουεγκ”.
Ο Αντρόγκ γέλασε.
“Αν έτσι έχουν τα πράγματα, ας γίνει το δικό σου”, είπε, “Δεν ισχυρίζομαι ότι μπορώ να τα βγάλω πέρα μαζί σου μόνος, Αλλά οι σύντροφοί μας μπορεί να μην πάρουν καλά αυτόν το σκοτωμό”.
Τότε η γυναίκα σηκώθηκε και ακούμπησε το χέρι της στο μπράτσο του Τούριν. Κοίταξε το αίμα και κοίταξε τον Τούριν και τα μάτια της άστραψαν από χαρά.
“Σκότωσέ τον, κύριέ μου!”, είπε, “Σκότωσέ τον κι αυτόν! Και μετά έλα μαζί μου. Αν φέρεις τα κεφάλια τους, ο Λάρναχ, ο πατέρας μου, δεν θα δυσαρεστηθεί. Για δύο "λυκοκέφαλα" έχει ανταμείψει καλά άλλους στο παρελθόν”.
Αλλά ο Τούριν είπε στον Αντρόγκ:
“Είναι μακριά μέχρι το σπίτι της;”
“Δύο χιλιόμετρα περίπου”, του απάντησε αυτός, “σ' ένα σπίτι με φράχτη προς τα εκεί. Αυτή είχε βγει έξω”.
“Πήγαινε γρήγορα τότε”, είπε ο Τούριν γυρίζοντας στη γυναίκα, “Πες στον πατέρα σου να σε προσέχει καλύτερα, αλλά δεν θα κόψω τα κεφάλια των συντρόφων μου για να αγοράσω την εύνοιά σου ή οτιδήποτε άλλο”. Και σήκωσε το σπαθί του. “Έλα!” είπε στον Αντρόγκ. “Θα γυρίσουμε πίσω. Αλλά αν θέλεις να θάψεις τον αρχηγό σου, πρέπει να το κάνεις μόνος σου. Βιάσου, μπορεί να σημάνουν συναγερμό. Και φέρε τα όπλα του!”.
Η γυναίκα απομακρύνθηκε μέσα στο δάσος και κοίταξε πίσω πολλές φορές πριν την κρύψουν τα δέντρα. Τότε ο Τούριν συνέχισε το δρόμο του χωρίς άλλα λόγια και ο Αντρόγκ τον κοίταζε καθώς απομακρυνόταν με την έκφραση ανθρώπου που αναλογίζεται έναν γρίφο.
Όταν ο Τούριν γύρισε πίσω στο στρατόπεδο των παρανόμων, τους βρήκε γεμάτους ένταση και ανησυχία. Γιατί είχαν μείνει ήδη πολύ στο ίδιο μέρος, κοντά σε σπίτια που φρουρούνταν καλά, και μουρμούριζαν σχόλια κατά του Φόργουεγκ.
“Ρισκάρει σε βάρος μας”, έλεγαν, “Και μπορεί να πληρώσουν άλλοι για τις δικές του απολαύσεις”.
“Τότε διαλέξτε νέο αρχηγό!”, είπε ο Τούριν και στάθηκε μπροστά τους, “Ο Φόργουεγκ δεν μπορεί να σας διοικεί πια γιατί είναι νεκρός”.
“Πώς το ξέρεις αυτό;”, είπε ο Ούλραντ, “Μήπως έψαξες κι εσύ για μέλι στην ίδια κυψέλη; Μήπως τον τσίμπησαν οι μέλισσες;”
“Όχι”, είπε ο Τούριν, “Ένα τσίμπημα ήταν αρκετό. Τον σκότωσα εγώ. Αλλά χάρισα τη ζωή στον Αντρόγκ και γρήγορα θα επιστρέψει αυτός”. Μετά τους είπε όλα όσα έγιναν, επιπλήττοντας όσους κάνουν τέτοιες πράξεις. Και όσο μιλούσε ακόμη, έφτασε ο Αντρόγκ κουβαλώντας τα όπλα του Φόργουεγκ.
“Βλέπεις, Νέιθαν!”, του φώναξε, “Δεν σήμαναν συναγερμό. Μπορεί η κοπέλα να ελπίζει ότι θα σε ξαναβρεί”.
“Αν με κοροϊδεύεις”, είπε ο Τούριν, “θα μετανιώσω που δεν της έδωσα το κεφάλι σου. Τώρα πες την ιστορία σου και να είσαι σύντομος”.
Τότε ο Αντρόγκ είπε με ειλικρίνεια όσα είχαν συμβεί.
“Τι δουλειά είχε ο Νέιθαν εκεί αναρωτιέμαι τώρα;”, είπε.
“Όχι δουλειά σαν τη δική μας, όπως φαίνεται. Γιατί όταν έφτασα εκεί, είχε ήδη σκοτώσει τον Φόργουεγκ. Αυτό άρεσε πολύ στη γυναίκα και τον κάλεσε να πάει μαζί της, ζητώντας τα κεφάλια μας σαν νυφικό έπαθλο. Αλλά ο Νέιθαν δεν την ήθελε και την έδιωξε. Έτσι τι συνέβη με τον αρχηγό δεν μπορώ να το φανταστώ. Και άφησε το κεφάλι μου στη θέση του, κάτι για το οποίο του είμαι ευγνώμων, αν και πολύ απορημένος επίσης”.
“Τότε δεν πιστεύω τον ισχυρισμό σου ότι κατάγεσαι από το Λαό του Χάντορ”, είπε ο Τούριν, “Στον Ούλντορ τον Καταραμένο ανήκεις μάλλον και θα 'πρεπε να ζητήσεις να μπεις στην υπηρεσία της Άνγκμπαντ. Όμως ακούστε με τώρα!” φώναξε σε όλους, “Αυτές τις επιλογές σας δίνω. Ή να με δεχτείτε για αρχηγό σας στη θέση του Φόργουεγκ ή να με αφήσετε να φύγω. Ή θα διοικώ εγώ αυτήν τη συντροφιά τώρα ή θα την αφήσω. Αλλά αν θέλετε να με σκοτώσετε, εμπρός! Θα χτυπηθώ με όλους σας μέχρι να πεθάνω εγώ ή να πεθάνετε εσείς”.
Τότε πολλοί έπιασαν τα όπλα τους, αλλά ο Αντρόγκ φώναξε: “Όχι! Το κεφάλι που δεν έκοψε δεν είναι ανόητο. Αν χτυπηθούμε, πολλοί θα πεθάνουν χωρίς λόγο μέχρι να σκοτώσουμε τον καλύτερο ανάμεσά μας”. Μετά γέλασε. “Όπως έγινε όταν μπήκε στη συντροφιά, έτσι γίνεται και τώρα. Σκοτώνει για να κάνει χώρο. Αν αποδείχτηκε καλό πριν, μπορεί να αποδειχτεί και πάλι. Και μπορεί να μας οδηγήσει σε καλύτερη μοίρα από το να σκαλίζουμε τα σκουπίδια άλλων”.
Και ο γερο-Άλγκουντ είπε: “Ο καλύτερος ανάμεσά μας. Κάποια εποχή θα κάναμε κι εμείς το ίδιο αν τολμούσαμε. Έχουμε ξεχάσει πολλά όμως. Μπορεί να μας φέρει στα σπίτια μας στο τέλος”.
Ο Τούριν, όταν άκουσε αυτά τα λόγια, έκανε τη σκέψη ότι από αυτήν τη μικρή συμμορία θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα ελεύθερο δικό του φέουδο. Αλλά κοίταξε τον Άλγκουντ και τον Αντρόγκ και είπε:
“Στα σπίτια σας; ψηλά και κρύα τα Βουνά της Σκιάς ορθώνονται ενδιάμεσα. Πίσω τους είναι ο λαός του Ούλντορ και γύρω του οι στρατιές της Άνγκμπαντ. Και αν αυτά δεν σας πτοούν, εφτά φορές εφτά άντρες, τότε μπορεί να σας οδηγήσω σπίτια σας, αλλά πόσο μακριά θα φτάσουμε πριν πεθάνουμε;”.
Όλοι έμειναν σιωπηλοί. Τότε ο Τούριν μίλησε πάλι.
“Με δέχεστε για αρχηγό σας; Τότε θα σας οδηγήσω πρώτα έξω στην ερημιά, μακριά από τα σπίτια των Ανθρώπων. Εκεί μπορεί να βρούμε καλύτερη μοίρα, μπορεί και όχι, αλλά τουλάχιστον θα προκαλούμε λιγότερο μίσος για το είδος μας”.
Τότε όλοι όσοι ήταν από το Λαό του Χάντορ συγκεντρώθηκαν γύρω του και τον αποδέχτηκαν για αρχηγό τους. Συμφώνησαν και οι άλλοι λιγότερο πρόθυμοι. Και αμέσως τους οδήγησε μακριά από κείνη την περιοχή.