VI. Ο Τούριν ανάμεσα στους Παράνομους (2)
Πολλούς αγγελιαφόρους είχε στείλει ο Θίνγκολ για να βρουν τον Τούριν μέσα στο Ντόριαθ και στις χώρες κοντά στα σύνορά του. Αλλά μάταια τον αναζητούσαν τη χρονιά της φυγής του, γιατί κανείς δεν ήξερε ούτε μπορούσε να μαντέψει ότι ήταν με τους παράνομους και τους εχθρούς των Ανθρώπων. Όταν ήρθε ο χειμώνας επέστρεψαν όλοι στο βασιλιά εκτός μόνο από τον Μπέλεγκ. Όλοι οι άλλοι είχαν φύγει αλλά αυτός συνέχιζε μόνος του.
Όμως στο Ντίμπαρ και στα βόρεια σύνορα του Ντόριαθ τα πράγματα δεν είχαν πάει καλά. Το Δρακοκράνος δεν εμφανιζόταν πια εκεί στη μάχη και ο Τοξότης έλειπε κι αυτός. Και οι υπηρέτες του Μόργκοθ αναθάρρησαν και αυξάνονταν συνέχεια σε αριθμό και τόλμη. Ο Χειμώνας ήρθε και πέρασε και με την Άνοιξη η επίθεσή τους ανανεώθηκε. Το Ντίμπαρ κατακλύστηκε και οι Άνθρωποι του Μπρέθιλ φοβούνταν γιατί το κακό είχε κυκλώσει τώρα όλα τα σύνορά τους εκτός από τα νότια.
Είχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος από τη φυγή του Τούριν και ο Μπέλεγκ συνέχιζε να τον αναζητά αν και οι ελπίδες του λιγόστευαν συνέχεια. Στις περιπλανήσεις του πέρασε βόρεια στις Διαβάσεις του Τέιγκλιν κι εκεί, ακούγοντας τ' άσχημα νέα για μια νέα επιδρομή Ορκ από το Τάουρ-νου-Φούιν, γύρισε πίσω κι έτυχε να περάσει από τα σπίτια των Ανθρώπων του Δάσους λίγο μετά την αναχώρηση του Τούριν από την περιοχή. Εκεί άκουσε μια παράξενη ιστορία που κυκλοφορούσε ανάμεσά τους. Ένας ψηλός και αρχοντικός Άνθρωπος ή κάποιος πολεμιστής των Ξωτικών, έλεγαν μερικοί, εμφανίστηκε στο δάσος και σκότωσε έναν από τους Γκαουργουέιθ και έσωσε την κόρη του Λάρναχ που την κυνηγούσαν.
“Πολύ περήφανος ήταν”, είπε η κόρη του Λάρναχ στον Μπέλεγκ, “με λαμπερά μάτια που σχεδόν δεν καταδέχτηκαν να με κοιτάξουν. Όμως αποκάλεσε τους Λυκάνθρωπους συντρόφους του και δεν ήθελε να σκοτώσει έναν άλλο που ήταν εκεί και ήξερε το όνομά του. Νέιθαν τον αποκάλεσε”.
“Μπορείς να εξηγήσεις αυτόν το γρίφο; “ ρώτησε ο Λάρναχ το Ξωτικό.
“Μπορώ, δυστυχώς”, είπε ο Μπέλεγκ, “ο Άνθρωπος για τον οποίο μιλάτε είναι αυτός που αναζητώ”.
Δεν είπε τίποτε άλλο στους Ανθρώπους του Δάσους για τον Τούριν αλλά τους προειδοποίησε για το κακό που συγκεντρωνόταν βόρεια.
“Γρήγορα οι Ορκ θα ορμήσουν πεινασμένοι και σ' αυτήν τη χώρα τόσοι πολλοί που δεν θα μπορείτε να αντισταθείτε”, είπε.
“Αυτήν τη χρονιά θα αναγκαστείτε να απαρνηθείτε ή την ελευθερία σας ή τη ζωή σας. Πηγαίνετε στο Μπρέθιλ όσο είναι ακόμη καιρός!”.
Τότε ο Μπέλεγκ συνέχισε το δρόμο του με γρήγορο ρυθμό αναζήτησε τα λημέρια των παρανόμων και όποια σημάδια μπορεί να του έδειχναν πού έχουν πάει. Και γρήγορα τα βρήκε. Ο Τούριν όμως προπορευόταν αρκετές μέρες τώρα και κινιόταν γρήγορα, φοβούμενος την καταδίωξη των Ανθρώπων του Δάσους, και είχε χρησιμοποιήσει όλες τις τέχνες που ήξερε για να εμποδίσει ή να παραπλανήσει όποιον δοκίμαζε να τον ακολουθήσει. Οδήγησε τους άντρες του δυτικά, μακριά από τους Ανθρώπους του Δάσους και τα σύνορα του Ντόριαθ, μέχρι που έφτασαν στο βόρειο άκρο των μεγάλων υψιπέδων ανάμεσα στις Κοιλάδες του Σίριον και του Νάρογκ. Εκεί η περιοχή ήταν πιο ξηρή και το δάσος σταματούσε ξαφνικά στο χείλος μιας ράχης. Κάτω μπορούσε να διακρίνει κανείς τον αρχαίο Νότιο Δρόμο, που ανέβαινε από τις Διαβάσεις του Τέιγκλιν για να περάσει από τις δυτικές παρυφές των ρεικότοπων πηγαίνοντας προς το Νάργκοθροντ. Εκεί οι παράνομοι έζησαν για ένα διάστημα σε μεγάλη επιφυλακή. Σπάνια έμεναν δύο νύχτες στο ίδιο σημείο και άφηναν ελάχιστα ίχνη της πορείας τους και της διαμονής τους. Έτσι ακόμα και ο Μπέλεγκ τους κυνηγούσε μάταια. Οδηγημένος από σημάδια που μπορούσε να διαβάσει ή από φήμες για το πέρασμα Ανθρώπων ανάμεσα στα πλάσματα με τα οποία μπορούσε να μιλήσει, έφτανε συχνά κοντά τους, αλλά πάντα το λημέρι τους ήταν εγκαταλειμμένα όταν έφτανε εκεί, γιατί είχαν συνέχεια φρουρούς γύρω τους μέρα και νύχτα και με κάθε υποψία προσέγγισης έφευγαν αμέσως.
“Αλίμονο” φώναξε, “Πολύ καλά δίδαξα σ' αυτό το παιδί των Ανθρώπων την τέχνη του δάσους και του κάμπου! Σχεδόν θα πίστευε κανείς ότι είναι συμμορία Ξωτικών”. Όμως και αυτοί από την πλευρά τους αντιλήφθηκαν ότι τους ακολουθούσε κάποιος ακούραστος διώκτης, που δεν μπορούσαν να τον δουν αλλά ούτε και να τον κάνουν να χάνει τα ίχνη τους. Και άρχισαν να ανησυχούν.
Λίγο αργότερα έγινε αυτό που φοβόταν ο Μπέλεγκ: οι Ορκ πέρασαν το Μπρίθιαχ και επειδή ο Χάντιρ του Μπρέθιλ τους αντιστάθηκε με όλες τις δυνάμεις που μπόρεσε να συγκεντρώσει, πέρασαν νότια από τις Διαβάσεις του Τέιγκλιν αναζητώντας μέρη να λεηλατήσουν. Πολλοί από τους Ανθρώπους του Δάσους είχαν ακολουθήσει τη συμβουλή του Μπέλεγκ και είχαν στείλει τις γυναίκες και τα παιδιά τους να ζητήσουν άσυλο στο Μπρέθιλ. Αυτοί και η συνοδεία τους σώθηκαν, καθώς πέρασαν έγκαιρα τις Διαβάσεις. Όμως οι ένοπλοι που ακολουθούσαν συνάντησαν τους Ορκ και νικήθηκαν. Μερικοί κατάφεραν να περάσουν πολεμώντας και να φτάσουν στο Μπρέθιλ, αλλά πολλοί σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. Και οι Ορκ έφτασαν στα σπίτια τους και τα λεηλάτησαν και τα έκαψαν. Αμέσως μετά γύρισαν πίσω δυτικά αναζητώντας το Δρόμο, γιατί ήθελαν τώρα να επιστρέψουν στο βορρά όσο πιο γρήγορα μπορούσαν με τα λάφυρα και τους αιχμάλωτους τους.
Αλλά οι ανιχνευτές των παρανόμων γρήγορα τους εντόπισαν. Και, παρόλο που δεν τους ενδιέφεραν οι αιχμάλωτοι, τα λάφυρα από τα σπίτια των Ανθρώπων του Δάσους ξύπνησαν την απληστία τους. Ο Τούριν το θεωρούσε επικίνδυνο να αποκαλυφθούν στους Ορκ χωρίς να ξέρουν πρώτα τον αριθμό των εχθρών. Οι παράνομοι, όμως, δεν τον άκουγαν, γιατί χρειάζονταν πολλά πράγματα μέσα στην ερημιά, και ήδη μερικοί είχαν αρχίσει να μετανιώνουν που τον δέχτηκαν για αρχηγό. Έτσι ο Τούριν, παίρνοντας κάποιον Όλεγκ σαν μοναδικό του σύντροφο, ξεκίνησε για να κατασκοπεύσει τους Ορκ. Και παραχωρώντας την αρχηγία της ομάδας στον Αντρόγκ, του έδωσε εντολή να μείνουν καλά κρυμμένοι όσο θα λείπει.
Ο στρατός των Ορκ ήταν πολύ μεγαλύτερος από τη συμμορία των παρανόμων, αλλά οι τελευταίοι βρίσκονταν σε περιοχές στις οποίες οι Ορκ σπάνια τολμούσαν να έρθουν, και ήξεραν επίσης και ότι πέρα από το Δρόμο βρισκόταν η Τάλαθ Ντίρνεν, η Φυλαγμένη Πεδιάδα, την οποία παρακολουθούσαν συνεχώς οι ανιχνευτές και οι κατάσκοποι του Νάργκοθροντ. Και επειδή φοβούνταν τον κίνδυνο, ήταν επιφυλακτικοί και είχαν ανιχνευτές που προχωρούσαν αθόρυβα ανάμεσα στα δέντρα, δεξιά και αριστερά από τις γραμμές τους καθώς μετακινούνταν.
Έτσι αποκαλύφθηκαν ο Τούριν και ο Όρλεγκ, γιατί εκεί που ήταν κρυμμένοι, έπεσαν πάνω τους τρεις ανιχνευτές. Και παρόλο που σκότωσαν τους δύο, ο τρίτος ξέφυγε φωνάζοντας καθώς έτρεχε Γκόλουγκ! Γκόλουγκ! Έτσι αποκαλούσαν τους Νόλντορ οι Ορκ. Αμέσως το δάσος γέμισε Ορκ, που σκορπίστηκαν αθόρυβα και άρχισαν να τους κυνηγούν σε μεγάλη έκταση. Τότε ο Τούριν, βλέποντας ότι υπάρχουν ελάχιστες ελπίδες να ξεφύγουν, σκέφτηκε τουλάχιστον να τους ξεγελάσει και να τους οδηγήσει μακριά από το μέρος όπου ήταν κρυμμένοι οι άντρες του. Και καταλαβαίνοντας από την κραυγή Γκόλουγκ! ότι οι Ορκ φοβούνταν τους κατασκόπους του Νάργκοθροντ, στράφηκε με τον Όρλεγκ στα δυτικά.
Οι διώκτες τους τους ακολούθησαν γοργά και μετά από στροφές και ελιγμούς υποχρεώθηκαν να βγουν από το δάσος, και τότε τους εντόπισαν οι Ορκ και, καθώς πήγαιναν να περάσουν το Δρόμο, σκότωσαν τον Όρλεγκ με πολλά βέλη. Ο Τούριν όμως σώθηκε χάρη στην πανοπλία των Ξωτικών και ξέφυγε μόνος του στις ερημιές πέρα από το δρόμο. Με την ταχύτητα και την τέχνη του κατάφερε να αποφύγει τους εχθρούς, μπαίνοντας σε περιοχές που του ήταν άγνωστες. Τότε οι Ορκ, φοβούμενοι ότι μπορεί να τους αντιληφθούν τα Ξωτικά του Νάργκοθροντ, σκότωσαν τους αιχμαλώτους τους και έσπευσαν να φύγουν προς Βορρά.
Αφού πέρασαν τρεις μέρες και ο Τούριν και ο Όρλεγκ δεν είχαν γυρίσει ακόμη, μερικοί από τους παράνομους θέλησαν να φύγουν από τη σπηλιά όπου ήταν κρυμμένοι. Αλλά ο Αντρόγκ διαφώνησε. Και ενόσω οι παράνομοι βρίσκονταν στο αποκορύφωμα της διαμάχης τους, εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά τους μια γκρίζα μορφή. Επιτέλους ο Μπέλεγκ τους είχε βρει. Πλησίασε χωρίς όπλα στα χέρια του με απλωμένες τις παλάμες προς το μέρος τους. Αυτοί όμως πετάχτηκαν πάνω τρομαγμένοι και ο Αντρόγκ πλησίασε από πίσω και του έριξε μια θηλιά και την έσφιξε για να του ακινητοποιήσει τα χέρια.
“Αν δεν θέλετε επισκέπτες θα 'πρεπε να φυλάτε καλύτερη σκοπιά” είπε ο Μπέλεγκ, “Γιατί με υποδέχεστε έτσι; Έρχομαι σαν φίλος και αναζητώ έναν φίλο. Νέιθαν έμαθα ότι τον λέτε”.
“Δεν είναι εδώ”, είπε ο Ούλραντ, “Αλλά αν δεν μας κατασκοπεύεις καιρό τώρα, πώς ξέρεις αυτό το όνομα;”
“Μας κατασκοπεύει καιρό”, είπε ο Αντρόγκ, “Αυτή ήταν η σκιά που μας ακολουθούσε. Τώρα ίσως μάθουμε τον πραγματικό σκοπό του”.
Και τους είπε να δέσουν τον Μπέλεγκ σ' ένα δέντρο δίπλα στη σπηλιά. Και αφού τον έδεσαν γερά χειροπόδαρα, τον ανέκριναν. Αλλά σε όλες τις ερωτήσεις τους ο Μπέλεγκ έδινε μόνο μία απάντηση.
“Ήμουν φίλος με αυτόν τον Νέιθαν από τότε που τον συνάντησα για πρώτη φορά στο δάσος και δεν ήταν τότε παρά ένα παιδί. Τον αναζητώ από αγάπη και μόνο και για να του φέρω καλές ειδήσεις”.
“Ας τον σκοτώσουμε, να απαλλαχτούμε και από την κατασκοπεία του”, είπε ο Αντρόγκ εξοργισμένος. Και κοίταξε το μεγάλο τόξο του Μπέλεγκ θέλοντας να το κάνει δικό του, γιατί ήταν τοξότης. Αλλά μερικοί με καλύτερη καρδιά διαφώνησαν και ο Άλγκουντ του είπε:
“Ο αρχηγός μπορεί να γυρίσει. Και τότε θα το μετανιώσεις, αν μάθει ότι του στέρησες ταυτόχρονα έναν φίλο και τις καλές ειδήσεις που έφερνε”.
“Δεν πιστεύω αυτά που λέει το Ξωτικό”, είπε ο Αντρόγκ.
“Είναι κατάσκοπος του βασιλιά του Ντόριαθ. Αλλά αν έχει όντως ειδήσεις, θα τις πει σ' εμάς. Κι εμείς θα κρίνουμε αν είναι λόγος να τον αφήσουμε να ζήσει”.
“Θα περιμένω τον αρχηγό σας”, είπε ο Μπέλεγκ.
“Θα μείνεις έτσι μέχρι να μιλήσεις”, είπε ο Αντρόγκ.
Τότε με παρακίνηση του Αντρόγκ άφησαν τον Μπέλεγκ δεμένο στο δέντρο χωρίς τροφή και νερό και οι ίδιοι κάθισαν εκεί κοντά τρώγοντας και πίνοντας. Αυτός, όμως, δεν τους είπε τίποτε άλλο. Αφού πέρασαν δυο μέρες και δυο νύχτες με αυτό τον τρόπο, οι άνδρες θύμωσαν και άρχισαν να φοβούνται και ανυπομονούσαν να φύγουν. Οι περισσότεροι τώρα ήταν πρόθυμοι να σκοτώσουν το Ξωτικό. Καθώς έπεφτε η νύχτα, συγκεντρώθηκαν όλοι γύρω του και ο Ούλραντ έφερε ένα δαυλό από τη μικρή φωτιά που ήταν αναμμένη στο άνοιγμα της σπηλιάς.