VII. Για τον νάνο Μιμ (1)
Τώρα η Ιστορία στρέφεται στον Μιμ, τον Μικρονάνο. Οι Μικρονάνοι έχουν ξεχαστεί προ πολλού, γιατί ο Μιμ υπήρξε ο τελευταίος της φυλής του. Ελάχιστα πράγματα ήταν γνωστά γι' αυτούς ακόμη και την παλιά εποχή. Τα Ξωτικά του Μπελέριαντ πριν από πολλούς καιρούς τους ονόμαζαν Νίμπιν-νόγκριμ, αλλά δεν τους αγαπούσαν. Και οι Μικρονάνοι δεν αγαπούσαν κανέναν εκτός από τον εαυτό τους. Αν μισούσαν και φοβούνταν τους Ορκ, μισούσαν επίσης τους Έλνταρ και, περισσότερο απ' όλους τους Εξόριστους. Γιατί οι Νόλντορ, έλεγαν, είχαν κλέψει τη γη τους και τα σπίτια τους. Το Νάργκοθροντ ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά από τους Μικρονάνους, που άρχισαν και την εκσκαφή του πολύ πριν περάσει τη Θάλασσα ο Φίνροντ Φέλαγκουντ.
Κατάγονταν, έλεγαν μερικοί, από Νάνους που είχαν εξοριστεί από τις Νανουπόλεις της ανατολής την αρχαία εποχή. Πολύ πριν από την επιστροφή του Μόργκοθ είχαν περιπλανηθεί προς τα δυτικά. Επειδή δεν είχαν αρχηγό και ήταν ολιγάριθμοι, δυσκολεύονταν να βρουν μεταλλεύματα και η μεταλλουργική τους επιδεξιότητα και τα αποθέματα των όπλων τους μειώθηκαν. Έτσι άρχισαν να ζουν με λαθραίους τρόπους και έγιναν κατά τι μικρότεροι στο ανάστημα από τους συγγενείς τους στα ανατολικά, βαδίζοντας με σκυφτούς ώμους και γρήγορα κλεφτά βήματα. Παρ' όλα αυτά, ήταν κι αυτοί, όπως και όλοι οι Νάνοι, πολύ πιο δυνατοί από όσο έδειχνε το ανάστημά τους και μπορούσαν να επιβιώσουν παρά τις μεγάλες κακουχίες. Όμως τώρα πια είχαν εξαφανιστεί από τη Μέση-γη όλοι εκτός από τον Μιμ και τους δυο γιους του. Και ο Μιμ ήταν γέρος, ακόμη και με τα μέτρα των Νάνων, γέρος και ξεχασμένος.
Μετά την αναχώρηση του Μπέλεγκ (και αυτό έγινε το δεύτερο καλοκαίρι μετά τη φυγή του Τούριν από το Ντόριαθ) τα πράγματα πήγαν άσχημα για τους παρανόμους. Έπεσαν βροχές εκτός εποχής και Ορκ, περισσότεροι από κάθε άλλη φορά, κατέβηκαν από το Βορρά ακολουθώντας τον παλιό Νότιο Δρόμο από τον Τέιγκλιν και έγιναν μάστιγα για όλα τα δάση στα δυτικά σύνορα του Ντόριαθ. Ένιωθαν ελάχιστα ασφαλείς και πιο συχνά ήταν κυνηγημένοι παρά κυνηγοί.
Ένα βράδυ, καθώς ήταν κρυμμένοι στο σκοτάδι χωρίς φωτιά, ο Τούριν αναλογίστηκε τη ζωή του και θεώρησε ότι θα μπορούσε να καλυτερέψει. "Πρέπει να βρω κάποιο ασφαλές καταφύγιο", σκέφτηκε, "και να προνοήσω για το χειμώνα και την πείνα". Αλλά δεν ήξερε προς τα πού να στραφεί.
Την επόμενη μέρα οδήγησε τους άντρες του νότια, πιο μακριά από τότε που είχαν έρθει από τον Τέιγκλιν και τα σύνορα του Ντόριαθ. Και μετά από τρεις μέρες ταξίδι σταμάτησαν στις δυτικές παρυφές του δάσους της Κοιλάδας του Σίριον. Εκεί η γη ήταν πιο ξερή και γυμνή, καθώς άρχιζε να ανηφορίζει προς τα ρεικοτόπια.
Λίγο αργότερα έτυχε, καθώς έσβηνε το γκρίζο φως μιας βροχερής μέρας, ο Τούριν και οι άντρες του να έχουν καταφύγει σε μια συστάδα από λιόπρινους. Πιο πέρα απλωνόταν μια έκταση χωρίς δέντρα, όπου υπήρχαν πολλά μεγάλα βράχια, σωριασμένα μαζί. Όλα ήταν ήσυχα, το μόνο που ακουγόταν ήταν η βροχή που έσταζε από τα φύλλα.
Ξαφνικά φώναξε ένας φρουρός, πετάχτηκαν πάνω και είδαν τρεις μορφές με κουκούλες, γκριζοφορεμένες, να περνούν με λάθρες κινήσεις ανάμεσα από τις πέτρες. Καθεμιά κρατούσε έναν μεγάλο σάκο, αλλά, παρ' όλα αυτά, κινούνταν γρήγορα. Ο Τούριν τους φώναξε να σταματήσουν και οι άντρες όρμησαν πάνω τους σαν κυνηγόσκυλα. Αλλά οι άγνωστοι συνέχισαν το δρόμο τους και, παρόλο που ο Αντρόγκ τους έριξε με το τόξο, οι δύο εξαφανίστηκαν μέσα στο σούρουπο, ο τρίτος έμεινε πιο πίσω, ήταν πιο αργός ή πιο βαριά φορτωμένος, και γρήγορα τον άρπαξαν και τον έριξαν κάτω και τον ακινητοποίησαν πολλά δυνατά χέρια, παρόλο που πάλευε και δάγκωνε σαν ζώο. Αλλά ο Τούριν πλησίασε και επέπληξε τους άντρες.
“Τι γίνεται;” είπε, “Γιατί είστε τόσο άγριοι; Ό,τι κι αν είναι, είναι γέρικο και μικρόσωμο πλάσμα. Πώς μπορεί να σας βλάψει;”.
“Δαγκώνει”, είπε ο Αντρόγκ, κρατώντας το ματωμένο χέρι του, “Είναι Ορκ ή κάτι που συγγενεύει με Ορκ. Σκοτώστε το!”.
“Του αξίζει αφού ξεγέλασε τις ελπίδες μας”, είπε ένας άλλος που είχε πάρει το σάκο, “Δεν υπάρχει τίποτα εδώ, μόνο ρίζες και μικρές πέτρες”.
“Όχι”, είπε ο Τούριν, “έχει γενειάδα. Είναι απλώς ένας Νάνος, φαντάζομαι. Αφήστε τον να σηκωθεί και να μιλήσει”.
Και έτσι ο Μιμ έκανε την εμφάνισή του στην Ιστορία των Παιδιών του Χούριν. Γιατί πετάχτηκε γονατιστός μπροστά στα πόδια του Τούριν και τον ικέτεψε για τη ζωή του.
“Είμαι γέρος”, είπε, “και φτωχός. Απλώς ένας Νάνος, όπως είπες, όχι Ορκ. Μιμ είναι το όνομά μου. Μην τους αφήσεις να με σκοτώσουν, αφέντη, χωρίς αιτία, όπως θα έκαναν οι Ορκ”.
Τότε ο Τούριν τον λυπήθηκε ολόψυχα, αλλά είπε:
“Φαίνεσαι φτωχός, Μιμ, αν και αυτό ακούγεται παράξενο για έναν Νάνο. Εμείς, βέβαια, είμαστε φτωχότεροι, Άνθρωποι χωρίς σπίτι και χωρίς φίλους. Αν σου έλεγα ότι δεν χαρίζουμε ζωές μόνο από οίκτο γιατί βρισκόμαστε σε μεγάλη ανάγκη, τι θα πρόσφερες για λύτρα;”.
“Δεν γνωρίζω τι επιθυμείς, κύριο”, είπε επιφυλακτικά ο Μιμ.
“Αυτήν τη στιγμή, πολύ λίγα!” είπε ο Τούριν, κοιτάζοντας γύρω του με πικρία και βρεγμένα μάτια. “Ένα ασφαλές μέρος να κοιμηθούμε αντί για το υγρό δάσος. Σίγουρα θα έχεις ένα τέτοιο για τον εαυτό σου”.
“Έχω”, είπε ο Μιμ, “αλλά δεν μπορώ να το δώσω για λύτρα. Είμαι πολύ γέρος για να ζήσω κάτω από τον ουρανό”.
“Δεν χρειάζεται να γεράσεις άλλο”, είπε ο Αντρόγκ και πλησίασε με ένα μαχαίρι στο γερό του χέρι. “Μπορώ να σε απαλλάξω εγώ”.
“Κύριε!” φώναξε ο Μιμ με μεγάλο φόβο και αρπάχτηκε από τα γόνατα του Τούριν, “Αν χάσω τη ζωή μου, χάνετε κι εσείς το καταφύγιο που θέλετε, γιατί χωρίς τον Μιμ δεν θα το βρείτε. Δεν μπορώ να το δώσω, μα θα το μοιραστώ. Υπάρχει περισσότερος χώρος από παλιά, έχουν φύγει για πάντα τόσοι πολλοί”, είπε κι άρχισε να κλαίει.
“Έσωσες τη ζωή σου, Μιμ”, είπε ο Τούριν.
“Τουλάχιστον μέχρι να φτάσουμε στη φωλιά του”, είπε ο Αντρόγκ.
Αλλά ο Τούριν γύρισε και του είπε:
“Αν ο Μιμ μας πάει στο σπίτι του χωρίς δόλο και το σπίτι του είναι καλό, τότε έχει εξαγοράσει τη ζωή του. Και δεν θα τον σκοτώσει κανείς απ' όσους με ακολουθούν. Παίρνω όρκο”.
Τότε ο Μιμ φίλησε τα γόνατα του Τούριν και είπε:
“Ο Μιμ θα είναι φίλος σου, κύριε. Στην αρχή νόμισα πως είσαι Ξωτικό, από την ομιλία σου και τη φωνή σου. Αλλά είσαι Άνθρωπος κι αυτό είναι καλύτερο. Ο Μιμ δεν συμπαθεί τα Ξωτικά”.
“Πού είναι αυτό το σπίτι σου;” είπε ο Αντρόγκ, “Πρέπει να είναι πολύ καλό για να καταδεχτώ να το μοιραστώ μ' έναν Νάνο, γιατί ο Αντρόγκ δεν συμπαθεί τους Νάνους. Ελάχιστες καλές ιστορίες γι' αυτήν τη φυλή έχει φέρει ο λαός του από την Ανατολή”.
“Άφησαν πίσω τους χειρότερες ιστορίες για τον εαυτό τους”, είπε ο Μιμ, “Κρίνε το σπίτι μου όταν το δεις. Αλλά θα χρειαστείτε φως για το δρόμο σας, είστε Άνθρωποι και σκουντουφλάτε. Θα γυρίσω γρήγορα και θα σας οδηγήσω”. Και τότε σηκώθηκε και πήρε τον σάκο του.
“Όχι, όχι!” είπε ο Αντρόγκ, “Σίγουρα δεν θα το επιτρέψεις αυτό, αρχηγέ. Δεν θα τον ξαναδείς ποτέ το γερο-μασκαρά”.
“Σκοτεινιάζει”, είπε ο Τούριν, “Ας μας αφήσει κάποιο εχέγγυο. Να κρατήσουμε το σάκο σου με το φορτίο του, Μιμ;”
Μα τότε ο Νάνος έπεσε πάλι στα γόνατα πολύ ταραγμένος.
“Αν ο Μιμ δεν έχει σκοπό να επιστρέψει, δεν θα επιστρέψει για έναν παλιό σάκο με ρίζες”, είπε, “Θα γυρίσω. Αφήστε με να φύγω!”.
“Όχι”, απάντησε ο Τούριν, “Αν δεν θέλεις να αποχωριστείς το σάκο σου πρέπει να μείνεις εδώ μαζί του. Ίσως μια νύχτα κάτω από τα φυλλώματα θα σε κάνει κι εσένα να μας λυπηθείς με τη σειρά σου”. Αλλά πρόσεξε, όπως πρόσεξαν και οι άλλοι, ότι ο Μιμ έδινε μεγαλύτερη αξία στο σάκο και το φορτίο του απ' όσο έδειχνε να αξίζει.
Οδήγησαν το γερο-Νάνο στο άθλιο στρατόπεδό τους κι αυτός, καθώς προχωρούσε, μουρμούριζε σε μια παράξενη γλώσσα που ακουγόταν σκληρή από βαθύ μίσος. Αλλά όταν του έδεσαν τα πόδια, εκείνος ξαφνικά σώπασε. Και αυτοί που φύλαγαν σκοπιά τον έβλεπαν να κάθεται όλη τη νύχτα σιωπηλός και ακίνητος σαν πέτρα, εκτός από τα άγρυπνα μάτια του που γυάλιζαν καθώς στριφογύριζαν μέσα στο σκοτάδι.
--
Η βροχή σταμάτησε πριν απ' το πρωί και ένας άνεμος άρχισε να φυσά ανάμεσα στα δέντρα. Το χάραμα ήταν πιο φωτεινό από πολλές προηγούμενες μέρες και ένα ανάλαφρο αεράκι από το Νότο άνοιξε τον ουρανό, χλωμό και καθαρό γύρω από τον ήλιο που ανέτελλε. Ο Μιμ καθόταν ακίνητος και έδειχνε πεθαμένος. Γιατί τώρα τα βαριά του βλέφαρα ήταν κλειστά και το πρωινό φως τον έδειχνε ρυτιδωμένο και ζαρωμένο από τα γηρατειά. Ο Τούριν στάθηκε μπροστά του και τον κοίταξε.
“Υπάρχει αρκετό φως τώρα”, είπε.
Τότε ο Μιμ άνοιξε τα μάτια του κι έδειξε τα δεσμά του. Και όταν τον έλυσαν, μίλησε άγρια.
“Μάθετε αυτό που θα σας πω, ανόητοι!” είπε, “Ποτέ μη δένετε έναν Νάνο! Δεν θα σας το συγχωρέσει. Δεν θέλω να πεθάνω, αλλά γι' αυτό που κάνατε η καρδιά μου έχει φουντώσει. Ανακαλώ την υπόσχεσή μου”.
“Εγώ όμως όχι”, είπε ο Τούριν, “Θα με οδηγήσεις στο σπίτι σου. Μέχρι τότε δεν θα μιλήσουμε για θάνατο. Αυτή είναι η δική μου θέληση”. Κοίταξε σταθερά στα μάτια το Νάνο και ο Μιμ δεν άντεξε. Πραγματικά, ελάχιστοι μπορούσαν να αψηφήσουν το βλέμμα του Τούριν όταν ήθελε κάτι ή ήταν οργισμένος. Γρήγορα γύρισε το κεφάλι του αλλού και σηκώθηκε.
“Ακολούθησέ με, κύριε!” είπε.
“Ωραία!” είπε ο Τούριν, “Τώρα όμως θα προσθέσω και τούτο: καταλαβαίνω την περηφάνια σου. Μπορεί να πεθάνεις, αλλά δεν θα σου ξαναβάλουμε δεσμά”.
“Δεν θα πεθάνω”, είπε ο Μιμ, “Ελάτε όμως τώρα!”. Και τους οδήγησε πίσω στο μέρος όπου τον είχαν πιάσει και τους έδειξε δυτικά. “Εκεί είναι το σπίτι μου!” είπε, “Το έχετε δει πολλές φορές φαντάζομαι, γιατί είναι ψηλό. Σάρμπχουντ το λέγαμε πριν έρθουν τα Ξωτικά και αλλάξουν όλα τα ονόματα”. Τότε είδαν ότι έδειχνε το Άμον Ρουδ, τον Φαλακρό Λόφο, που το γυμνό κεφάλι του κατόπτευε πολλές λεύγες της ερημιάς.
“Το έχουμε δει, αλλά ποτέ από κοντά”, είπε ο Αντρόγκ, “Γιατί ποιο ασφαλές κρησφύγετο μπορεί να βρίσκεται εκεί ή νερό ή οτιδήποτε άλλο χρειαζόμαστε; Το φαντάστηκα ότι ήταν κάποιο κόλπο. Μπορείς να κρυφτείς στην κορυφή ενός λόφου;”.
“Το να βλέπεις μακριά μπορεί να σε προστατεύει καλύτερα από το να κρύβεσαι”, είπε ο Τούριν, “Το Άμον Ρουδ βλέπει μακριά και παντού. Λοιπόν, Μιμ, θα έρθω και θα δω τι έχεις να μας δείξεις. Πόσο θα πάρει σ' εμάς, τους Ανθρώπους, που σκουντουφλάνε, να φτάσουμε εκεί;”.
“Όλη τη μέρα μέχρι το σούρουπο, αν ξεκινήσουμε τώρα”, απάντησε ο Μιμ.