×

Używamy ciasteczek, aby ulepszyć LingQ. Odwiedzając stronę wyrażasz zgodę na nasze polityka Cookie.


image

Tolkien - Τα Παιδιά του Χούριν, XV. Η Νίενορ στο Μπρέθιλ

XV. Η Νίενορ στο Μπρέθιλ

Αλλά όσο για τη Νίενορ, αυτή έτρεχε μέσα στο δάσος ακούγοντας το θόρυβο της καταδίωξης πίσω της. Και τα ρούχα της τα έσκισε πετώντας το ένα ένα καθώς έτρεχε, μέχρι που έμεινε γυμνή. Και όλη κείνη την ημέρα έτρεχε ακόμη, σαν αγρίμι που το κυνηγούν και πάει να σπάσει η καρδιά του και δεν τολμά να σταματήσει ή να πάρει ανάσα. Ξαφνικά το βράδυ η τρέλα της πέρασε. Έμεινε ακίνητη για μια στιγμή, σαν σε απορία, και μετά λιποθύμησε από ολοκληρωτική εξουθένωση και σωριάστηκε σαν κεραυνόπληκτη μέσα σε πυκνές φτέρες. Κι εκεί ανάμεσα στα παλιά κλαδιά και τα νέα φύλλα της άνοιξης κοιμήθηκε χωρίς να καταλάβει τίποτα.

Το πρωί ξύπνησε και αγαλλίασε με το φως σαν άνθρωπος που ζει για πρώτη φορά. Και όλα όσα έβλεπε της φαίνονταν καινούργια και παράξενα και δεν γνώριζε τα ονόματά τους. Γιατί πίσω της υπήρχε μόνο ένα άδειο σκοτάδι απ' όπου δεν ερχόνταν καμιά ανάμνηση από οτιδήποτε είχε γνωρίσει μέχρι τότε, ούτε η ηχώ κάποιας λέξης. Μια σκιά φόβου μόνο θυμόταν κι έτσι ήταν ανήσυχη και αναζητούσε συνέχεια μέρη να κρυφτεί: ανέβαινε σε δέντρα ή γλιστρούσε μέσα σε θάμνους, γρήγορη σαν σκίουρος ή αλεπού αν κάποιος ήχος ή σκιά την τρόμαζε. Και από κει κοίταζε για ώρα πολλή μέσα από τα φυλλώματα με διστακτικό βλέμμα πριν συνεχίσει ξανά.

Συνεχίζοντας έτσι στην ίδια κατεύθυνση έφτασε στον ποταμό Τέιγκλιν και κόρεσε τη δίψα της. Αλλά δεν έβρισκε τροφή, γιατί δεν ήξερε πώς να την αναζητήσει, και λιμοκτονούσε και κρύωνε. Και καθώς τα δέντρα από την άλλη όχθη έδειχναν πιο πυκνά και πιο σκοτεινά (και ήταν, αφού αντίκριζε τις παρυφές του δάσους του Μπρέθιλ), πέρασε τελικά απέναντι και έφτασε σε έναν πράσινο τύμβο κι εκεί σωριάστηκε κάτω, γιατί ήταν εξαντλημένη και της φαινόταν ότι το σκοτάδι που απλωνόταν πίσω της την τύλιγε πάλι και ο ήλιος σκοτείνιαζε.

Όμως στην πραγματικότητα ήταν μια σκοτεινή καταιγίδα που είχε έρθει από το Νότο, γεμάτη αστραπές και καταρρακτώδη βροχή. Και εκεί κειτόταν ζαρώνοντας από τρόμο με τις βροντές και η σκοτεινή βροχή έδερνε το γυμνό της σώμα κι εκείνη κοίταζε άφωνη σαν παγιδευμένο αγρίμι.

Τούτη την ώρα έτυχε και μερικοί από τους Ανθρώπους του Μπρέθιλ πέρασαν από κει επιστρέφοντας από μια επιδρομή ενάντια στους Ορκ. Βιάζονταν να περάσουν τις Διαβάσεις του Τέιγκλιν και να φτάσουν σε ένα καταφύγιο που ήταν κοντά, όταν μια μεγάλη αστραπή έπεσε και το Χάουδ-εν-Έλλεθ φωτίστηκε από λευκή φλόγα.

Τότε ο Τουράμπαρ που ήταν επικεφαλής των ανδρών τινάχτηκε πίσω και σκέπασε τα μάτια του τρέμοντας, γιατί του φάνηκε ότι είδε τον φάντασμα μιας νεκρής κόρης να κείτεται πάνω στον τάφο της Φιντούιλας.

Αλλά ένας από τους άνδρες έτρεξε στον τύμβο και φώναξε:

“Έλα, κύριε! Είναι μια κοπέλα εδώ και ζει!”

Και ο Τουράμπαρ ήρθε και τη σήκωσε και το νερό έσταζε από τα μουσκεμένα της μαλλιά, αλλά αυτή έκλεισε τα μάτια τρέμοντας κι έπαψε να παλεύει. Τότε, απορώντας που κειτόταν έτσι γυμνή, ο Τουράμπαρ έριξε πάνω της το μανδύα του και τη μετέφερε στο καταφύγιο των κυνηγών στο δάσος. Εκεί άναψαν φωτιά και την τύλιξαν με σκεπάσματα κι αυτή άνοιξε τα μάτια της και τους κοίταξε. Και όταν το βλέμμα της έπεσε στον Τουράμπαρ, ένα φως φάνηκε στο πρόσωπό της και άπλωσε το χέρι της προς το μέρος του, γιατί της φάνηκε ότι είχε βρει επιτέλους κάτι που αναζητούσε μέσα στο σκοτάδι και παρηγορήθηκε. Αλλά ο Τουράμπαρ πήρε το χέρι της και χαμογέλασε και είπε:

“Λοιπόν, λαίδη, θα μας πεις το όνομά σου και το γένος σου και τι κακό σε βρήκε;”

Τότε αυτή κούνησε το κεφάλι της και δεν μιλούσε, αλλά άρχισε να κλαίει. Και δεν την ενόχλησαν άλλο μέχρι που έφαγε λαίμαργα την τροφή που μπόρεσαν να της δώσουν. Και όταν έφαγε, αναστέναξε κι έβαλε πάλι το χέρι της μέσα στο χέρι του Τουράμπαρ. Κι αυτός είπε:

“Μαζί μας είσαι ασφαλής. Εδώ μπορείς να ξεκουραστείς απόψε και το πρωί θα σε οδηγήσουμε στα σπίτια μας βαθιά μέσα στο δάσος. Αλλά θα θέλαμε να ξέρουμε το όνομά σου και το γένος σου για να βρούμε ίσως τους δικούς σου και να τους δώσουμε νέα σου. Δεν θα μας πεις;”.

Αλλά πάλι εκείνη δεν απάντησε κι έκλαψε.

“Μην ταράζεσαι!”, είπε ο Τουράμπαρ. “Μπορεί η ιστορία σου να είναι πολύ λυπητερή ακόμη για να την πεις. Αλλά θα σου δώσω ένα όνομα και θα σε πω Νίνιελ, Κόρη των Δακρύων”. Και με αυτό το όνομα εκείνη σήκωσε το βλέμμα και κούνησε το κεφάλι της, αλλά είπε: “Νίνιελ”. Και αυτή ήταν η πρώτη λέξη που είπε μετά το σκοτάδι της και ήταν το όνομά της ανάμεσα στους ανθρώπους του δάσους από τότε.

--

Το πρωί πήραν μαζί τους τη Νίνιελ στο Έφελ Μπράντιρ και ο δρόμος ανέβαινε απότομα μέχρι που έφτανε σ' ένα μέρος όπου έπρεπε να διασχίσουν το ορμητικό ποτάμι του Κελέμπρος. Εκεί υπήρχε μια γέφυρα από ξύλο και από κάτω περνούσε το νερό πάνω από το χείλος μιας λείας πέτρας κι έπεφτε με πολλά αφρισμένα σκαλοπάτια σε μια πετρώδη λεκάνη κάτω βαθιά. Και όλος ο αέρας ήταν γεμάτος σταγονίδια νερού σαν βροχή. Στην κορυφή του καταρράχτη υπήρχε μια μεγάλη έκταση με πράσινη χλόη και γύρω της φύτρωναν σημύδες, αλλά πάνω από τη γέφυρα η θέα ήταν απεριόριστη προς τα φαράγγια του Τέιγκλιν γύρω στα τρία χιλιόμετρα δυτικά. Εκεί ο αέρας ήταν πάντα ψυχρός και το καλοκαίρι οι οδοιπόροι σταματούσαν για να αναπαυθούν και να πιουν το κρύο νερό, Ντίμροστ, η Σκάλα της Βροχής, λεγόταν εκείνος ο καταρράχτης, αλλά από εκείνη τη μέρα και μετά την ονόμασαν δεν Γκίριθ, το Νερό του Ρίγους, γιατί ο Τουράμπαρ και οι άντρες του σταμάτησαν εκεί, μα μόλις η Νίνιελ έφτασε σ' εκείνο το μέρος, πάγωσε και άρχισε να τρέμει και δεν μπορούσαν να τη ζεστάνουν ή να την παρηγορήσουν. Έτσι βιάστηκαν να συνεχίσουν το δρόμο τους. Όμως πριν φτάσουν στο Έφελ Μπράντιρ, η Νίνιελ αρρώστησε με πυρετό.

Καιρό έμεινε κατάκοιτη από την αρρώστια της και ο Μπράντιρ χρησιμοποίησε όλη του την επιδεξιότητα για να τη θεραπεύσει και οι γυναίκες των ανδρών του δάσους την πρόσεχαν μέρα και νύχτα. Όμως μόνο όταν έμενε κοντά της ο Τουράμπαρ, ησύχασε ή κοιμόνταν χωρίς να βογκάει. Και αυτό το πρόσεξαν όλοι όσοι τη φρόντιζαν: όσο κρατούσε ο πυρετός της, αν και συχνά είχε μεγάλη ταραχή, δεν ψέλλισε ποτέ ούτε μια λέξη σε καμιά γλώσσα των Ξωτικών ή των Ανθρώπων. Και όταν άρχισε να ξαναβρίσκει σιγά σιγά την υγεία της και ξύπνησε και άρχισε να τρώει πάλι, τότε, σαν να ήταν παιδί, οι γυναίκες του Μπρέθιλ έπρεπε να της μάθουν να μιλάει λέξη λέξη. Όμως σ' αυτήν τη μάθηση ήταν γρήγορη και έπαιρνε μεγάλη χαρά, όπως κάποιος που βρίσκει πάλι θησαυρούς, μεγάλους και μικρούς, που είχαν χαθεί. Και όταν τελικά έμαθε αρκετά για να μιλά με τις φίλες της, έλεγε:

“Ποιο είναι το όνομα αυτού του πράγματος; Γιατί μέσα στο σκοτάδι μου το έχασα”.

Και όταν μπορούσε να βγαίνει πάλι έξω, αναζητούσε το σπίτι του Μπράντιρ, γιατί ήθελε πολύ να μάθει τα ονόματα όλων των ζωντανών πλασμάτων και αυτός ήξερε πολλά. Και περπατούσαν μαζί στους κήπους και στα ξέφωτα.

Τότε ο Μπράντιρ άρχισε να την αγαπά. Και όταν η Νίνιελ δυνάμωσε, του έδινε το χέρι της να στηριχτεί και τον αποκαλούσε αδελφό της. Όμως η καρδιά της ήταν δοσμένη στον Τουράμπαρ, και μόνο με τον ερχομό του χαμογελούσε και μόνο όταν εκείνος μιλούσε εύρημα, αυτή γελούσε.

Ένα βράδυ το χρυσαφένιο φθινόπωρο κάθισαν μαζί και ο ήλιος έδινε τη λάμψη του στη λοφοπλαγιά και στα σπίτια του Έφελ Μπράντιρ και μια βαθιά ησυχία απλωνόταν. Τότε η Νίνιελ του είπε:

“Για όλα έχω μάθει τώρα τ' όνομά τους εκτός από το δικό σου. Πώς σε λένε;”

“Τουράμπαρ”, της απάντησε.

Τότε αυτή σταμάτησε σαν να αφουγκραζόταν για κάποια ηχώ και είπε:

“Και τι σημαίνει αυτό; Ή είναι το όνομα για σένα μόνο;”

“Σημαίνει”, είπε αυτός, “Κύριος της Σκοτεινής Σκιάς, γιατί κι εγώ επίσης, Νίνιελ, είχα το δικό μου σκοτάδι, στο οποίο αγαπημένα μου πράγματα χάθηκαν. Αλλά τώρα το έχω ξεπεράσει, πιστεύω”.

“Και το έσκασες κι εσύ από αυτό τρέχοντας μέχρι που έφτασες σε αυτά τα ωραία δάση;” τον ρώτησε. “Και πότε ξέφυγες, Τουράμπαρ;”

“Ναι”, της απάντησε. “Έτρεχα για πολλά χρόνια. Και ξέφυγα τότε που ξέφυγες και εσύ. Γιατί ήταν σκοτεινά όταν ήρθες, Νίνιελ, αλλά από τότε έχει φως. Και μου φαίνεται ότι αυτό που από καιρό αναζητούσα μάταια, ήρθε τελικά σε εμένα”. Και καθώς γύριζε στο σπίτι του μέσα στο σούρουπο, είπε στον εαυτό του:“Χάουδ-εν-Έλλεθ! Από τον πράσινο τύμβο ήρθε. Είναι σημάδι τούτο και πώς πρέπει να το διαβάσω;”.

--

Έτσι εκείνη η χρυσή χρονιά προχωρούσε και έφτασε ένας ήπιος χειμώνας, και μετά ήρθε άλλη μια φωτεινή χρονιά. Υπήρχε ειρήνη στο Μπρέθιλ και οι άνθρωποι του δάσος ζούσαν αθόρυβα και δεν έβγαιναν από την περιοχή τους και δεν άκουγαν ειδήσεις από τα γύρω μέρη, γιατί οι Ορκ που εκείνη την εποχή κατέβαιναν νότια χάρη στη σκοτεινή βασιλεία του Γκλάουρουνγκ ή στέλνονταν να κατασκοπεύσουν τα σύνορα του Ντόριαθ, απέφευγαν τις Διαβάσεις του Τέιγκλιν και περνούσαν δυτικά πολύ πέρα από το ποτάμι.

Τώρα η Νίνιελ είχε θεραπευθεί πλήρως και ήταν όμορφη και δυνατή και ο Τουράμπαρ δεν κρατήθηκε άλλο και της ζήτησε να τον παντρευτεί. Τότε η Νίνιελ χάρηκε. Όμως όταν το άκουσε αυτό ο Μπράντιρ, η καρδιά του βάρυνε και της είπε:

“Μη βιαστείς! Και μη με κακοχαρακτηρίσεις, αν σε συμβουλέψω να περιμένεις.”

“Τίποτε από αυτά που κάνεις δεν τα κάνεις με κακό σκοπό”, είπε αυτή. “Μα γιατί τότε μου δίνεις τέτοια συμβουλή, σοφέ αδελφέ;”

“Σοφέ αδελφέ;” απάντησε ο Μπράντιρ. “Κουτσέ αδελφέ, μάλλον, αναξιαγάπητε και απωθητικέ. Δεν ξέρω γιατί. Όμως υπάρχει μια σκιά πάνω σε αυτό τον άνθρωπο και φοβάμαι.”

“Υπήρχε μια σκιά”, είπε η Νίνιελ. “γιατί έτσι μου είπε ο ίδιος. Αλλά ξέφυγε από τη σκιά, όπως και εγώ. Και δεν του αξίζει αγάπη; Αν και τώρα είναι συγκρατημένος και ζει ειρηνικά, δεν ήταν κάποτε ο μεγαλύτερος αρχηγός, από τον οποίο όλοι οι εχθροί μας τρέπονταν σε φυγή αν τον έβλεπαν;”

“Ποιος σου το είπε αυτό;” είπε ο Μπράντιρ.

“Ο Ντόρλας”, του απάντησε. “Δεν λέει την αλήθεια;”

“Την αλήθεια λέει”, είπε ο Μπράντιρ, αλλά ήταν δυσαρεστημένος, γιατί ο Ντόρλας ήταν ο επικεφαλής εκείνης της ομάδας που ήθελε τον πόλεμο με τους Ορκ. Όμως ο Μπράντιρ αναζητούσε ακόμη λόγους να καθυστερήσει τη Νίνιελ. Και έτσι της είπε:

“Την αλήθεια, αλλά όχι όλη την αλήθεια, γιατί ήταν ο Αρχηγός του Νάργκοθροντ και πιο πριν είχε έρθει από το Βορρά και ήταν, λένε, γιος του Χούριν του Ντορ-λόμιν, του πολεμοχαρούς Οίκου του Χάντορ”.

Και ο Μπράντιρ, βλέποντας τη σκιά που πέρασε από το πρόσωπό της ακούγοντας αυτό το όνομα, την παρερμήνευσε και είπε κι άλλα:

“Πραγματικά, Νίνιελ, σωστά μπορεί να σκέφτεσαι ότι ένας τέτοιος άνθρωπος είναι πιθανό πριν περάσει πολύς καιρός να γυρίσει πίσω στον πόλεμο, μακριά από αυτήν τη γη ίσως. Και αν γίνει έτσι, για πόσο θα το αντέξεις εσύ; Πρόσεχε, γιατί προαισθάνομαι ότι αν ο Τουράμπαρ πάει πάλι στη μάχη, τότε όχι αυτός αλλά η Σκιά θα είναι κυρίαρχη.”

“Άσχημα θα το αντέξω”, του απάντησε. “Αλλά καλύτερα παντρεμένη παρά ανύπαντρη. Και μια σύζυγος ίσως θα μπορεί να τον συγκρατήσει καλύτερα και να αποτρέψει τη σκιά”.

Παρ' όλα αυτά είχε ταραχτεί από τα λόγια του Μπράντιρ και παρακάλεσε τον Τουράμπαρ να περιμένει λίγο. Και αυτός απορούσε και ήταν σκυθρωπός. Αλλά όταν έμαθε από τη Νίνιελ ότι ο Μπράντιρ την είχε συμβουλέψει να περιμένει, δυσαρεστήθηκε.

Όταν όμως ήρθε η επόμενη άνοιξη, είπε στη Νίνιελ:

“Ο χρόνος περνά. Περιμέναμε, μα τώρα δεν θα περιμένω άλλο. Κάνε ό,τι σου λέει η καρδιά σου, Νίνιελ αγαπημένη, αλλά σκέψου: αυτή είναι η επιλογή που έχω τώρα μπροστά μου. Ή θα γυρίσω πίσω στον πόλεμο στις ερημιές ή θα σε παντρευτώ και δεν θα ξαναπάω στον πόλεμο ποτέ — παρά μόνο για να σε υπερασπιστώ, αν κάποιο κακό πάει να χτυπήσει το σπιτικό μας.”

Τότε η Νίνιελ χάρηκε αληθινά κι έδωσε τον όρκο της και στα μέσα του καλοκαιριού παντρεύτηκαν. Και οι άνθρωποι του δάσους έκαναν μεγάλη γιορτή και τους έδωσαν ένα όμορφο σπίτι που είχαν φτιάξει για αυτούς πάνω στο Άμον Όμπελ. Εκεί ζούσαν ευτυχισμένοι, αλλά ο Μπράντιρ ήταν ανήσυχος και η σκιά στην καρδιά του μεγάλωνε.

XV. Η Νίενορ στο Μπρέθιλ XV. Nienor in Bretil

Αλλά όσο για τη Νίενορ, αυτή έτρεχε μέσα στο δάσος ακούγοντας το θόρυβο της καταδίωξης πίσω της. But as for Nienor, she was running in the woods listening to the noise of the chase behind her. Και τα ρούχα της τα έσκισε πετώντας το ένα ένα καθώς έτρεχε, μέχρι που έμεινε γυμνή. And she tore her clothes one by one as she ran, until she was naked. Και όλη κείνη την ημέρα έτρεχε ακόμη, σαν αγρίμι που το κυνηγούν και πάει να σπάσει η καρδιά του και δεν τολμά να σταματήσει ή να πάρει ανάσα. And all that day he was still running, like a savage being chased and his heart is going to break and he does not dare to stop or take a breath. Ξαφνικά το βράδυ η τρέλα της πέρασε. Suddenly the madness of the night passed. Έμεινε ακίνητη για μια στιγμή, σαν σε απορία, και μετά λιποθύμησε από ολοκληρωτική εξουθένωση και σωριάστηκε σαν κεραυνόπληκτη μέσα σε πυκνές φτέρες. She remained motionless for a moment, as if in wonder, and then fainted from complete exhaustion and collapsed like lightning in dense ferns. Κι εκεί ανάμεσα στα παλιά κλαδιά και τα νέα φύλλα της άνοιξης κοιμήθηκε χωρίς να καταλάβει τίποτα. And there among the old branches and the new leaves of spring he slept without understanding anything.

Το πρωί ξύπνησε και αγαλλίασε  με το φως σαν άνθρωπος που ζει για πρώτη φορά. In the morning he woke up and rejoiced in the light like a man living for the first time. Και όλα όσα έβλεπε της φαίνονταν καινούργια και παράξενα και δεν γνώριζε τα ονόματά τους. And everything he saw seemed new and strange to her and she did not know their names. Γιατί πίσω της υπήρχε μόνο ένα άδειο σκοτάδι απ' όπου δεν ερχόνταν καμιά ανάμνηση από οτιδήποτε είχε γνωρίσει μέχρι τότε, ούτε η ηχώ κάποιας λέξης. Because behind her there was only an empty darkness from where no memory came of anything she had known until then, not even the echo of a word. Μια σκιά φόβου μόνο θυμόταν κι έτσι ήταν ανήσυχη και αναζητούσε συνέχεια μέρη να κρυφτεί: ανέβαινε σε δέντρα ή γλιστρούσε μέσα σε θάμνους, γρήγορη σαν σκίουρος ή αλεπού αν κάποιος ήχος ή σκιά την τρόμαζε. She only remembered a shadow of fear, so she was anxious and constantly looking for places to hide: climbing trees or sliding in bushes, fast as a squirrel or a fox if a sound or shadow scared her. Και από κει κοίταζε για ώρα πολλή μέσα από τα φυλλώματα με διστακτικό βλέμμα πριν συνεχίσει ξανά. And from there he stared for a long time through the foliage with a hesitant look before continuing again.

Συνεχίζοντας έτσι στην ίδια κατεύθυνση έφτασε στον ποταμό Τέιγκλιν και κόρεσε τη δίψα της. Continuing in the same direction, she reached the Teiglin River and quenched her thirst. Αλλά δεν έβρισκε τροφή, γιατί δεν ήξερε πώς να την αναζητήσει, και λιμοκτονούσε και κρύωνε. But he could not find food, because he did not know how to look for it, and he was starving and cold. Και καθώς τα δέντρα από την άλλη όχθη έδειχναν πιο πυκνά και πιο σκοτεινά (και ήταν, αφού αντίκριζε τις παρυφές του δάσους του Μπρέθιλ), πέρασε τελικά απέναντι και έφτασε σε έναν πράσινο τύμβο κι εκεί σωριάστηκε κάτω, γιατί ήταν εξαντλημένη και της φαινόταν ότι το σκοτάδι που απλωνόταν πίσω της την τύλιγε πάλι και ο ήλιος σκοτείνιαζε. And as the trees on the other bank looked thicker and darker (and they were, for she could see the edges of the forest of Brethil), she crossed at last and came to a green mound, and there she collapsed down, for she was exhausted and it seemed to her that the darkness spreading behind her enveloped her again and the sun darkened.

Όμως στην πραγματικότητα ήταν μια σκοτεινή καταιγίδα που είχε έρθει από το Νότο, γεμάτη αστραπές και καταρρακτώδη βροχή. But in reality it was a dark storm that had come from the south, full of lightning and torrential rain. Και εκεί κειτόταν ζαρώνοντας από τρόμο με τις βροντές και η σκοτεινή βροχή έδερνε το γυμνό της σώμα κι εκείνη κοίταζε άφωνη σαν παγιδευμένο αγρίμι. And there she lay, wrinkling in terror with the thunder and the dark rain beating her naked body and she looked speechless like a trapped savage.

Τούτη την ώρα έτυχε και μερικοί από τους Ανθρώπους του Μπρέθιλ πέρασαν από κει επιστρέφοντας από μια επιδρομή ενάντια στους Ορκ. It happened at this time and some of the Brethren People passed by returning from a raid against the Orcs. Βιάζονταν να περάσουν τις Διαβάσεις του Τέιγκλιν και να φτάσουν σε ένα καταφύγιο που ήταν κοντά, όταν μια μεγάλη αστραπή έπεσε και το Χάουδ-εν-Έλλεθ φωτίστηκε από λευκή φλόγα. They were in a hurry to cross the Teiglin Pass and reach a nearby shelter when a large bolt of lightning struck and Houd-en-Ellet was lit by a white flame.

Τότε ο Τουράμπαρ που ήταν επικεφαλής των ανδρών τινάχτηκε πίσω και σκέπασε τα μάτια του τρέμοντας, γιατί του φάνηκε ότι είδε τον φάντασμα μιας νεκρής κόρης να κείτεται πάνω στον τάφο της Φιντούιλας. Then Turabar, who was in charge of the men, shook his head and covered his eyes with trembling, because it seemed to him that he saw the ghost of a dead daughter lying on the tomb of Fiduila.

Αλλά ένας από τους άνδρες έτρεξε στον τύμβο και φώναξε: But one of the men ran to the tomb and shouted:

“Έλα, κύριε! “Come, sir! Είναι μια κοπέλα εδώ και ζει!” She is a girl here and she lives! ”

Και ο Τουράμπαρ ήρθε και τη σήκωσε και το νερό έσταζε από τα μουσκεμένα της μαλλιά, αλλά αυτή έκλεισε τα μάτια τρέμοντας κι έπαψε να παλεύει. And Turabar came and picked her up and the water dripped from her wet hair, but she closed her eyes trembling and stopped fighting. Τότε, απορώντας που κειτόταν έτσι γυμνή, ο Τουράμπαρ έριξε πάνω της το μανδύα του και τη μετέφερε στο καταφύγιο των κυνηγών στο δάσος. Then, wondering where she was lying so naked, Turabar threw his cloak over her and carried her to the hunters' shelter in the forest. Εκεί άναψαν φωτιά και την τύλιξαν με σκεπάσματα κι αυτή άνοιξε τα μάτια της και τους κοίταξε. There they lit a fire and wrapped her in blankets and she opened her eyes and looked at them. Και όταν το βλέμμα της έπεσε στον Τουράμπαρ, ένα φως φάνηκε στο πρόσωπό της και άπλωσε το χέρι της προς το μέρος του, γιατί της φάνηκε ότι είχε βρει επιτέλους κάτι που αναζητούσε μέσα στο σκοτάδι και παρηγορήθηκε. And when her gaze fell on Turabar, a light appeared on her face and she stretched out her hand towards him, because it seemed to her that she had finally found something she was looking for in the darkness and she was comforted. Αλλά ο Τουράμπαρ πήρε το χέρι της και χαμογέλασε και είπε: But Turabar took her hand and smiled and said:

“Λοιπόν, λαίδη, θα μας πεις το όνομά σου και το γένος σου και τι κακό σε βρήκε;” "Well, lady, will you tell us your name and your gender and what harm has befallen you?"

Τότε αυτή κούνησε το κεφάλι της και δεν μιλούσε, αλλά άρχισε να κλαίει. Then she shook her head and did not speak, but began to cry. Και δεν την ενόχλησαν άλλο μέχρι που έφαγε λαίμαργα την τροφή που μπόρεσαν να της δώσουν. And they did not bother her anymore until she greedily ate the food they could give her. Και όταν έφαγε, αναστέναξε κι έβαλε πάλι το χέρι της μέσα στο χέρι του Τουράμπαρ. And when she ate, she sighed and put her hand in Turabar's hand again. Κι αυτός είπε: And he said:

“Μαζί μας είσαι ασφαλής. "You are safe with us. Εδώ μπορείς να ξεκουραστείς απόψε και το πρωί θα σε οδηγήσουμε στα σπίτια μας βαθιά μέσα στο δάσος. Here you can rest tonight and in the morning we will take you to our homes deep in the forest. Αλλά θα θέλαμε να ξέρουμε το όνομά σου και το γένος σου για να βρούμε ίσως τους δικούς σου και να τους δώσουμε νέα σου. But we would like to know your name and your gender to find maybe yours and give them your news. Δεν θα μας πεις;”. Won't you tell us? ”

Αλλά πάλι εκείνη δεν απάντησε κι έκλαψε. But again she did not answer and cried.

“Μην ταράζεσαι!”, είπε ο Τουράμπαρ. "Do not be upset!" Said Turabar. “Μπορεί η ιστορία σου να είναι πολύ λυπητερή ακόμη για να την πεις. "Your story may be too sad to tell. Αλλά θα σου δώσω ένα όνομα και θα σε πω Νίνιελ, Κόρη των Δακρύων”. But I will give you a name and I will call you Ninel, Daughter of Tears ". Και με αυτό το όνομα εκείνη σήκωσε το βλέμμα και κούνησε το κεφάλι της, αλλά είπε: “Νίνιελ”. And with that name she looked up and shook her head, but said: "Niniel". Και αυτή ήταν η πρώτη λέξη που είπε μετά το σκοτάδι της και ήταν το όνομά της ανάμεσα στους ανθρώπους του δάσους από τότε. And that was the first word she said after dark and it was her name among the people of the forest ever since.

--

Το πρωί πήραν μαζί τους τη Νίνιελ στο Έφελ Μπράντιρ και ο δρόμος ανέβαινε απότομα μέχρι που έφτανε σ' ένα μέρος όπου έπρεπε να διασχίσουν το ορμητικό ποτάμι του Κελέμπρος. In the morning they took Ninel with them to the Eiffel Bradir and the road climbed steeply until it reached a place where they had to cross the rushing river of Celebros. Εκεί υπήρχε μια γέφυρα από ξύλο και από κάτω περνούσε το νερό πάνω από το χείλος μιας λείας πέτρας κι έπεφτε με πολλά αφρισμένα σκαλοπάτια σε μια πετρώδη λεκάνη κάτω βαθιά. There was a wooden bridge and from below the water passed over the edge of a smooth stone and fell with many foamy steps into a stony basin down deep. Και όλος ο αέρας ήταν γεμάτος σταγονίδια νερού σαν βροχή. And all the air was full of water droplets like rain. Στην κορυφή του καταρράχτη υπήρχε μια μεγάλη έκταση με πράσινη χλόη και γύρω της φύτρωναν σημύδες, αλλά πάνω από τη γέφυρα η θέα ήταν απεριόριστη προς τα φαράγγια του Τέιγκλιν γύρω στα τρία χιλιόμετρα δυτικά. At the top of the waterfall there was a large area of green grass and birch sprouts around it, but above the bridge the view was unrestricted to the Teiglin Gorges about three kilometers west. Εκεί ο αέρας ήταν πάντα ψυχρός και το καλοκαίρι οι οδοιπόροι σταματούσαν για να αναπαυθούν και να πιουν το κρύο νερό, Ντίμροστ, η Σκάλα της Βροχής, λεγόταν εκείνος ο καταρράχτης, αλλά από εκείνη τη μέρα και μετά την ονόμασαν δεν Γκίριθ, το Νερό του Ρίγους, γιατί ο Τουράμπαρ και οι άντρες του σταμάτησαν εκεί, μα μόλις η Νίνιελ έφτασε σ' εκείνο το μέρος, πάγωσε και άρχισε να τρέμει και δεν μπορούσαν να τη ζεστάνουν ή να την παρηγορήσουν. There the air was always cold and in the summer the hikers stopped to rest and drink the cold water, Dimrost, the Rain Staircase, was called that waterfall, but from that day on it was not called Girith, the Water of Rigos , because Tourabar and his men stopped there, but as soon as Niniel arrived there, she froze and began to tremble and they could not warm her or comfort her. Έτσι βιάστηκαν να συνεχίσουν το δρόμο τους. So they hurried to continue on their way. Όμως πριν φτάσουν στο Έφελ Μπράντιρ, η Νίνιελ αρρώστησε με πυρετό. But before they reached the Eiffel Bradir, Ninel fell ill with a fever.

Καιρό έμεινε κατάκοιτη από την αρρώστια της και ο Μπράντιρ χρησιμοποίησε όλη του την επιδεξιότητα για να τη θεραπεύσει και οι γυναίκες των ανδρών του δάσους την πρόσεχαν μέρα και νύχτα. For a long time she was bedridden by her illness and Bradir used all his skill to cure her and the women of the forest men watched her day and night. Όμως μόνο όταν έμενε κοντά της ο Τουράμπαρ, ησύχασε ή κοιμόνταν χωρίς να βογκάει. But only when Turabar was near her did she calm down or sleep without vomiting. Και αυτό το πρόσεξαν όλοι όσοι τη φρόντιζαν: όσο κρατούσε ο πυρετός της, αν και συχνά είχε μεγάλη ταραχή, δεν ψέλλισε ποτέ ούτε μια λέξη σε καμιά γλώσσα των Ξωτικών ή των Ανθρώπων. And this was noticed by all those who cared for her: as long as she had a fever, although she was often very upset, she never uttered a single word in any language of the Elves or Humans. Και όταν άρχισε να ξαναβρίσκει σιγά σιγά την υγεία της και ξύπνησε και άρχισε να τρώει πάλι, τότε, σαν να ήταν παιδί, οι γυναίκες του Μπρέθιλ έπρεπε να της μάθουν να μιλάει λέξη λέξη. And when she slowly regained her health and woke up and started eating again, then, as if she were a child, Brettil's wives had to teach her to speak word for word. Όμως σ' αυτήν τη μάθηση ήταν γρήγορη και έπαιρνε μεγάλη χαρά, όπως κάποιος που βρίσκει πάλι θησαυρούς, μεγάλους και μικρούς, που είχαν χαθεί. But in this learning she was fast and took great joy, like someone who finds again treasures, big and small, that had been lost. Και όταν τελικά έμαθε αρκετά για να μιλά με τις φίλες της, έλεγε: And when she finally learned enough to talk to her friends, she would say:

“Ποιο είναι το όνομα αυτού του πράγματος; Γιατί μέσα στο σκοτάδι μου το έχασα”. "What is the name of this thing?" Because in my darkness I lost it ".

Και όταν μπορούσε να βγαίνει πάλι έξω, αναζητούσε το σπίτι του Μπράντιρ, γιατί ήθελε πολύ να μάθει τα ονόματα όλων των ζωντανών πλασμάτων και αυτός ήξερε πολλά. And when he could go out again, he was looking for Bradir's house, because he really wanted to know the names of all the living creatures, and he knew a lot. Και περπατούσαν μαζί στους κήπους και στα ξέφωτα. And they walked together in the gardens and on the plains.

Τότε ο Μπράντιρ άρχισε να την αγαπά. Then Bradir began to love her. Και όταν η Νίνιελ δυνάμωσε, του έδινε το χέρι της να στηριχτεί και τον αποκαλούσε αδελφό της. And when Niniel grew stronger, she gave him a hand to support him and called him her brother. Όμως η καρδιά της ήταν δοσμένη στον Τουράμπαρ, και μόνο με τον ερχομό του χαμογελούσε και μόνο όταν εκείνος μιλούσε εύρημα, αυτή γελούσε. But her heart was given to Turabar, and only when he came she smiled and only when he spoke a finding, she laughed.

Ένα βράδυ το χρυσαφένιο φθινόπωρο κάθισαν μαζί και ο ήλιος έδινε τη λάμψη του στη λοφοπλαγιά και στα σπίτια του Έφελ Μπράντιρ και μια βαθιά ησυχία απλωνόταν. One night in the golden autumn they sat together and the sun shone on the hillside and in the houses of Effel Bradier and a deep silence spread. Τότε η Νίνιελ του είπε: Then Niniel said to him:

“Για όλα έχω μάθει τώρα τ' όνομά τους εκτός από το δικό σου. "I have now learned their name for everything except yours. Πώς σε λένε;” What's your name;"

“Τουράμπαρ”, της απάντησε. "Tourabar," he replied.

Τότε αυτή σταμάτησε σαν να αφουγκραζόταν για κάποια ηχώ και είπε: Then she stopped as if listening to some echo and said:

“Και τι σημαίνει αυτό; Ή είναι το όνομα για σένα μόνο;” "And what does that mean?" Or is the name just for you? ”

“Σημαίνει”, είπε αυτός, “Κύριος της Σκοτεινής Σκιάς, γιατί κι εγώ επίσης, Νίνιελ, είχα το δικό μου σκοτάδι, στο οποίο αγαπημένα μου πράγματα χάθηκαν. "It means," he said, "Lord of the Dark Shadow, because I, too, Ninel, had my own darkness, in which my favorite things were lost. Αλλά τώρα το έχω ξεπεράσει, πιστεύω”. "But now I'm over it, I think."

“Και το έσκασες κι εσύ από αυτό τρέχοντας μέχρι που έφτασες σε αυτά τα ωραία δάση;” τον ρώτησε. "And you escaped from it by running until you reached these beautiful forests?" he asked him. “Και πότε ξέφυγες, Τουράμπαρ;” "And when did you escape, Turabar?"

“Ναι”, της απάντησε. "Yes", he answered her. “Έτρεχα για πολλά χρόνια. "I ran for many years. Και ξέφυγα τότε που ξέφυγες και εσύ. And I escaped when you escaped too. Γιατί ήταν σκοτεινά όταν ήρθες, Νίνιελ, αλλά από τότε έχει φως. Because it was dark when you came, Ninel, but it has been light ever since. Και μου φαίνεται ότι αυτό που από καιρό αναζητούσα μάταια, ήρθε τελικά σε εμένα”. And it seems to me that what I have been looking for in vain for a long time, finally came to me ". Και καθώς γύριζε στο σπίτι του μέσα στο σούρουπο, είπε στον εαυτό του:“Χάουδ-εν-Έλλεθ! And as he was returning to his house at dusk, he said to himself, “Houd-en-Eleth! Από τον πράσινο τύμβο ήρθε. It came from the green mound. Είναι σημάδι τούτο και πώς πρέπει να το διαβάσω;”. Is this a sign and how should I read it?

-- -

Έτσι εκείνη η χρυσή χρονιά προχωρούσε και έφτασε ένας ήπιος χειμώνας, και μετά ήρθε άλλη μια φωτεινή χρονιά. So that golden year was moving forward and a mild winter arrived, and then came another bright year. Υπήρχε ειρήνη στο Μπρέθιλ και οι άνθρωποι του δάσος ζούσαν αθόρυβα και δεν έβγαιναν από την περιοχή τους και δεν άκουγαν ειδήσεις από τα γύρω μέρη, γιατί οι Ορκ που εκείνη την εποχή κατέβαιναν νότια χάρη στη σκοτεινή βασιλεία του Γκλάουρουνγκ ή στέλνονταν να κατασκοπεύσουν τα σύνορα του Ντόριαθ, απέφευγαν τις Διαβάσεις του Τέιγκλιν και περνούσαν δυτικά πολύ πέρα από το ποτάμι. There was peace in Bretill and the people of the forest lived quietly and did not leave their area and did not hear any news from the surrounding areas, because the Orcs who at that time were descending south thanks to the dark kingdom of Glaurung or were sent to spy on the Doria border. , avoided the Teiglin Passes and crossed far west along the river.

Τώρα η Νίνιελ είχε θεραπευθεί πλήρως και ήταν όμορφη και δυνατή και ο Τουράμπαρ δεν κρατήθηκε άλλο και της ζήτησε να τον παντρευτεί. Now Niniel was completely healed and she was beautiful and strong and Turabar was no longer held and asked her to marry him. Τότε η Νίνιελ χάρηκε. Then Niniel was happy. Όμως όταν το άκουσε αυτό ο Μπράντιρ, η καρδιά του βάρυνε και της είπε: But when Bradir heard this, his heart sank and he said to her:

“Μη βιαστείς! “Do not rush! Και μη με κακοχαρακτηρίσεις, αν σε συμβουλέψω να περιμένεις.” And do not misinterpret me, if I advise you to wait. "

“Τίποτε από αυτά που κάνεις δεν τα κάνεις με κακό σκοπό”, είπε αυτή. "None of what you do is done with bad intentions," she said. “Μα γιατί τότε μου δίνεις τέτοια συμβουλή, σοφέ αδελφέ;” "But then why do you give me such advice, wise brother?"

“Σοφέ αδελφέ;” απάντησε ο Μπράντιρ. "Wise brother?" replied Bradir. “Κουτσέ αδελφέ, μάλλον, αναξιαγάπητε και απωθητικέ. "Lame brother, you are probably unlovable and repulsive. Δεν ξέρω γιατί. I do not know why. Όμως υπάρχει μια σκιά πάνω σε αυτό τον άνθρωπο και φοβάμαι.” But there is a shadow over this man and I'm afraid. "

“Υπήρχε μια σκιά”, είπε η Νίνιελ. "There was a shadow," Ninel said. “γιατί έτσι μου είπε ο ίδιος. "Because that's what he told me. Αλλά ξέφυγε από τη σκιά, όπως και εγώ. But he escaped the shadow, as did I. Και δεν του αξίζει αγάπη; Αν και τώρα είναι συγκρατημένος και ζει ειρηνικά, δεν ήταν κάποτε ο μεγαλύτερος αρχηγός, από τον οποίο όλοι οι εχθροί μας τρέπονταν σε φυγή αν τον έβλεπαν;” And he does not deserve love? Although he is now restrained and living peacefully, was he not once the greatest leader from whom all our enemies would flee if they saw him? ”

“Ποιος σου το είπε αυτό;” είπε ο Μπράντιρ. "Who told you that?" said Bradir.

“Ο Ντόρλας”, του απάντησε. "Dorlas," she replied. “Δεν λέει την αλήθεια;” "Does not he tell the truth?"

“Την αλήθεια λέει”, είπε ο Μπράντιρ, αλλά ήταν δυσαρεστημένος, γιατί ο Ντόρλας ήταν ο επικεφαλής εκείνης της ομάδας που ήθελε τον πόλεμο με τους Ορκ. "He's telling the truth," Bradir said, but he was unhappy because Dorlas was the leader of the group that wanted the war with the Orcs. Όμως ο Μπράντιρ αναζητούσε ακόμη λόγους να καθυστερήσει τη Νίνιελ. But Bradir was still looking for reasons to delay Ninel. Και έτσι της είπε: And so he said to her:

“Την αλήθεια, αλλά όχι όλη την αλήθεια, γιατί ήταν ο Αρχηγός του Νάργκοθροντ και πιο πριν είχε έρθει από το Βορρά και ήταν, λένε, γιος του Χούριν του Ντορ-λόμιν, του πολεμοχαρούς Οίκου του Χάντορ”. "The truth, but not the whole truth, because he was the Leader of Nargothrond and before that he had come from the North and was, they say, the son of Hurin of Dor-lomin, of the warlike House of Huntor."

Και ο Μπράντιρ, βλέποντας τη σκιά που πέρασε από το πρόσωπό της ακούγοντας αυτό το όνομα, την παρερμήνευσε και είπε κι άλλα: And Bradir, seeing the shadow that passed over her face hearing this name, misinterpreted it and said more:

“Πραγματικά, Νίνιελ, σωστά μπορεί να σκέφτεσαι ότι ένας τέτοιος άνθρωπος είναι πιθανό πριν περάσει πολύς καιρός να γυρίσει πίσω στον πόλεμο, μακριά από αυτήν τη γη ίσως. "Really, Niniel, you may rightly think that such a man is likely to return to the war before long, far from this earth perhaps. Και αν γίνει έτσι, για πόσο θα το αντέξεις εσύ; Πρόσεχε, γιατί προαισθάνομαι ότι αν ο Τουράμπαρ πάει πάλι στη μάχη, τότε όχι αυτός αλλά η Σκιά θα είναι κυρίαρχη.” And if so, how long will you endure it? Be careful, because I have a premonition that if Turabar goes to battle again, then not him but the Shadow will be dominant. "

“Άσχημα θα το αντέξω”, του απάντησε. "I will endure it badly," she replied. “Αλλά καλύτερα παντρεμένη παρά ανύπαντρη. "But better married than unmarried. Και μια σύζυγος ίσως θα μπορεί να τον συγκρατήσει καλύτερα και να αποτρέψει τη σκιά”. "And a wife may be able to hold him better and prevent the shadow."

Παρ' όλα αυτά είχε ταραχτεί από τα λόγια του Μπράντιρ και παρακάλεσε τον Τουράμπαρ να περιμένει λίγο. Nevertheless, he was disturbed by Bradir's words and asked Turabar to wait a while. Και αυτός απορούσε και ήταν σκυθρωπός. And he was puzzled and sullen. Αλλά όταν έμαθε από τη Νίνιελ ότι ο Μπράντιρ την είχε συμβουλέψει να περιμένει, δυσαρεστήθηκε. But when she learned from Ninel that Bradir had advised her to wait, she was upset.

Όταν όμως ήρθε η επόμενη άνοιξη, είπε στη Νίνιελ: But when the next spring came, he told Ninel:

“Ο χρόνος περνά. "Time passes. Περιμέναμε, μα τώρα δεν θα περιμένω άλλο. We waited, but now I will not wait any longer. Κάνε ό,τι σου λέει η καρδιά σου, Νίνιελ αγαπημένη, αλλά σκέψου: αυτή είναι η επιλογή που έχω τώρα μπροστά μου. Do what your heart tells you, dear Ninel, but think: this is the choice I have now. Ή θα γυρίσω πίσω στον πόλεμο στις ερημιές ή θα σε παντρευτώ και δεν θα ξαναπάω στον πόλεμο ποτέ — παρά μόνο για να σε υπερασπιστώ, αν κάποιο κακό πάει να χτυπήσει το σπιτικό μας.” "Either I go back to the war in the wilderness or I marry you and I will never go to war again - except to defend you if something bad happens to hit our home."

Τότε η Νίνιελ χάρηκε αληθινά κι έδωσε τον όρκο της και στα μέσα του καλοκαιριού παντρεύτηκαν. Then Niniel was really happy and took her oath and in the middle of the summer they got married. Και οι άνθρωποι του δάσους έκαναν μεγάλη γιορτή και τους έδωσαν ένα όμορφο σπίτι που είχαν φτιάξει για αυτούς πάνω στο Άμον Όμπελ. And the people of the forest made a great feast and gave them a beautiful house that they had built for them on the Amon Obel. Εκεί ζούσαν ευτυχισμένοι, αλλά ο Μπράντιρ ήταν ανήσυχος και η σκιά στην καρδιά του μεγάλωνε. They lived there happily, but Bradir was anxious and the shadow in his heart grew.