×

Używamy ciasteczek, aby ulepszyć LingQ. Odwiedzając stronę wyrażasz zgodę na nasze polityka Cookie.


image

Tolkien - Τα Παιδιά του Χούριν, XVIII. Ο Θάνατος του Τούριν (1)

XVIII. Ο Θάνατος του Τούριν (1)

Καθώς τώρα η Νίνιελ έτρεχε μακριά, ο Τούριν αναδεύτηκε και του φάνηκε ότι μέσα στο βαθύ σκοτάδι του την άκουσε να τον φωνάζει από μακριά. Αλλά μόλις πέθανε ο Γκλάουρουνγκ, η μαύρη λιποθυμία τον άφησε και ανάσανε πάλι βαθιά και αναστέναξε και βυθίστηκε σε ύπνο από μεγάλη εξάντληση. Όμως πριν από τα χαράματα έβαλε κρύο βαρύ και στον ύπνο του στριφογύρισε και η λαβή του Γκούρθανγκ χώθηκε στο πλευρό του και ξαφνικά ξύπνησε. Η νύχτα έφευγε και υπήρχε μια ανάσα πρωινού στον αέρα. Και πετάχτηκε όρθιος και θυμήθηκε τη νίκη του και το καυτό δηλητήριο στο χέρι του. Το σήκωσε και το κοίταξε κι απόρησε. Γιατί ήταν δεμένο με μια λωρίδα λευκό ύφασμα, αλλά υγρό, και δεν τον πονούσε. Και είπε στον εαυτό του: “Γιατί να με περιποιηθεί κάποιος έτσι και ύστερα να με αφήσει εδώ σωριασμένο στο κρύο μέσα στην καταστροφή και τη δυσωδία του Δράκοντα; Τι παράξενα πράγματα έγιναν;”

Τότε φώναξε δυνατά, αλλά απάντηση δεν πήρε. Όλα ήταν μαύρα και ζοφερά γύρω του και υπήρχε η δυσωδία του θανάτου. Έσκυψε και σήκωσε το σπαθί του και ήταν ακέραιο και το φως στις κόψεις του ασκίαστο.

“Αδηφάγο ήταν το δηλητήριο του Γκλάουρουνγκ”, είπε, “αλλά εσύ είσαι πιο δυνατός από μένα, Γκούρθανγκ. Πίνεις κάθε αίμα. Δική σου είναι η νίκη. Έλα όμως! Πρέπει να πάω να ζητήσω βοήθεια, γιατί το κορμί μου είναι κατάκοπο και έχω παγώσει ως το κόκαλο”.

Τότε γύρισε την πλάτη του στον Γκλάουρουνγκ και τον άφησε να σαπίσει. Αλλά καθώς έφευγε από κείνο το μέρος, κάθε βήμα έμοιαζε πιο βαρύ και σκέφτηκε: "Στο Νεν Γκίριθ μπορεί να βρω κάποιον από τους ανιχνευτές να με περιμένει. Αλλά μακάρι να γύριζα γρήγορα στο σπίτι μου και να ένιωθα τα απαλά χέρια της Νίνιελ και την επιδεξιότητα του Μπράντιρ!" Και έτσι επιτέλους, περπατώντας κουρασμένα, ακουμπώντας στο Γκούρθανγκ, έφτασε μέσα στο γκρίζο φως της αυγής στο Νεν Γκίριθ, και καθώς ο κόσμος ετοιμαζόταν να πάει να αναζητήσει το νεκρό του σώμα, αυτός εμφανίστηκε μπροστά τους.

Τότε έντρομοι υποχώρησαν πιστεύοντας ότι ήταν το πνεύμα του, και οι γυναίκες στρίγκλισαν και σκέπασαν τα μάτια. Αλλά αυτός είπε:

“Όχι, μην κλαίτε, αλλά να χαίρεστε! Δείτε! Δεν είμαι ζωντανός; Και δεν σκότωσα τον Δράκοντα που φοβόσαστε;”

Τότε γύρισαν στον Μπράντιρ, και φώναξαν:

“Ανόητε, με τις ψεύτικες ιστορίες σου, να λες ότι είναι νεκρός. Δεν το είπαμε ότι είσαι τρελός;” Τότε ο Μπράντιρ έμεινε άναυδος και κοίταζε τον Τούριν με φόβο στα μάτια του και δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη.

Αλλά ο Τούριν του είπε:

“Εσύ, λοιπόν, ήρθες εκεί και φρόντισες το χέρι μου; Σ' ευχαριστώ. Αλλά η δεξιοσύνη σου δεν σε βοηθά αν δεν μπορείς να ξεχωρίσεις την αναισθησία από το θάνατο”. Τότε γύρισε στον κόσμο: “Μην του μιλάτε έτσι, ανόητοι όλοι σας. Ποιος από σας θα τα κατάφερνε καλύτερα; Τουλάχιστον είχε το θάρρος να κατεβεί στο μέρος της μάχης, ενώ εσείς καθόσαστε εδώ θρηνώντας! Όμως τώρα, γιε του Χάντιρ, έλα! Υπάρχουν κι άλλα που θέλω να μάθω. Γιατί είσαι εδώ, κι εσύ και όλος αυτός ο κόσμος που άφησα στο Έφελ; Αν πηγαίνω στον κίνδυνο του θανάτου για σας, δεν μπορείτε να με υπακούσετε όσο λείπω; Και πού είναι η Νίνιελ; Τουλάχιστον ελπίζω να μην τη φέρατε εδώ, αλλά να την αφήσατε εκεί όπου της όρισα, στο σπίτι μου, με γενναίους άνδρες να το φρουρούν;” Και όταν κανείς δεν του απάντησε, “Εμπρός, πείτε, πού είναι η Νίνιελ;” φώναξε. “Γιατί αυτήν θέλω πρώτα να δω. Και πρώτα σ' αυτήν θα πω την ιστορία των κατορθωμάτων της νύχτας”.

Αλλά αυτοί απέστρεψαν το πρόσωπό τους και ο Μπράντιρ τελικά είπε:

“Η Νίνιελ δεν είναι εδώ”.

“Αυτό τότε είναι καλό”, είπε ο Τούριν. “Θα πάω στο σπίτι μου. Υπάρχει άλογο να με μεταφέρει; Ή ένα νεκροκρέβατο θα ήταν καλύτερα. Σχεδόν λιποθυμώ από τον κόπο”.

“Όχι, όχι!” είπε ο Μπράντιρ με αγωνία στην καρδιά. “Το σπίτι σου είναι άδειο. Η Νίνιελ δεν είναι εκεί. Είναι νεκρή”.

Αλλά μία από τις γυναίκες -η γυναίκα του Ντόρλας, που καθόλου δεν συμπαθούσε τον Μπράντιρ- φώναξε στριγκά:

“Μην του δίνεις σημασία, άρχοντα! Γιατί είναι τρελός. Ήρθε λέγοντας ότι είσαι νεκρός και είπε ότι αυτό είναι καλό νέο. Αλλά εσύ ζεις. Γιατί, λοιπόν, να πιστέψουμε ότι η ιστορία του για τη Νίνιελ πως είναι νεκρή και άλλα χειρότερα είναι αληθινή;”

Τότε ο Τούριν πήγε με μεγάλες δρασκελιές στον Μπράντιρ:

“Ώστε ο θάνατός μου ήταν καλό νέο;” φώναξε. “Ναι, πάντα την ήθελες για σένα, το ξέρω. Τώρα είναι νεκρή λες. Και άλλα ακόμη χειρότερα; Τι ψέματα γέννησες μέσα στην κακία σου, Στραβοπόδη; Θέλεις, λοιπόν, να μας σκοτώσεις με φαύλα λόγια, αφού δεν καταφέρνεις να έχεις άλλο όπλο;”

Τότε ο θυμός έδιωξε τον οίκτο από την καρδιά του Μπράντιρ και φώναξε:

“Τρελός; Όχι, τρελός είσαι εσύ, Μαύρο Σπαθί της μαύρης κατάρας! Και όλος αυτός ο ξεμωραμένος λαός. Δεν λέω ψέματα! Η Νίνιελ είναι νεκρή, νεκρή, νεκρή! Αναζήτησέ την μέσα στον Τέιγκλιν!”

Τότε ο Τούριν έμεινε ακίνητος και παγερός.

“Πώς το ξέρεις;” είπε σιγά. “Πώς μηχανεύτηκες κάτι τέτοιο;”

“Το ξέρω γιατί την είδα να πηδάει” , απάντησε ο Μπράντιρ. “Αλλά εκείνος που το κατάφερε είσαι εσύ. Το έσκασε από σένα, Τούριν, γιε του Χούριν, κι έπεσε στο Κάμπεντ-εν-Άρας για να μην σε ξαναδεί ποτέ. Νίνιελ! Νίνιελ; Όχι Νίνιελ, αλλά Νίενορ, κόρη του Χούριν”.

Τότε ο Τούριν τον άρπαξε και τον τράνταξε, γιατί μ' εκείνα τα λόγια άκουσε τα βήματα της κατάρας του να τον ζυγώνουν, αλλά από φρίκη και οργή η καρδιά του δεν τα δεχόταν, σαν ένα αγρίμι θανάσιμα πληγωμένο, που πριν πεθάνει θέλει να πληγώσει όλα όσα βρίσκονται δίπλα του.

“Ναι, είμαι ο Τούριν, ο γιος του Χούριν”, φώναξε. “Το είχες μαντέψει αυτό από καιρό. Αλλά τίποτα δεν ξέρεις για τη Νίενορ την αδελφή μου. Τίποτα! Ζει στο Κρυμμένο Βασίλειο και είναι ασφαλής. Είναι ψέμα που το έβγαλες από το δικό σου άθλιο μυαλό για να οδηγήσεις στην τρέλα τη γυναίκα μου και τώρα κι εμένα. Δόλιε κουτσέ, θέλεις να μας σπρώξεις και τους δυο στο θάνατο;”

Αλλά ο Μπράντιρ αποτίναξε το άγγιγμά του.

“Μη με αγγίζεις!” είπε. “Και κράτα το μένος σου. Αυτή που ονομάζεις γυναίκα σου ήρθε και σε περιποιήθηκε και δεν απάντησες στο κάλεσμά της. Αλλά απάντησε κάποιος άλλος για σένα. Ο Γκλάουρουνγκ ο Δράκοντας, που πιστεύω ότι σας μάγεψε και τους δύο για να σας οδηγήσει στην καταστροφή. Αυτά είπε πριν πεθάνει: "Νίενορ, κόρη του Χούριν, να ο αδελφός σου: προδοτικός για τους εχθρούς, άπιστος στους φίλους, μια κατάρα για το γένος του, ο Τούριν γιος του Χούριν”.

Τότε ξαφνικά ένα τρελό γέλιο κυρίεψε τον Μπράντιρ. “Λένε ότι οι ετοιμοθάνατοι άνθρωποι λένε αλήθεια”, είπε γελώντας. “Ακόμη και οι Δράκοι το ίδιο κάνουν, φαίνεται. Τούριν, γιε του Χούριν, κατάρα στο γένος σου και σ' όλους όσοι σε φιλοξενούν!”

Τότε ο Τούριν άρπαξε το Γκούρθανγκ και ένα ολέθριο φως υπήρχε στα μάτια του.

“Και τι να πει κανείς για σένα, Στραβοπόδη; “ είπε αργά. “Ποιος της είπε κρυφά πίσω από την πλάτη μου το πραγματικό μου όνομα; Ποιος την έφερε στην κακία του Δράκοντα; Ποιος στάθηκε άπραγος και την άφησε να πεθάνει; Ποιος ήρθε εδώ για να διατυμπανίσει αυτήν τη φρίκη όσο πιο γρήγορα μπορούσε; Ποιος χαίρεται τώρα για το κακό μου; Λένε οι άνθρωποι την αλήθεια προ του θανάτου; Τότε πες την τώρα γρήγορα”.

Τότε ο Μπράντιρ, βλέποντας το θάνατό του στο πρόσωπο του Τούριν, απόμεινε ακίνητος και δεν δείλιασε, αν και δεν είχε όπλο εκτός από το μπαστούνι του. Και είπε:

“Όλες οι συγκυρίες που συνέβησαν αποτελούν μεγάλη ιστορία για να την πω και σ' έχω βαρεθεί. Όμως με συκοφαντείς, γιε του Χούριν. Σε συκοφάντησε ο Γκλάουρουνγκ; Αν με σκοτώσεις, τότε όλοι θα δουν ότι είπε την αλήθεια. Όμως δεν φοβάμαι να πεθάνω, γιατί τότε θα πάω να αναζητήσω τη Νίνιελ που την αγαπούσα και μπορεί να τη βρω πάλι πέρα από τη Θάλασσα”.

“Να βρεις τη Νίνιελ!” φώναξε ο Τούριν. “Όχι, τον Γκλάουρουνγκ θα βρεις και θα γεννάτε ψέματα μαζί. Θα κοιμηθείς με το Σκουλήκι, τον σύντροφο της ψυχής σου, και θα σαπίσετε στο ίδιο σκοτάδι!” Τότε σήκωσε το Γκούρθανγκ και χτύπησε τον Μπράντιρ και τον σκότωσε. Αλλά ο κόσμος απέστρεψε το πρόσωπό του από την πράξη και, καθώς ο Τούριν έκανε στροφή και έφυγε από το Νεν Γκίριθ, σκόρπισαν από μπρος του έντρομοι.

Ύστερα ο Τούριν πήγε αλλόφρων μέσα στο άγριο δάσος και πότε καταριόταν τη Μέση-γη και όλη τη ζωή των Ανθρώπων και πότε φώναζε τη Νίνιελ. Αλλά όταν επιτέλους τον άφησε η τρέλα της θλίψης του, κάθισε για λίγο και αναλογίστηκε όλες τις πράξεις του και άκουσε τον εαυτό του να φωνάζει:

“Ζει στο Κρυμμένο Βασίλειο και είναι σώα και αβλαβής!” Και σκέφτηκε ότι τώρα, αν και όλη του η ζωή ήταν κατεστραμμένη, πρέπει να πάει κι αυτός εκεί, γιατί όλα τα ψέματα του Γκλάουρουνγκ τον είχαν παραπλανήσει. Έτσι σηκώθηκε και πήγε στις Διαβάσεις του Τέιγκλιν και καθώς περνούσε δίπλα από το Χάουδ-εν-Έλλεθ, φώναξε:

“Πλήρωσα πικρά, ω Φιντούιλας, που έδωσα πίστη στον Δράκοντα. Τώρα θέλω τη συμβουλή σου!”

Αλλά τη στιγμή που φώναζε, είδε δώδεκα κυνηγούς καλά οπλισμένους, που περνούσαν τις Διαβάσεις και ήταν Ξωτικά. Και καθώς πλησίασαν, γνώρισε τον ένα: ήταν ο Μάμπλουνγκ, ο αρχικυνηγός του Θίνγκολ. Και ο Μάμπλουνγκ τον χαιρέτησε φωνάζοντας:

“Τούριν! Επιτέλους σε συναντώ. Σε ψάχνω και χαίρομαι που σε βλέπω ζωντανό, αν και τα χρόνια κύλησαν βαριά πάνω σου”.

“Βαριά!” είπε ο Τούριν. “Ναι, όπως τα πόδια του Μόργκοθ. Αλλά αν χαίρεσαι που με βλέπεις ζωντανό, τότε θα είσαι ο τελευταίος στη Μέση-γη. Γιατί αυτό;”

“Γιατί σε τιμούσαμε πάντα όλοι μας”, απάντησε ο Μάμπλουνγκ. “Και παρόλο που διέφυγες από πολλούς κινδύνους, φοβόμουν για σένα στο τέλος. Είδα την έξοδο του Γκλάουρουνγκ και νόμισα ότι είχε εκπληρώσει το δόλιο σκοπό του και επέστρεφε στον Αφέντη του. Αλλά έστριψε προς το Μπρέθιλ και ταυτόχρονα έμαθα από περιπλανώμενους ότι το Μαύρο Σπαθί του Νάργκοθροντ είχε εμφανιστεί πάλι εκεί και οι Ορκ απέφευγαν τα σύνορά του σαν το θάνατο. Τότε με γέμισε τρόμος, και είπα: "Αλίμονο! Ο Γκλάουρουνγκ πηγαίνει εκεί όπου οι Ορκ του δεν τολμούν να πάνε, για να αναζητήσει τον Τούριν". Έτσι ήρθα εδώ όσο πιο γρήγορα γινόταν, για να σε προειδοποιήσω και να σου προσφέρω τη βοήθειά μου”.

XVIII. Ο Θάνατος του Τούριν (1) XVIII. The Death of Turin (1)

Καθώς τώρα η Νίνιελ έτρεχε μακριά, ο Τούριν αναδεύτηκε και του φάνηκε ότι μέσα στο βαθύ σκοτάδι του την άκουσε να τον φωνάζει από μακριά. As Ninielle now ran away, Túrin stirred, and it seemed to him that in his deep darkness he heard her calling to him from afar. Αλλά μόλις πέθανε ο Γκλάουρουνγκ, η μαύρη λιποθυμία τον άφησε και ανάσανε πάλι βαθιά και αναστέναξε και βυθίστηκε σε ύπνο από μεγάλη εξάντληση. But as soon as Glaurung died, the black swoon left him and he breathed deeply again and sighed and fell into a sleep of great exhaustion. Όμως πριν από τα χαράματα έβαλε κρύο βαρύ και στον ύπνο του στριφογύρισε και η λαβή του Γκούρθανγκ χώθηκε στο πλευρό του και ξαφνικά ξύπνησε. But before dawn he was very cold and in his sleep he turned around and Gurthang's handle was pushed to his side and he suddenly woke up. Η νύχτα έφευγε και υπήρχε μια ανάσα πρωινού στον αέρα. The night was falling and there was a breath of morning in the air. Και πετάχτηκε όρθιος και θυμήθηκε τη νίκη του και το καυτό δηλητήριο στο χέρι του. And he jumped up and remembered his victory and the hot poison in his hand. Το σήκωσε και το κοίταξε κι απόρησε. He picked it up and looked at it and wondered. Γιατί ήταν δεμένο με μια λωρίδα λευκό ύφασμα, αλλά υγρό, και δεν τον πονούσε. Because it was tied with a strip of white cloth, but wet, and it didn't hurt him. Και είπε στον εαυτό του: “Γιατί να με περιποιηθεί κάποιος έτσι και ύστερα να με αφήσει εδώ σωριασμένο στο κρύο μέσα στην καταστροφή και τη δυσωδία του Δράκοντα; Τι παράξενα πράγματα έγιναν;” And he said to himself: “Why would anyone treat me like this and then leave me here collapsed in the cold in the destruction and stench of the Dragon? What strange things happened?”

Τότε φώναξε δυνατά, αλλά απάντηση δεν πήρε. Then he shouted loudly, but he got no answer. Όλα ήταν μαύρα και ζοφερά γύρω του και υπήρχε η δυσωδία του θανάτου. Everything was black and gloomy around him and there was the stench of death. Έσκυψε και σήκωσε το σπαθί του και ήταν ακέραιο και το φως στις κόψεις του ασκίαστο. He stooped down and picked up his sword and it was whole and the light on its edge unburnt.

“Αδηφάγο ήταν το δηλητήριο του Γκλάουρουνγκ”, είπε, “αλλά εσύ είσαι πιο δυνατός από μένα, Γκούρθανγκ. “Gluttonous was Glaurung's poison,” he said, “but you are stronger than I, Gurthang. Πίνεις κάθε αίμα. You drink every blood. Δική σου είναι η νίκη. Victory is yours. Έλα όμως! But come on! Πρέπει να πάω να ζητήσω βοήθεια, γιατί το κορμί μου είναι κατάκοπο και έχω παγώσει ως το κόκαλο”. I have to go and ask for help, because my body is paralyzed and I am frozen to the bone."

Τότε γύρισε την πλάτη του στον Γκλάουρουνγκ και τον άφησε να σαπίσει. Then he turned his back on Glaurung and left him to rot. Αλλά καθώς έφευγε από κείνο το μέρος, κάθε βήμα έμοιαζε πιο βαρύ και σκέφτηκε: "Στο Νεν Γκίριθ μπορεί να βρω κάποιον από τους ανιχνευτές να με περιμένει. But as he left that place, every step seemed heavier, and he thought, 'In Nen Girith I may find one of the scouts waiting for me. Αλλά μακάρι να γύριζα γρήγορα στο σπίτι μου και να ένιωθα τα απαλά χέρια της Νίνιελ και την επιδεξιότητα του Μπράντιρ!" But I wish I could hurry home and feel Ninielle's soft hands and Brandir's skill!" Και έτσι επιτέλους, περπατώντας κουρασμένα, ακουμπώντας στο Γκούρθανγκ, έφτασε μέσα στο γκρίζο φως της αυγής στο Νεν Γκίριθ, και καθώς ο κόσμος ετοιμαζόταν να πάει να αναζητήσει το νεκρό του σώμα, αυτός εμφανίστηκε μπροστά τους. And so at last, walking wearily, leaning on Gurthang, he arrived in the gray dawn light at Nen Girith, and as the people prepared to go in search of his dead body, he appeared before them.

Τότε έντρομοι υποχώρησαν πιστεύοντας ότι ήταν το πνεύμα του, και οι γυναίκες στρίγκλισαν και σκέπασαν τα μάτια. Then they retreated in terror, believing it to be his spirit, and the women squealed and covered their eyes. Αλλά αυτός είπε: But he said:

“Όχι, μην κλαίτε, αλλά να χαίρεστε! "No, do not weep, but rejoice! Δείτε! Look! Δεν είμαι ζωντανός; Και δεν σκότωσα τον Δράκοντα που φοβόσαστε;” I'm not alive? And did I not slay the Dragon you feared?”

Τότε γύρισαν στον Μπράντιρ, και φώναξαν: Then they turned to Brandir, and cried:

“Ανόητε, με τις ψεύτικες ιστορίες σου, να λες ότι είναι νεκρός. "You idiot, with your fake stories, to say that he is dead. Δεν το είπαμε ότι είσαι τρελός;” Τότε ο Μπράντιρ έμεινε άναυδος και κοίταζε τον Τούριν με φόβο στα μάτια του και δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Didn't we say you're crazy?” Then Brandir was dumbfounded, and looked at Túrin with fear in his eyes, and could not utter a word.

Αλλά ο Τούριν του είπε: But Turin said to him:

“Εσύ, λοιπόν, ήρθες εκεί και φρόντισες το χέρι μου; Σ' ευχαριστώ. "So you came there and took care of my hand?" Thank you. Αλλά η δεξιοσύνη σου δεν σε βοηθά αν δεν μπορείς να ξεχωρίσεις την αναισθησία από το θάνατο”. But your skill does not help you if you can not distinguish anesthesia from death. Τότε γύρισε στον κόσμο: “Μην του μιλάτε έτσι, ανόητοι όλοι σας. Then he returned to the world: “Do not talk to him like that, all of you fools. Ποιος από σας θα τα κατάφερνε καλύτερα; Τουλάχιστον είχε το θάρρος να κατεβεί στο μέρος της μάχης, ενώ εσείς καθόσαστε εδώ θρηνώντας! Which of you would do better? At least he had the courage to go down to the battlefield while you sat here mourning! Όμως τώρα, γιε του Χάντιρ, έλα! But now, son of Hadir, come! Υπάρχουν κι άλλα που θέλω να μάθω. There's more I want to know. Γιατί είσαι εδώ, κι εσύ και όλος αυτός ο κόσμος που άφησα στο Έφελ; Αν πηγαίνω στον κίνδυνο του θανάτου για σας, δεν μπορείτε να με υπακούσετε όσο λείπω; Και πού είναι η Νίνιελ; Τουλάχιστον ελπίζω να μην τη φέρατε εδώ, αλλά να την αφήσατε εκεί όπου της όρισα, στο σπίτι μου, με γενναίους άνδρες να το φρουρούν;” Και όταν κανείς δεν του απάντησε, “Εμπρός, πείτε, πού είναι η Νίνιελ;” φώναξε. Why are you here, and you and all this world I left in the Eiffel? If I go to the risk of death for you, cannot you obey me while I am away? And where is Ninielle? At least I hope you did not bring her here, but left her where I appointed her, in my house, with brave men to guard it?” And when no one answered him, "Go ahead, say, where is Ninel?" cried. “Γιατί αυτήν θέλω πρώτα να δω. "Because I want to see her first. Και πρώτα σ' αυτήν θα πω την ιστορία των κατορθωμάτων της νύχτας”. And first I will tell her the story of the exploits of the night".

Αλλά αυτοί απέστρεψαν το πρόσωπό τους και ο Μπράντιρ τελικά είπε: But they turned away their faces, and Brandir at last said:

“Η Νίνιελ δεν είναι εδώ”. "Nineel isn't here."

“Αυτό τότε είναι καλό”, είπε ο Τούριν. "That is good then," said Turin. “Θα πάω στο σπίτι μου. "I'm going to my house. Υπάρχει άλογο να με μεταφέρει; Ή ένα νεκροκρέβατο θα ήταν καλύτερα. Is there a horse to carry me? Or a deathbed would be better. Σχεδόν λιποθυμώ από τον κόπο”. I almost faint from the trouble ".

“Όχι, όχι!” είπε ο Μπράντιρ με αγωνία στην καρδιά. "No no!" said Brandir with anguish in his heart. “Το σπίτι σου είναι άδειο. "Your house is empty. Η Νίνιελ δεν είναι εκεί. Ninel is not there. Είναι νεκρή”. She is dead."

Αλλά μία από τις γυναίκες -η γυναίκα του Ντόρλας, που καθόλου δεν συμπαθούσε τον Μπράντιρ- φώναξε στριγκά: But one of the women - Dorlas' wife, who did not like Brandir at all - shouted loudly:

“Μην του δίνεις σημασία, άρχοντα! "Do not pay attention to him, lord! Γιατί είναι τρελός. Because he's crazy. Ήρθε λέγοντας ότι είσαι νεκρός και είπε ότι αυτό είναι καλό νέο. He came saying that you are dead and said that this is good news. Αλλά εσύ ζεις. But you live. Γιατί, λοιπόν, να πιστέψουμε ότι η ιστορία του για τη Νίνιελ πως είναι νεκρή και άλλα χειρότερα είναι αληθινή;” So why should we believe that his story about Ninel being dead and worse is true?”

Τότε ο Τούριν πήγε με μεγάλες δρασκελιές στον Μπράντιρ: Then Turin strode to Brandir:

“Ώστε ο θάνατός μου ήταν καλό νέο;” φώναξε. "So my death was good news?" cried. “Ναι, πάντα την ήθελες για σένα, το ξέρω. "Yes, you always wanted her for you, I know. Τώρα είναι νεκρή λες. Now she is dead you say. Και άλλα ακόμη χειρότερα; Τι ψέματα γέννησες μέσα στην κακία σου, Στραβοπόδη; Θέλεις, λοιπόν, να μας σκοτώσεις με φαύλα λόγια, αφού δεν καταφέρνεις να έχεις άλλο όπλο;” And some even worse? What lies have you born in your wickedness, Strabopod? So you want to kill us with foul words, since you don't manage to have another weapon?”

Τότε ο θυμός έδιωξε τον οίκτο από την καρδιά του Μπράντιρ και φώναξε: Then anger drove pity from Bradir's heart and he shouted:

“Τρελός; Όχι, τρελός είσαι εσύ, Μαύρο Σπαθί της μαύρης κατάρας! "Crazy; No, you are mad, Black Sword of Black Curse! Και όλος αυτός ο ξεμωραμένος λαός. And all these weary people. Δεν λέω ψέματα! I am not lying! Η Νίνιελ είναι νεκρή, νεκρή, νεκρή! Ninel is dead, dead, dead! Αναζήτησέ την μέσα στον Τέιγκλιν!” Look for her in Teiglin!”

Τότε ο Τούριν έμεινε ακίνητος και παγερός. Then Turin remained motionless and icy.

“Πώς το ξέρεις;” είπε σιγά. "How do you know;" he said quietly. “Πώς μηχανεύτηκες κάτι τέτοιο;” "How did you engineer something like that?"

“Το ξέρω γιατί την είδα να πηδάει” , απάντησε ο Μπράντιρ. "I know because I saw her jump," Bradir replied. “Αλλά εκείνος που το κατάφερε είσαι εσύ. "But you are the one who did it. Το έσκασε από σένα, Τούριν, γιε του Χούριν, κι έπεσε στο Κάμπεντ-εν-Άρας για να μην σε ξαναδεί ποτέ. It exploded from you, Turin, son of Hurin, and fell in Camped-en-Aras so that he would never see you again. Νίνιελ! Ninel! Νίνιελ; Όχι Νίνιελ, αλλά Νίενορ, κόρη του Χούριν”. Ninel? Not Nieniel, but Nienor, daughter of Húrin."

Τότε ο Τούριν τον άρπαξε και τον τράνταξε, γιατί μ' εκείνα τα λόγια άκουσε τα βήματα της κατάρας του να τον ζυγώνουν, αλλά από φρίκη και οργή η καρδιά του δεν τα δεχόταν, σαν ένα αγρίμι θανάσιμα πληγωμένο, που πριν πεθάνει θέλει να πληγώσει όλα όσα βρίσκονται δίπλα του. Then Turin seized him and shook him, for with those words he heard the footsteps of his curse yoke him, but for horror and rage his heart would not receive them, like a wild man mortally wounded, who before he dies wants to wound all those next to him.

“Ναι, είμαι ο Τούριν, ο γιος του Χούριν”, φώναξε. "Yes, I am Túrin, son of Húrin," he cried. “Το είχες μαντέψει αυτό από καιρό. “You had guessed this a long time ago. Αλλά τίποτα δεν ξέρεις για τη Νίενορ την αδελφή μου. But you know nothing about Nienor my sister. Τίποτα! Nothing! Ζει στο Κρυμμένο Βασίλειο και είναι ασφαλής. He lives in the Hidden Kingdom and is safe. Είναι ψέμα που το έβγαλες από το δικό σου  άθλιο μυαλό για να οδηγήσεις στην τρέλα τη γυναίκα μου και τώρα κι εμένα. It's a lie you made up out of your own wretched mind to drive my wife and now me crazy. Δόλιε κουτσέ, θέλεις να μας σπρώξεις και τους δυο στο θάνατο;” Dull lame, do you want to push us both to death? ”

Αλλά ο Μπράντιρ αποτίναξε το άγγιγμά του. But Bradir shook his hand.

“Μη με αγγίζεις!” είπε. "Do not touch me!" he said. “Και κράτα το μένος σου. "And hold your breath. Αυτή που ονομάζεις γυναίκα σου ήρθε και σε περιποιήθηκε και δεν απάντησες στο κάλεσμά της. The woman you call came and took care of you and you did not answer her call. Αλλά απάντησε κάποιος άλλος για σένα. But someone else answered for you. Ο Γκλάουρουνγκ ο Δράκοντας, που πιστεύω ότι σας μάγεψε και τους δύο για να σας οδηγήσει στην καταστροφή. Glaurung the Dragon, who I believe bewitched you both to lead you to destruction. Αυτά είπε πριν πεθάνει: "Νίενορ, κόρη του Χούριν, να ο αδελφός σου: προδοτικός για τους εχθρούς, άπιστος στους φίλους, μια κατάρα για το γένος του, ο Τούριν γιος του Χούριν”. This he said before he died: "Nienor, daughter of Húrin, behold your brother: treacherous to foes, unfaithful to friends, a curse to his race, Túrin son of Húrin."

Τότε ξαφνικά ένα τρελό γέλιο κυρίεψε τον Μπράντιρ. Then suddenly a mad laugh came over Brandir. “Λένε ότι οι ετοιμοθάνατοι άνθρωποι λένε αλήθεια”, είπε γελώντας. "They say dying people are telling the truth," he said with a laugh. “Ακόμη και οι Δράκοι το ίδιο κάνουν, φαίνεται. “Even the Dragons do the same, it seems. Τούριν, γιε του Χούριν, κατάρα στο γένος σου και σ' όλους όσοι σε φιλοξενούν!” Turin, son of Hurin, curse on your genus and all those who host you! ”

Τότε ο Τούριν άρπαξε το Γκούρθανγκ και ένα ολέθριο φως υπήρχε στα μάτια του. Then Túrin grasped the Gurthang and an evil light was in his eyes.

“Και τι να πει κανείς για σένα, Στραβοπόδη; “ είπε αργά. "And what can one say about you, Stravopodi? He said slowly. “Ποιος της είπε κρυφά πίσω από την πλάτη μου το πραγματικό μου όνομα; Ποιος την έφερε στην κακία του Δράκοντα; Ποιος στάθηκε άπραγος και την άφησε να πεθάνει; Ποιος ήρθε εδώ για να διατυμπανίσει αυτήν τη φρίκη όσο πιο γρήγορα μπορούσε; Ποιος χαίρεται τώρα για το κακό μου; Λένε οι άνθρωποι την αλήθεια προ του θανάτου; Τότε πες την τώρα γρήγορα”. “Who secretly told her my real name behind my back? Who brought her into the Dragon's malice? Who stood idly by and let her die? Who came here to trumpet this horror as fast as he could? Who rejoices now in my evil? Do people tell the truth before they die? Then say it now quickly".

Τότε ο Μπράντιρ, βλέποντας το θάνατό του στο πρόσωπο του Τούριν, απόμεινε ακίνητος και δεν δείλιασε, αν και δεν είχε όπλο εκτός από το μπαστούνι του. Then Brandir, seeing his death in the face of Túrin, stood still and did not fear, though he had no weapon but his staff. Και είπε: And he said:

“Όλες οι συγκυρίες που συνέβησαν αποτελούν μεγάλη ιστορία για να την πω και σ' έχω βαρεθεί. "All the circumstances that happened are a big story to tell and I'm tired of you. Όμως με συκοφαντείς, γιε του Χούριν. But you slander me, son of Húrin. Σε συκοφάντησε ο Γκλάουρουνγκ; Αν με σκοτώσεις, τότε όλοι θα δουν ότι είπε την αλήθεια. Did Glaurung slander you? If you kill me, then everyone will see that he told the truth. Όμως δεν φοβάμαι να πεθάνω, γιατί τότε θα πάω να αναζητήσω τη Νίνιελ που την αγαπούσα και μπορεί να τη βρω πάλι πέρα από τη Θάλασσα”. But I am not afraid to die, because then I will go in search of Ninielle whom I loved, and I may find her again beyond the Sea."

“Να βρεις τη Νίνιελ!” φώναξε ο Τούριν. "Find Ninel!" cried Turin. “Όχι, τον Γκλάουρουνγκ θα βρεις και θα γεννάτε ψέματα μαζί. "No, you will find Glaurung and you will lie together. Θα κοιμηθείς με το Σκουλήκι, τον σύντροφο της ψυχής σου, και θα σαπίσετε στο ίδιο σκοτάδι!” Τότε σήκωσε το Γκούρθανγκ και χτύπησε τον Μπράντιρ και τον σκότωσε. You will sleep with the Worm, the companion of your soul, and you will rot in the same darkness! ” Then he picked up Gurthang and hit Bradir and killed him. Αλλά ο κόσμος απέστρεψε το πρόσωπό του από την πράξη και, καθώς ο Τούριν έκανε στροφή και έφυγε από το Νεν Γκίριθ, σκόρπισαν από μπρος του έντρομοι. But the people turned their faces from the deed, and as Túrin turned and left Nen Girith, they scattered before him.

Ύστερα ο Τούριν πήγε αλλόφρων μέσα στο άγριο δάσος και πότε καταριόταν τη Μέση-γη και όλη τη ζωή των Ανθρώπων και πότε φώναζε τη Νίνιελ. Then Túrin wandered into the wild forest, and sometimes he cursed Middle-earth and all the life of Men, and sometimes he called Ninielle. Αλλά όταν επιτέλους τον άφησε η τρέλα της θλίψης του, κάθισε για λίγο και αναλογίστηκε όλες τις πράξεις του και άκουσε τον εαυτό του να φωνάζει: But when at last the madness of his grief left him, he sat for a while and considered all his deeds, and heard himself cry out:

“Ζει στο Κρυμμένο Βασίλειο και είναι σώα και αβλαβής!” Και σκέφτηκε ότι τώρα, αν και όλη του η ζωή ήταν κατεστραμμένη, πρέπει να πάει κι αυτός εκεί, γιατί όλα τα ψέματα του Γκλάουρουνγκ τον είχαν παραπλανήσει. “He lives in the Hidden Kingdom and is safe and sound!” And he thought that now, though his whole life was ruined, he too must go thither, for all Glaurung's lies had misled him. Έτσι σηκώθηκε και πήγε στις Διαβάσεις του Τέιγκλιν και καθώς περνούσε δίπλα από το Χάουδ-εν-Έλλεθ, φώναξε: So he arose and went to the Passes of Teiglin, and as he passed Haud-en-Elleth he called out:

“Πλήρωσα πικρά, ω Φιντούιλας, που έδωσα πίστη στον Δράκοντα. "I paid bitterly, O Fiduilas, for giving faith to the Dragon. Τώρα θέλω τη συμβουλή σου!” Now I want your advice!”

Αλλά τη στιγμή που φώναζε, είδε δώδεκα κυνηγούς καλά οπλισμένους, που περνούσαν τις Διαβάσεις και ήταν Ξωτικά. But as he cried, he saw twelve hunters well armed, crossing the Crossings, and they were Elves. Και καθώς πλησίασαν, γνώρισε τον ένα: ήταν ο Μάμπλουνγκ, ο αρχικυνηγός του Θίνγκολ. And as they drew near, he met one: it was Mablung, Thingol's chief hunter. Και ο Μάμπλουνγκ τον χαιρέτησε φωνάζοντας: And Mablung greeted him, shouting:

“Τούριν! “Turin! Επιτέλους σε συναντώ. I finally meet you. Σε ψάχνω και χαίρομαι που σε βλέπω ζωντανό, αν και τα χρόνια κύλησαν βαριά πάνω σου”. I'm looking for you and I'm glad to see you alive, even though the years have been heavy on you."

“Βαριά!” είπε ο Τούριν. “Heavy!” said Turin. “Ναι, όπως τα πόδια του Μόργκοθ. “Yes, like Morgoth's feet. Αλλά αν χαίρεσαι που με βλέπεις ζωντανό, τότε θα είσαι ο τελευταίος στη Μέση-γη. But if you are glad to see me alive, then you will be the last in Middle-earth. Γιατί αυτό;” Because this;"

“Γιατί σε τιμούσαμε πάντα όλοι μας”, απάντησε ο Μάμπλουνγκ. "Because we have all always honored you," Mablung replied. “Και παρόλο που διέφυγες από πολλούς κινδύνους, φοβόμουν για σένα στο τέλος. “And though you escaped many dangers, I feared for you in the end. Είδα την έξοδο του Γκλάουρουνγκ και νόμισα ότι είχε εκπληρώσει το δόλιο σκοπό του και επέστρεφε στον Αφέντη του. I saw Glaurung leaving and thought that he had fulfilled his deceitful purpose and was returning to his Master. Αλλά έστριψε προς το Μπρέθιλ και ταυτόχρονα έμαθα από περιπλανώμενους ότι το Μαύρο Σπαθί του Νάργκοθροντ είχε εμφανιστεί πάλι εκεί και οι Ορκ απέφευγαν τα σύνορά του σαν το θάνατο. But he turned to Brethil, and at the same time I learned from wanderers that the Black Sword of Nargothrond had reappeared there, and the Orcs shunned its borders like death. Τότε με γέμισε τρόμος, και είπα: "Αλίμονο! Then terror filled me, and I said: "Alas! Ο Γκλάουρουνγκ πηγαίνει εκεί όπου οι Ορκ του δεν τολμούν να πάνε, για να αναζητήσει τον Τούριν". Glaurung goes where his Orcs dare not go, to seek Túrin." Έτσι ήρθα εδώ όσο πιο γρήγορα γινόταν, για να σε προειδοποιήσω και να σου προσφέρω τη βοήθειά μου”. So I came here as quickly as possible, to warn you and offer you my help."