×

Używamy ciasteczek, aby ulepszyć LingQ. Odwiedzając stronę wyrażasz zgodę na nasze polityka Cookie.


image

Tolkien - Τα Παιδιά του Χούριν, XVIII. Ο Θάνατος του Τούριν (2)

XVIII. Ο Θάνατος του Τούριν (2)

“Γρήγορα ήρθες, αλλά όχι τόσο όσο χρειαζόταν”, είπε ο Τούριν. “ο Γκλάουρουνγκ είναι νεκρός”.

Τότε τα Ξωτικά τον κοίταξαν με δέος και είπαν:

“Σκότωσες το Μεγάλο Σκουλήκι! Δοξασμένο θα είναι για πάντα το όνομά σου ανάμεσα σε Ξωτικά και Ανθρώπους!”

“Δεν με νοιάζει”, είπε ο Τούριν. “Γιατί η καρδιά μου είναι κι αυτή νεκρή. Όμως, αφού έρχεσαι από το Ντόριαθ, πες μου τα νέα από τους δικούς μου. Γιατί μου είπαν στο Ντορ-λόμιν ότι είχαν καταφύγει στο Κρυμμένο Βασίλειο”.

Τα Ξωτικά δεν απάντησαν, αλλά τελικά ο Μάμπλουνγκ μίλησε:

“Αυτό έκαναν όντως τη χρονιά πριν απ' τον ερχομό του Δράκοντα. Αλλά, αλίμονο, τώρα δεν είναι πια εκεί!” Τότε η καρδιά του Τούριν πάγωσε ακούγοντας τα βήματα της κατάρας του να τον καταδιώκουν μέχρι τέλους.

“Συνέχισε!” φώναξε. “Και μίλα γρήγορα!”

“Βγήκαν στις ερημιές να σε αναζητήσουν”, είπε ο Μάμπλουνγκ, “Το έκαναν αψηφώντας κάθε συμβουλή. Αλλά ήθελαν να πάνε στο Νάργκοθροντ, όταν έγινε γνωστό ότι εσύ ήσουν το Μαύρο Σπαθί, και τότε ξεπρόβαλε ο Γκλάουρουνγκ και όλη η φρουρά τους σκόρπισε. Τη Μόργουεν κανείς δεν την ξανάδε από κείνη την ημέρα. Η Νίενορ όμως ήταν μαγεμένη και άλαλη και το 'σκασε βόρεια μέσα στα δάση τρέχοντας σαν άγριο ελάφι και χάθηκε”. Τότε τα Ξωτικά απόρησαν καθώς ο Τούριν γέλασε δυνατά και στριγκά.

“Δεν είναι αστείο αυτό;” φώναξε. “Ω, η όμορφη Νίενορ! Ώστε έτρεξε από το Ντόριαθ στον Δράκο και απ' τον Δράκο σ' εμένα. Τι γλυκιά χάρη της μοίρας! Μελαψή σαν βατόμουρο ήταν, καστανά ήταν τα μαλλιά της μικρόσωμη και λεπτή σαν παιδί των Ξωτικών, κανείς δεν θα μπορούσε να μην την αναγνωρίσει! “ Τότε ο Μάμπλουνγκ έκπληκτος είπε: “Μα κάποιο λάθος έχει γίνει εδώ. Δεν ήταν έτσι η αδελφή σου. Ήταν ψηλή και τα μάτια της γαλάζια, το μαλλιά της λεπτό χρυσάφι, ίδια στην όψη με τον Χούριν τον πατέρα σου σε γυναικεία μορφή. Δεν είναι δυνατόν να την έχεις δει!”

“Δεν είναι, δεν είναι, Μάμπλουνγκ;” φώναξε ο Τούριν. “Μα γιατί δεν είναι; Γιατί, βλέπεις, είμαι τυφλός! Δεν το ήξερες; Τυφλός, και παραπαίω από παιδί μέσα στη σκοτεινή ομίχλη του Μόργκοθ! Γι' αυτό αφήστε με! Φύγετε, φύγετε! Γυρίστε πίσω στο Ντόριαθ και είθε ο χειμώνας να το μαράνει! Κατάρα στο Μένεγκροθ! Και κατάρα στην αποστολή σας! Μόνο αυτό έλειπε ως τώρα. Τώρα έρχεται η νύχτα!”

Ύστερα έφυγε από κοντά τους σαν τον άνεμο και τα Ξωτικά γέμισαν απορία και φόβο. Αλλά ο Μάμπλουνγκ είπε:

“Κάτι παράξενο και τρομερό έχει συμβεί που δεν το γνωρίζουμε. Ας τον ακολουθήσουμε και ας τον βοηθήσουμε αν μπορούμε: γιατί τώρα είναι αστάθμητος και άμυαλος”.

Ο Τούριν όμως τώρα έτρεχε μπροστά και έφτασε στο Κάμπεντ-εν-Άρας κι έμεινε ακίνητος και άκουσε το βρυχηθμό του νερού και είδε ότι όλα τα δέντρα, κοντινά και μακρινά, ήταν μαραμένα και τα καψαλισμένα φύλλα τους έπεφταν πένθιμα σαν να είχε έρθει ο χειμώνας τις πρώτες μέρες του καλοκαιριού.

“Κάμπεντ-εν-Άρας, Κάμπεντ Ναεράμαρθ!” φώναξε. “Δεν θα βεβηλώσω τα νερά σου που τύλιξαν τη Νίνιελ. Γιατί όλες οι πράξεις μου ήταν κακές με χειρότερη την τελευταία”. Τότε τράβηξε το σπαθί του και είπε: “Χαίρε, Γκούρθανγκ, σίδερο του θανάτου, μόνο εσύ απομένεις τώρα! Όμως ποιον κύριο ή αφοσίωση γνωρίζεις πέρα από το χέρι που σε κρατά; Κανένα αίμα δεν αποφεύγεις. Θα πάρεις τον Τούριν Τουράμπαρ; Θα με σκοτώσεις γοργά;”

Και από το σπαθί αντήχησε ν' απαντά μια παγερή φωνή:

“Ναι, θα πιω το αίμα σου για να ξεχάσω το αίμα του Μπέλεγκ του κυρίου μου και το αίμα του Μπράντιρ που σκοτώθηκε άδικα. Θα σε σκοτώσω γοργά”.

Τότε ο Τούριν έστησε τη λαβή στο χώμα κι έπεσε πάνω στη μύτη του Γκούρθανγκ και το μαύρο σπαθί πήρε τη ζωή του.

Μα ο Μάμπλουνγκ ήρθε και ατένισε τη φρικτή μορφή του Γκλάουρουνγκ που κειτόταν νεκρός κι ύστερα κοίταξε τον Τούριν με μεγάλη θλίψη και η σκέψη του πήγε στον Χούριν όπως τον είχε δει στη Νίρναεθ Αρνοέντιαντ και την τρομερή μοίρα της γενιάς του. Καθώς τα Ξωτικά στέκονταν εκεί, κατέβηκαν άντρες από το Νεν Γκίριθ για να δουν τον Δράκοντα, και όταν είδαν πώς τέλειωσε η ζωή τού Τούριν Τουράμπαρ θρήνησαν. Και τα Ξωτικά, μαθαίνοντας επιτέλους την αιτία των όσων τους είπε ο Τούριν, φρικίασαν. Τότε ο Μάμπλουνγκ είπε πικρά:

“Αναμείχθηκα κι εγώ στην κατάρα των Παιδιών του Χούριν κι έτσι με λόγια σκότωσα κάποιον που αγαπούσα”.

Τότε σήκωσαν τον Τούριν και είδαν ότι το σπαθί είχε γίνει κομμάτια. Έτσι αφανίστηκαν όλα όσα είχε.

Με μόχθο πολλών χεριών μαζεύτηκαν ξύλα και στοιβάχτηκαν ψηλά και μια μεγάλη φωτιά άναψε και κατέστρεψε το πτώμα του Δράκοντα μέχρι που έμεινε μόνο μαύρη στάχτη και τα κόκαλά του συντρίφτηκαν και έγιναν σκόνη και το μέρος εκείνης της πυράς απόμεινε στο εξής πάντα γυμνό και άγονο. Όμως τον Τούριν τον έθαψαν σ' έναν ψηλό τύμβο, εκεί όπου είχε πέσει, και τα κομμάτια του Γκούρθανγκ τα 'βαλαν δίπλα του. Και όταν όλα τέλειωσαν και οι τροβαδούροι των Ξωτικών και των Ανθρώπων θρήνησαν την ανδρεία του Τουράμπαρ και την ομορφιά της Νίνιελ, έφεραν μια μεγάλη γκρίζα πέτρα και την έστησαν πάνω στον τύμβο, και πάνω τα Ξωτικά σκάλισαν με τους Ρούνους του Ντόριαθ:

ΤΟΥΡΙΝ ΤΟΥΡΑΜΠΑΡ ΝΤΑΓΚΝΙΡ ΓΚΛΑΟΥΡΟΥΝΓΚΑ

Και από κάτω έγραψαν:

ΝΙΕΝΟΡ ΝΙΝΙΕΛ

Εκείνη όμως δεν ήταν εκεί, ούτε και ποτέ έγινε γνωστό πού την είχαν πάει τα κρύα νερά του Τέιγκλιν.

Εδώ τελειώνει η Ιστορία των Παιδιών του Χούριν, η μεγαλύτερη από όλες τις μπαλάντες του Μπελέριαντ.

--

Μετά το θάνατο του Τούριν και της Νίνιελ ο Μόργκοθ ελευθέρωσε τον Χούριν από τη δουλεία για να προωθήσει το μοχθηρό σκοπό του. Περιπλανώμενος ο Χούριν έφτασε στο Δάσος του Μπρέθιλ και ένα βράδυ ανέβηκε από τις Διαβάσεις του Τέιγκλιν στο σημείο της καύσης του Γκλάουρουνγκ και στη μεγάλη πέτρα που υψωνόταν στο χείλος του Κάμπεντ Ναεράμαρθ. Για όσα έγιναν εκεί μιλούν τα παρακάτω.

--

Ο Χούριν δεν κοίταξε την πέτρα γιατί ήξερε τι ήταν γραμμένο εκεί, και τα μάτια του είχαν δει ότι δεν ήταν μόνος. Στη σκιά της πέτρας βρισκόταν μια φιγούρα γονατισμένη. Κάποιος περιπλανώμενος άστεγος, τσακισμένος από τα γηρατειά όπως φαίνεται, πολύ κουρασμένος για να δώσει σημασία στον ερχομό του. Όμως τα κουρέλια που φορούσε ήταν τα υπολείμματα γυναικείων ενδυμάτων. Τελικά, καθώς ο Χούριν στεκόταν εκεί σιωπηλός, η γυναίκα έριξε πίσω την κουρελιασμένη κουκούλα της και σήκωσε αργά το πρόσωπό της, τσακισμένο και πεινασμένο σαν του λύκου που τον κυνηγούν καιρό. Τα μαλλιά της ήταν γκρίζα, με μύτη γαμψή και σπασμένα δόντια, και με αποσκελετωμένο χέρι έσφιξε το μανδύα στο στήθος της. Αλλά ξαφνικά τα μάτια της κοίταξαν μέσα στα δικά του και τότε ο Χούριν τη γνώρισε, γιατί, αν και ήταν αγριεμένα τώρα και γεμάτα φόβο, άστραφτε ακόμη μέσα τους ένα φως δύσκολο να το αντέξεις: το φως των Ξωτικών, που πριν από πολύν καιρό της είχε δώσει το όνομά της. Έλεδγουεν, η πιο περήφανη από τις θνητές γυναίκες των παλαιών ημερών.

“Έλεδγουεν! Έλεδγουεν!” φώναξε ο Χούριν κι αυτή σηκώθηκε και προχώρησε σκοντάφτοντας και την έπιασε στην αγκαλιά του.

“Ήρθες επιτέλους”, του είπε. “Περίμενα πολύν καιρό”.

“Ήταν σκοτεινός ο δρόμος. Ήρθα όπως μπορούσα”, απάντησε.

“Άργησες όμως”, του είπε, “και είναι πολύ αργά. Χάθηκαν”.

“Το ξέρω”, της είπε. “Εσύ όμως όχι”.

“Κοντεύω κι εγώ”, του απάντησε, “Δε μου 'χει μείνει ίχνος αντοχής. Θα φύγω μαζί με τον ήλιο. Εκείνοι χάθηκαν”. Έσφιξε το μανδύα του. “Λίγος χρόνος μένει”, είπε. “Αν ξέρεις, πες μου! Πώς τον βρήκε εκείνη;”

Αλλά ο Χούριν δεν απάντησε και κάθισε δίπλα στην πέτρα με τη Μόργουεν στην αγκαλιά του. Και δεν ξαναμίλησαν. Ο ήλιος έδυσε και η Μόργουεν αναστέναξε κι έσφιξε το χέρι του κι ύστερα έμεινε ακούνητη. Και ο Χούριν κατάλαβε πως είχε πεθάνει.

XVIII. XVIII. The Death of Turin (2) Ο Θάνατος του Τούριν (2)

“Γρήγορα ήρθες, αλλά όχι τόσο όσο χρειαζόταν”, είπε ο Τούριν. "You came quickly, but not as much as you needed to," Turin said. “ο Γκλάουρουνγκ είναι νεκρός”. "Glauring is dead."

Τότε τα Ξωτικά τον κοίταξαν με δέος και είπαν: Then the Elves looked at him in awe and said:

“Σκότωσες το Μεγάλο Σκουλήκι! “You killed the Big Worm! Δοξασμένο θα είναι για πάντα το όνομά σου ανάμεσα σε Ξωτικά και Ανθρώπους!” Glorified shall your name forever be among Elves and Men!”

“Δεν με νοιάζει”, είπε ο Τούριν. "I don't care," said Turin. “Γιατί η καρδιά μου είναι κι αυτή νεκρή. "Because my heart is dead too. Όμως, αφού έρχεσαι από το Ντόριαθ, πες μου τα νέα από τους δικούς μου. But since you are coming from Doriath, tell me the news from mine. Γιατί μου είπαν στο Ντορ-λόμιν ότι είχαν καταφύγει στο Κρυμμένο Βασίλειο”. "Because they told me in Dor-Lomin that they had taken refuge in the Hidden Kingdom."

Τα Ξωτικά δεν απάντησαν, αλλά τελικά ο Μάμπλουνγκ μίλησε: The Elves did not answer, but finally Mablung spoke:

“Αυτό έκαναν όντως τη χρονιά πριν απ' τον ερχομό του Δράκοντα. "This is exactly what they did the year before the Dragon came. Αλλά, αλίμονο, τώρα δεν είναι πια εκεί!” Τότε η καρδιά του Τούριν πάγωσε ακούγοντας τα βήματα της κατάρας του να τον καταδιώκουν μέχρι τέλους. But, alas, he is no longer there! ” Then Turin's heart froze when he heard the footsteps of his curse haunting him to the end.

“Συνέχισε!” φώναξε. "He continued!" cried. “Και μίλα γρήγορα!” "And speak fast!"

“Βγήκαν στις ερημιές να σε αναζητήσουν”, είπε ο Μάμπλουνγκ, “Το έκαναν αψηφώντας κάθε συμβουλή. “They went out into the wastes to seek you,” said Mablung, “They did so in defiance of all advice. Αλλά ήθελαν να πάνε στο Νάργκοθροντ, όταν έγινε γνωστό ότι εσύ ήσουν το Μαύρο Σπαθί, και τότε ξεπρόβαλε ο Γκλάουρουνγκ και όλη η φρουρά τους σκόρπισε. But they wanted to go to Nargothrond, when it was known that you were the Black Sword, and then Glaurung appeared and all their guard was scattered. Τη Μόργουεν κανείς δεν την ξανάδε από κείνη την ημέρα. No one has seen Morwen since that day. Η Νίενορ όμως ήταν μαγεμένη και άλαλη και το 'σκασε βόρεια μέσα στα δάση τρέχοντας σαν άγριο ελάφι και χάθηκε”. Nienor, however, was bewitched and dumb, and ran north into the woods, running like a wild deer, and was lost." Τότε τα Ξωτικά απόρησαν καθώς ο Τούριν γέλασε δυνατά και στριγκά. Then the Elves gasped as Turin laughed loudly and shrillly.

“Δεν είναι αστείο αυτό;” φώναξε. "Isn't that funny?" cried. “Ω, η όμορφη Νίενορ! “Oh, beautiful Nienor! Ώστε έτρεξε από το Ντόριαθ στον Δράκο και απ' τον Δράκο σ' εμένα. So he ran from Doriath to the Dragon and from the Dragon to me. Τι γλυκιά χάρη της μοίρας! What a sweet grace of fate! Μελαψή σαν βατόμουρο ήταν, καστανά ήταν τα μαλλιά της μικρόσωμη και λεπτή σαν παιδί των Ξωτικών, κανείς δεν θα μπορούσε να μην την αναγνωρίσει! She was black as a raspberry, her hair was brown, small and thin like an Elven child, no one could fail to recognize her! “ Τότε ο Μάμπλουνγκ έκπληκτος είπε: Then Mablung said in surprise: “Μα κάποιο λάθος έχει γίνει εδώ. "It simply came to our notice then. Δεν ήταν έτσι η αδελφή σου. Your sister was not like that. Ήταν ψηλή και τα μάτια της γαλάζια, το μαλλιά της λεπτό χρυσάφι, ίδια στην όψη με τον Χούριν τον πατέρα σου σε γυναικεία μορφή. She was tall and her eyes were blue, her hair was thin golden, the same face as your father Hurin in female form. Δεν είναι δυνατόν να την έχεις δει!” It is impossible not to have seen her! ”

“Δεν είναι, δεν είναι, Μάμπλουνγκ;” φώναξε ο Τούριν. "Isn't it, isn't it, Mablung?" cried Turin. “Μα γιατί δεν είναι; Γιατί, βλέπεις, είμαι τυφλός! "But why isn't it? Why, you see, I am blind! Δεν το ήξερες; Τυφλός, και παραπαίω από παιδί μέσα στη σκοτεινή ομίχλη του Μόργκοθ! You did not know it; Blind, and stumbling since I was a child in the dark fog of Morgoth! Γι' αυτό αφήστε με! So leave me! Φύγετε, φύγετε! Go away, go away! Γυρίστε πίσω στο Ντόριαθ και είθε ο χειμώνας να το μαράνει! Go back to Doriath and may the winter wither! Κατάρα στο Μένεγκροθ! Curse on Menegroth! Και κατάρα στην αποστολή σας! And curse your mission! Μόνο αυτό έλειπε ως τώρα. That alone was missing so far. Τώρα έρχεται η νύχτα!” Now comes the night!”

Ύστερα έφυγε από κοντά τους σαν τον άνεμο και τα Ξωτικά γέμισαν απορία και φόβο. Then he went away from them like the wind, and the Elves were filled with wonder and fear. Αλλά ο Μάμπλουνγκ είπε: But Mablung said:

“Κάτι παράξενο και τρομερό έχει συμβεί που δεν το γνωρίζουμε. "Something strange and terrible has happened that we don't know about. Ας τον ακολουθήσουμε και ας τον βοηθήσουμε αν μπορούμε: γιατί τώρα είναι αστάθμητος και άμυαλος”. Let us follow him and help him if we can: because now he is unbalanced and brainless ".

Ο Τούριν όμως τώρα έτρεχε μπροστά και έφτασε στο Κάμπεντ-εν-Άρας κι έμεινε ακίνητος και άκουσε το βρυχηθμό του νερού και είδε ότι όλα τα δέντρα, κοντινά και μακρινά, ήταν μαραμένα και τα καψαλισμένα φύλλα τους έπεφταν πένθιμα σαν να είχε έρθει ο χειμώνας τις πρώτες μέρες του καλοκαιριού. But Turin now ran on and came to Camped-en-Arras and he stood still and heard the roaring of the water and saw that all the trees, near and far, were withered and their scorched leaves fell mournfully as if winter had come on first days of summer.

“Κάμπεντ-εν-Άρας, Κάμπεντ Ναεράμαρθ!” φώναξε. "Cambed-en-Arras, Cambed Naeramarth!" cried. “Δεν θα βεβηλώσω τα νερά σου που τύλιξαν τη Νίνιελ. "I will not desecrate your waters that enveloped Ninel. Γιατί όλες οι πράξεις μου ήταν κακές με χειρότερη την τελευταία”. Because all my actions were bad, worse than the last one". Τότε τράβηξε το σπαθί του και είπε: “Χαίρε, Γκούρθανγκ, σίδερο του θανάτου, μόνο εσύ απομένεις τώρα! Then he drew his sword and said: “Hail, Gurthang, iron of death, only you now remain! Όμως ποιον κύριο ή αφοσίωση γνωρίζεις πέρα από το χέρι που σε κρατά; Κανένα αίμα δεν αποφεύγεις. But what master or devotion do you know but the hand that holds you? You don't avoid any blood. Θα πάρεις τον Τούριν Τουράμπαρ; Θα με σκοτώσεις γοργά;” Will you take Turin Turabar? Will you kill me quickly? ”

Και από το σπαθί αντήχησε ν' απαντά μια παγερή φωνή: And an icy voice echoed from the sword:

“Ναι, θα πιω το αίμα σου για να ξεχάσω το αίμα του Μπέλεγκ του κυρίου μου και το αίμα του Μπράντιρ που σκοτώθηκε άδικα. "Yes, I will drink your blood to forget the blood of my master Beleg and the blood of Bradir who was unjustly killed. Θα σε σκοτώσω γοργά”. I will kill you quickly."

Τότε ο Τούριν έστησε τη λαβή στο χώμα κι έπεσε πάνω στη μύτη του Γκούρθανγκ και το μαύρο σπαθί πήρε τη ζωή του. Turin then raised his grip on the ground and fell on Gurthang's nose and the black sword took his life.

Μα ο Μάμπλουνγκ ήρθε και ατένισε τη φρικτή μορφή του Γκλάουρουνγκ που κειτόταν νεκρός κι ύστερα κοίταξε τον Τούριν με μεγάλη θλίψη και η σκέψη του πήγε στον Χούριν όπως τον είχε δει στη Νίρναεθ Αρνοέντιαντ και την τρομερή μοίρα της γενιάς του. But Mablung came and stared at the horrible figure of Glaurung lying dead and then looked at Turin with great sadness and his thoughts went to Hurin as he had seen him in Nirnaeth Arnoendiad and the terrible fate of his generation. Καθώς τα Ξωτικά στέκονταν εκεί, κατέβηκαν άντρες από το Νεν Γκίριθ για να δουν τον Δράκοντα, και όταν είδαν πώς τέλειωσε η ζωή τού Τούριν Τουράμπαρ θρήνησαν. As the Elves stood there, men came down from Nen Girith to see the Dragon, and when they saw how Túrin Turabar's life was ended they mourned. Και τα Ξωτικά, μαθαίνοντας επιτέλους την αιτία των όσων τους είπε ο Τούριν, φρικίασαν. And the Elves, learning at last the cause of what Túrin had told them, were horrified. Τότε ο Μάμπλουνγκ είπε πικρά: Then Mablung said bitterly:

“Αναμείχθηκα κι εγώ στην κατάρα των Παιδιών του Χούριν κι έτσι με λόγια σκότωσα κάποιον που αγαπούσα”. "I also got involved in the curse of the Hurin Children and so in words I killed someone I loved."

Τότε σήκωσαν τον Τούριν και είδαν ότι το σπαθί είχε γίνει κομμάτια. Then they lifted up Turin and saw that the sword had been torn to pieces. Έτσι αφανίστηκαν όλα όσα είχε. So everything he had was destroyed.

Με μόχθο πολλών χεριών μαζεύτηκαν ξύλα και στοιβάχτηκαν ψηλά και μια μεγάλη φωτιά άναψε και κατέστρεψε το πτώμα του Δράκοντα μέχρι που έμεινε μόνο μαύρη στάχτη και τα κόκαλά του συντρίφτηκαν και έγιναν σκόνη και το μέρος εκείνης της πυράς απόμεινε στο εξής πάντα γυμνό και άγονο. With the labor of many hands wood was gathered and piled high, and a great fire was kindled and consumed the corpse of the Dragon until only black ashes remained, and his bones were crushed to dust, and the place of that fire was henceforth ever bare and barren. Όμως τον Τούριν τον έθαψαν σ' έναν ψηλό τύμβο, εκεί όπου είχε πέσει, και τα κομμάτια του Γκούρθανγκ τα 'βαλαν δίπλα του. But Túrin was buried in a high mound where he had fallen, and the pieces of Gurthang were laid beside him. Και όταν όλα τέλειωσαν και οι τροβαδούροι των Ξωτικών και των Ανθρώπων θρήνησαν την ανδρεία του Τουράμπαρ και την ομορφιά της Νίνιελ, έφεραν μια μεγάλη γκρίζα πέτρα και την έστησαν πάνω στον τύμβο, και πάνω τα Ξωτικά σκάλισαν με τους Ρούνους του Ντόριαθ: And when all was done and the troubadours of Elves and Men mourned the prowess of Turabar and the beauty of Niniel, they brought a great gray stone and set it upon the mound, and upon it the Elves carved with the Runes of Doriath:

ΤΟΥΡΙΝ ΤΟΥΡΑΜΠΑΡ ΝΤΑΓΚΝΙΡ ΓΚΛΑΟΥΡΟΥΝΓΚΑ TURIN THURABAR DAGNIR GLAURUNGA

Και από κάτω έγραψαν: And underneath they wrote:

ΝΙΕΝΟΡ ΝΙΝΙΕΛ NIENOR NINIEL

Εκείνη όμως δεν ήταν εκεί, ούτε και ποτέ έγινε γνωστό πού την είχαν πάει τα κρύα νερά του Τέιγκλιν. But she was not there, nor was it ever known where the cold waters of Teiglin had taken her.

Εδώ τελειώνει η Ιστορία των Παιδιών του Χούριν, η μεγαλύτερη από όλες τις μπαλάντες του Μπελέριαντ. Here ends the Tale of the Children of Húrin, the greatest of all the ballads of Beleriand.

--

Μετά το θάνατο του Τούριν και της Νίνιελ ο Μόργκοθ ελευθέρωσε τον Χούριν από τη δουλεία για να προωθήσει το μοχθηρό σκοπό του. After the deaths of Turin and Niniel, Morgoth freed Hurin from slavery to further his evil purpose. Περιπλανώμενος ο Χούριν έφτασε στο Δάσος του Μπρέθιλ και ένα βράδυ ανέβηκε από τις Διαβάσεις του Τέιγκλιν στο σημείο της καύσης του Γκλάουρουνγκ και στη μεγάλη πέτρα που υψωνόταν στο χείλος του Κάμπεντ Ναεράμαρθ. Wandering Húrin came to the Forest of Brethil, and one night he ascended the Passes of Teiglin to the burning-place of Glaurung, and to the great stone that rose on the brink of Cambed Naeramarth. Για όσα έγιναν εκεί μιλούν τα παρακάτω. The following speaks about what happened there.

-- --

Ο Χούριν δεν κοίταξε την πέτρα γιατί ήξερε τι ήταν γραμμένο εκεί, και τα μάτια του είχαν δει ότι δεν ήταν μόνος. Hurin did not look at the stone because he knew what was written there, and his eyes had seen that he was not alone. Στη σκιά της πέτρας βρισκόταν μια φιγούρα γονατισμένη. In the shadow of the stone was a kneeling figure. Κάποιος περιπλανώμενος άστεγος, τσακισμένος από τα γηρατειά όπως φαίνεται, πολύ κουρασμένος για να δώσει σημασία στον ερχομό του. Some wandering homeless man, cracked with old age it seems, too tired to notice his coming. Όμως τα κουρέλια που φορούσε ήταν τα υπολείμματα γυναικείων ενδυμάτων. But the rags she wore were the remnants of women's clothing. Τελικά, καθώς ο Χούριν στεκόταν εκεί σιωπηλός, η γυναίκα έριξε πίσω την κουρελιασμένη κουκούλα της και σήκωσε αργά το πρόσωπό της, τσακισμένο και πεινασμένο σαν του λύκου που τον κυνηγούν καιρό. At last, as Hurin stood there in silence, the woman threw back her ragged hood and slowly raised her face, wrinkled and hungry like that of a long-hunted wolf. Τα μαλλιά της ήταν γκρίζα, με μύτη γαμψή και σπασμένα δόντια, και με αποσκελετωμένο χέρι έσφιξε το μανδύα στο στήθος της. Her hair was gray, with a crooked nose and broken teeth, and with a skeleton hand she clutched the cloak to her chest. Αλλά ξαφνικά τα μάτια της κοίταξαν μέσα στα δικά του και τότε ο Χούριν τη γνώρισε, γιατί, αν και ήταν αγριεμένα τώρα και γεμάτα φόβο, άστραφτε ακόμη μέσα τους ένα φως δύσκολο να το αντέξεις: το φως των Ξωτικών, που πριν από πολύν καιρό της είχε δώσει το όνομά της. But suddenly her eyes looked inside hers and then Hurin met her, because, although they were fierce now and full of fear, there was still a light shining in them that was hard to bear: the light of the Elves, which long ago had given her name. Έλεδγουεν, η πιο περήφανη από τις θνητές γυναίκες των παλαιών ημερών. Eledwen, the proudest of mortal women of old.

“Έλεδγουεν! “Elledwen! Έλεδγουεν!” φώναξε ο Χούριν κι αυτή σηκώθηκε και προχώρησε σκοντάφτοντας και την έπιασε στην αγκαλιά του. Eledwen!” Hurin called and she got up and stumbled forward and caught her in his arms.

“Ήρθες επιτέλους”, του είπε. "You finally came," she told him. “Περίμενα πολύν καιρό”. "I've been waiting a long time."

“Ήταν σκοτεινός ο δρόμος. "The road was dark. Ήρθα όπως μπορούσα”, απάντησε. "I came as best I could," he replied.

“Άργησες όμως”, του είπε, “και είναι πολύ αργά. "But you're late," she told him, "and it's too late. Χάθηκαν”. They were lost."

“Το ξέρω”, της είπε. "I know," he told her. “Εσύ όμως όχι”. "But not you".

“Κοντεύω κι εγώ”, του απάντησε, “Δε μου 'χει μείνει ίχνος αντοχής. "I'm getting close too", he replied, "I don't have a trace of endurance left." Θα φύγω μαζί με τον ήλιο. I will leave with the sun. Εκείνοι χάθηκαν”. They were lost. " Έσφιξε το μανδύα του. He tightened his cloak. “Λίγος χρόνος μένει”, είπε. "A little time remains," he said. “Αν ξέρεις, πες μου! "If you know, tell me! Πώς τον βρήκε εκείνη;” How did she find him? ”

Αλλά ο Χούριν δεν απάντησε και κάθισε δίπλα στην πέτρα με τη Μόργουεν στην αγκαλιά του. But Hurin did not answer and sat by the stone with Morwen in his arms. Και δεν ξαναμίλησαν. And they never spoke again. Ο ήλιος έδυσε και η Μόργουεν αναστέναξε κι έσφιξε το χέρι του κι ύστερα έμεινε ακούνητη. The sun set and Morwen sighed and shook his hand and then remained deaf. Και ο Χούριν κατάλαβε πως είχε πεθάνει. And Hurin knew that he was dead.