Τί Όπλα χρησιμοποιούσαν οι Πολεμιστές στην Αρχαία Ελλάδα; (Μέρος Β') | Αρχαία Ελληνική Ιστορία
Στο πρώτο μέρος του αφιερώματός μας για τον ατομικό οπλισμό των αρχαίων Ελλήνων μιλήσαμε για τα αμυντικά όπλα.
Μιλήσαμε για την ασπίδα, το κράνος και τον θώρακα που αποτελούσαν βασικά εξαρτήματα του αμυντικού οπλισμού
και αναφέραμε και κάποια πράγματα για τις περικνημίδες και τα περιτραχήλια
τα οποία συμπλήρωναν τον αμυντικό οπλισμό του πολεμιστή και την προστασία του σώματός του.
Καλώς ήρθατε στο κανάλι Alpha Ωmega.
Σε αυτό το βίντεο θα μιλήσουμε για τον επιθετικό οπλισμό των αρχαίων ελλήνων πολεμιστών.
Αν επισκέπτεσθε για πρώτη φορά το κανάλι μας μην ξεχάσετε να κάνετε Εγγραφή
και να πατήσετε στο εικονίδιο με το κουδούνι για να ειδοποιήστε κάθε φορά που ανεβάζουμε νέο βίντεο.
Τι λέτε πάμε να ξεκινήσουμε;
Τα επιθετικά όπλα του αρχαίου ελληνικού κόσμου διακρίνονταν σε δύο μεγάλες κατηγορίες.
Η πρώτη κατηγορία είναι τα αγχέμαχα, στην οποία κατατάσσονται το δόρυ, το ξίφος και το εγχειρίδιο.
Η δεύτερη κατηγορία είναι τα εκηβόλα όπλα. Εδώ συναντώνται το ακόντιο, το τόξο και η σφενδόνη.
Το κυρίως επιθετικό όπλο των αρχαίων ελληνικών χρόνων ήταν το δόρυ.
Το μήκος του κυμαινόταν από δύο έως δυόμισι μέτρα.
Εξαίρεση σε αυτό τον κανόνα αποτελούσε η μακεδονική σάρισα, που είχε μήκος πολύ μεγαλύτερο.
Είναι όπλο γνωστό όχι μόνο στους Έλληνες, αλλά σε πολλούς λαούς της αρχαιότητας.
Όπως και τα υπόλοιπα όπλα, έτσι και το δόρυ το γνωρίζουμε μέσα από την τέχνη καθώς απεικονίζεται σε πλήθος έργων.
Η άκρη που στρεφόταν προς την πλευρά του αντιπάλου είχε ως απόληξη μία μεταλλική αιχμή σε σχήμα φύλλου, η οποία είχε μήκος είκοσι έως τριάντα εκατοστά.
Στην άλλη άκρη, που στρεφόταν στην πλευρά του πολεμιστή που έφερε το δόρυ
έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος ώστε αυτό να στερεώνεται στο έδαφος.
Γι' αυτό το λόγο εκεί υπήρχε ο σταυρωτήρ ή στύραξ, δηλαδή μία αιχμή κατασκευασμένη από ορείχαλκο.
Αυτή την πλευρά χρησιμοποιούσαν επίσης για να αποτελειώσουν τους εχθρούς που είχαν πέσει
οι στρατιώτες που βρίσκονταν στις τελευταίες γραμμές της φάλαγγας, οι οποίοι κρατούσαν τό δόρυ στραμμένο προς τα πάνω.
Ακόμα έδινε μία ακόμη επιλογή χρήσης στις περιπτώσεις καταστροφής της λόγχης.
Το κοντάρι του δόρατος ήταν κάποιες φορές επενδεδυμένο με δέρμα στο σημείο της λαβής ώστε αυτή να είναι πιο στέρεη.
Οι πολεμιστές έφεραν προστατευτική θήκη εντός της οποίας τοποθετούσαν το δόρυ όταν δεν το χρησιμοποιούσαν.
Παραλλαγή του δόρατος που χρησιμοποιήθηκε από το μακεδονικό στρατό ήταν η σάρισσα.
Το μέγεθος της σάρισσας ήταν πολύ μεγαλύτερο.
Κατά τον Πολύβιο είχε μήκος 7,2 μέτρα, ενώ ο Πολύαινος αναφέρει ότι ήταν λίγο μεγαλύτερη, στα 7,4 μέτρα.
Τη σάρισσα πρόσθεσε στη φάλαγγα ο Φίλιππος Β' και η χρήση της συνεχίστηκε έως και το τέλος των ελληνιστικών χρόνων.
Το μεγάλο μήκος της σάρισσας κάποιες φορές αποτέλεσε μειονέκτημα,
αφού την έκανε αυτόματα πιο δύσχρηστη σε σχέση με το απλό δόρυ.
Το ξίφος χρησιμοποιούνταν κατά κόρον κατά τη διάρκεια του 10ου π.Χ. αιώνα ως επιθετικό όπλο από τους πολεμιστές που δεν διέθεταν δόρυ.
Το μήκος του τότε ήταν αρκετά μεγάλο.
Το ξίφος των οπλιτών είναι συνήθως μακρύ και αμφίστομο.
Το πάχος του ποικίλει. Το πιο πλατύ σημείο του ξίφους βρισκόταν στο μέσο της λεπίδας του.
Το χρησιμοποιούσαν για να κόψουν ή να τρυπήσουν τον αντίπαλο.
Με την πάροδο των ετών το μήκος του ξίφους σταδιακά μειώθηκε.
Ακόμη και τότε όμως το χρησιμοποιούσαν οι οπλίτες ως βοηθητικό όπλο
στην περίπτωση που είχαν χάσει ή για κάποιο λόγο δε μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το δόρυ τους.
Για το ξίφος υπήρχαν οι όροι άορ και φάσγανον.
Η λαβή του ξίφους συχνά έφερε διάκοσμο.
Στην εικόνα που βλέπετε απεικονίζεται λαβή ξίφους με διάκοσμο κεφαλής αετού.
Η λαβή αυτή βρέθηκε στην περιοχή της Δωδώνης και χρονολογείται γύρω στα 300 π.Χ.
Σήμερα φυλάσσεται στο αρχαιολογικό μουσείο των Ιωαννίνων.
Η παρακάτω εικόνα απεικονίζει ξίφος σιδερένιο με πτηνόμορφη λαβή.
Το μήκος του είναι 45 εκατοστά, ενώ η λεπίδα του έχει πλάτος 5 εκατοστά.
Χρονολογείται στους αρχαϊκούς χρόνους, στα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα και προέρχεται από την περιοχή της Σίνδου.
Σήμερα βρίσκεται στο αρχαιολογικό μουσείο της Θεσσαλονίκης.
Η λαβή του ξίφους μιμείται πτηνό με μακρύ λαιμό και γαμψό ράμφος.
Μαζί με τη λεπίδα αποτελούν ενιαίο έλασμα, το οποίο διαρθρώνεται σε δύο μέρη με το φυλακτήρα.
Το ξίφος έφερε επένδυση από ελεφαντόδοντο, ίχνη της οποίας διατηρούνται ακόμα και σήμερα.
Το ακόντιο παρουσίαζε αρκετές ομοιότητες με το δόρυ.
Χρησιμοποιούνταν ως πολεμικό όπλο ήδη από τον 7ο π.Χ. αιώνα.
Στις ομηρικές περιγραφές συχνά οι στρατιώτες χρησιμοποιούν το ακόντιο.
Το μήκος του ήταν μικρότερο σε σχέση με το δόρυ και κυμαινόταν από 1,35 έως 1,80 μέτρα και ήταν παράλληλα ελαφρύτερο.
Η αιχμή του ήταν πιο μικρή επίσης από αυτή του δόρατος.
Στη λαβή του πολλές φορές διέθετε ένα περιτύλιγμα από κορδόνι
ώστε να ενισχύεται η δύναμη και να είναι ικανό να φτάσει σε μεγαλύτερη απόσταση.
Οι πολεμιστές έπρεπε να έχουν εξασκηθεί στη ρίψη του ακοντίου
ώστε να μπορούν να το κατευθύνουν αρκετά μακριά αλλά και να πετύχουν ακριβή χτυπήματα.
Στην παρακάτω εικόνα παρουσιάζεται μία σιδερένια μορφή ακοντίου,
η οποία βρέθηκε στο Μακεδονικό τάφο του Φοίνικα στη Θεσσαλονίκη.
Χρονολογείται στα 334 – 323 π.Χ. και φαίνεται να προέρχεται από την επίχωση του σκάμματος και του δρόμου.
Το μήκος της είναι 0,12 μ. και η διάμετρος του αυλού 0,018 μ. Ο αυλός είναι κυλινδρικός και σώζεται ακέραιος.
Το τόξο είναι όπλο που συναντάται από αρχαιοτάτων χρόνων στην περιοχή της αρχαίας Ελλάδας και όχι μόνο.
Το υλικό που χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή του ήταν το ξύλο κρανιάς, υλικό σκληρό αλλά ταυτόχρονα ελαστικό.
Το όπλο αποτελούνταν από ένα στέλεχος καμπύλο, εύκαμπτο αλλά ισχυρό.
Η χορδή δενόταν στα δύο άκρα του στελέχους και ήταν φτιαγμένη από συνεστραμμένα έντερα ή νεύρα ζώων.
Τα βέλη ήταν στην πραγματικότητα μία μικρογραφία του ακοντίου και είχαν μήκος από 0,45 έως 0,60 μέτρα,
ενώ η αιχμή τους ήταν ορειχάλκινη ή σιδερένια.
Στην αντίθετη πλευρά του βέλους υπήρχε η γλυφίδα.
Οι πολεμιστές έφεραν ειδική θήκη με πώμα όπου τοποθετούσαν τα βέλη και ονομαζόταν φαρέτρα.
Η χωρητικότητα της φαρέτρας έφτανε τα είκοσι βέλη.
Η χρήση του τόξου επίσης απαιτούσε ιδιαίτερη προετοιμασία και εξάσκηση ώστε να αυξηθεί η ακρίβεια των χτυπημάτων.
Τέλος, όπλο πολύ απλής κατασκευής που συχνά χρησιμοποιούνταν στην αρχαία εποχή είναι η σφενδόνη.
Πρόκειται για το όπλο με το μεγαλύτερο βεληνεκές,
αν και υστερεί όσον αφορά την αποτελεσματικότητα και την ακρίβεια σκοπεύσεως.
Το όπλο χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον κατά τη μυκηναϊκή περίοδο.
Στους επόμενους αιώνες έπαψε να εμφανίζεται, ενώ επανήλθε στην αρχαϊκή εποχή.
Ήταν κατασκευασμένη από ένα κομμάτι δέρμα που έφερε ιμάντες δεμένους στα δύο του άκρα.
Ως βλήματα χρησιμοποιούσαν μικρές πέτρες.
Αργότερα οι πέτρες αντικαταστάθηκαν από ελλειψοειδείς σφαίρες κατασκευασμένες από άργιλο ή μέταλλο.
Συχνά χρησιμοποιούσαν το μόλυβδο γι' αυτό το σκοπό.
Η παρουσία της σφενδόνης πιστοποιείται από τα βλήματα που έχουν ανακαλυφθεί,
καθώς και κάποιες, σπάνιες ομολογουμένως, απεικονίσεις της στην τέχνη.
Ο χειριστής της σφενδόνης αφού τοποθετούσε το βλήμα στο κέντρο του δέρματος
και κρατούσε με το χέρι του τους δύο ιμάντες από τα άκρα, τον ένα μάλιστα σταθερότερα,
περιέστρεφε με ταχύτητα τη σφενδόνη.
Σε μία στιγμή άφηνε απότομα τον ιμάντα που κρατούσε χαλαρότερα, οπότε το βλήμα ελευθερώνονταν,
καθώς άνοιγε το διπλωμένο ως τότε δέρμα και εκσφενδονιζόταν με ταχύτητα προς την κατεύθυνση σκόπευσης.
Για την καλύτερη χρήση του όπλου απαιτούνταν η εξάσκηση του χειριστή και η καλή μυϊκή του δύναμη.