Τριήρης, ο Πρωταγωνιστής του Αρχαίου Ελληνικού Ναυτικού
Η τριήρης υπήρξε το πλοίο που πρωταγωνίστησε στις ναυμαχίες κατά την κλασσική περίοδο
και υμνήθηκε τόσο για την ομορφιά όσο και για την πολεμική του ισχύ.
Ναυπηγήθηκε περί τα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. από τον περίφημο Κορίνθιο ναυπηγό Αμεινοκλή.
Αν και οι πρώτοι που ναυπήγησαν τριήρεις ήταν οι Κορίνθιοι, εντούτοις, ήταν οι Αθηναίοι εκείνοι που έφθασαν στο αποκορύφωμα της ναυπηγικής τους τέχνης,
σε συνδυασμό με την αισθητική, ώστε να θεωρούνται οι αθηναϊκές τριήρεις ως οι πιο όμορφες.
Καλώς ήρθατε στο κανάλι Alpha Ωmega.
Σε αυτό το βίντεο θα μιλήσουμε για την Τριήρη, το πολεμικό πλοίο των αρχαίων Ελλήνων που πρωταγωνίστησε στις ναυμαχίες εναντίον των Περσών,
με αποκορύφωμα τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, τη μεγαλύτερη ναυτική σύρραξη με τριήρεις.
Πηγή για το αφιέρωμά μας αποτέλεσε η αρθρογραφία καθώς και ένα εξαιρετικό βιβλίο της συγγραφέως και ερευνήτριας ναυτικής Ιστορίας,
Κρίστυ Εμίλιο Ιωαννίδου, την οποία έχουμε την τιμή να γνωρίζουμε προσωπικά.
Το βιβλίο έχει τίτλο "ΤΡΙΗΡΗΣ - Τακτική και Επιχειρησιακό Περιβάλλον στην Αρχαία Ελλάδα"
και μπορείτε να το προμηθευτείτε από διάφορους ιστοτόπους και φυσικά σημεία πώλησης.
Σχετικούς συνδέσμους θα βρείτε στην περιγραφή του παρόντος αφιερώματος.
Αν επισκέπτεσθε για πρώτη φορά το κανάλι μας μην ξεχάσετε να κάνετε Εγγραφή
και να πατήσετε στο εικονίδιο με το κουδούνι για να ειδοποιήστε κάθε φορά που ανεβάζουμε νέο βίντεο.
Τι λέτε πάμε να ξεκινήσουμε;
Η τυπική οργανική σύνθεση του πληρώματος στα πλοία της αρχαίας Ελλάδας αποτελείτο από τον κυβερνήτη,
τον πρωρέα (δηλαδή τον υποπλοίαρχο), τους ναύτες και τους κωπηλάτες.
Πολλές φορές εν πλω επέβαιναν οι πλοιοκτήτες ή οι ναυλωτές.
Στα πολεμικά σκάφη υπήρχαν επίσης και αξιωματικοί, υπαξιωματικοί, καθώς και μάχιμα πληρώματα.
Το πλήρωμα της τριήρους αποτελείτο από 200 άτομα ήτοι τους ερέτες, δηλαδή τους κωπηλάτες,
το πλήρωμα καταστρώματος και την στρατιωτική δύναμη που επέβαινε σε αυτήν.
Το κυρίως πλήρωμα καθώς και την κινητήρια δύναμή της τριήρους αποτελούσαν οι 170 κωπηλάτες της.
Οι κωπηλάτες, όπως προαναφέραμε, ονομάζονταν και ερέτες από το ρήμα 'ερέσσω' που σημαίνει ‘κωπηλατώ'.
Οι ερέτες ήταν ελεύθεροι πολίτες οι οποίοι με άριστο συντονισμό κατάφερναν να κάνουν απίθανους ελιγμούς.
Διαιρούντο σε τρείς κατηγορίες, ανάλογα με τις θέσεις στις οποίες κάθονταν.
Οι ερέτες στο κατώτατο διάζωμα ονομάζονταν θαλαμίτες και ήταν 27 από κάθε πλευρά.
Χειρίζονταν τις θαλάμιες κώπες οι οποίες απείχαν 40 εκατοστά πάνω από την ίσαλο γραμμή.
Στο μέσο διάζωμα, στα «ζυγά» του σκάφους, ονομάζονταν ζυγίτες και ήταν επίσης 27 από κάθε πλευρά.
Χειρίζονταν τις ζύγιες κώπες οι οποίες ήταν υψηλότερα από την επιφάνεια της θαλάσσης (1 μέτρο πάνω από την ίσαλο γραμμή).
Τέλος, οι θρανίτες που ήταν 31 σε κάθε πλευρά, χειρίζονταν τις θρανίτιδες κώπες οι οποίες απείχαν 1,60 μ. από την ίσαλο γραμμή.
Τα πιο μακριά και βαριά κουπιά ήταν προς το κέντρο του πλοίου (4.65μ)
σε αντίθεση με εκείνα που βρίσκονταν στην πλώρη και στην πρύμνη (4.41 μ.).
Η διάταξη των κουπιών σε σχέση με τα σέλματα των κωπηλατών, ήταν κλιμακωτή τόσο κατά το μήκος των πλευρών όσο και κατά το πλάτος.
Επικεφαλής ήταν ο τριήραρχος, ο οποίος είχε το γενικό πρόσταγμα και κάλυπτε τα έξοδα της συντηρήσεως του πλοίου.
Ακολουθούσε ο κυβερνήτης ο οποίος ασκούσε καθήκοντα συγχρόνου πλοιάρχου,
δηλαδή ήταν υπεύθυνος για την καλή διοίκηση του πλοίου και την ασφάλεια αυτού, του φορτίου,
των επιβαινόντων, καθώς και για την τήρηση της τάξεως.
Είχε ιδιαίτερη μόρφωση και γνώσεις ώστε να κυβερνά αυτοπροσώπως το σκάφος.
Ο πρωρεύς, ή πρωράτης, ήταν αξιωματικός της πλώρης.
Ήταν επίσης ο άμεσος συνεργάτης του πλοιάρχου για κάθε τι που αφορούσε το πλοίο, τους επιβαίνοντες και το φορτίο.
Ο κελευστής ήταν ο προγυμναστής των πληρωμάτων και ο υπεύθυνος για την πειθαρχία τους.
Έδιδε τον ρυθμό της ειρεσίας, της κωπηλασίας, συνήθως τραγουδιστά,
ενώ υπήρχε και ο τριηραύλης, ο οποίος συνόδευε τον κελευστή με τον αυλό του.
Σε περιόδους ειρήνης τα τραγούδια των ερετών ήταν πολύ μελωδικά με αποτέλεσμα ένα κωπήλατο σκάφος
να δημιουργεί κατά το πέρασμά του ευχάριστα συναισθήματα σε όσους τα άκουγαν.
Αντίθετα σε περιπτώσεις ναυμαχίας, όπου ο θόρυβος από τις κραυγές και τα χτυπήματα δεν επέτρεπε στους κελευστές να ακούγονται,
οι εντολές, πολλές φορές, δίδονταν με στριγκλιές ή κραυγές.
Ο πεντηκόνταρχος ήταν επικεφαλής των πληρωμάτων την εποχή της πεντηκοντόρου.
Αργότερα ανέλαβε καθήκοντα ταμία.
Ο τοίχαρχος (τοίχος + άρχω) ήταν ο αξιωματικός ο οποίος ήταν επίσης υπεύθυνος για την ειρεσία.
Συγκεκριμένα επόπτευε τους άνδρες μιας συγκεκριμένης τοιχαρχίας, αριστερής ή της δεξιάς.
Οι επιβάτες στην αρχαιότητα ήσαν τοξότες, οπλίτες, πελταστές,
ακοντιστές και γενικά όσοι δεν ασκούσαν υπηρεσία κωπηλάτου ή ναύτου.
Οι τοξότες αποτελούσαν την σωματοφυλακή του τριηράρχου και του κυβερνήτου κατά την διάρκεια της ναυμαχίας.
Οι ναύτες ήταν επιφορτισμένοι με τις εργασίες συντηρήσεως και καθαρισμού σκάφους, με τον χειρισμό των ιστίων
ενώ βοηθούσαν σε πολλές υπηρεσίες και πολλές φορές έκαναν χρήση όπλων.
Δούλοι δεν ναυτολογούνταν υπό κανονικές συνθήκες.
Σε περιόδους εκστρατειών ή αναγκών, προκειμένου να καλύψουν τον απαιτούμενο αριθμό των πληρωμάτων,
ο δούλος τύγχανε ιδίας αντιμετωπίσεως με το υπόλοιπο πλήρωμα (εκπαιδευόταν κι έπαιρνε κανονικό μισθό).
Οι εκπαιδεύσεις δεν περιορίζονταν στις ακριβείς αρμοδιότητες του κάθε μέλους του πληρώματος,
αλλά υπήρχε μία ευρύτερη γνώση.
Έτσι πολλές φορές συναντούμε σε κείμενα ερέτες, οι οποίοι είχαν την ικανότητα επίσης να πολεμούν με όπλα.
Ο μισθός και η μισθοδοσία είναι λέξεις αρχαίες ελληνικές και το πλήρωμα πληρώνονταν για τις υπηρεσίες του.
Ο μισθός παρείχετο από το κράτος και ήταν ανάλογος με την θέση, τον βαθμό που είχε ο ναυτικός.
Η κωπηλασία στην τριήρη, ήταν έργο επίπονο που απαιτούσε μυϊκή δύναμη, μεγάλη αντοχή και εξαιρετικό συντονισμό.
Για τον ανακουφισμό των γλουτών, υπήρχε το 'υπηρέσιον', ένα ατομικό μαξιλάρι πάνω στο οποίο κάθονταν οι ερέτες.
Το υπηρέσιον , το κουπί και ο τροπός (δερμάτινος ιμάντας ο οποίος στήριζε την κώπη επάνω στο σκαλμό)
ήταν συνήθως ατομικά εξαρτήματα του κάθε ερέτου, ο οποίος είχε την ευθύνη να τα φυλάττει στην οικία του και να τα διατηρεί σε καλή κατάσταση.
Η τριήρης έδειχνε την υπεροχή της στην ναυμαχία κυρίως γιατί ως σκάφος ήταν ελαφρύ,
γεγονός που επέτρεπε να εκτελεί θαυμάσιους ελιγμούς, αλλά και να διευκολύνει την γρήγορη ανέλκυση και καθέλκυσή του, όπως και γιατί ήταν ταχύτατο.
Όμως, εκείνο το επιχειρησιακό γνώρισμα που χάρισε την ιδιότητα να θεωρείται το ίδιο το πλοίο ως όπλο, ήταν το έμβολο.
Πρόκειται για μια μυτερή προεξοχή επενδεδυμένη με χαλκό, η οποία βρισκόταν στην πλώρη, λίγο πιο κάτω από την ίσαλο γραμμή.
Με αυτό η τριήρης εμβόλιζε το εχθρικό πλοίο, τρυπώντας τη γάστρα, προκαλώντας σοβαρές ζημιές.
Θα πρέπει να διασαφηνίσουμε ότι το έμβολο δεν ήταν εξάρτημα
αλλά οργανικό τμήμα του σκάφους το οποίο δεν κινδύνευε να αποσπασθεί κατά την ανάκρουση.
Για να σχηματίσουν οι ναυπηγοί το έμβολο, προέκτειναν την στείρα στο κάτω μέρος με χονδρά οριζόντια δοκάρια,
στο επίπεδο της ισάλου δημιουργώντας έτσι μια αιχμή.
Αυτό βοηθούσε και στον κλονισμό, κατά τον εμβολισμό, ο οποίος μοιραζόταν πάνω στο πλοίο ακτινωτά και κατά το διάμηκες.
Έτσι το πλοίο, κατά τον εμβολισμό υπέφερε λιγότερο και δεν κινδύνευε να διαλυθεί.
Ο εμβολισμός δεν ήταν τυχαία κίνηση, απαιτούσε δεξιοτεχνία.
Αν εκτελείτο με μεγάλη ταχύτητα και ορμή τότε το σκάφος που επιτίθετο κινδύνευε να κολλήσει στο εχθρικό
και στην ουσία να αχρηστευτούν και τα δύο σκάφη.
Σε αυτήν την περίπτωση το μόνο που μπορούσε να συμβεί – αν δεν βυθίζονταν τα σκάφη - ήταν η πεζομαχία.
Για τον λόγο αυτό το ενδεχόμενο να «κολλήσουν» δύο σκάφη μετά από εμβολισμό,
καταλογιζόταν ως αποτέλεσμα αδεξιότητας των κυβερνητών και υπήρχαν σαφείς εντολές αποφυγής της.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι η κατασκευή της τριήρους ήταν τέτοια,
ώστε να επιτρέπει την αλλαγή ρόλου σε βοηθητικό πλοίο, κατά τη διάρκεια μιας ναυτικής εκστρατείας.
Για παράδειγμα μπορούσε να μετατραπεί σε οπλιταγωγό και να μεταφέρει 160 οπλίτες
ή να γίνει ιππαγωγό σκάφος ικανό να μεταφέρει 30 ίππους με τους ιππείς τους και τις εξαρτήσεις τους.
Η τριήρης υπήρξε το βασικότερο πολεμικό πλοίο στην Μεσόγειο
μέχρι την τελική καταστροφή της Αθηναϊκής ναυτικής ισχύος στην ναυμαχία της Αμοργού (322 π.Χ.),
ενώ από την εποχή της εν λόγω ναυμαχίας μέχρι την ναυμαχία στο Άκτιο (31 π.Χ.) σταδιακά επεκράτησε η πεντήρης.
Η εφεύρεση της πεντήρους υπήρξε το καθοριστικό βήμα για την ναυπηγική εξέλιξη πλοίων τεραστίου για την εποχή μεγέθους και εκτοπίσματος.
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους αφορούσε πλέον τον χειρισμό ενός μεγάλου κουπιού από πολλούς ερέτες.
Ιδιαίτερα κατά την ελληνιστική περίοδο, μεγαλύτερα και βαρύτερα σκάφη έκαναν την εμφάνισή τους στα ελληνικά ύδατα.
Η ταχύτητα και η δεξιοτεχνία είχαν αποκτήσει μικρότερη σημασία.
Η εξέλιξη αυτή υπήρξε απόρροια της αλλαγής του επιχειρησιακού ρόλου (λόγω των αναγκών της εποχής)
διότι πλέον το κύριο όπλο για τη διεξαγωγή μιας ναυμαχίας δεν ήταν πια το ίδιο το σκάφος με το έμβολο,
αλλά τα διάφορα όπλα που μετέφερε για την προσβολή του αντιπάλου από απόσταση
(μηχανήματα λιθοβολίας, σιδερένιες αρπάγες, καταπέλτες κ.ο.κ.).
Τη συγκεκριμένη περίοδο η ναυτική τακτική έμπαινε διακριτικά στο περιθώριο,
αφού η τέχνη του να τάσσονται τα πλοία προς μάχη με κύριο όπλο το ίδιο το πλοίο δεν λάμβανε χώρα.
Τα σκήπτρα έπαιρναν τα διάφορα «τεχνάσματα», που αφορούσαν στην χρήση εκηβόλων όπλων προσβολής,
τα οποία απλώς μετέφερε επάνω του το ίδιο το πλοίο.