×

Używamy ciasteczek, aby ulepszyć LingQ. Odwiedzając stronę wyrażasz zgodę na nasze polityka Cookie.


image

Conan Doyle, A. - Το Σημάδι Των Τεσσάρων, 10. Το τέλος του Νησιώτη (2)

10. Το τέλος του Νησιώτη (2)

«Ναι, είναι ο μικρός σου,» αναφώνησα. «Τον βλέπω ξεκάθαρα.»

«Και να κι η Χαραυγή,» φώναξε ο Χολμς, «και τρέχει σαν το διάολο! Πρόσω ολοταχώς, μηχανικέ. Ακολούθησε την λάντσα με το κίτρινο φως. Μα τους ουρανούς, δεν θα με συγχωρήσω αν καταφέρει να μας ξεγλιστρήσει!»

Είχε γλιστρήσει αθέατη από την έξοδο της μάντρας και περάσει δυο τρία μικρά σκάφη, έτσι που είχε πιάσει καλή ταχύτητα μέχρι να τη δούμε. Τώρα, πέταγε κατεβαίνοντας την κοίτη, κοντά στην όχθη, ταξιδεύοντας με φοβερή ταχύτητα. Ο Τζόουνς την κοίταξε σοβαρά και κούνησε το κεφάλι του.

«Είναι πολύ γρήγορη,» είπε. «Αμφιβάλω αν την προλάβουμε.»

«Πρέπει να την προλάβουμε!» φώναξε ο Χολμς μέσα απ' τα δόντια του. «Φουλάρετε το θερμαστές! Κάντε το να δώσει ότι μπορεί! Ακόμη κι αν χρειαστεί να κάψουμε το σκάφος για να τους πιάσουμε!»

Βρισκόμασταν στο κατόπι της πλέον. Οι λέβητες μούγκριζαν, και οι πανίσχυρες μηχανές σφύριζαν και χτυπούσαν σαν μια πελώρια μεταλλική καρδιά. Η αιχμηρή, κοφτή πλώρη έσχιζε το στάσιμο ποταμίσιο νερό κι έστελνε δυο κύματα που εξαπλώνονταν δεξιά κι αριστερά μας. Με κάθε παλμό των μηχανών εκτινασσόμασταν και ανατριχιάζαμε σαν κάτι ζωντανό. Μια μεγάλη κίτρινη λάμπα στην πλώρη μας έριχνε ένα μακρύ, τρεμάμενο κώνο από φως μπροστά μας. Ίσια εμπρός μια σκοτεινή σκιά πάνω στο νερό μας έδειχνε που βρισκόταν η Χαραυγή, και το ξεδίπλωμα του λευκού αφρού πίσω της φανέρωνε τον ρυθμό με τον οποίο ταξίδευε. Προσπερνούσαμε ταχύτατα μαούνες, ατμόπλοια, εμπορικά, μέσα κι έξω, πίσω από το ένα και γύρω από το άλλο. Φωνές μας χαιρέτισαν μέσα από το σκοτάδι, μα ακόμη η Χαραυγή έτρεχε σαν αστραπή, κι ακόμη ακολουθούσαμε από κοντά τα ίχνη της.

«Ρίξτε κι άλλο, άντρες, ρίξτε κι άλλο!» φώναξε ο Χολμς, κοιτώντας προς το μηχανοστάσιο, ενώ μια αγριεμένη λάμψη από κάτω έπεφτε πάνω στο ανυπόμονο, αετήσιο πρόσωπο του. «Δώστε και την παραμικρή πίεση που μπορείτε.»

«Νομίζω πως κάτι κάναμε,» είπε ο Τζόουνς με τα μάτια του στη Χαραυγή.

«Είμαι βέβαιος,» είπα εγώ. «Θα την προφτάσουμε σε λίγα λεπτά.»

Εκείνη τη στιγμή, ωστόσο, όπως τα κανόνισε η κακή μας τύχη, ένα ρυμουλκό με τρεις μαούνες στην σειρά μπήκαν ανάμεσα μας. Μόνο από ένα απότομο κόψιμο του πηδαλίου καταφέραμε να αποφύγουμε την σύγκρουση, και πριν μπορέσουμε να τους περάσουμε και να συνεχίσουμε το δρόμο μας η Χαραυγή είχε κερδίσει κάπου άλλα διακόσια μέτρα. Έπλεε σταθερά, ωστόσο, σε καλή θέα, και το μουντό, αβέβαιο μισόφωτο ξεκαθάριζε σε μια καθάρια ξάστερη νύχτα. Οι λέβητες μας ήταν πιεσμένοι στα όρια τους, και το λεπτό σκάφος τρανταζόταν κι έτριζε με την αγριεμένη ορμή που μας έσπρωχνε. Είχαμε περάσει βιαστικά την ποταμολίμνη, το λιμάνι της Δυτικής Ινδίας, κατεβήκαμε το μακρύ κόλπο του Ντέπτφορντ, και πάλι πίσω πάνω περνώντας την Νήσο των Σκύλων. Το θαμπό περίγραμμα εμπρός μας ξεκαθάρισε πλέον στην αέρινη Χαραυγή. Ο Τζόουνς έστρεψε το φανάρι μας πάνω της ώστε να βλέπουμε τις φιγούρες πάνω της. Ένας άντρας στεκόταν στην πλώρη, με κάτι μαύρο ανάμεσα στα πόδια του, πάνω στο οποίο ήταν σκυμμένος. Πλάι του αναπαυόταν μια σκούρα μάζα, κάτι που έμοιαζε με σκύλο της Νέας Γης. Το αγόρι κρατούσε τη λαγουδέρα ενώ ενάντια στην κόκκινη ανταύγεια από τον κλίβανο έβλεπα το γερο Σμιθ γυμνό ως τη μέση, να φτυαρίζει κάρβουνα σα να παιζόταν η ζωή του. Ίσως να είχαν κάποιες αμφιβολίες αρχικά σχετικά με το αν πράγματι τους καταδιώκαμε, όμως πλέον καθώς ακολουθούσαμε κάθε στροφή και κάθε γύρισμα που έκαναν δεν ετίθετο κανένα ζήτημα. Στο Γρήνουιτς βρισκόμασταν κάπου τριακόσια βήματα πίσω τους. Στο Μπλακγουώλ δεν θα ήμασταν περισσότερο από διακόσια πενήντα. Είχα ταξιδέψει με πολλά πλάσματα σε πολλές χώρες κατά την διάρκεια της ποικίλης καριέρας, μα ποτέ κάποιο σπορ δεν μου χάρισε μια τόσο έντονη έξαψη όσο αυτό το ξέφρενο, γοργό ανθρωποκυνηγητό μέσα στον Τάμεση. Σταθερά τραβηχτήκαμε πλησιέστερα τους, μέτρο το μέτρο. Στη σιωπή της νύχτας ακούγαμε το ξεφύσημα και τα τριζοβολήματα της μηχανής τους. Ο άντρα στην πλώρη ακόμη σκυμμένος πάνω στο κατάστρωμα, με τα χέρια να κινούνται σα να ήταν απασχολημένος, ενώ που και που θα κοίταζε πάνω και θα μετρούσε με μια ματιά την απόσταση που μας χώριζε. Όλο και κοντύτερα. Ο Τζόουνς τους φώναξε να σταματήσουν. Δεν βρισκόμασταν περισσότερο από τέσσερα μήκη σκάφους πίσω τους, και τα δυο σκάφη πέταγαν σε έναν τρομερό ρυθμό. Επρόκειτο για μια καθαρή καμπή του ποταμού, με το Μπάρκινγκ Λέβελ επί της μιας πλευράς και το μελαγχολικό Πλάμστεντ Μάρσης επί της άλλης. Στο κάλεσμα μας ο άντρας στην πλώρη τινάχτηκε πάνω και κούνησε τις σφιγμένες του γροθιές προς το μέρος μας, βρίζοντας τους πάντες με μια ψηλή, τσακισμένη φωνή. Ήταν ένας καλού μεγέθους, δυνατός άντρας, και καθώς στεκόταν στητός με τα πόδια απλωμένα διέκρινα πως από το μηρό και κάτω υπήρχε μόνο ένα ξύλινο κολόβωμα επί της αριστερής πλευράς. Στο ήχο των στριγκών, θυμωμένων κραυγών του, υπήρξε κάποια κίνηση από τον άμορφο σωρό πάνω στο κατάστρωμα. Ίσιωσε σε ένα μικρόσωμο μαύρο άντρα —τον μικρότερα που είχε δει ποτέ— με ένα μεγάλο, παραμορφωμένο κεφάλι και μια θημωνιά από ανακατεμένα, ξεχτένιστα μαλλιά. Ο Χολμς είχε ήδη τραβήξει το περίστροφο του, κι εγώ τίναξα έξω το δικό μου στη θέα του αγρίου, παραμορφωμένου πλάσματος. Ήταν τυλιγμένος με κάποιου είδους μαύρης χλαίνης ή κουβέρτας, η οποία άφηνε μόνο το πρόσωπο του εκτεθειμένο, όμως αυτό το πρόσωπο αρκούσε για να δώσει σε κάποιον μια άγρυπνη νύχτα. Ποτέ μου δεν αντίκρισα χαρακτηριστικά τόσο βαθιά σημαδεμένα από θηριωδία και μοχθηρία. Τα μικρά του μάτια έλαμπαν και φλέγονταν από ένα ζοφερό φως, και τα χοντρά του χείλη ήταν τραβηγμένα πίσω από τα δόντια του. Τα οποία χαμογελούσαν και κροτάλισαν με μια μερικώς ζωώδη οργή.

«Πυροβόλησε αν σηκώσει το χέρι του,» είπε ο Χολμς ήρεμα.

Βρισκόμασταν σε απόσταση ενός μήκους σκάφους πλέον, και σχεδόν σε απόσταση αγγίγματος από το θήραμα μας. Έβλεπα τους δυο τους πλέον καθώς στέκονταν, το λευκό άντρα με τα απλωμένα πόδια, στριγκλίζοντας κατάρες και τον ανίερο νάνο με το απεχθές πρόσωπο, και τα δυνατά κίτρινα δόντια να τρίζουν προς το μέρος μας στο φως της λάμπας.

Ήταν καλό το ότι είχαμε μια τόσο καθαρή άποψη του. Ακόμη και καθώς κοιτάζαμε τράβηξε απότομα έξω από το σκέπασμα του ένα κοντό, στρογγυλό κομμάτι ξύλου, σα σχολικό χάρακα, και το ‘χωσε στα χείλη του. Τα πιστόλια μας ήχησαν συγχρόνως. Στριφογύρισε, τίναξε τα χέρια του πάνω και, με ένα είδος πνιχτού βήχα, έπεσε με το πλάι μες την κοίτη. Πρόλαβα και έριξα μια ματιά επί των δηλητηριωδών, απειλητικών ματιών του καταμεσής του λευκού στροβίλου των νερών. Την ίδια στιγμή ο ξυλοπόδαρος ρίχτηκε πάνω στη λαγουδέρα και την κατέβασε έτσι ώστε το πλοίο έβαλε πλώρη για τη νότια όχθη, ενώ εμείς προσπεράσαμε την πρύμνη του, μόλις λίγα μέτρα μακρύτερα. Είχαμε στραφεί κι ήμασταν πίσω του στην στιγμή, όμως είχε φτάσει ήδη στην όχθη. Επρόκειτο για ένα τραχύ και ερημικό μέρος, όπου το φεγγάρι λαμπύριζε πάνω από μια πλατιά έκταση βαλτώδους γης, με λίμνες στάσιμου νερού και κοίτες φθίνουσας βλάστησης. Η λάντσα, με ένα μουντό βρόντο, ανέβηκε πάνω στη λασπώδη όχθη, με την πλώρη της στον αέρα και την πρύμνη της να γεμίζει νερό. Ο φυγάς τινάχτηκε έξω, αλλά το κολόβωμα του στη στιγμή βυθίστηκε καθ' όλο το μήκος του μέσα στο μουλιασμένο έδαφος. Μάταια αγωνίστηκε και πάλεψε. Ούτε ένα βήμα δεν μπορούσε να κάνει είτε μπρος είτε πίσω. Φώναξε με ανήμπορη οργή και κλώτσησε μανιασμένα τη λάσπη με το άλλο του πόδι, αλλά τα τινάγματα του μονάχα έχωναν το ξύλινο πόδι βαθύτερα μέσα στην όχθη. Όταν φέραμε τη λάντσα μας στο πλάι ήταν τόσο γερά αγκυρωμένος ώστε μόνο πετώντας την άκρη ενός σκοινιού γύρω από τους ώμους του μπορέσαμε να τον τραβήξουμε και να τον σύρουμε, σαν κάποιο μοχθηρό ψάρι, στο πλάι μας. Οι δυο Σμιθ, πατέρας και γιος, κάθονταν σκυθρωπά στην λάντσα τους αλλά ανέβηκαν στο σκάφος μας αρκετά πειθήνια όταν διατάχθηκαν. Τραβήξαμε τη Χαραυγή και τη δέσαμε στην πρύμνη μας. Ένα συμπαγές σιδερένιο κουτί Ινδικής κατασκευής βρισκόταν πάνω στο κατάστρωμα.

Αυτό, δεν ετίθετο ζήτημα, ήταν το ίδιο το οποίο περιείχε τον κακορίζικο θησαυρό των Σόλτο. Δεν υπήρχε κλειδί, αλλά είχε σημαντικό βάρος, έτσι το μεταφέραμε προσεκτικά στην μικρή μας καμπίνα. Καθώς βάλαμε πλώρη προς τα πάνω στην κοίτη ξανά, φωτίσαμε με τα φανάρια μας προς κάθε κατεύθυνση, όμως δεν υπήρχε ίχνος του Νησιώτη. Κάπου στην μαύρη λάσπη στον πάτο του Τάμεση αναπαύονται τα οστά εκείνου του παράξενου ταξιδιώτη στις ακτές μας.

«Δες εδώ,» είπε ο Χολμς, δείχνοντας το ξύλινο κουβούσι. «Μόλις και μετά βίας προλάβαμε με τα πιστόλια μας.» Εκεί, μετά βεβαιότητας, μόλις πίσω από το σημείο που στεκόμασταν, είχε καρφωθεί ένα από εκείνα τα δολοφονικά βέλη τα οποία γνωρίζαμε τόσο καλά. Θα έπρεπε να είχε περάσει ανάμεσα μας την στιγμή που πυροβολήσαμε. Ο Χολμς χαμογέλασε σε αυτό κι ανασήκωσε τους ώμους του κατά τον άνετο τρόπο του, όμως ομολογώ πως με αρρώστησε να σκέφτομαι το φρικτό θάνατο που είχε περάσει τόσο κοντά μας αυτή τη νύχτα.

10. Το τέλος του Νησιώτη (2) 10\. The End of the Islander (2)

«Ναι, είναι ο μικρός σου,» αναφώνησα. "Yes, it's your little one," I exclaimed. «Τον βλέπω ξεκάθαρα.» "I see him clearly."

«Και να κι η Χαραυγή,» φώναξε ο Χολμς, «και τρέχει σαν το διάολο! "And here's Dawn," cried Holmes, "and she's running like hell! Πρόσω ολοταχώς, μηχανικέ. Full speed ahead, mechanic. Ακολούθησε την λάντσα με το κίτρινο φως. Follow the lance with the yellow light. Μα τους ουρανούς, δεν θα με συγχωρήσω αν καταφέρει να μας ξεγλιστρήσει!» But heavens, I won't be forgiven if he manages to slip us away!'

Είχε γλιστρήσει αθέατη από την έξοδο της μάντρας και περάσει δυο τρία μικρά σκάφη, έτσι που είχε πιάσει καλή ταχύτητα μέχρι να τη δούμε. She had slipped out of the paddock unseen and passed two or three small boats, so that she had made good speed by the time we saw her. Τώρα, πέταγε κατεβαίνοντας την κοίτη, κοντά στην όχθη, ταξιδεύοντας με φοβερή ταχύτητα. Ο Τζόουνς την κοίταξε σοβαρά και κούνησε το κεφάλι του. Jones looked at her seriously and shook his head.

«Είναι πολύ γρήγορη,» είπε. «Αμφιβάλω αν την προλάβουμε.» "I doubt we'll catch her."

«Πρέπει να την προλάβουμε!» φώναξε ο Χολμς μέσα απ' τα δόντια του. "We have to catch up with her!" cried Holmes through his teeth. «Φουλάρετε το θερμαστές! "Put on the heaters! Κάντε το να δώσει ότι μπορεί! Make it give its best! Ακόμη κι αν χρειαστεί να κάψουμε το σκάφος για να τους πιάσουμε!» Even if we have to burn the boat to catch them!”

Βρισκόμασταν στο κατόπι της πλέον. We were right behind her now. Οι λέβητες μούγκριζαν, και οι πανίσχυρες μηχανές σφύριζαν και χτυπούσαν σαν μια πελώρια μεταλλική καρδιά. The boilers roared, and the mighty engines hissed and beat like a great metal heart. Η αιχμηρή, κοφτή πλώρη έσχιζε το στάσιμο ποταμίσιο νερό κι έστελνε δυο κύματα που εξαπλώνονταν δεξιά κι αριστερά μας. The sharp, sharp bow tore through the stagnant river water and sent two waves spreading to our right and left. Με κάθε παλμό των μηχανών εκτινασσόμασταν και ανατριχιάζαμε σαν κάτι ζωντανό. With every pulse of the engines we jumped and shuddered like something alive. Μια μεγάλη κίτρινη λάμπα στην πλώρη μας έριχνε ένα μακρύ, τρεμάμενο κώνο από φως μπροστά μας. Ίσια εμπρός μια σκοτεινή σκιά πάνω στο νερό μας έδειχνε που βρισκόταν η Χαραυγή, και το ξεδίπλωμα του λευκού αφρού πίσω της φανέρωνε τον ρυθμό με τον οποίο ταξίδευε. Straight ahead a dark shadow on the water showed us where the Dawn was, and the unfolding of the white foam behind her showed the pace at which she was traveling. Προσπερνούσαμε ταχύτατα μαούνες, ατμόπλοια, εμπορικά, μέσα κι έξω, πίσω από το ένα και γύρω από το άλλο. We were speeding past barges, steamers, merchantmen, in and out, behind one and around the other. Φωνές μας χαιρέτισαν μέσα από το σκοτάδι, μα ακόμη η Χαραυγή έτρεχε σαν αστραπή, κι ακόμη ακολουθούσαμε από κοντά τα ίχνη της. Voices greeted us through the darkness, but still Haravgi ran like lightning, and still we followed closely in her tracks.

«Ρίξτε κι άλλο, άντρες, ρίξτε κι άλλο!» φώναξε ο Χολμς, κοιτώντας προς το μηχανοστάσιο, ενώ μια αγριεμένη λάμψη από κάτω έπεφτε πάνω στο ανυπόμονο, αετήσιο πρόσωπο του. "Throw some more, men, throw some more!" cried Holmes, looking towards the engine-room, while a fierce glare from below fell upon his impatient, age-old face. «Δώστε και την παραμικρή πίεση που μπορείτε.» "Give as little pressure as you can."

«Νομίζω πως κάτι κάναμε,» είπε ο Τζόουνς με τα μάτια του στη Χαραυγή. "I think we did something," Jones said with his eyes on Dawn.

«Είμαι βέβαιος,» είπα εγώ. «Θα την προφτάσουμε σε λίγα λεπτά.» "We'll reach her in a few minutes."

Εκείνη τη στιγμή, ωστόσο, όπως τα κανόνισε η κακή μας τύχη, ένα ρυμουλκό με τρεις μαούνες στην σειρά μπήκαν ανάμεσα μας. Μόνο από ένα απότομο κόψιμο του πηδαλίου καταφέραμε να αποφύγουμε την σύγκρουση, και πριν μπορέσουμε να τους περάσουμε και να συνεχίσουμε το δρόμο μας η Χαραυγή είχε κερδίσει κάπου άλλα διακόσια μέτρα. Only by a sharp cut of the rudder did we manage to avoid the collision, and before we could pass them and continue on our way the Haravgi had gained some two hundred yards more. Έπλεε σταθερά, ωστόσο, σε καλή θέα, και το μουντό, αβέβαιο μισόφωτο ξεκαθάριζε σε μια καθάρια ξάστερη νύχτα. She was sailing steadily, however, in good view, and the hazy, uncertain half-light was clearing into a clear starless night. Οι λέβητες μας ήταν πιεσμένοι στα όρια τους, και το λεπτό σκάφος τρανταζόταν κι έτριζε με την αγριεμένη ορμή που μας έσπρωχνε. Our boilers were strained to their limits, and the slender craft jolted and creaked with the furious momentum that pushed us along. Είχαμε περάσει βιαστικά την ποταμολίμνη, το λιμάνι της Δυτικής Ινδίας, κατεβήκαμε το μακρύ κόλπο του Ντέπτφορντ, και πάλι πίσω πάνω περνώντας την Νήσο των Σκύλων. We had hurried across the lake, the West India port, down the long bay of Deptford, and back up again past the Isle of Dogs. Το θαμπό περίγραμμα εμπρός μας ξεκαθάρισε πλέον στην αέρινη Χαραυγή. The dim outline ahead of us was now clear in the airy Haravigh. Ο Τζόουνς έστρεψε το φανάρι μας πάνω της ώστε να βλέπουμε τις φιγούρες πάνω της. Jones turned our flashlight on her so we could see the figures on her. Ένας άντρας στεκόταν στην πλώρη, με κάτι μαύρο ανάμεσα στα πόδια του, πάνω στο οποίο ήταν σκυμμένος. A man stood at the bow, with something black between his legs, upon which he was bent. Πλάι του αναπαυόταν μια σκούρα μάζα, κάτι που έμοιαζε με σκύλο της Νέας Γης. Next to him rested a dark mass, something that looked like a Newfoundland dog. Το αγόρι κρατούσε τη λαγουδέρα ενώ ενάντια στην κόκκινη ανταύγεια από τον κλίβανο έβλεπα το γερο Σμιθ γυμνό ως τη μέση, να φτυαρίζει κάρβουνα σα να παιζόταν η ζωή του. The boy held the basket while against the red glow from the furnace I saw old Smith, naked to the waist, shoveling coals as if his life were at stake. Ίσως να είχαν κάποιες αμφιβολίες αρχικά σχετικά με το αν πράγματι τους καταδιώκαμε, όμως πλέον καθώς ακολουθούσαμε κάθε στροφή και κάθε γύρισμα που έκαναν δεν ετίθετο κανένα ζήτημα. They might have had some doubts at first as to whether we were actually following them, but now as we followed every turn and turn they made there was no question. Στο Γρήνουιτς βρισκόμασταν κάπου τριακόσια βήματα πίσω τους. At Greenwich we were about three hundred paces behind them. Στο Μπλακγουώλ δεν θα ήμασταν περισσότερο από διακόσια πενήντα. At Blackwall we would not be more than two hundred and fifty. Είχα ταξιδέψει με πολλά πλάσματα σε πολλές χώρες κατά την διάρκεια της ποικίλης καριέρας, μα ποτέ κάποιο σπορ δεν μου χάρισε μια τόσο έντονη έξαψη όσο αυτό το ξέφρενο, γοργό ανθρωποκυνηγητό μέσα στον Τάμεση. I had traveled with many creatures in many lands in the course of a varied career, but never had any sport given me so intense a thrill as this frantic, fast-paced manhunt in the Thames. Σταθερά τραβηχτήκαμε πλησιέστερα τους, μέτρο το μέτρο. Steadily we drew closer to them, meter by meter. Στη σιωπή της νύχτας ακούγαμε το ξεφύσημα και τα τριζοβολήματα της μηχανής τους. Ο άντρα στην πλώρη ακόμη σκυμμένος πάνω στο κατάστρωμα, με τα χέρια να κινούνται σα να ήταν απασχολημένος, ενώ που και που θα κοίταζε πάνω και θα μετρούσε με μια ματιά την απόσταση που μας χώριζε. The man in the bow still bent over the deck, his hands moving as if he were busy, while now and then he would look up and measure with a glance the distance that separated us. Όλο και κοντύτερα. Closer and closer. Ο Τζόουνς τους φώναξε να σταματήσουν. Δεν βρισκόμασταν περισσότερο από τέσσερα μήκη σκάφους πίσω τους, και τα δυο σκάφη πέταγαν σε έναν τρομερό ρυθμό. We were not more than four boat lengths behind them, and both boats were flying at a terrific pace. Επρόκειτο για μια καθαρή καμπή του ποταμού, με το Μπάρκινγκ Λέβελ επί της μιας πλευράς και το μελαγχολικό Πλάμστεντ Μάρσης επί της άλλης. It was a neat bend in the river, with Barking Level on one side and gloomy Plumstead Marsh on the other. Era un claro giro del río, con Barking Level de un lado y el melancólico Plasted Marseille del otro. Στο κάλεσμα μας ο άντρας στην πλώρη τινάχτηκε πάνω και κούνησε τις σφιγμένες του γροθιές προς το μέρος μας, βρίζοντας τους πάντες με μια ψηλή, τσακισμένη φωνή. At our call the man in the bow jerked up and shook his clenched fists at us, cursing everyone in a high-pitched, broken voice. Ήταν ένας καλού μεγέθους, δυνατός άντρας, και καθώς στεκόταν στητός με τα πόδια απλωμένα διέκρινα πως από το μηρό και κάτω υπήρχε μόνο ένα ξύλινο κολόβωμα επί της αριστερής πλευράς. He was a good-sized, strong man, and as he stood erect with his legs outstretched I could see that from the thigh down there was only a wooden stump on the left side. Στο ήχο των στριγκών, θυμωμένων κραυγών του, υπήρξε κάποια κίνηση από τον άμορφο σωρό πάνω στο κατάστρωμα. To the sound of his shrill, angry cries, there was some movement from the shapeless pile on deck. Ίσιωσε σε ένα μικρόσωμο μαύρο άντρα —τον μικρότερα που είχε δει ποτέ— με ένα μεγάλο, παραμορφωμένο κεφάλι και μια θημωνιά από ανακατεμένα, ξεχτένιστα μαλλιά. He straightened into a small black man—the smallest he had ever seen—with a large, misshapen head and a haystack of disheveled, uncombed hair. Ο Χολμς είχε ήδη τραβήξει το περίστροφο του, κι εγώ τίναξα έξω το δικό μου στη θέα του αγρίου, παραμορφωμένου πλάσματος. Holmes had already drawn his revolver, and I jerked mine out at the sight of the wild, disfigured creature. Ήταν τυλιγμένος με κάποιου είδους μαύρης χλαίνης ή κουβέρτας, η οποία άφηνε μόνο το πρόσωπο του εκτεθειμένο, όμως αυτό το πρόσωπο αρκούσε για να δώσει σε κάποιον μια άγρυπνη νύχτα. He was wrapped in some sort of black cloth or blanket, which left only his face exposed, but that face was enough to give anyone a sleepless night. Ποτέ μου δεν αντίκρισα χαρακτηριστικά τόσο βαθιά σημαδεμένα από θηριωδία και μοχθηρία. I never saw features so deeply scarred with cruelty and malice. Τα μικρά του μάτια έλαμπαν και φλέγονταν από ένα ζοφερό φως, και τα χοντρά του χείλη ήταν τραβηγμένα πίσω από τα δόντια του. His small eyes shone and burned with a gloomy light, and his thick lips were drawn back behind his teeth. Τα οποία χαμογελούσαν και κροτάλισαν με μια μερικώς ζωώδη οργή. Which grinned and rattled with a half-animal fury.

«Πυροβόλησε αν σηκώσει το χέρι του,» είπε ο Χολμς ήρεμα. "Shoot if he raises his hand," said Holmes calmly.

Βρισκόμασταν σε απόσταση ενός μήκους σκάφους πλέον, και σχεδόν σε απόσταση αγγίγματος από το θήραμα μας. We were a boat's length away now, and almost within touching distance of our prey. Έβλεπα τους δυο τους πλέον καθώς στέκονταν, το λευκό άντρα με τα απλωμένα πόδια, στριγκλίζοντας κατάρες και τον ανίερο νάνο με το απεχθές πρόσωπο, και τα δυνατά κίτρινα δόντια να τρίζουν προς το μέρος μας στο φως της λάμπας. I could see the two of them now as they stood, the white man with outstretched legs, muttering curses, and the unholy dwarf with the loathsome face, and the strong yellow teeth gnashing at us in the lamplight.

Ήταν καλό το ότι είχαμε μια τόσο καθαρή άποψη του. It was good that we had such a clear view of him. Ακόμη και καθώς κοιτάζαμε τράβηξε απότομα έξω από το σκέπασμα του ένα κοντό, στρογγυλό κομμάτι ξύλου, σα σχολικό χάρακα, και το ‘χωσε στα χείλη του. Even as we looked he suddenly pulled out of his cover a short, round piece of wood, like a school ruler, and put it to his lips. Mientras observábamos, sacó un trozo de madera corto y redondo, como una regla escolar, lo sacó bruscamente de su funda y se lo llevó a los labios. Τα πιστόλια μας ήχησαν συγχρόνως. Our pistols sounded simultaneously. Nuestras pistolas sonaron al mismo tiempo. Στριφογύρισε, τίναξε τα χέρια του πάνω και, με ένα είδος πνιχτού βήχα, έπεσε με το πλάι μες την κοίτη. He whirled, threw his arms up, and, with a kind of strangled cough, fell on his side on the bed. Πρόλαβα και έριξα μια ματιά επί των δηλητηριωδών, απειλητικών ματιών του καταμεσής του λευκού στροβίλου των νερών. I caught a glimpse of the venomous, menacing eyes in the midst of the white swirling waters. Lo alcancé y miré los ojos venenosos y amenazantes en medio del remolino blanco de agua. Την ίδια στιγμή ο ξυλοπόδαρος ρίχτηκε πάνω στη λαγουδέρα και την κατέβασε έτσι ώστε το πλοίο έβαλε πλώρη για τη νότια όχθη, ενώ εμείς προσπεράσαμε την πρύμνη του, μόλις λίγα μέτρα μακρύτερα. At the same time the stiltman threw himself upon the sloop and lowered her so that the ship bore for the south bank, while we passed her stern, only a few yards farther on. Είχαμε στραφεί κι ήμασταν πίσω του στην στιγμή, όμως είχε φτάσει ήδη στην όχθη. We had turned and were behind him at the moment, but he had already reached the bank. Επρόκειτο για ένα τραχύ και ερημικό μέρος, όπου το φεγγάρι λαμπύριζε πάνω από μια πλατιά έκταση βαλτώδους γης, με λίμνες στάσιμου νερού και κοίτες φθίνουσας βλάστησης. It was a rugged and desolate place, where the moon shone over a wide expanse of swampy land, with pools of stagnant water and beds of decaying vegetation. Η λάντσα, με ένα μουντό βρόντο, ανέβηκε πάνω στη λασπώδη όχθη, με την πλώρη της στον αέρα και την πρύμνη της να γεμίζει νερό. The lance, with a dull thud, came up the muddy bank, her bow in the air and her stern filling with water. Ο φυγάς τινάχτηκε έξω, αλλά το κολόβωμα του στη στιγμή βυθίστηκε καθ' όλο το μήκος του μέσα στο μουλιασμένο έδαφος. The fugitive staggered out, but his stump instantly sank full length into the sodden ground. Μάταια αγωνίστηκε και πάλεψε. He struggled and fought in vain. Ούτε ένα βήμα δεν μπορούσε να κάνει είτε μπρος είτε πίσω. He could not take a single step either forward or backward. Φώναξε με ανήμπορη οργή και κλώτσησε μανιασμένα τη λάσπη με το άλλο του πόδι, αλλά τα τινάγματα του μονάχα έχωναν το ξύλινο πόδι βαθύτερα μέσα στην όχθη. He cried out in helpless rage and kicked furiously at the mud with his other foot, but his shocks only drove the wooden leg deeper into the bank. Όταν φέραμε τη λάντσα μας στο πλάι ήταν τόσο γερά αγκυρωμένος ώστε μόνο πετώντας την άκρη ενός σκοινιού γύρω από τους ώμους του μπορέσαμε να τον τραβήξουμε και να τον σύρουμε, σαν κάποιο μοχθηρό ψάρι, στο πλάι μας. When we brought our lance to the side he was so firmly anchored that it was only by throwing the end of a rope round his shoulders that we could draw him and drag him, like some vicious fish, to our side. Οι δυο Σμιθ, πατέρας και γιος, κάθονταν σκυθρωπά στην λάντσα τους αλλά ανέβηκαν στο σκάφος μας αρκετά πειθήνια όταν διατάχθηκαν. The two Smiths, father and son, sat sullenly in their lance, but came aboard our boat quite obediently when ordered. Τραβήξαμε τη Χαραυγή και τη δέσαμε στην πρύμνη μας. We pulled Haravgi and tied her to our stern. Ένα συμπαγές σιδερένιο κουτί Ινδικής κατασκευής βρισκόταν πάνω στο κατάστρωμα. A solid Indian-made iron box was on the deck.

Αυτό, δεν ετίθετο ζήτημα, ήταν το ίδιο το οποίο περιείχε τον κακορίζικο θησαυρό των Σόλτο. This, of course, was the same one that contained the Soltos' malicious treasure. Δεν υπήρχε κλειδί, αλλά είχε σημαντικό βάρος, έτσι το μεταφέραμε προσεκτικά στην μικρή μας καμπίνα. There was no key, but it had considerable weight, so we carried it carefully into our little cabin. Καθώς βάλαμε πλώρη προς τα πάνω στην κοίτη ξανά, φωτίσαμε με τα φανάρια μας προς κάθε κατεύθυνση, όμως δεν υπήρχε ίχνος του Νησιώτη. As we put our bows up the bed again, we shone our lanterns in every direction, but there was no sign of the Islander. Κάπου στην μαύρη λάσπη στον πάτο του Τάμεση αναπαύονται τα οστά εκείνου του παράξενου ταξιδιώτη στις ακτές μας. Somewhere in the black mud at the bottom of the Thames rest the bones of that strange traveler on our shores.

«Δες εδώ,» είπε ο Χολμς, δείχνοντας το ξύλινο κουβούσι. "Look here," said Holmes, pointing to the wooden hut. «Μόλις και μετά βίας προλάβαμε με τα πιστόλια μας.» Εκεί, μετά βεβαιότητας, μόλις πίσω από το σημείο που στεκόμασταν, είχε καρφωθεί ένα από εκείνα τα δολοφονικά βέλη τα οποία γνωρίζαμε τόσο καλά. "We barely had time with our pistols." There, sure enough, just behind where we stood, was lodged one of those murderous arrows we knew so well. Θα έπρεπε να είχε περάσει ανάμεσα μας την στιγμή που πυροβολήσαμε. He should have passed between us the moment we fired. Ο Χολμς χαμογέλασε σε αυτό κι ανασήκωσε τους ώμους του κατά τον άνετο τρόπο του, όμως ομολογώ πως με αρρώστησε να σκέφτομαι το φρικτό θάνατο που είχε περάσει τόσο κοντά μας αυτή τη νύχτα. Holmes smiled at this and shrugged his shoulders in his easy way, but I confess it sickened me to think of the horrible death that had passed so near us this night.