11. Μέρος δεύτερο
Πέρασε η πρώτη μέρα. Έγινε μια μεγάλη μάχη και μερικοί τραυματίες μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο. «Ο θάνατος δεν αλλάζει τίποτε», σκεφτόταν το αγόρι. Τη θέση των σκοτωμένων πολεμιστών έπαιρναν άλλοι και η ζωή συνεχιζόταν.
- Θα μπορούσες να πεθάνεις αργότερα, φίλε μου, είπε ένας φρουρός, μπροστά στο πτώμα ενός συντρόφου του. Θα μπορούσες να πεθάνεις όταν θα γινόταν ειρήνη. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, στο τέλος θα πέθαινες.
Το βράδυ, το αγόρι πήγε και βρήκε τον αλχημιστή. Εκείνος ετοιμαζόταν να πάει στην έρημο μαζί με το γεράκι του.
- Δεν ξέρω πώς να μεταμορφωθώ σε άνεμο, επανέλαβε το αγόρι.
- Θυμάσαι τι σου έχω πει; Ότι ο κόσμος είναι μόνο η ορατή πλευρά του Θεού; Ότι η αλχημεία συνίσταται στο να μεταφέρει την πνευματική τελειότητα στο επίπεδο της ύλης;
- Εσείς τι κάνετε τώρα;
- Ταΐζω το γεράκι μου.
- Αν δεν καταφέρω να μεταμορφωθώ σε άνεμο, θα πεθάνουμε, είπε το αγόρι. Τι νόημα έχει να ταΐζετε το γεράκι;
- Εσύ θα πεθάνεις, είπε ο αλχημιστής. Εγώ μπορώ να μεταμορφωθώ σε άνεμο.
Τη δεύτερη μέρα το αγόρι ανέβηκε στην κορυφή ενός βράχου κοντά στο στρατόπεδο. Οι φρουροί το άφησαν να περάσει· ήδη είχαν ακούσει για το μάγο που μεταμορφωνόταν σε άνεμο και δεν ήθελαν να τον πλησιάσουν. Άλλωστε, η έρημος ήταν ένα μεγάλο και απροσπέλαστο τείχος.
Πέρασε το υπόλοιπο της δεύτερης μέρας κοιτάζοντας την έρημο. Αφουγκράστηκε την καρδιά του. Και η έρημος αφουγκράστηκε το φόβο του.
Μιλούσαν και οι δυο την ίδια γλώσσα.
Την τρίτη μέρα, ο αρχιστράτηγος είχε σύσκεψη με τους αξιωματικούς του.
- Πάμε να δούμε το αγόρι που μετατρέπεται σε άνεμο, είπε ο στρατηγός στον αλχημιστή.
- Ας πάμε, απάντησε ο αλχημιστής.
Το αγόρι τους οδήγησε στο σημείο όπου είχε καθίσει την προηγούμενη μέρα.
- Χρειάζομαι λίγο χρόνο, είπε το αγόρι.
- Δε βιαζόμαστε, απάντησε ο αρχιστράτηγος. Είμαστε άνθρωποι της ερήμου.
Το αγόρι άρχισε να κοιτάζει τον ορίζοντα τριγύρω. Βουνά στο βάθος, αμμόλοφοι, βράχοι και χαμηλά φυτά που επέμεναν να επιζούν εκεί όπου ήταν αδύνατο. Η έρημος, που τόσους μήνες τη διέσχιζε, και από την οποία, παρ' όλα αυτά, μόνο ένα πολύ μικρό μέρος γνώριζε. Σ' αυτό το μικρό μέρος είχε συναντήσει Άγγλους, καραβάνια, πολέμους φυλών και μια όαση με πενήντα χιλιάδες φοινικιές και τριακόσια πηγάδια.
- Τι γυρεύεις εδώ σήμερα; τον ρώτησε η έρημος. Δεν κοιταχτήκαμε αρκετά χτες;
- Σε κάποιο σημείο σου κρατάς τη γυναίκα που αγαπάω, είπε το αγόρι. Κι έτσι, όταν κοιτάω την άμμο σου, βλέπω και αυτή επίσης. Θέλω να γυρίσω πίσω σ' εκείνη και χρειάζομαι τη βοήθειά σου για να μεταμορφωθώ σε άνεμο.
- Τι σημαίνει αγάπη; ρώτησε η έρημος.
- Αγάπη θα πει να πετάξει το γεράκι πάνω από την άμμο σου. Γιατί για εκείνο εσύ είσαι ένας πράσινος κάμπος και ποτέ δεν επιστρέφει χωρίς κυνήγι. Γνωρίζει τους βράχους σου, τους αμμόλοφους σου και τα βουνά σου κι εσύ είσαι γενναιόδωρη απέναντι του.
- Το ράμφος του γερακιού με κατασπαράζει, είπε η έρημος. Επί χρόνια φροντίζω τα θηράματά του, τα ποτίζω με το λιγοστό νερό που διαθέτω, τους δείχνω που να βρουν τροφή. Και ένα πρωί, το γεράκι κατεβαίνει από τον ουρανό, ακριβώς τη στιγμή που εγώ θα ένιωθα τη στοργή των θηραμάτων πάνω στην άμμο μου. Επιτίθεται σ' αυτά που εγώ δημιούργησα.
- Μα γι' αυτό το σκοπό δημιούργησες τα θηράματα, απάντησε το αγόρι. Για να ταΐζεις το γεράκι. Και το γεράκι θα ταΐσει τον άνθρωπο. Και τότε και ο άνθρωπος θα ταΐσει κάποια μέρα την άμμο σου, απ' όπου θα ξαναβγούν θηράματα. Έτσι λειτουργεί ο κόσμος.
- Και αυτό είναι η αγάπη;
- Αυτό είναι η αγάπη. Αυτό που μετατρέπει τα θηράματα σε γεράκι, το γεράκι σε άνθρωπο και τον άνθρωπο ξανά σε έρημο. Αυτό κάνει το μολύβι να μετατρέπεται σε χρυσάφι· και το χρυσάφι να ξανακρύβεται μέσα στο χώμα.
- Δεν καταλαβαίνω τα λόγια σου, είπε η έρημος.
- Κατάλαβε τουλάχιστον ότι σε κάποιο σημείο της άμμου σου με περιμένει μια γυναίκα. Γι' αυτό πρέπει να μεταμορφωθώ σε άνεμο.
Η έρημος έμεινε σιωπηλή για λίγο.
- Σου προσφέρω την άμμο μου, για να μπορεί ο άνεμος να φυσήξει. Μόνη μου όμως δεν μπορώ να κάνω τίποτε. Ζήτα τη βοήθεια του ανέμου.
Μια ελαφρή αύρα άρχισε να φυσά. Οι αξιωματικοί παρατηρούσαν από μακριά το αγόρι να μιλά σε μια γλώσσα που εκείνοι δε γνώριζαν. Ο αλχημιστής χαμογελούσε.
Ο άνεμος πλησίασε το αγόρι και του άγγιξε το πρόσωπο. Είχε ακούσει τη συζήτησή του με την έρημο, γιατί οι άνεμοι γνωρίζουν τα πάντα. Διασχίζουν τον κόσμο χωρίς να έχουν γεννηθεί ή να πεθαίνουν σ' ένα συγκεκριμένο τόπο.
- Βοήθησέ με, είπε το αγόρι στον άνεμο. Κάποια μέρα άκουσα από μέσα σου τη φωνή της αγαπημένης μου.
- Ποιος σ' έμαθε να μιλάς τη γλώσσα της ερήμου και του ανέμου;
- Η καρδιά μου, απάντησε το αγόρι.
Ο άνεμος είχε πολλά ονόματα. Εκεί τον έλεγαν σιρόκο, γιατί οι Άραβες πίστευαν ότι ερχόταν από χώρες σκεπασμένες με νερό, όπου κατοικούσαν μαύροι άνθρωποι. Στη μακρινή χώρα του αγοριού τον έλεγαν λεβάντε, γιατί πίστευαν ότι έφερνε την άμμο της ερήμου και τις πολεμικές κραυγές των Μαυριτανών. Μπορεί σ' ένα άλλο μέρος, μακριά από τους κάμπους με τα πρόβατα, να σκέφτονται οι άνθρωποι ότι ο άνεμος γεννιόταν στην Ανδαλουσία. Ο άνεμος όμως δεν ερχόταν από πουθενά και δεν πήγαινε πουθενά, και γι' αυτό ήταν πιο δυνατός κι από την έρημο. Μια μέρα θα μπορούσε κανείς να φυτέψει δέντρα στην άμμο, ακόμη και να εκθρέψει πρόβατα, ποτέ όμως να δαμάσει τον άνεμο.
- Δεν μπορείς να γίνεις άνεμος, είπε ο άνεμος. Είμαστε δυο διαφορετικές φύσεις.
- Λάθος! είπε το αγόρι.
Γνώρισα τα μυστικά της αλχημείας, ενώ τριγύριζα στον κόσμο μαζί σου. Έχω μέσα μου όλους τους ανέμους, όλες τις έρημους, τους ωκεανούς και τ' αστέρια κι όσα δημιουργήθηκαν στο σύμπαν. Δημιουργηθήκαμε από το ίδιο Χέρι κι έχουμε την ίδια ψυχή. Θέλω να γίνω σαν εσένα, να διεισδύω παντού, να διασχίζω τις θάλασσες, να απομακρύνω την άμμο που σκεπάζει το θησαυρό μου, να φέρνω κοντά μου τη φωνή της αγαπημένης μου.
- Εκείνη τη μέρα άκουσα τη συζήτησή σου με τον αλχημιστή, είπε ο άνεμος. Εκείνος είπε ότι το κάθε πράγμα έχει τον Προσωπικό Μύθο του. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να μεταμορφωθούν σε άνεμο.
- Δείξε μου πώς να γίνω άνεμος, μόνο για λίγα λεπτά, είπε το αγόρι. Για να μπορέσουμε να μιλήσουμε μαζί για τις απεριόριστες δυνατότητες των ανθρώπων και των ανέμων.
Ο άνεμος ήταν πολύ περίεργος και κάτι τέτοιο του ήταν άγνωστο, θα ήθελε να συζητήσει για το ζήτημα αυτό, δεν ήξερε όμως πώς να μεταμορφώσει ανθρώπους σε άνεμο. Κι όμως, γνώριζε τόσα άλλα πράγματα! Έχτιζε έρημους, βύθιζε καράβια, σάρωνε ολόκληρα δάση και περιδιάβαινε σε πόλεις γεμάτες μουσική και παράξενους ήχους. Νόμιζε ότι ήταν παντοδύναμος, και να που ένα αγόρι τού έλεγε ότι υπήρχαν κι άλλα πράγματα ακόμα που ένας άνεμος θα μπορούσε να κάνει.
- Αυτό είναι που το λένε αγάπη, είπε το αγόρι, βλέποντας ότι ο άνεμος ήταν έτοιμος να πραγματοποιήσει την επιθυμία του. Όταν αγαπά κανείς, τότε καταφέρνει να γίνει οτιδήποτε μέσα στη δημιουργία! Όταν αγαπά κανείς, δεν έχει ανάγκη να καταλάβει τι συμβαίνει, γιατί από εκείνη τη στιγμή όλα συμβαίνουν μέσα του, ακόμη και οι άνθρωποι οι ίδιοι μπορούν να μεταμορφωθούν σε άνεμο. Φτάνει να βοηθάνε οι άνεμοι, εννοείται.
Ο άνεμος ήταν υπερήφανος και τα λόγια του αγοριού τον εξόργισαν. Βάλθηκε να φυσά με μεγαλύτερη δύναμη, σηκώνοντας την άμμο της ερήμου. Τελικά, όμως, αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι, παρόλο που είχε διασχίσει όλο τον κόσμο, δεν ήξερε πώς να μεταμορφώσει τον άνθρωπο σε άνεμο. Ούτε γνώριζε την αγάπη.
- Ενώ τριγύριζα τον κόσμο, παρατήρησα ότι πολλοί άνθρωποι μιλούσαν για αγάπη κοιτάζοντας τον ουρανό, είπε ο άνεμος έξαλλος, επειδή αναγκαζόταν να παραδεχτεί τους περιορισμούς του. Ίσως να είναι καλύτερο να ρωτήσουμε τον ουρανό.
- Βοήθησέ με, λοιπόν, είπε το αγόρι. Γέμισε αυτό το σημείο με σκόνη, για να μπορέσω να κοιτάξω τον ήλιο χωρίς να τυφλωθώ.
Τότε ο άνεμος φύσηξε δυνατά και ουρανός γέμισε άμμο, αφήνοντας μόνο ένα χρυσό δίσκο στη θέση του ήλιου.
Στο στρατόπεδο η ορατότητα μειωνόταν ολοένα και περισσότερο. Οι άνθρωποι της ερήμου τον ήξεραν εκείνο τον άνεμο. Τον λέγανε σιμούν και ήταν χειρότερος από μια τρικυμία στη θάλασσα, μόνο που αυτοί δε γνώριζαν τη θάλασσα. Τα άλογα χλιμίντριζαν και τα όπλα σκεπάζονταν όλο και περισσότερο με άμμο.
Πάνω στο βράχο, ένας από τους αξιωματικούς στράφηκε προς τον αρχιστράτηγο και του είπε:
- Ίσως θα ήταν καλύτερα να του πούμε να σταματήσει.
Μόλις που διέκριναν το αγόρι. Τα πρόσωπά τους ήταν καλυμμένα με μπλε μαντίλια και στα μάτια τους καθρεφτιζόταν μόνο έκπληξη.
- Ας το σταματήσουμε, επέμεινε κι ένας άλλος αξιωματικός.
- Θέλω να δω το μεγαλείο του Αλάχ, είπε με σεβασμό ο στρατηγός, θέλω να δω πώς ένας άνθρωπος μεταμορφώνεται σε άνεμο.
Στο νου του όμως κατέγραψε τα ονόματα των δυο αντρών που είχαν φοβηθεί. Μόλις κόπαζε ο άνεμος, θα τους καθαιρούσε από τους βαθμούς τους, γιατί οι άντρες της ερήμου δε φοβούνται.
- Ο άνεμος μου είπε ότι γνωρίζεις την αγάπη, είπε το αγόρι στον ήλιο. Αν γνωρίζεις την αγάπη, γνωρίζεις επίσης την Ψυχή του Κόσμου, που αποτελείται από αγάπη.
- Από δω που βρίσκομαι, είπε ο ήλιος, μπορώ να δω την Ψυχή του Κόσμου. Αυτή επικοινωνεί με την ψυχή μου και μαζί κάνουμε τα φυτά ν' αναπτύσσονται και τα πρόβατα να βαδίζουν αναζητώντας σκιά. Από δω που βρίσκομαι και είμαι πολύ μακριά από τον κόσμο, έμαθα ν' αγαπάω. Ξέρω ότι, αν πλησιάσω λίγο ακόμη τη γη, τα πάντα πάνω της θα πεθάνουν και η Ψυχή του Κόσμου θα πάψει να υπάρχει. Έτσι κοιταζόμαστε και αγαπιόμαστε· εγώ της δίνω ζωή και ζεστασιά κι εκείνη ένα λόγο ύπαρξης.
- Εσύ γνωρίζεις την αγάπη, είπε το αγόρι.
- Γνωρίζω και την Ψυχή του Κόσμου, γιατί κουβεντιάζουμε πολύ, κατά τη διάρκεια αυτού του ατέλειωτου ταξιδιού στο σύμπαν. Εκείνη μου λέει ότι το μεγαλύτερο της πρόβλημα είναι ότι μέχρι σήμερα μόνο τα ορυκτά και τα φυτά κατάλαβαν ότι τα πάντα είναι ένα και μοναδικό πράγμα. Δεν είναι ανάγκη λοιπόν να γίνει το σίδερο σαν το χαλκό και ο χαλκός σαν το χρυσάφι. Ο καθένας εκτελεί την αποστολή του σ' αυτό το μοναδικό πράγμα, και όλα θα ήταν μια συμφωνία ειρήνης αν το Χέρι που τα έγραψε όλα αυτά είχε ακινητοποιηθεί την πέμπτη μέρα της δημιουργίας.
- Υπήρξε όμως μια έκτη μέρα, είπε ο ήλιος.
- Εσύ είσαι σοφός γιατί τα βλέπεις όλα από μακριά, απάντησε το αγόρι. Κι όμως, δε γνωρίζεις την αγάπη. Χωρίς την έκτη μέρα δημιουργίας, δε θα υπήρχε ο άνθρωπος και ο χαλκός θα ήταν πάντα χαλκός και το μολύβι θα ήταν πάντα μολύβι. Ο καθένας έχει το δικό του Προσωπικό Μύθο, αυτό είναι αλήθεια, αλλά μια μέρα αυτός ο Προσωπικός Μύθος θα γίνει πραγματικότητα. Τότε πρέπει να μετατραπεί σε κάτι καλύτερο και να έχει έναν καινούριο Προσωπικό Μύθο μέχρι να γίνει η Ψυχή του Κόσμου, πραγματικά, ένα και μοναδικό πράγμα.
Ο ήλιος έμεινε σκεφτικός και αποφάσισε να λάμψει πιο δυνατά. Ο άνεμος, που απολάμβανε τη συζήτηση, φύσηξε κι αυτός πιο δυνατά, ώστε ο ήλιος να μην τυφλώσει το αγόρι.
- Για το σκοπό αυτό υπάρχει η αλχημεία, είπε το αγόρι. Για να ψάξει ο κάθε άνθρωπος για το θησαυρό του και να τον βρει και για να θέλει μετά να είναι καλύτερος απ' ό,τι ήταν μέχρι τώρα. Το μολύβι θα εκτελέσει την αποστολή του μέχρι που ο κόσμος δε θα χρειάζεται πια μολύβι· τότε θα αναγκαστεί να μετατραπεί σε χρυσάφι.
»Οι αλχημιστές το κάνουν αυτό. Δείχνουν ότι, όταν προσπαθούμε να γίνουμε καλύτεροι απ' ό,τι είμαστε, τα πάντα γύρω μας γίνονται επίσης καλύτερα.
- Και γιατί λες ότι εγώ δε γνωρίζω την αγάπη; ρώτησε ο ήλιος.
- Γιατί η αγάπη δε θα πει να μένεις ακίνητος όπως η έρημος ούτε να διασχίζεις τον κόσμο όπως ο άνεμος ούτε να τα βλέπεις όλα από μακριά, όπως εσύ. Η αγάπη είναι η δύναμη που μεταμορφώνει και καλυτερεύει την Ψυχή του Κόσμου. Όταν μπήκα μέσα της πρώτη φορά, τη βρήκα τέλεια. Μετά, όμως, διαπίστωσα ότι ήταν μια αντανάκλαση όλων των υπάρξεων και ότι είχε τους πολέμους και τα πάθη της. Εμείς είμαστε εκείνοι που τροφοδοτούμε την Ψυχή του Κόσμου και η γη που ζούμε θα είναι καλύτερη ή χειρότερη, αν εμείς είμαστε καλύτεροι ή χειρότεροι. Εκεί μπαίνει τότε η δύναμη της αγάπης, γιατί, όταν αγαπάμε, επιθυμούμε πάντα να γίνουμε καλύτεροι απ' ό,τι είμαστε.
- Και τι θέλεις εσύ από μένα; ρώτησε ο ήλιος.
- Να με βοηθήσεις να μεταμορφωθώ σε άνεμο, απάντησε το αγόρι.
- Η φύση με αναγνωρίζει ως την πιο σοφή απ' όλες τις υπάρξεις, είπε ο ήλιος. Δεν ξέρω όμως πώς να σε μεταμορφώσω σε άνεμο.
- Με ποιον πρέπει τότε να μιλήσω;
Για μια στιγμή ο ήλιος έμεινε ακίνητος. Ο άνεμος άκουγε και διέδιδε σ' όλο τον κόσμο ότι η σοφία του ήλιου ήταν απέραντη. Κι όμως, δεν έβρισκε τρόπο να ξεφύγει από εκείνο το αγόρι, που μιλούσε τη Γλώσσα του Κόσμου.
- Να συζητήσεις με το Χέρι που τα έγραψε όλα, είπε ο ήλιος.
Ο άνεμος έβγαλε μια κραυγή χαράς και φύσηξε πιο δυνατά παρά ποτέ άλλοτε. Οι σκηνές ξεριζώθηκαν από την άμμο, τα ζώα απελευθερώθηκαν από τα χαλινάρια τους. Πάνω στο βράχο οι άντρες κρατιόνταν ο ένας από τον άλλο για να μην παρασυρθούν μακριά.
Τότε το αγόρι απευθύνθηκε στο Χέρι που είχε γράψει τα πάντα. Δεν είπε όμως τίποτε, μόνο αισθάνθηκε ότι το σύμπαν έμεινε σιωπηλό κι έμεινε κι αυτό σιωπηλό.
Μια δύναμη αγάπης ξεχύθηκε από την καρδιά του και το αγόρι άρχισε να προσεύχεται. Ήταν μια προσευχή που δεν την είχε πει ποτέ άλλοτε, γιατί ήταν προσευχή χωρίς λόγια και ικεσίες. Δεν ευχαριστούσε επειδή τα πρόβατά του είχαν βρει βοσκή ούτε ικέτευε για να πουλήσει πιο πολλά κρύσταλλα ούτε παρακαλούσε να περιμένει την επιστροφή του η γυναίκα που είχε συναντήσει. Μέσα στη σιωπή που ακολούθησε, το αγόρι κατάλαβε ότι η έρημος, ο άνεμος και ο ήλιος έψαχναν επίσης για τα σημάδια που εκείνο το Χέρι είχε γράψει και προσπαθούσαν να πραγματοποιήσουν τις πορείες τους και να καταλάβουν τι ήταν γραμμένο σ' ένα απλό σμαράγδι. Ήξερε ότι εκείνα τα σημάδια ήταν διασκορπισμένα στη γη και στο διάστημα και ότι φαινομενικά δεν είχαν κανένα λόγο ύπαρξης, κανένα νόημα, και πως ούτε οι έρημοι ούτε οι άνεμοι ούτε οι ήλιοι ούτε και οι άνθρωποι ήξεραν για ποιο λόγο είχαν δημιουργηθεί. Αλλά εκείνο το Χέρι για τα πάντα είχε μια εξήγηση και μόνο εκείνο είχε την ικανότητα να κάνει θαύματα, να μετατρέψει ωκεανούς σε ερήμους και ανθρώπους σε άνεμο. Γιατί μόνο εκείνο καταλάβαινε ότι ένας σημαντικότερος σκοπός ωθούσε το σύμπαν μέχρι το σημείο όπου οι έξι μέρες της δημιουργίας θα μετατρέπονταν στο μεγάλο έργο.
Και το αγόρι βυθίστηκε στην Ψυχή του Κόσμου και είδε ότι η Ψυχή του Κόσμου είναι μέρος της ψυχής του Θεού, και είδε ότι η ψυχή του Θεού ήταν η ίδια η ψυχή του. Και ότι μπορούσε, τότε, να κάνει θαύματα.
Εκείνη τη μέρα, ο σιμούν φύσηξε όπως δεν είχε φυσήξει ποτέ. Για πολλές γενιές οι Άραβες διηγιόταν μεταξύ τους το μύθο ενός αγοριού που είχε μεταμορφωθεί σε άνεμο και παραλίγο να καταστρέψει ένα στρατόπεδο αψηφώντας την εξουσία του πιο ισχυρού αρχιστράτηγου της ερήμου.
Όταν ο σιμούν κόπασε, όλοι κοίταξαν προς το σημείο όπου λίγο νωρίτερα βρισκόταν το αγόρι. Δεν ήταν πια εκεί· στεκόταν δίπλα σ' ένα φρουρό, που είχε σχεδόν σκεπαστεί από την άμμο και που φρουρούσε στην άλλη πλευρά του στρατοπέδου.
Οι άντρες είχαν τρομοκρατηθεί από τη μαγεία. Μόνο δυο άτομα χαμογελούσαν: ο αλχημιστής, γιατί είχε βρει τον κατάλληλο μαθητή, και ο αρχιστράτηγος, γιατί ο μαθητής είχε καταλάβει τη δόξα του Θεού.
Την επομένη, ο αρχιστράτηγος αποχαιρέτησε το αγόρι και τον αλχημιστή και διέταξε να τους συνοδεύσει ένα απόσπασμα μέχρι εκεί όπου επιθυμούσαν.
ΠΡΟΧΩΡΗΣΑΝ όλη τη μέρα. Προς το απόγευμα έκαναν στάση μπροστά σ' ένα μοναστήρι Κοπτών. Ο αλχημιστής είπε στο απόσπασμα ότι ήταν ελεύθεροι να φύγουν και κατέβηκε από το άλογο.
- Από δω και πέρα, θα συνεχίσεις μόνος σου, είπε ο αλχημιστής. Οι πυραμίδες απέχουν μόνο τρεις ώρες από δω.
- Ευχαριστώ, είπε το αγόρι. Μου μάθατε τη Γλώσσα του Κόσμου.
- Απλούστατα, σου υπενθύμισα αυτό που ήδη ήξερες.
Ο αλχημιστής χτύπησε την πόρτα του μοναστηριού. Τους υποδέχτηκε ένας μαυροντυμένος μοναχός. Αντάλλαξαν μερικά λόγια σε κοπτική γλώσσα και ο αλχημιστής κάλεσε το αγόρι να περάσει μέσα.
- Τους παρακάλεσα να μ' αφήσουν να χρησιμοποιήσω την κουζίνα τους για λίγο, είπε.
Κατευθύνθηκαν προς την κουζίνα του μοναστηριού.
Ο αλχημιστής άναψε τη φωτιά κι ο μοναχός έφερε λίγο μολύβι, το οποίο ο αλχημιστής έριξε μέσα σ' ένα σιδερένιο σκεύος. Όταν το μολύβι έλιωσε, ο αλχημιστής έβγαλε από την τσάντα του εκείνο το παράξενο αβγό από κιτρινωπό γυαλί. Έξυσε ένα στρώμα τόσο λεπτό όσο μια τρίχα μαλλιού, το τύλιξε σε κερί και το έριξε στο σκεύος με το μολύβι. Το μείγμα πήρε ένα βαθύ κόκκινο χρώμα αίματος. Στη συνέχεια, ο αλχημιστής έβγαλε το σκεύος από τη φωτιά και το άφησε να κρυώσει. Στο μεταξύ, συζητούσε με τον μοναχό για τον πόλεμο των φυλών.
- Θα διαρκέσει πολύ, είπε στον μοναχό.
Ο μοναχός φαινόταν στενοχωρημένος. Εδώ και πολύ καιρό, τα καραβάνια ήταν ακινητοποιημένα στην Γκίζα, περιμένοντας να τελειώσει ο πόλεμος. Ας γίνει όμως το θέλημα του Θεού, είπε ο μοναχός.
- Είθε, απάντησε ο αλχημιστής.