×

Używamy ciasteczek, aby ulepszyć LingQ. Odwiedzając stronę wyrażasz zgodę na nasze polityka Cookie.

image

Ζέη, Άλκη - Το καπλάνι της βιτρίνας, 3.2 Το μεγάλο νέο...

3.2 Το μεγάλο νέο...

3.2 Το μεγάλο νέο. Φεύγομε στην εξοχή. Πύργοι, αποθήκες και Τσαρδάκια.

Είχε δίκιο ο Νώλης! Έπλεε σαν αληθινή βάρκα η βαρέλα. Είπαμε να σκεφτούμε ένα ωραίο όνομα κι άμα έρθει ο Νίκος να κάνουμε τα βαφτίσια.

Έγινε, όμως, ένας καβγάς! Γιατί η βαρέλα μόλις που χωρούσε τρεις μέσα κι ο Νώλης με τη Μυρτώ είχανε θρονιαστεί και δε λέγανε να κουνήσουνε.

Εγώ μπήκα μόνο μια φορά μέσα. Ύστερα βαρέθηκα να περιμένω να 'ρθει πάλι η σειρά μου. Έδωσα μια βουτιά... Το πρώτο μπάνιο φέτος. Τι όμορφα που είναι να κολυμπάς! Να κάνεις μακροβούτια μ' ανοιχτά τα μάτια και να βλέπεις στο βυθό τα φύκια που κουνιούνται, σαν παράξενα χέρια, τα ψαράκια κι ακόμα τ' αλογάκια της θάλασσας που κολυμπάνε όρθια, σαν να στέκουν. Και τι ανάλαφρος που γίνεσαι, σαν να πετάς! Δεν ξέρω αν υπάρχει πιο όμορφη θάλασσα στον κόσμο από τη θάλασσα του Λαμαγαριού. Μια τη σκιάζουν τα πεύκα, που κατεβαίνουν σχεδόν ως τ' ακρογιάλι, και τότε γίνεται πράσινη πράσινη σαν αμπελόφυλλα και μια γαλάζια γαλάζια. Στο βυθό της, αλλού έχει ψιλή άμμο κι άλλού πολύχρωμα πετράδια, που μέσα στο νερό τα χρώματά τους γίνονται τόσο φανταχτερά, που θαρρείς και μόλις τα ζωγράφισαν. Και να σκεφτείς πως υπάρχουν άνθρωποι, που γεννήθηκαν και πέθαναν και δεν είδαν ποτέ τους θάλασσα! Δεν είδανε ποτέ τους το Λαμαγάρι! Ώωωπ! Τον έπιασα ένα μεγάλο κάβουρα, που έτρεχε να χωθεί μέσα στις πέτρες. Βγήκα έξω να τον δείξω στα παιδιά, μα εκείνα ήτανε μαζεμένα και κοίταζαν ένα τεράστιο ψόφιο ψάρι, ριγμένο πάνω στην άμμο. Πέταξα τον κάβουρά μου πίσω στη θάλασσα (κρίμα κι είχε μια καφετιά βούλα στη ράχη) κι έτρεξα στο ψάρι.

- Είναι δελφίνι, λέει η Άρτεμη.

Ο Νώλης επέμενε πως δεν είναι και τότε στείλαμε τη Μυρτώ να φωνάξει τον παππού.

- Βέβαια και είναι δελφίνι, είπε εκείνος, άμα το είδε.

Ύστερα μας ρώτησε:

- Ξέρετε την ιστορία του δελφινιού και του Αρίονα;

Κανείς δεν την ήξερε. Τότε ο παππούς μας πήρε λίγο παραπέρα, εκεί που τα μεγάλα βράχια και τα πεύκα ρίχνανε πυκνή σκιά, και μας διηγήθηκε για τον Αρίονα. Ο Αρίονας ήτανε τραγουδιστής (στα αρχαία χρόνια, φυσικά, γιατί ο παππούς μόνο για τους αρχαίους ξέρει παραμύθια) και ταξίδευε μ' ένα καράβι. Οι ναύτες θέλανε να του κλέψουνε ο,τι είχε και δεν είχε και να τον ρίξουν στη θάλασσα. Εκείνος τότε, πριν τον πετάξουν στο νερό, παρακάλεσε να τον αφήσουν να τραγουδήσει. Πήρε την κιθάρα του, τραγούδησε κι ύστερα έπεσε στη θάλασσα. Περνούσε όμως ένα δελφίνι, και, τόσο μαγεύτηκε από το τραγούδι, που τον πήρε στη ράχη του και πήγαιναν, πήγαιναν· ώσπου βρήκε μια στεριά και τον άφησε. Η στεριά αυτή ήτανε το νησί μας.

- Κι έτσι, να το ξέρετε, λέει ο παππούς, ο πρώτος κάτοικος του νησιού μας ήτανε ο Αρίων.

Σε ποια όμως αμμουδιά τον άφησε το δελφίνι, δεν ξέρει ο παππούς να μας πει. Σκέψου να τον άφησε στο Λαμαγάρι!

- Εγώ το 'ξερα πως στα δελφίνια αρέσει η μουσική, λέει η Άρτεμη. Μια μέρα περνούσε από πέρα ένα κότερο κι ακουγότανε από μέσα κιθάρες και τραγούδια. Τότε είδα που πίσω του έτρεχαν σύννεφο τα δελφίνια.

Ο Νώλης καβαλίκεψε το ψόφιο δελφίνι κι άρχισε να τραγουδάει. Είχε τόσο ωραία φωνή, που σίγουρα θα το μάγευε, αν ήτανε ζωντανό. Ο Νίκος είχε υποσχεθεί στο Νώλη, άμα δεν είναι τόσο σκούρα τα πράγματα, θα τον πάρει στην Αθήνα να τον στείλει σχολείο και στο Ωδείο.

Δεν ξέρω τι τους έχει πιάσει όλους τους μεγάλους κι όλο λένε: Σκούρα τα πράγματα. Κάθε βράδυ, που γύριζε ο μπαμπάς από τη δουλειά, ο παππούς τον ρωτούσε:

- Τι νέα;

- Σκούρα τα πράγματα, έλεγε ο μπαμπάς.

- Δεν πιστεύω να πάνε για δικτατορία; ξαναρώταγε ο παππούς.

- Πολύ σκούρα, σας λέω, απαντούσε ο μπαμπάς.

- Ο βασιλιάς δε θα το επιτρέψει, έμπαινε η θεία Δέσποινα στην κουβέντα.

Τότε οι μεγάλοι αρχίζουν να τσακώνονται χειρότερα από μας, όταν μαλώνουμε για το ποιος θα πρωτομπεί στη βαρέλα. Όταν ρωτήσαμε τον παππού τι θα πει «σκούρα πράγματα» μας είπε πως θα πει: ότι η δημοκρατία πέθανε. Όχι κείνη του χρυσού αιώνα του Περικλή, αλλά η σημερινή. Ύστερα, μας είπε ένα αρχαίο ρητό, μα τόσο αρχαίο, που δεν καταλάβαμε τίποτα.

Έτσι, όταν γέννησε η γάτα μας δυο γατάκια, το ένα σκούρο, σκούρο γκρίζο, και το άλλο άσπρο, τα βγάλαμε με τη Μυρτώ: Σκούρα και Δημοκρατία. Ο παππούς γέλασε πολύ, όταν του το είπαμε, η θεία Δέσποινα όμως αγρίεψε:

- Εμείς φταίμε, που κάνομε συζητήσεις μπροστά στα παιδιά!

Οι μεγάλοι μας τα μπέρδεψαν πιότερο (σχεδόν έτσι πάντα γίνεται). Ένα μονάχα είχαμε καταλάβει: Πως αν δεν είναι σκούρα τα πράγματα, ο Νίκος θα πάρει το Νώλη μαζί του. Τον περίμενε, λοιπόν, κι αν τον περίμενε φέτος ο Νώλης τον ξάδελφό μας.

Σα βαρεθήκαμε να παίζουμε με το δελφίνι, ξαναπήγαμε στη βαρέλα κι ύστερα στα βράχια και πάλι στην αμμουδιά. Τι δεν κάναμε την πρώτη μέρα στο Λαμαγάρι, θαρρείς κι ήτανε να φεύγαμε γρήγορα κι έπρεπε όλα να τα προλάβουμε.

Μαζέψαμε καβούρια, κοχύλια, ως κι ένα ολόκληρο καλάθι αχινούς. Σπούσαμε από κάτω το καβούκι τους, όπως μας είχε μάθει η Άρτεμη, και ρουφούσαμε τα αυγά τους χωρίς να τρυπηθούμε από τ' αγκάθια τους.

Το βράδυ, δεν κρατιόμασταν από τη νύστα και σα μας είπε η θεία Δέσποινα: «Εμπρός, πλύντε τα πόδια σας», εμείς πολύ θα θέλαμε να ήμασταν σαν τ' άλλα παιδιά από τα τσαρδάκια, που ξάπλωναν έτσι, όπως ήτανε, πάνω σε μια κουρελού.

Ώσπου να πλυθούμε, ξενυστάξαμε και σαν ξαπλώσαμε αρχίσαμε τον καβγά με τη Μυρτώ, για το πως θα βγάλουμε τη βαρέλα. Εγώ ήθελα τόσο πολύ να την πούμε «Δαβίδ Κόπερφηλδ»...

- Σαχλαμάρες, θυμώνει η Μυρτώ. Καλά λέω εγώ πως όλο μωρουδίστικα πράγματα σκέφτεσαι. Ακούς εκεί: «Δαβίδ Κόπερφηλδ» τη βαρέλα!

- Γιατί, επιμένω εγώ. Είναι τόσο όμορφο! Θα το γράψουμε, με κόκκινη μπογιά, πάνω στη βαρέλα κι άμα τη βλέπουν από μακριά, θα λένε: «Κοιτάξτε! Έρχεται ο Δαβίδ Κόπερφηλδ»!

- Ούτε να το πεις στα παιδιά, λέει η Μυρτώ, γιατί θα γίνεις ρεζίλι.

Αρχίσαμε τότε, φαίνεται, να φωνάζουμε τόσο δυνατά, που ανέβηκε πάνω ο παππούς να δει τι τρέχει.

- Οι αρχαίοι έλεγαν «Θυμού κράτει», μας λέει. Που θα πει: Να κρατάς το θυμό σου. Όταν θυμώνει η μια, η άλλη να μετρά ως το δέκα πριν απαντήσει και τότε ο θυμός θα περνάει.

Βγήκε ο παππούς, μα η Μυρτώ συνέχιζε ακόμα.

- Πως τη σκέφτηκες τέτοια κουταμάρα!

- Ένα... δύο... τρία..., μετράω μέσα μου εγώ.

- 'Ως κι η μικρούλα η Αυγή θα γελάσει, επιμένει η Μυρτώ όσο δεν απαντώ.

- Τέσσερα... πέντε... έξι...

- Βέβαια τι να πεις; δεν απαντάς!

- Εφτά... οχτώ... εννιά...

Η Μυρτώ μου πετάει το μαξιλάρι της κι η κόχη του με βρήκε στο μάτι.

- Ύστερα σου λέει ο παππούς «θυμού κράτει» και μέτρα ως το δέκα.

Σηκώθηκα και της έδωσα μια τσιμπιά, εκείνη μου 'δωσε μια κλοτσιά, μετά πλαγιάσαμε στα κρεβάτια μας, λέγοντας πεισμωμένα: ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ!

Έγινε ησυχία. Πολύ θα 'θελα να ξέρω, αν την πήρε ο ύπνος τη Μυρτώ. Μα, σε λίγο, ακούστηκε ψιθυριστή η φωνή της:

- ΕΥ-ΠΟ! Αρίονα να βγάλουμε τη βαρέλα!

- ΕΥ-ΠΟ... Και με πήρε ο ύπνος.

Learn languages from TV shows, movies, news, articles and more! Try LingQ for FREE

3.2 Το μεγάλο νέο... 3.2 Die große neue... 3.2 The great new... 3.2 大新闻...

3.2 Το μεγάλο νέο. Φεύγομε στην εξοχή. Πύργοι, αποθήκες και Τσαρδάκια.

Είχε δίκιο ο Νώλης! Έπλεε σαν αληθινή βάρκα η βαρέλα. It floated|||||barrel The barrel sailed like a real boat. Είπαμε να σκεφτούμε ένα ωραίο όνομα κι άμα έρθει ο Νίκος να κάνουμε τα βαφτίσια. ||think||||||||||||baptism We said we would think of a nice name and when Nikos comes, we will do the baptisms.

Έγινε, όμως, ένας καβγάς! |||fight Aber es gab Streit! But there was a fight! Γιατί η βαρέλα μόλις που χωρούσε τρεις μέσα κι ο Νώλης με τη Μυρτώ είχανε θρονιαστεί και δε λέγανε να κουνήσουνε. ||barrel|||fit||||||||||settled|||||move Weil das Fass nur drei hineinpasste und Nolis und Myrto inthronisiert worden waren und ihnen nicht gesagt wurde, sie sollten sich bewegen. Because the barrel barely fit three inside and Nolis and Myrto had settled in and weren't willing to budge.

Εγώ μπήκα μόνο μια φορά μέσα. I only went in once. Ύστερα βαρέθηκα να περιμένω να 'ρθει πάλι η σειρά μου. |I got bored|||||||| Then I got tired of waiting for my turn to come again. Έδωσα μια βουτιά... Το πρώτο μπάνιο φέτος. ||dive|||| I took a dive... The first swim of the year. Τι όμορφα που είναι να κολυμπάς! |||||swim How nice it is to swim! Να κάνεις μακροβούτια μ' ανοιχτά τα μάτια και να βλέπεις στο βυθό τα φύκια που κουνιούνται, σαν παράξενα χέρια, τα ψαράκια κι ακόμα τ' αλογάκια της θάλασσας που κολυμπάνε όρθια, σαν να στέκουν. ||diving|||||||||bottom||seaweed||move|||||fish||||seahorses||||swimming upright||||stand Mit offenen Augen lange Tauchgänge zu machen und am Grund die Algen zu sehen, die wie fremde Hände schaukeln, die Fische und sogar die Seepferdchen, die aufrecht schwimmen, als ob sie stehen würden. To do long dives with open eyes and see the seaweed swaying on the bottom, like strange hands, the little fish and even the sea horses swimming upright, as if they are standing. Και τι ανάλαφρος που γίνεσαι, σαν να πετάς! ||light||||| And how light you become, as if you were flying! Δεν ξέρω αν υπάρχει πιο όμορφη θάλασσα στον κόσμο από τη θάλασσα του Λαμαγαριού. |||||||||||||Lamagariou I don't know if there is a more beautiful sea in the world than the sea of Lamagario. Μια τη σκιάζουν τα πεύκα, που κατεβαίνουν σχεδόν ως τ' ακρογιάλι, και τότε γίνεται πράσινη πράσινη σαν αμπελόφυλλα και μια γαλάζια γαλάζια. ||shade||pines||descend||||seashore|||||||vine leaves|||| Man wird von den Kiefern beschattet, die fast bis zum Ufer reichen, und dann wird es grün wie Weinlaub und tiefblau. One is shaded by the pine trees, which almost reach the shore, and then it becomes green like vine leaves and blue blue. Στο βυθό της, αλλού έχει ψιλή άμμο κι άλλού πολύχρωμα πετράδια, που μέσα στο νερό τα χρώματά τους γίνονται τόσο φανταχτερά, που θαρρείς και μόλις τα ζωγράφισαν. |bottom|||||||elsewhere||||||||their colors||||vivid||you would think||||they painted At its bottom, it has fine sand in some places and colorful stones in others, whose colors become so fantastic in the water that you would think they were just painted. Dipte, bir tarafta ince kum, diğer tarafta ise renkleri suda o kadar süslü hale gelen renkli taşlar vardır ki, bunların yeni boyandığını düşünebilirsiniz. Και να σκεφτείς πως υπάρχουν άνθρωποι, που γεννήθηκαν και πέθαναν και δεν είδαν ποτέ τους θάλασσα! |||||||were born||died|||||| And to think that there are people who were born and died and never saw the sea! Bir de doğup ölen ve denizi hiç görmeyen insanlar olduğunu düşünün! Δεν είδανε ποτέ τους το Λαμαγάρι! |they saw|||| They never saw the Lamagari! Ώωωπ! Oh wow Wow! Τον έπιασα ένα μεγάλο κάβουρα, που έτρεχε να χωθεί μέσα στις πέτρες. |I caught|||crab||||hide||| Ich fing eine große Krabbe, die rannte, um in die Steine zu kommen. I caught a big crab, which was running to hide among the rocks. Βγήκα έξω να τον δείξω στα παιδιά, μα εκείνα ήτανε μαζεμένα και κοίταζαν ένα τεράστιο ψόφιο ψάρι, ριγμένο πάνω στην άμμο. ||||||||||gathered|||||dead||thrown||| I went outside to show it to the children, but they were all gathered and looking at a huge dead fish, lying on the sand. Πέταξα τον κάβουρά μου πίσω στη θάλασσα (κρίμα κι είχε μια καφετιά βούλα στη ράχη) κι έτρεξα στο ψάρι. ||my crab|||||||||brown|spot||back|||| I threw my crab back into the sea (it was a pity, it had a brown spot on its back) and ran to the fish.

- Είναι δελφίνι, λέει η Άρτεμη. - It's a dolphin, Artemis says.

Ο Νώλης επέμενε πως δεν είναι και τότε στείλαμε τη Μυρτώ να φωνάξει τον παππού. ||was insisting||||||we sent|||||| Nolis insisted that it's not, so we sent Myrto to call grandpa.

- Βέβαια και είναι δελφίνι, είπε εκείνος, άμα το είδε. ||||||when||saw - Of course it is a dolphin, he said when he saw it.

Ύστερα μας ρώτησε: Then he asked us:

- Ξέρετε την ιστορία του δελφινιού και του Αρίονα; ||||dolphin|||Arion - Do you know the story of the dolphin and Arion?

Κανείς δεν την ήξερε. No one knew her. Τότε ο παππούς μας πήρε λίγο παραπέρα, εκεί που τα μεγάλα βράχια και τα πεύκα ρίχνανε πυκνή σκιά, και μας διηγήθηκε για τον Αρίονα. ||||||further away||||||||pines|cast|dense|shade|||||| Then our grandfather went a little further, where the large rocks and pine trees cast a dense shadow, and told us about Arion. Ο Αρίονας ήτανε τραγουδιστής (στα αρχαία χρόνια, φυσικά, γιατί ο παππούς μόνο για τους αρχαίους ξέρει παραμύθια) και ταξίδευε μ' ένα καράβι. |Orion|||||||||||||||||||| Arion was a singer (in ancient times, of course, because our grandfather only knows myths about the ancients) and traveled on a ship. Οι ναύτες θέλανε να του κλέψουνε ο,τι είχε και δεν είχε και να τον ρίξουν στη θάλασσα. |sailors||||steal|||||||||||| Die Matrosen wollten ihm stehlen, was er hatte und was nicht, und ihn ins Meer werfen. The sailors wanted to steal everything he had and didn't have and throw him into the sea. Εκείνος τότε, πριν τον πετάξουν στο νερό, παρακάλεσε να τον αφήσουν να τραγουδήσει. |||||||begged|||||sing Dann bat er, bevor er ins Wasser geworfen wurde, singen zu dürfen. Then, before they threw him into the water, he begged them to let him sing. Πήρε την κιθάρα του, τραγούδησε κι ύστερα έπεσε στη θάλασσα. ||guitar||he sang||||| He took his guitar, sang, and then fell into the sea. Περνούσε όμως ένα δελφίνι, και, τόσο μαγεύτηκε από το τραγούδι, που τον πήρε στη ράχη του και πήγαιναν, πήγαιναν· ώσπου βρήκε μια στεριά και τον άφησε. ||||||was enchanted||||||||back|||||until|||land||| Aber ein Delfin kam vorbei, und er war so verzaubert von dem Lied, dass er es auf seinen Rücken nahm, und sie gingen, sie gingen, bis er ein Land fand und es verließ. However, a dolphin was passing by and was so captivated by the song that it carried him on its back and they went, they went; until it found an island and left him there. Η στεριά αυτή ήτανε το νησί μας. This island was our island.

- Κι έτσι, να το ξέρετε, λέει ο παππούς, ο πρώτος κάτοικος του νησιού μας ήτανε ο Αρίων. ||||||||||inhabitant||||||Arion - And so, you should know, says the grandfather, the first inhabitant of our island was Arion.

Σε ποια όμως αμμουδιά τον άφησε το δελφίνι, δεν ξέρει ο παππούς να μας πει. |||sandy beach||||||||||| But grandpa doesn't know to tell us in which sandy beach the dolphin left him. Σκέψου να τον άφησε στο Λαμαγάρι! Denke, sie hat ihn in Lamagari zurückgelassen! Imagine if he left him at Lamagari!

- Εγώ το 'ξερα πως στα δελφίνια αρέσει η μουσική, λέει η Άρτεμη. |||||dolphins|||||| - I knew that dolphins like music, says Artemis. Μια μέρα περνούσε από πέρα ένα κότερο κι ακουγότανε από μέσα κιθάρες και τραγούδια. ||||||yacht||was heard|||guitars|| One day a boat passed by and there were guitars and songs coming from inside. Τότε είδα που πίσω του έτρεχαν σύννεφο τα δελφίνια. ||||||like a cloud|| Dann sah ich, dass die Delfine hinter ihm rannten. Then I saw that behind him the dolphins were running in a cloud.

Ο Νώλης καβαλίκεψε το ψόφιο δελφίνι κι άρχισε να τραγουδάει. ||mounted||dead|||||sing Nolis ritt auf dem toten Delphin und begann zu singen. Nolis straddled the lifeless dolphin and began to sing. Είχε τόσο ωραία φωνή, που σίγουρα θα το μάγευε, αν ήτανε ζωντανό. ||||||||would enchant it||| He had such a beautiful voice that surely would enchant it, if it were alive. Ο Νίκος είχε υποσχεθεί στο Νώλη, άμα δεν είναι τόσο σκούρα τα πράγματα, θα τον πάρει στην Αθήνα να τον στείλει σχολείο και στο Ωδείο. |||promised||Noli|||||dark||||||||||||||Conservatory Nikos had promised Nolis that if things weren't so bleak, he would take him to Athens to send him to school and the Conservatory.

Δεν ξέρω τι τους έχει πιάσει όλους τους μεγάλους κι όλο λένε: Σκούρα τα πράγματα. |||||caught|||||||Dark|| I don't know what's gotten into all the grown-ups and they keep saying: It's a dark time. Κάθε βράδυ, που γύριζε ο μπαμπάς από τη δουλειά, ο παππούς τον ρωτούσε: ||||||||||||asked him Every night, when dad returned from work, grandpa would ask him:

- Τι νέα; - What's new?

- Σκούρα τα πράγματα, έλεγε ο μπαμπάς. - Things are tough, dad would say.

- Δεν πιστεύω να πάνε για δικτατορία; ξαναρώταγε ο παππούς. |||||dictatorship|kept asking|| - Grandfather was asking, 'Do you think they are heading towards dictatorship?'

- Πολύ σκούρα, σας λέω, απαντούσε ο μπαμπάς. - 'Very dark, I'm telling you,' father was responding.

- Ο βασιλιάς δε θα το επιτρέψει, έμπαινε η θεία Δέσποινα στην κουβέντα. |||||allow|||||| - Der König wird es nicht zulassen, kam Tante Despina ins Gespräch. - Aunt Despoina entered the conversation, saying, 'The king will not allow it.'

Τότε οι μεγάλοι αρχίζουν να τσακώνονται χειρότερα από μας, όταν μαλώνουμε για το ποιος θα πρωτομπεί στη βαρέλα. |||||argue|||||we argue|||||be the first|| Dann fangen die Großen an, schlimmer zu kämpfen als wir, wenn wir darüber streiten, wer als Erster ins Fass kommt. Then the great ones start arguing worse than us, when we argue about who will go first in the barrel. Όταν ρωτήσαμε τον παππού τι θα πει «σκούρα πράγματα» μας είπε πως θα πει: ότι η δημοκρατία πέθανε. Als wir unseren Großvater fragten, was er zu „dunklen Dingen“ sagen würde, sagte er uns, wie er sagen würde: dass die Demokratie tot ist. When we asked our grandpa what 'dark things' mean, he said it means that democracy is dead. Όχι κείνη του χρυσού αιώνα του Περικλή, αλλά η σημερινή. |||golden|||||| Nicht die des goldenen Zeitalters des Perikles, sondern heute. Not the golden age of Pericles, but today's. Ύστερα, μας είπε ένα αρχαίο ρητό, μα τόσο αρχαίο, που δεν καταλάβαμε τίποτα. |||||saying||||||we understood| Dann erzählte er uns ein altes Sprichwort, aber so alt, dass wir nichts verstanden. Then, he told us an ancient saying, so ancient that we couldn't understand anything.

Έτσι, όταν γέννησε η γάτα μας δυο γατάκια, το ένα σκούρο, σκούρο γκρίζο, και το άλλο άσπρο, τα βγάλαμε με τη Μυρτώ: Σκούρα και Δημοκρατία. ||gave birth|||||kittens|||dark|||||||||||||| So, when our cat gave birth to two kittens, one dark, dark gray, and the other white, we named them with Myrto: Skoura and Democracy. Ο παππούς γέλασε πολύ, όταν του το είπαμε, η θεία Δέσποινα όμως αγρίεψε: ||||||||||||got angry Der Großvater lachte viel, als wir es ihm erzählten, aber Tante Despina wurde wütend: Grandpa laughed a lot when we told him, but Aunt Despoina got angry:

- Εμείς φταίμε, που κάνομε συζητήσεις μπροστά στα παιδιά! |are to blame||we make|||| - It's our fault for having discussions in front of the children!

Οι μεγάλοι μας τα μπέρδεψαν πιότερο (σχεδόν έτσι πάντα γίνεται). ||||confused|more|||| Our grown-ups confused them further (almost always the case). Ένα μονάχα είχαμε καταλάβει: Πως αν δεν είναι σκούρα τα πράγματα, ο Νίκος θα πάρει το Νώλη μαζί του. Wir haben nur eines verstanden: Wenn es nicht dunkel ist, nimmt Nikos Nolis mit. We had only one thing in mind: If things are not looking good, Nikos will take Noli with him. Τον περίμενε, λοιπόν, κι αν τον περίμενε φέτος ο Νώλης τον ξάδελφό μας. |||||||||||cousin| Er hat also auf ihn gewartet, auch wenn Nolis dieses Jahr auf unseren Cousin gewartet hat. So Noli was waiting for him, and this year our cousin was waiting for him.

Σα βαρεθήκαμε να παίζουμε με το δελφίνι, ξαναπήγαμε στη βαρέλα κι ύστερα στα βράχια και πάλι στην αμμουδιά. |we got bored||||||we went back|||||||||| Als ob wir es satt hätten, mit dem Delphin zu spielen, gingen wir zurück zum Fass und dann zu den Felsen und wieder zum Strand. When we got tired of playing with the dolphin, we went back to the barrel, then to the rocks, and again to the sandy beach. Τι δεν κάναμε την πρώτη μέρα στο Λαμαγάρι, θαρρείς κι ήτανε να φεύγαμε γρήγορα κι έπρεπε όλα να τα προλάβουμε. ||||||||you think|||||||||||catch Was wir am ersten Tag in Lamagari nicht geschafft haben, wir waren mutig und mussten schnell los und wir mussten alles auffangen. What we didn't do on the first day in Lamagari, as if we were leaving quickly and had to catch everything.

Μαζέψαμε καβούρια, κοχύλια, ως κι ένα ολόκληρο καλάθι αχινούς. We collected||shells||||||urchins We collected crabs, shells, and even a whole basket of sea urchins. Σπούσαμε από κάτω το καβούκι τους, όπως μας είχε μάθει η Άρτεμη, και ρουφούσαμε τα αυγά τους χωρίς να τρυπηθούμε από τ' αγκάθια τους. we broke||||shell|||||||||we sucked||||||get pricked|||| We sucked out their insides from underneath, as Artemis had taught us, and we sucked their eggs without getting pricked by their spines.

Το βράδυ, δεν κρατιόμασταν από τη νύστα και σα μας είπε η θεία Δέσποινα: «Εμπρός, πλύντε τα πόδια σας», εμείς πολύ θα θέλαμε να ήμασταν σαν τ' άλλα παιδιά από τα τσαρδάκια, που ξάπλωναν έτσι, όπως ήτανε, πάνω σε μια κουρελού. |||we couldn't hold on|||sleepiness||||||||Come on|wash||||||||||||||||||lay|||||||rug Nachts blieben wir nicht wach und wie uns Tante Despina sagte: „Los, wasch dir die Füße“, wären wir sehr gerne wie die anderen Kinder aus den Zelten, die so auf einem Flickenteppich lagen. At night, we couldn't resist the sleepiness and as Aunt Despoina told us: 'Come on, wash your feet', we really wished we were like the other kids from the neighborhood, who would just lie down as they were, on a mat.

Ώσπου να πλυθούμε, ξενυστάξαμε και σαν ξαπλώσαμε αρχίσαμε τον καβγά με τη Μυρτώ, για το πως θα βγάλουμε τη βαρέλα. ||we wash|we dozed off||||||fight|||||||||| By the time we washed up, we were undressed and as we lay down we started arguing with Myrtle about how to get the barrel off. Yıkandığımızda soyunmuştuk ve uzandığımızda Myrtle ile fıçıyı nasıl çıkaracağımız konusunda tartışmaya başladık. Εγώ ήθελα τόσο πολύ να την πούμε «Δαβίδ Κόπερφηλδ»... |||very||||David| I wanted so much to call her 'David Copperfield'...

- Σαχλαμάρες, θυμώνει η Μυρτώ. nonsense|gets angry|| - Nonsense, Myrto gets angry. Καλά λέω εγώ πως όλο μωρουδίστικα πράγματα σκέφτεσαι. |I say||||babyish|| Ich sage gut, dass du an alle Babysachen denkst. Well, I say you're always thinking about childish things. Sadece bebekçe şeyler düşündüğünü söylüyorum. Ακούς εκεί: «Δαβίδ Κόπερφηλδ» τη βαρέλα! Can you believe it: 'David Copperfield' on the barrel! Dinliyorsunuz: "David Copperfield" fıçı!

- Γιατί, επιμένω εγώ. |I insist| - Why, I insist. Είναι τόσο όμορφο! It's so beautiful! Θα το γράψουμε, με κόκκινη μπογιά, πάνω στη βαρέλα κι άμα τη βλέπουν από μακριά, θα λένε: «Κοιτάξτε! |||||paint|||||||||||| We will write it in red paint on the barrel, and when they see it from afar, they will say: 'Look! Έρχεται ο Δαβίδ Κόπερφηλδ»!

- Ούτε να το πεις στα παιδιά, λέει η Μυρτώ, γιατί θα γίνεις ρεζίλι. ||||||||||||a laughingstock - Sagen Sie es nicht einmal den Kindern, sagt Myrto, denn Sie werden belastbarer. - Don't even say it in front of the kids, Myrto says, because you'll be embarrassed.

Αρχίσαμε τότε, φαίνεται, να φωνάζουμε τόσο δυνατά, που ανέβηκε πάνω ο παππούς να δει τι τρέχει. |||||||||upstairs|||||| Wir fingen dann an, anscheinend so laut zu schreien, dass Opa nach oben ging, um zu sehen, was los war. It seems that we started to shout so loud back then, that grandpa came up to see what's going on. Sonra o kadar yüksek sesle bağırmaya başladık ki, anlaşılan büyükbabam neler olduğunu görmek için yukarı çıktı.

- Οι αρχαίοι έλεγαν «Θυμού κράτει», μας λέει. |the ancients|||control your anger|| "The ancients used to say "Hold your temper", he tells us. - Eskiler "Öfke krati" derlerdi, diyor. Που θα πει: Να κρατάς το θυμό σου. Which will say: Hold your anger. Όταν θυμώνει η μια, η άλλη να μετρά ως το δέκα πριν απαντήσει και τότε ο θυμός θα περνάει. |gets angry||||||counts||||||||||| When one gets angry, the other should count to ten before responding, and then the anger will pass.

Βγήκε ο παππούς, μα η Μυρτώ συνέχιζε ακόμα. ||||||was still| Der Großvater kam heraus, aber Myrto ging weiter. Grandpa went out, but Myrto was still going on.

- Πως τη σκέφτηκες τέτοια κουταμάρα! ||||nonsense - How could you think of such nonsense!

- Ένα... δύο... τρία..., μετράω μέσα μου εγώ. |||I count||| - One... two... three..., I count inside me.

- 'Ως κι η μικρούλα η Αυγή θα γελάσει, επιμένει η Μυρτώ όσο δεν απαντώ. ||||||||it insists|||||I respond - 'Even little Dawn will laugh,' Myrto insists as long as I don't answer.

- Τέσσερα... πέντε... έξι...

- Βέβαια τι να πεις; δεν απαντάς! |||||you answer - Of course, what can you say? you don't answer!

- Εφτά... οχτώ... εννιά...

Η Μυρτώ μου πετάει το μαξιλάρι της κι η κόχη του με βρήκε στο μάτι. |||||pillow||||corner||||| Myrtle throws her pillow at me and her elbow hit me in the eye.

- Ύστερα σου λέει ο παππούς «θυμού κράτει» και μέτρα ως το δέκα. - Then grandpa tells you "hold your temper" and counts to ten.

Σηκώθηκα και της έδωσα μια τσιμπιά, εκείνη μου 'δωσε μια κλοτσιά, μετά πλαγιάσαμε στα κρεβάτια μας, λέγοντας πεισμωμένα: ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ! |||||pinch|||||kick||we lay down||||||||| I got up and pinched her, she kicked me, then we lay on our beds, stubbornly saying: SOR-RY, SOR-RY!

Έγινε ησυχία. Πολύ θα 'θελα να ξέρω, αν την πήρε ο ύπνος τη Μυρτώ. Ich würde gerne wissen, ob Myrto eingeschlafen ist. I would very much like to know if Myrto fell asleep. Myrtle'ın uyuyup uyumadığını bilmek isterdim. Μα, σε λίγο, ακούστηκε ψιθυριστή η φωνή της: ||||whispering||| But, in a little while, her voice was heard in a whisper:

- ΕΥ-ΠΟ! Αρίονα να βγάλουμε τη βαρέλα! Ariona||take out|| Let's take out the barrel!

- ΕΥ-ΠΟ... Και με πήρε ο ύπνος. - YE-PO... And I fell asleep.