×

Używamy ciasteczek, aby ulepszyć LingQ. Odwiedzając stronę wyrażasz zgodę na nasze polityka Cookie.


image

TEDx Ελληνικά, 516 days | Ilias Anastasiadis | TEDxAthens - YouTube

516 days | Ilias Anastasiadis | TEDxAthens - YouTube

Μετάφραση: Lucas Kaimaras Επιμέλεια: Chryssa Takahashi

Ένα μεσημέρι,

κάπου τον Μάρτιο του 2012,

δέχθηκα μια κλήση από έναν άγνωστο αριθμό.

Μια ευγενική αλλά συγκρατημένη κυρία με ρωτούσε αν με ενδιέφερε ακόμα

να ενταχθώ στο πρόγραμμα απεξάρτησης από τα τυχερά παιχνίδια ΚΕΘΕΑ ΑΛΦΑ.

Κοίταξα την οθόνη του λάπτοπ μου μπροστά μου, το είχα στα πόδια μου,

το παιχνίδι ήταν ένα παιχνίδι πρώτης εθνικής Σιγκαπούρης,

αν θυμάμαι καλά, στο οποίο είχα ποντάρει,

είχε στραβώσει από πολύ νωρίς οπότε το σκέφτηκα λίγο, της λέω,

«Ναι, γιατί όχι. Μ' ενδιαφέρει»,

και κλείσαμε ραντεβού για την επόμενη εβδομάδα.

«Τέλεια! Έχω άλλες επτά μέρες για να παίξω».

Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που είπα όταν κλείσαμε το τηλέφωνο.

Είχα καλέσει το ΚΕΘΕΑ οκτώ μήνες νωρίτερα

το καλοκαίρι του 2011,

μία μέρα αφού έχασα και τα τελευταία χρήματα

μιας αποζημίωσης ύψους περίπου 10.000 ευρώ

από το περιοδικό στο οποίο δούλευα για έξι χρόνια και είχε μόλις κλείσει.

Την αποζημίωση την είχα πάρει τρεις εβδομάδες νωρίτερα.

Το καλοκαίρι του 2011 ήμουν 28,

και μετρούσα ήδη 12 χρόνια εθισμένος στον τζόγο,

έπαιζα συστηματικά από τα 17 μου.

Όταν λέω συστηματικά εννοώ ότι το μόνο πράγμα που με ενδιέφερε

από τα 17 και μετά σταδιακά

ήταν πού θα βρω χρόνο και χρήματα για να παίζω.

Χρήματα αρχικά έβρισκα από τις πιστωτικές κάρτες του μπαμπά μου

που τις φόρτωνα στα κρυφά,

μέχρι να' ρθεί το τέλος του μήνα και να το καταλάβει,

και χρόνο είχα άπλετο καθότι φοιτητής στο πανεπιστήμιο.

Στα 21 μου έπιασα την πρώτη μου δουλειά ως δημοσιογράφος,

οπότε είχα τα δικά μου χρήματα πια για να χάνω,

και χρόνο δεν είχα και τόσο πολύ δυστυχώς,

οπότε εξαιτίας αυτού άρχισα να γίνομαι πάρα, πάρα, πολύ καλός ψεύτης.

Έλεγα ψέματα στους φίλους μου ή στη σχέση μου

για να ακυρώσουμε πράγματα που είχαμε κανονίσει

και να εξασφαλίσω ακόμα περισσότερο χρόνο για να ταΐσω την εξάρτησή μου.

Έπαιζα κυρίως Live Στοίχημα στο ίντερνετ.

Έχω δοκιμάσει τα πάντα, αν αναρωτιέστε κάποιοι,

και καζίνο και πόκερ και πράγματα στο πρακτορείο,

αλλά τίποτα δεν μου έδινε την αδρεναλίνη του live στοιχήματος,

τις συνεχείς εναλλαγές.

Επίσης ήμουνα μόνος, απομονωμένος στο δωμάτιό μου ή στον καναπέ,

εγώ και το λάπτοπ και η οθόνη που έβλεπα το παιχνίδι.

Δεν έπρεπε να μιλάω με κανέναν, καθότι και αρκετά αντικοινωνικός.

Και θεωρούσα ότι ξέρω τι ποντάρω, ξέρω ότι μπορώ να προβλέψω λίγο καλύτερα

την εξέλιξη αυτού του πράγματος στο οποίο ποντάρω.

Όταν έχασα τη δουλειά μου κι έχανα όπως σας είπα πολύ νωρίς τα χρήματά μου

και δεν υπήρχαν και οι πιστωτικές κάρτες του μπαμπά πια,

φρόντιζα να κλέβω χρήματα από το ταμείο της επιχείρησης του αδερφού μου.

Τη φορά που με κατάλαβε, ένιωσα τη μεγαλύτερη ντροπή της ζωής μου.

Θα ακολουθούσαν πολλές και ακόμα μεγαλύτερες ντροπές.

Υπάρχουν δύο εικόνες από την εξάρτηση

που είναι ό,τι πιο κοντά στον πάτο έχω φτάσει ποτέ.

Η πρώτη εικόνα είναι να φεύγω ξημερώματα από το πατρικό μου σαν τον κλέφτη,

για να μην ξυπνήσουν οι γονείς μου, να μην με καταλάβουν,

και να περπατάω μέχρι το περίπτερο,

το μοναδικό τότε στην Ηλιούπολη που πουλούσε τις κάρτες PaySafe -

αρκετοί από εσάς ίσως τις γνωρίζετε.

Είναι οι κάρτες με τις οποίες

χρηματοδοτούσα τους λογαριασμούς μου στο ίντερνετ για να παίξω.

Όπως σας είπα υπήρχε μόνο ένα περίπτερο στην άλλη άκρη της Ηλιούπολης,

οπότε σαν τον κλέφτη, 4-5 τα ξημερώματα,

περπατούσα τέσσερα χιλιόμετρα μπρος πίσω

για να αγοράσω μια κάρτα των 10 ευρώ

τα οποία θα έχανα 2 ή 3 ή 5 λεπτά αφού γύριζα στο σπίτι.

Η άλλη εικόνα είναι της αυτοκτονίας.

Όταν τα περίπτερα που πουλούσαν τις συγκεκριμένες κάρτες είχαν πληθύνει,

-τώρα είναι όλα τα περίπτερα-

φρόντιζα να τις προμηθεύομαι από ένα περίπτερο απέναντι από το πατρικό μου

στην άλλη μεριά της Λεωφόρου Βουλιαγμένης.

Στο γύρνα, στα χρόνια της βαθιάς εξάρτησης - απελπισίας,

σκεφτόμουν πάρα πολλές φορές να κάνω ένα βήμα μπροστά,

και να πέσω πάνω σε κάποιο διερχόμενο αυτοκίνητο

για να τελειώσει λίγο γρήγορα και ριζικά όλο αυτό που περνάω.

Στη σκέψη ότι δεν θα τέλειωνε, ότι δεν θα ήταν ακαριαίος ο θάνατός μου,

δείλιαζα και καθόμουν στη θέση μου μέχρι να ανάψει το πράσινο.

Το πρώτο πράγμα που μου είπε η Θεανώ στο πρώτο μας ραντεβού

ήταν, «Ηλία, πρέπει να σταματήσεις να παίζεις τελείως,

να καθαρίσει το κεφάλι σου,

και να αρχίσουμε να δουλεύουμε τους λόγους που σε φέραν εδώ».

Το δεύτερο πράγμα που μου είπε ήταν ότι,

είναι απαραίτητο σχεδόν να φύγω άμεσα από το πατρικό μου,

-μου είπε μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα, χαρακτηριστικά-

για να αλλάξω ζωή, να αλλάξω παραστάσεις, να πάρω περισσότερες ευθύνες.

Και τα έκανα και τα δύο.

Κι έναν μήνα μετά θα καθόμουν σε έναν κύκλο σαν αυτόν που βλέπουμε στις ταινίες,

με άλλους 50 εξαρτημένους δίπλα μου,

στην πρώτη ομαδική συνεδρία της ζωής μου, ή «ομάδα» έτσι όπως τη λέγαμε.

Οι ομάδες γίνονταν κάθε Δευτέρα 6 με 8 το απόγευμα.

Τον πρώτο καιρό εκεί, ήμουν ωσεί παρών.

Πήγαινα, στο ξεκίνημα -έτσι πήγαινε ο κύκλος-

ο καθένας σήκωνε το χέρι, έλεγε, «Γεια σας, είμαι ο Ηλίας.

Είμαι εξαρτημένος από τα τυχερά παιχνίδια και απέχω τόσες μέρες».

Είναι η μόνη στιγμή κάθε Δευτέρα που άνοιγα το στόμα μου.

Όλο το υπόλοιπο δίωρο λούφαζα στην καρέκλα,

ντρεπόμουνα, δεν μίλαγα σε θέματα άλλων, δεν τοποθετούμουν.

Το μόνο που με ένοιαζε ήταν να φύγω 8 η ώρα ακριβώς

και να εξαφανιστώ στα στενάκια γύρω από το Μετς,

πριν έρθει κάποιος άλλος εξαρτημένος και μου πιάσει την κουβέντα,

ή μου πει να πάμε να φάμε κάτι ή να πιούμε

όπως συνήθιζαν να κάνουν οι άλλοι εξαρτημένοι μετά το τέλος της ομάδας

για να γνωριστούν λίγο καλύτερα.

Μετά από 83 ημέρες αποχής, που ήταν το καλύτερό μου σκορ αποχής

μετά από 12-15 χρόνια που έπαιζα,

ξανάπαιξα.

Ξανάπαιξα - συνέχισα να πηγαίνω στην ομάδα, να μην το λέω,

-σας είπα πόσο καλός ήμουνα στα ψέματα-

πήγαινα στην ομάδα, καθόμουν στη θέση μου κι έλεγα ψεύτικες μέρες αποχής.

Πάρα πολύ γρήγορα έπαιζα όπως πριν.

Τα αδιέξοδα ήταν ίδια, οι μαύρες σκέψεις, η απομόνωση, η ζημιά στα οικονομικά.

Το μόνο που είχε αλλάξει, που έδειχνε να αλλάζει,

ήταν η ευχαρίστηση.

Πλέον δεν έπαιρνα ευχαρίστηση από τον τζόγο,

το έκανα με ενοχές.

Δεν μπορούσα να το ελέγξω. Τουλάχιστον έπαιρνα ευχαρίστηση.

Και αυτό ενδεχομένως ήταν η πρώτη νίκη της θεραπείας πάνω στην εξάρτηση.

Παρόλα αυτά τα αδιέξοδα συνέχισαν να 'ρχονται και ήταν φανερό πια σε μένα

ότι δεν είχε τόση σημασία αν το ψέμα μου πέρναγε στην άλλη άκρη,

αν το έτρωγαν ή δεν το έτρωγαν,

αυτός που έβλαπτα ήμουν αποκλειστικά εγώ κάνοντας αυτό το πράγμα.

Οπότε ήρθε μια Δευτέρα λίγο πριν τις 6 το απόγευμα,

καθόμουν σε ένα από αυτά τα στενάκια γύρω από το πρόγραμμα που σας είπα,

και είχα στη δεξιά μου τσέπη μια PaySafe την οποία είχα αγοράσει για να παίξω μετά.

Έβγαλα την κάρτα από την τσέπη,

και σκέφτηκα το εξής,

«Ή την σκίζεις αυτή τη στιγμή και πας μέσα στην ομάδα

να ξεκινήσεις μια πρώτη, καθαρή, καινούργια προσπάθεια,

ή την κρατάς, γυρνάς όμως σπίτι,

τελειώνεις με το πρόγραμμα, αφήνεις τα αστεία και τα ψέματα,

ξαναπαίζεις, και ο Θεός βοηθός».

Για καλή μου τύχη έσκισα την κάρτα

και λίγα λεπτά μετά καθόμουν στον κύκλο της ομάδας,

είπα τις μέρες μου, συστήθηκα, συστήθηκαν όλοι,

κι έβαλα θέμα, σήκωσα το χέρι για πρώτη φορά.

Και μου δόθηκε ο λόγος,

και είπα, «Καλησπέρα, εδώ και έναν μήνα σας λέω ψέματα κάθε Δευτέρα».

Το βρήκα πάρα πολύ ηρωικό αυτό που έκανα

-περίμενα ακραίες αντιδράσεις-

αλλά αντί να με μαλώσουν, τα μέλη της ομάδας με αγκάλιασαν.

Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα τη δύναμη της ομάδας.

Με αγκάλιασαν λέγοντας ότι «Αυτό; Το 'χουμε κάνει κι εμείς».

(Γέλια)

Πολύ σύντομα θα έμπαινα σε μια παρέα επιτέλους

με άλλους τρεις εξαρτημένους πιο ταιριαστούς στο δικό μου προφίλ,

αν αναλογιστείτε ότι η ομάδα ήταν γεμάτη με προποτζήδες,

ή συνταξιούχους τζογαδόρους του καφενείου.

Έγινα παρέα λοιπόν με έναν μοντέρ, τον Χρήστο,

έναν δημοσιογράφο συνάδελφο, τον Νεκτάριο, κι έναν σκηνοθέτη, επίσης Χρήστο.

Κι εκεί όμως στην αρχή ήμουνα πάρα πολύ μαγκωμένος κι επιφυλακτικός.

Θυμάμαι χαρακτηριστικά, πηγαίναμε στο σπίτι του πρώτου Χρήστου να φάμε

-τις πρώτες φορές που πήγαινα κι εγώ μαζί τους, γιατί αυτοί ήταν ήδη μια παρέα-

παραγγέλναμε, τρώγαμε, κερνούσε ο Χρήστος,

κι εγώ έλεγα τουλάχιστον δέκα φορές «Ευχαριστώ πολύ, ευχαριστώ πολύ...»

Εκνευρίστηκε λοιπόν μια μέρα ο Χρήστος και λέει «Σταμάτα να λες ευχαριστώ πολύ.

Δεν είμαστε στο ΙΚΑ.

Είμαστε φίλοι σου, είσαι εδώ,

μας βοηθάς, σε βοηθάμε, με την επικοινωνία πας παρακάτω».

Και όντως αφέθηκα.

Και άρχισα να επικοινωνώ.

Κι άρχισα να βγαίνω.

Ήταν σαν να 'χω τρεις σχέσεις ταυτόχρονα.

Μιλούσαμε και με τους τρεις κάθε μέρα στο τηλέφωνο,

(Γέλια)

και σχεδόν κάθε βράδυ της εβδομάδας βγαίναμε ή αράζαμε σε κάποιο σπίτι,

ή πηγαίναμε να φάμε κάτι - δεν έλεγα «Ευχαριστώ πολύ» πια.

Για πρώτη φορά έχτιζα έναν τοίχο ανάμεσα σε μένα και τον τζόγο,

ο οποίος είναι η επικοινωνία.

Το αντίθετο της απομόνωσης,

που είναι ο τζόγος και οι εξαρτήσεις γενικότερα.

Οι συγκεκριμένοι τρεις φίλοι μου με πήραν από το χέρι και με πέρασαν απέναντι,

στην άλλη άκρη.

Κι αυτό είναι κάτι που θα τους το χρωστάω για πάντα.

Στις 14 Ιουλίου του 2014,

κάθισα στον κύκλο της ομάδας και είπα σε όλους ότι γίνεται.

Δεν περίμενα ποτέ ότι θα φτάσει η μέρα της αποφοίτησης για μένα.

Πηγαίνοντας στο πρόγραμμα, καταλάβατε πόσο ανέτοιμος ήμουν.

Επίσης πήγαινα για να το ελαττώσω, αυτό είχα πει στο κεφάλι μου.

Ούτε αυτό είναι κάτι που πίστευα πολύ.

Σίγουρα δεν περίμενα ότι θα τελειώσω καθαρός

και θα αποφοιτήσω από το πρόγραμμα.

Παρόλα αυτά, εκεί είδα ανθρώπους

και τους συνταξιούχους που σας είπα και τους προποτζήδες, και τους ταξιτζήδες

να φωτίζονται, να γίνονται άλλοι άνθρωποι,

να ακολουθούν τις επιταγές του προγράμματος και της θεραπείας,

να ακούνε - πέντε βασικά βήματα είναι, δεν είναι κάτι φοβερό

-ένα εκ των οποίων να μην λες ψέματα-

και να γίνονται άλλοι άνθρωποι.

Αποφοιτούσαν κι έβλεπα το φως γύρω από το κεφάλι τους.

Ήταν συγκλονιστικό,

και ήμουνα πάρα πολύ χαρούμενος στις 14 Ιουλίου του 2014,

που ήμουν ανάμεσά τους, πιο καθαρός από ποτέ,

μπορούσα να τους κοιτάω στα μάτια

και να λέω ότι αποφοιτώ.

Δεξιά μου, οι τρεις φίλοι μου,

άκουγαν την ομιλία μου πάρα πολύ δακρυσμένοι,

τους κοίταγα με την άκρη του ματιού μου

και άλλαζα το βλέμμα για να μην με πάρουν τα κλάματα.

Ένιωθα πάντως το φως γύρω και από το δικό μου κεφάλι.

Έναν μήνα μετά την αποφοίτηση ξανάπαιξα.

Και όχι απλώς ξανάπαιξα, έκανα τη χειρότερη υποτροπή της ζωής μου.

Από τη μία εφήρμοσα αυτό που ήταν πάντα ο τζόγος για μένα

-ο καλύτερος τρόπος να κλειδώνεις έξω τα προβλήματα και να μην ασχολείσαι-

από την άλλη όμως με κυρίευσε ο τρόμος ότι «Τι κάνεις;

Μετά από δυόμισι χρόνια στο πρόγραμμα, αφού ξαναπαίζεις, τελείωσε.

Δεν πρόκειται να σταματήσεις ποτέ».

Για τέσσερεις συνεχόμενους μήνες έχανα, έχανα, κι έχανα...

και για πρώτη φορά δημιούργησα ένα πάρα πολύ μεγάλος χρέος από τον τζόγο.

Φανταστείτε πόσο απογοητευτικό είναι μετά από δυόμισι χρόνια στο πρόγραμμα

να δημιουργώ μετά το μεγαλύτερο χρέος.

Χρωστούσα σε 13 διαφορετικούς ανθρώπους

οι οποίοι μου είχαν δώσει χρήματα.

Προφανώς κάποια άλλη δικαιολογία είχα πει,

δεν έλεγα ότι θα παίξω.

Και υπήρχαν τουλάχιστον άλλοι 13 που είχαν αρνηθεί γιατί δεν μπορούσαν,

ή γιατί το κατάλαβαν ή δεν ξέρω κι εγώ γιατί.

Όταν στέρευαν οι επιλογές μου και δεν είχα πλέον πολλούς υποψήφιους δανειστές,

έμπαινα στη λίστα των φίλων μου στο Facebook,

η οποία είναι κάπως μεγάλη,

κι αποτελείται ως επί το πλείστον από ανθρώπους που δεν γνωρίζω προσωπικά,

είναι αναγνώστες που μπορεί να 'χουν διαβάσει κάτι

στο Oneman που εργάζομαι, στα άλλα sites ή στο 24media,

και έψαχνα ανθρώπους που θα μπορούσα να ζητήσω χρήματα,

πρώτον, χωρίς να με παρεξηγήσουν,

και δεύτερον, χωρίς να με κάνουν ρεζίλι

γιατί δεν ήταν άνθρωποι που ήξερα.

Μετά το πρόγραμμα οι θεραπεύτριές μου μού είχαν συστήσει

να συνεχίσω τη θεραπεία εκτός

-το σήκωνε λέει ο οργανισμός μου-

με μια ψυχολόγο εκτός προγράμματος.

Κι έτσι είχα κάνει, έβλεπα πλέον την ψυχολόγο μου τη Μαρία,

που για δύο μήνες μέσα σε αυτή την υποτροπή

δεν την έβλεπα γιατί δεν είχα χρήματα να την πληρώσω.

Είχα εξαφανιστεί.

Με τους φίλους μου από το πρόγραμμα δεν μιλούσαμε πια,

με δική μου ευθύνη, όπως φαντάζεστε.

Και στο πρόγραμμα ντρεπόμουν να ξαναγυρίσω έναν μήνα μετά την αποφοίτησή μου.

Οι σκέψεις για αυτοκτονία προφανώς είχαν επιστρέψει

πολύ πιο δυνατά από πριν.

Λίγο πριν τα Χριστούγεννα του '14,

πηγαίνοντας να ρίξω ένα στοίχημα σε ένα πρακτορείο πίσω από τη δουλειά μου,

-δεν είχα ιδέα τι θα παίξω, δεν με ένοιαζε πλέον τι παίζω,

έπαιζα για να μπορώ να σηκωθώ από το κρεβάτι,

έπαιζα για να μπορώ να δουλέψω-

χτύπησε το τηλέφωνο.

Και ήταν η Μαρία, η ψυχολόγος μου, και το σήκωσα ασυναίσθητα, ακαριαία.

Μου λέει «Πού έχεις χαθεί δύο μήνες; Έχω ανησυχήσει».

Ξεφύσηξα και της είπα τα πάντα.

Η φωνή μου μόλις που έβγαινε αλλά ήταν λες και ούρλιαζα για βοήθεια.

Της είπα τα πάντα και μου λέει, «Το 'χω καταλάβει,

κι είναι πάρα πάρα πολύ επικίνδυνο αυτό που κάνεις γι' αυτό σε πήρα τηλέφωνο.

Δεν συνηθίζω να παίρνω ασθενείς που δεν ξανάρχονται.

Έλα αύριο να με δεις».

Της λέω, «Μαρία, θα ήθελα πάρα πολύ αλλά δεν έχω καθόλου χρήματα να σου δώσω».

Και μου λέει, «Έλα αύριο και θα σου κάνω δώρο τη συνεδρία».

Και απ' την επόμενη μέρα άρχισα πάλι να μετράω μέρες καθαρός,

και να έχω πλέον ένα πλάνο σαφές για την αποπληρωμή των χρεών μου

το οποίο με βοήθησε η Μαρία να στήσουμε.

Για να φτάσω από την πρώτη μέρα αποχής στη δέκατη,

ήταν πλέον σαν να σκαρφαλώνω ένα βουνό κάθε μέρα.

Στη μέρα 14 πήρα μία απόφαση:

κάθε φορά που θα 'θελα να παίξω πλέον

θα καθόμουν και θα 'γραφα 500 λέξεις για την εξάρτησή μου,

για την ιστορία σε όλη αυτή την εξάρτηση.

Και το κόλπο άρχισε να πιάνει.

Μετά από κάθε 500 λέξεις αισθανόμουν όλο και πιο δημιουργικός.

Στη μέρα 24 βάφτισα όλο αυτό το πρότζεκτ με τις σημειώσεις και το γράψιμο

«Δευτέρα» στο μυαλό μου,

προς τιμήν των ομάδων που μου άλλαξαν τη ζωή.

Και στη μέρα 33 μου πέρασε από το μυαλό

ότι μια μέρα όλο αυτό θα μπορούσε να γίνει βιβλίο, να κυκλοφορεί εκεί έξω.

Στη μέρα 48 τηλεφώνησα σε έναν από τους τρεις φίλους μου

από το πρόγραμμα που είχαμε χαθεί, του είπα τα πάντα,

και τη μέρα 49 βρέθηκα με έναν άλλον.

Στη μέρα 67 έβαλα ένα σαφές πλάνο για το βιβλίο μου.

Πλέον στο μυαλό μου έγραφα βιβλίο.

Έγραφα πέντε μέρες την εβδομάδα από 500 λέξεις.

Δεν το ήξερε κανείς.

Το ήξεραν μόνο οι φίλοι μου,

και δεν είχα ιδέα, ποιος, πότε, και αν θα εκδώσει αυτό το πράγμα.

Στη μέρα 125, η Μαρία μου είπε πόσο περήφανη ήταν για την προσπάθειά μου,

κι εγώ της είπα ότι αν δεν ήταν το τηλέφωνό της

δεν ξέρω πού θα βρισκόμουν.

Το ίδιο βράδυ έγραψα το κεφάλαιο με τη χειρότερη υποτροπή της ζωής μου

και το τηλέφωνο της Μαρίας που με τράβηξε από τα μαλλιά.

Στη μέρα 171,

έμαθα ότι οι εκδόσεις Key Βooks ενδιαφέρονται να κάνουν ένα ραντεβού,

και στη μέρα 176

έφευγα από τα γραφεία τους στην Ακαδημίας χωρίς να πατάω κάτω.

Μου 'χαν ανακοινώσει ότι θέλουν να βγάλουν το βιβλίο μου.

Στην πόρτα φεύγοντας με πρόλαβαν και με ρώτησαν,

«Έχεις σκεφτεί κάποιον τίτλο;»

και τελείως αυθόρμητα τους είπα «Δευτέρα».

Και ο τίτλος φάνηκε να τους αρέσει.

Στη μέρα 516 η «Δευτέρα» οδεύει προς την τρίτη της έκδοση,

κι εγώ είμαι εδώ μπροστά σας για να σας πω

ότι όσες φορές κι αν πέσουμε,

αφενός πρέπει, άλλα σίγουρα μπορούμε να ξανασηκωθούμε.

Αυτός είναι και ο μόνος δρόμος.

Ευχαριστώ.

(Χειροκρότημα)

516 days | Ilias Anastasiadis | TEDxAthens - YouTube 516 Tage | Ilias Anastasiadis | TEDxAthen - YouTube 516 days | Ilias Anastasiadis | TEDxAthens - YouTube 516 giorni | Ilias Anastasiadis | TEDxAthens - YouTube

Μετάφραση: Lucas Kaimaras Επιμέλεια: Chryssa Takahashi

Ένα μεσημέρι,

κάπου τον Μάρτιο του 2012,

δέχθηκα μια κλήση από έναν άγνωστο αριθμό.

Μια ευγενική αλλά συγκρατημένη κυρία με ρωτούσε αν με ενδιέφερε ακόμα

να ενταχθώ στο πρόγραμμα απεξάρτησης από τα τυχερά παιχνίδια ΚΕΘΕΑ ΑΛΦΑ.

Κοίταξα την οθόνη του λάπτοπ μου μπροστά μου, το είχα στα πόδια μου,

το παιχνίδι ήταν ένα παιχνίδι πρώτης εθνικής Σιγκαπούρης,

αν θυμάμαι καλά, στο οποίο είχα ποντάρει,

είχε στραβώσει από πολύ νωρίς οπότε το σκέφτηκα λίγο, της λέω,

«Ναι, γιατί όχι. Μ' ενδιαφέρει»,

και κλείσαμε ραντεβού για την επόμενη εβδομάδα.

«Τέλεια! Έχω άλλες επτά μέρες για να παίξω».

Αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που είπα όταν κλείσαμε το τηλέφωνο.

Είχα καλέσει το ΚΕΘΕΑ οκτώ μήνες νωρίτερα

το καλοκαίρι του 2011,

μία μέρα αφού έχασα και τα τελευταία χρήματα

μιας αποζημίωσης ύψους περίπου 10.000 ευρώ

από το περιοδικό στο οποίο δούλευα για έξι χρόνια και είχε μόλις κλείσει.

Την αποζημίωση την είχα πάρει τρεις εβδομάδες νωρίτερα.

Το καλοκαίρι του 2011 ήμουν 28,

και μετρούσα ήδη 12 χρόνια εθισμένος στον τζόγο,

έπαιζα συστηματικά από τα 17 μου.

Όταν λέω συστηματικά εννοώ ότι το μόνο πράγμα που με ενδιέφερε

από τα 17 και μετά σταδιακά

ήταν πού θα βρω χρόνο και χρήματα για να παίζω.

Χρήματα αρχικά έβρισκα από τις πιστωτικές κάρτες του μπαμπά μου

που τις φόρτωνα στα κρυφά,

μέχρι να' ρθεί το τέλος του μήνα και να το καταλάβει,

και χρόνο είχα άπλετο καθότι φοιτητής στο πανεπιστήμιο.

Στα 21 μου έπιασα την πρώτη μου δουλειά ως δημοσιογράφος,

οπότε είχα τα δικά μου χρήματα πια για να χάνω,

και χρόνο δεν είχα και τόσο πολύ δυστυχώς,

οπότε εξαιτίας αυτού άρχισα να γίνομαι πάρα, πάρα, πολύ καλός ψεύτης.

Έλεγα ψέματα στους φίλους μου ή στη σχέση μου

για να ακυρώσουμε πράγματα που είχαμε κανονίσει

και να εξασφαλίσω ακόμα περισσότερο χρόνο για να ταΐσω την εξάρτησή μου.

Έπαιζα κυρίως Live Στοίχημα στο ίντερνετ.

Έχω δοκιμάσει τα πάντα, αν αναρωτιέστε κάποιοι,

και καζίνο και πόκερ και πράγματα στο πρακτορείο,

αλλά τίποτα δεν μου έδινε την αδρεναλίνη του live στοιχήματος,

τις συνεχείς εναλλαγές.

Επίσης ήμουνα μόνος, απομονωμένος στο δωμάτιό μου ή στον καναπέ,

εγώ και το λάπτοπ και η οθόνη που έβλεπα το παιχνίδι.

Δεν έπρεπε να μιλάω με κανέναν, καθότι και αρκετά αντικοινωνικός.

Και θεωρούσα ότι ξέρω τι ποντάρω, ξέρω ότι μπορώ να προβλέψω λίγο καλύτερα

την εξέλιξη αυτού του πράγματος στο οποίο ποντάρω.

Όταν έχασα τη δουλειά μου κι έχανα όπως σας είπα πολύ νωρίς τα χρήματά μου

και δεν υπήρχαν και οι πιστωτικές κάρτες του μπαμπά πια,

φρόντιζα να κλέβω χρήματα από το ταμείο της επιχείρησης του αδερφού μου.

Τη φορά που με κατάλαβε, ένιωσα τη μεγαλύτερη ντροπή της ζωής μου.

Θα ακολουθούσαν πολλές και ακόμα μεγαλύτερες ντροπές.

Υπάρχουν δύο εικόνες από την εξάρτηση

που είναι ό,τι πιο κοντά στον πάτο έχω φτάσει ποτέ.

Η πρώτη εικόνα είναι να φεύγω ξημερώματα από το πατρικό μου σαν τον κλέφτη,

για να μην ξυπνήσουν οι γονείς μου, να μην με καταλάβουν,

και να περπατάω μέχρι το περίπτερο,

το μοναδικό τότε στην Ηλιούπολη που πουλούσε τις κάρτες PaySafe -

αρκετοί από εσάς ίσως τις γνωρίζετε.

Είναι οι κάρτες με τις οποίες

χρηματοδοτούσα τους λογαριασμούς μου στο ίντερνετ για να παίξω.

Όπως σας είπα υπήρχε μόνο ένα περίπτερο στην άλλη άκρη της Ηλιούπολης,

οπότε σαν τον κλέφτη, 4-5 τα ξημερώματα,

περπατούσα τέσσερα χιλιόμετρα μπρος πίσω

για να αγοράσω μια κάρτα των 10 ευρώ

τα οποία θα έχανα 2 ή 3 ή 5 λεπτά αφού γύριζα στο σπίτι.

Η άλλη εικόνα είναι της αυτοκτονίας.

Όταν τα περίπτερα που πουλούσαν τις συγκεκριμένες κάρτες είχαν πληθύνει,

-τώρα είναι όλα τα περίπτερα-

φρόντιζα να τις προμηθεύομαι από ένα περίπτερο απέναντι από το πατρικό μου

στην άλλη μεριά της Λεωφόρου Βουλιαγμένης.

Στο γύρνα, στα χρόνια της βαθιάς εξάρτησης - απελπισίας,

σκεφτόμουν πάρα πολλές φορές να κάνω ένα βήμα μπροστά,

και να πέσω πάνω σε κάποιο διερχόμενο αυτοκίνητο

για να τελειώσει λίγο γρήγορα και ριζικά όλο αυτό που περνάω.

Στη σκέψη ότι δεν θα τέλειωνε, ότι δεν θα ήταν ακαριαίος ο θάνατός μου,

δείλιαζα και καθόμουν στη θέση μου μέχρι να ανάψει το πράσινο.

Το πρώτο πράγμα που μου είπε η Θεανώ στο πρώτο μας ραντεβού

ήταν, «Ηλία, πρέπει να σταματήσεις να παίζεις τελείως,

να καθαρίσει το κεφάλι σου,

και να αρχίσουμε να δουλεύουμε τους λόγους που σε φέραν εδώ».

Το δεύτερο πράγμα που μου είπε ήταν ότι,

είναι απαραίτητο σχεδόν να φύγω άμεσα από το πατρικό μου,

-μου είπε μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα, χαρακτηριστικά-

για να αλλάξω ζωή, να αλλάξω παραστάσεις, να πάρω περισσότερες ευθύνες.

Και τα έκανα και τα δύο.

Κι έναν μήνα μετά θα καθόμουν σε έναν κύκλο σαν αυτόν που βλέπουμε στις ταινίες,

με άλλους 50 εξαρτημένους δίπλα μου,

στην πρώτη ομαδική συνεδρία της ζωής μου, ή «ομάδα» έτσι όπως τη λέγαμε.

Οι ομάδες γίνονταν κάθε Δευτέρα 6 με 8 το απόγευμα.

Τον πρώτο καιρό εκεί, ήμουν ωσεί παρών.

Πήγαινα, στο ξεκίνημα -έτσι πήγαινε ο κύκλος-

ο καθένας σήκωνε το χέρι, έλεγε, «Γεια σας, είμαι ο Ηλίας.

Είμαι εξαρτημένος από τα τυχερά παιχνίδια και απέχω τόσες μέρες».

Είναι η μόνη στιγμή κάθε Δευτέρα που άνοιγα το στόμα μου.

Όλο το υπόλοιπο δίωρο λούφαζα στην καρέκλα,

ντρεπόμουνα, δεν μίλαγα σε θέματα άλλων, δεν τοποθετούμουν.

Το μόνο που με ένοιαζε ήταν να φύγω 8 η ώρα ακριβώς

και να εξαφανιστώ στα στενάκια γύρω από το Μετς,

πριν έρθει κάποιος άλλος εξαρτημένος και μου πιάσει την κουβέντα,

ή μου πει να πάμε να φάμε κάτι ή να πιούμε

όπως συνήθιζαν να κάνουν οι άλλοι εξαρτημένοι μετά το τέλος της ομάδας

για να γνωριστούν λίγο καλύτερα.

Μετά από 83 ημέρες αποχής, που ήταν το καλύτερό μου σκορ αποχής

μετά από 12-15 χρόνια που έπαιζα,

ξανάπαιξα.

Ξανάπαιξα - συνέχισα να πηγαίνω στην ομάδα, να μην το λέω,

-σας είπα πόσο καλός ήμουνα στα ψέματα-

πήγαινα στην ομάδα, καθόμουν στη θέση μου κι έλεγα ψεύτικες μέρες αποχής.

Πάρα πολύ γρήγορα έπαιζα όπως πριν.

Τα αδιέξοδα ήταν ίδια, οι μαύρες σκέψεις, η απομόνωση, η ζημιά στα οικονομικά.

Το μόνο που είχε αλλάξει, που έδειχνε να αλλάζει,

ήταν η ευχαρίστηση.

Πλέον δεν έπαιρνα ευχαρίστηση από τον τζόγο,

το έκανα με ενοχές.

Δεν μπορούσα να το ελέγξω. Τουλάχιστον έπαιρνα ευχαρίστηση.

Και αυτό ενδεχομένως ήταν η πρώτη νίκη της θεραπείας πάνω στην εξάρτηση.

Παρόλα αυτά τα αδιέξοδα συνέχισαν να 'ρχονται και ήταν φανερό πια σε μένα

ότι δεν είχε τόση σημασία αν το ψέμα μου πέρναγε στην άλλη άκρη,

αν το έτρωγαν ή δεν το έτρωγαν,

αυτός που έβλαπτα ήμουν αποκλειστικά εγώ κάνοντας αυτό το πράγμα.

Οπότε ήρθε μια Δευτέρα λίγο πριν τις 6 το απόγευμα,

καθόμουν σε ένα από αυτά τα στενάκια γύρω από το πρόγραμμα που σας είπα,

και είχα στη δεξιά μου τσέπη μια PaySafe την οποία είχα αγοράσει για να παίξω μετά.

Έβγαλα την κάρτα από την τσέπη,

και σκέφτηκα το εξής,

«Ή την σκίζεις αυτή τη στιγμή και πας μέσα στην ομάδα

να ξεκινήσεις μια πρώτη, καθαρή, καινούργια προσπάθεια,

ή την κρατάς, γυρνάς όμως σπίτι,

τελειώνεις με το πρόγραμμα, αφήνεις τα αστεία και τα ψέματα,

ξαναπαίζεις, και ο Θεός βοηθός».

Για καλή μου τύχη έσκισα την κάρτα

και λίγα λεπτά μετά καθόμουν στον κύκλο της ομάδας,

είπα τις μέρες μου, συστήθηκα, συστήθηκαν όλοι,

κι έβαλα θέμα, σήκωσα το χέρι για πρώτη φορά.

Και μου δόθηκε ο λόγος,

και είπα, «Καλησπέρα, εδώ και έναν μήνα σας λέω ψέματα κάθε Δευτέρα».

Το βρήκα πάρα πολύ ηρωικό αυτό που έκανα

-περίμενα ακραίες αντιδράσεις-

αλλά αντί να με μαλώσουν, τα μέλη της ομάδας με αγκάλιασαν.

Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα τη δύναμη της ομάδας.

Με αγκάλιασαν λέγοντας ότι «Αυτό; Το 'χουμε κάνει κι εμείς».

(Γέλια)

Πολύ σύντομα θα έμπαινα σε μια παρέα επιτέλους

με άλλους τρεις εξαρτημένους πιο ταιριαστούς στο δικό μου προφίλ,

αν αναλογιστείτε ότι η ομάδα ήταν γεμάτη με προποτζήδες,

ή συνταξιούχους τζογαδόρους του καφενείου.

Έγινα παρέα λοιπόν με έναν μοντέρ, τον Χρήστο,

έναν δημοσιογράφο συνάδελφο, τον Νεκτάριο, κι έναν σκηνοθέτη, επίσης Χρήστο.

Κι εκεί όμως στην αρχή ήμουνα πάρα πολύ μαγκωμένος κι επιφυλακτικός.

Θυμάμαι χαρακτηριστικά, πηγαίναμε στο σπίτι του πρώτου Χρήστου να φάμε

-τις πρώτες φορές που πήγαινα κι εγώ μαζί τους, γιατί αυτοί ήταν ήδη μια παρέα-

παραγγέλναμε, τρώγαμε, κερνούσε ο Χρήστος,

κι εγώ έλεγα τουλάχιστον δέκα φορές «Ευχαριστώ πολύ, ευχαριστώ πολύ...»

Εκνευρίστηκε λοιπόν μια μέρα ο Χρήστος και λέει «Σταμάτα να λες ευχαριστώ πολύ.

Δεν είμαστε στο ΙΚΑ.

Είμαστε φίλοι σου, είσαι εδώ,

μας βοηθάς, σε βοηθάμε, με την επικοινωνία πας παρακάτω».

Και όντως αφέθηκα.

Και άρχισα να επικοινωνώ.

Κι άρχισα να βγαίνω.

Ήταν σαν να 'χω τρεις σχέσεις ταυτόχρονα.

Μιλούσαμε και με τους τρεις κάθε μέρα στο τηλέφωνο,

(Γέλια)

και σχεδόν κάθε βράδυ της εβδομάδας βγαίναμε ή αράζαμε σε κάποιο σπίτι,

ή πηγαίναμε να φάμε κάτι - δεν έλεγα «Ευχαριστώ πολύ» πια.

Για πρώτη φορά έχτιζα έναν τοίχο ανάμεσα σε μένα και τον τζόγο,

ο οποίος είναι η επικοινωνία.

Το αντίθετο της απομόνωσης,

που είναι ο τζόγος και οι εξαρτήσεις γενικότερα.

Οι συγκεκριμένοι τρεις φίλοι μου με πήραν από το χέρι και με πέρασαν απέναντι,

στην άλλη άκρη.

Κι αυτό είναι κάτι που θα τους το χρωστάω για πάντα.

Στις 14 Ιουλίου του 2014,

κάθισα στον κύκλο της ομάδας και είπα σε όλους ότι γίνεται.

Δεν περίμενα ποτέ ότι θα φτάσει η μέρα της αποφοίτησης για μένα.

Πηγαίνοντας στο πρόγραμμα, καταλάβατε πόσο ανέτοιμος ήμουν.

Επίσης πήγαινα για να το ελαττώσω, αυτό είχα πει στο κεφάλι μου.

Ούτε αυτό είναι κάτι που πίστευα πολύ.

Σίγουρα δεν περίμενα ότι θα τελειώσω καθαρός

και θα αποφοιτήσω από το πρόγραμμα.

Παρόλα αυτά, εκεί είδα ανθρώπους

και τους συνταξιούχους που σας είπα και τους προποτζήδες, και τους ταξιτζήδες

να φωτίζονται, να γίνονται άλλοι άνθρωποι,

να ακολουθούν τις επιταγές του προγράμματος και της θεραπείας,

να ακούνε - πέντε βασικά βήματα είναι, δεν είναι κάτι φοβερό

-ένα εκ των οποίων να μην λες ψέματα-

και να γίνονται άλλοι άνθρωποι.

Αποφοιτούσαν κι έβλεπα το φως γύρω από το κεφάλι τους.

Ήταν συγκλονιστικό,

και ήμουνα πάρα πολύ χαρούμενος στις 14 Ιουλίου του 2014,

που ήμουν ανάμεσά τους, πιο καθαρός από ποτέ,

μπορούσα να τους κοιτάω στα μάτια

και να λέω ότι αποφοιτώ.

Δεξιά μου, οι τρεις φίλοι μου,

άκουγαν την ομιλία μου πάρα πολύ δακρυσμένοι,

τους κοίταγα με την άκρη του ματιού μου

και άλλαζα το βλέμμα για να μην με πάρουν τα κλάματα.

Ένιωθα πάντως το φως γύρω και από το δικό μου κεφάλι.

Έναν μήνα μετά την αποφοίτηση ξανάπαιξα.

Και όχι απλώς ξανάπαιξα, έκανα τη χειρότερη υποτροπή της ζωής μου.

Από τη μία εφήρμοσα αυτό που ήταν πάντα ο τζόγος για μένα

-ο καλύτερος τρόπος να κλειδώνεις έξω τα προβλήματα και να μην ασχολείσαι-

από την άλλη όμως με κυρίευσε ο τρόμος ότι «Τι κάνεις;

Μετά από δυόμισι χρόνια στο πρόγραμμα, αφού ξαναπαίζεις, τελείωσε.

Δεν πρόκειται να σταματήσεις ποτέ».

Για τέσσερεις συνεχόμενους μήνες έχανα, έχανα, κι έχανα...

και για πρώτη φορά δημιούργησα ένα πάρα πολύ μεγάλος χρέος από τον τζόγο.

Φανταστείτε πόσο απογοητευτικό είναι μετά από δυόμισι χρόνια στο πρόγραμμα

να δημιουργώ μετά το μεγαλύτερο χρέος.

Χρωστούσα σε 13 διαφορετικούς ανθρώπους

οι οποίοι μου είχαν δώσει χρήματα.

Προφανώς κάποια άλλη δικαιολογία είχα πει,

δεν έλεγα ότι θα παίξω.

Και υπήρχαν τουλάχιστον άλλοι 13 που είχαν αρνηθεί γιατί δεν μπορούσαν,

ή γιατί το κατάλαβαν ή δεν ξέρω κι εγώ γιατί.

Όταν στέρευαν οι επιλογές μου και δεν είχα πλέον πολλούς υποψήφιους δανειστές,

έμπαινα στη λίστα των φίλων μου στο Facebook,

η οποία είναι κάπως μεγάλη,

κι αποτελείται ως επί το πλείστον από ανθρώπους που δεν γνωρίζω προσωπικά,

είναι αναγνώστες που μπορεί να 'χουν διαβάσει κάτι

στο Oneman που εργάζομαι, στα άλλα sites ή στο 24media,

και έψαχνα ανθρώπους που θα μπορούσα να ζητήσω χρήματα,

πρώτον, χωρίς να με παρεξηγήσουν,

και δεύτερον, χωρίς να με κάνουν ρεζίλι

γιατί δεν ήταν άνθρωποι που ήξερα.

Μετά το πρόγραμμα οι θεραπεύτριές μου μού είχαν συστήσει

να συνεχίσω τη θεραπεία εκτός

-το σήκωνε λέει ο οργανισμός μου-

με μια ψυχολόγο εκτός προγράμματος.

Κι έτσι είχα κάνει, έβλεπα πλέον την ψυχολόγο μου τη Μαρία,

που για δύο μήνες μέσα σε αυτή την υποτροπή

δεν την έβλεπα γιατί δεν είχα χρήματα να την πληρώσω.

Είχα εξαφανιστεί.

Με τους φίλους μου από το πρόγραμμα δεν μιλούσαμε πια,

με δική μου ευθύνη, όπως φαντάζεστε.

Και στο πρόγραμμα ντρεπόμουν να ξαναγυρίσω έναν μήνα μετά την αποφοίτησή μου.

Οι σκέψεις για αυτοκτονία προφανώς είχαν επιστρέψει

πολύ πιο δυνατά από πριν.

Λίγο πριν τα Χριστούγεννα του '14,

πηγαίνοντας να ρίξω ένα στοίχημα σε ένα πρακτορείο πίσω από τη δουλειά μου,

-δεν είχα ιδέα τι θα παίξω, δεν με ένοιαζε πλέον τι παίζω,

έπαιζα για να μπορώ να σηκωθώ από το κρεβάτι,

έπαιζα για να μπορώ να δουλέψω-

χτύπησε το τηλέφωνο.

Και ήταν η Μαρία, η ψυχολόγος μου, και το σήκωσα ασυναίσθητα, ακαριαία.

Μου λέει «Πού έχεις χαθεί δύο μήνες; Έχω ανησυχήσει».

Ξεφύσηξα και της είπα τα πάντα.

Η φωνή μου μόλις που έβγαινε αλλά ήταν λες και ούρλιαζα για βοήθεια.

Της είπα τα πάντα και μου λέει, «Το 'χω καταλάβει,

κι είναι πάρα πάρα πολύ επικίνδυνο αυτό που κάνεις γι' αυτό σε πήρα τηλέφωνο.

Δεν συνηθίζω να παίρνω ασθενείς που δεν ξανάρχονται.

Έλα αύριο να με δεις».

Της λέω, «Μαρία, θα ήθελα πάρα πολύ αλλά δεν έχω καθόλου χρήματα να σου δώσω».

Και μου λέει, «Έλα αύριο και θα σου κάνω δώρο τη συνεδρία».

Και απ' την επόμενη μέρα άρχισα πάλι να μετράω μέρες καθαρός,

και να έχω πλέον ένα πλάνο σαφές για την αποπληρωμή των χρεών μου

το οποίο με βοήθησε η Μαρία να στήσουμε.

Για να φτάσω από την πρώτη μέρα αποχής στη δέκατη,

ήταν πλέον σαν να σκαρφαλώνω ένα βουνό κάθε μέρα.

Στη μέρα 14 πήρα μία απόφαση:

κάθε φορά που θα 'θελα να παίξω πλέον

θα καθόμουν και θα 'γραφα 500 λέξεις για την εξάρτησή μου,

για την ιστορία σε όλη αυτή την εξάρτηση.

Και το κόλπο άρχισε να πιάνει.

Μετά από κάθε 500 λέξεις αισθανόμουν όλο και πιο δημιουργικός.

Στη μέρα 24 βάφτισα όλο αυτό το πρότζεκτ με τις σημειώσεις και το γράψιμο

«Δευτέρα» στο μυαλό μου,

προς τιμήν των ομάδων που μου άλλαξαν τη ζωή.

Και στη μέρα 33 μου πέρασε από το μυαλό

ότι μια μέρα όλο αυτό θα μπορούσε να γίνει βιβλίο, να κυκλοφορεί εκεί έξω.

Στη μέρα 48 τηλεφώνησα σε έναν από τους τρεις φίλους μου

από το πρόγραμμα που είχαμε χαθεί, του είπα τα πάντα,

και τη μέρα 49 βρέθηκα με έναν άλλον.

Στη μέρα 67 έβαλα ένα σαφές πλάνο για το βιβλίο μου.

Πλέον στο μυαλό μου έγραφα βιβλίο.

Έγραφα πέντε μέρες την εβδομάδα από 500 λέξεις.

Δεν το ήξερε κανείς.

Το ήξεραν μόνο οι φίλοι μου,

και δεν είχα ιδέα, ποιος, πότε, και αν θα εκδώσει αυτό το πράγμα.

Στη μέρα 125, η Μαρία μου είπε πόσο περήφανη ήταν για την προσπάθειά μου,

κι εγώ της είπα ότι αν δεν ήταν το τηλέφωνό της

δεν ξέρω πού θα βρισκόμουν.

Το ίδιο βράδυ έγραψα το κεφάλαιο με τη χειρότερη υποτροπή της ζωής μου

και το τηλέφωνο της Μαρίας που με τράβηξε από τα μαλλιά.

Στη μέρα 171,

έμαθα ότι οι εκδόσεις Key Βooks ενδιαφέρονται να κάνουν ένα ραντεβού,

και στη μέρα 176

έφευγα από τα γραφεία τους στην Ακαδημίας χωρίς να πατάω κάτω.

Μου 'χαν ανακοινώσει ότι θέλουν να βγάλουν το βιβλίο μου.

Στην πόρτα φεύγοντας με πρόλαβαν και με ρώτησαν,

«Έχεις σκεφτεί κάποιον τίτλο;»

και τελείως αυθόρμητα τους είπα «Δευτέρα».

Και ο τίτλος φάνηκε να τους αρέσει.

Στη μέρα 516 η «Δευτέρα» οδεύει προς την τρίτη της έκδοση,

κι εγώ είμαι εδώ μπροστά σας για να σας πω

ότι όσες φορές κι αν πέσουμε,

αφενός πρέπει, άλλα σίγουρα μπορούμε να ξανασηκωθούμε.

Αυτός είναι και ο μόνος δρόμος.

Ευχαριστώ.

(Χειροκρότημα)